Tags

, , , , ,


D.G. Rossetti, “Ελένη”. Wikimedia Commons

Ψάλλει ο χορός στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου (686 κ.ε.): «Ποιος τάχα να της έδωσε όνομα τόσο ταιριαστό; Μην είναι κάποιος που δεν βλέπουμε, που θωρεί τα μελλούμενα και έτσι επιτυχώς κυβερνάει τη γλώσσα του; Μιλώ για την Ελένη τη δορίγαμβρον (αυτήν που ο γαμπρός τηνε κερδίζει με κοντάρι), για την Ελένη την ἀμφινεικῆ (που τη διεκδικούν ένθεν και ένθεν), για την Ελένη εκείνη, που ‘σαν ταίριαζε στ’ όνομά της’ έγινε ἑλέναυς, ἕλανδρος, ἑλέπτολις».

Αυτή η εξαίσια παρηχητική ομοβροντία του Αισχύλου αποκρυσταλλώνει καλύτερα από κάθε άλλο γνωστό ποίημα την ουσία της Ελένης έτσι όπως την είδε το μέγα μέρος της αρχαίας λογοτεχνίας. Ἑλένη ἑλέναυς, ἕλανδρος, ἑλέπτολις. Η Ελένη που κατέστρεψε τα πλοία, τους άνδρες και τις πόλεις: ένα κύριο όνομα και τρία επίθετα συνοψίζουν την πιο θεϊκή και συνάμα την πιο ύπουλη ομορφιά που γεννήθηκε ποτέ. Η Ελένη, σύμφωνα με τον Ευριπίδη, αἱρεῖ γὰρ ἀνδρῶν ὄμματ’, ἐξαιρεῖ πόλεις, / πίμπρησιν οἴκους: ὦδ΄ ἔχει κηλήματα, τέτοια είναι η ισχύς της μαγείας της.

Κι όμως, όπως διαβεβαιώνει ένα άλλο περίφημο τρίστιχο, από τον Όμηρο αυτή τη φορά:

οὐ νέμεσις Τρῶας καὶ ἐϋκνήμιδας Ἀχαιοὺς
τοιῇδ’ ἀμφὶ γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν:
αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν.

∆εν είναι κρίµα αν βασανίζουνται για μια γυναίκα τέτοια
μαζί κι οι Αργίτες οι λιοντόκαρδοι κι οι Τρώες καιρούς και χρόνια
τι φοβερά με τις αθάνατες θεές στην όψη μοιάζει.

(μτφρ. Καζαντζάκη-Κακριδή)

Evelyn de Morgan, “Η Ελένη της Τροίας” (1898). Wikimedia Commons

Η πεμπτουσία του μύθου της Ελένης έγκειται στον τρόπο με τον οποίο ο μύθος αυτός απηχεί την υπαρξιακή αγωνία του αρσενικού μπροστά στην ακαταμάχητη και εν τέλει την ισοπεδωτική εξουσία που το θηλυκό κατέχει επάνω του. Η αγωνία αυτή για τη γυναίκα, τον άφευκτα θελκτικό άρα και δυνητικά ανατρεπτικό, Επικίνδυνο Άλλο, διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον την αρχαιοελληνική λογοτεχνία και απογειώνεται ιδιαίτερα στην τραγωδία. Η γυναίκα, λέει ο Αισχύλος στο ίδιο στάσιμο του Αγαμέμνονα, είναι σαν το κουτάβι του λιονταριού που ανατρέφεις κατοικίδιο στο σπίτι σου. Όσο είναι μικρό, γλείφει με σκέρτσα και νάζια το χέρι που το ταΐζει. Μόλις όμως μεγαλώσει λίγο, αναθυμάται τον χαρακτήρα που της προσέδωσε η φύση κι έτσι αἵματι δ’ οἶκος ἐφύρθη/ἄμαχον ἄλγος οἰκέταις/ μέγα σίνος πολυκτόνον. Η γυναίκα για τον Έλληνα άνδρα είναι δύναμη της φύσης, που απειλεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή σε έκρηξη οργής, εκδίκησης, φθόνου, υποκρισίας, μαγγανείας, Άτης. Σειρήνα, Αμαζόνα, γυναίκες της Λήμνου· Δηιάνειρα, Κλυταιμνήστρα, Μήδεια, Ελένη.

Antonio Canova, “Ελένη”, Victoria and Albert Museum. Wikimedia Commons

Ο Όμηρος δεν περιγράφει ποτέ «the face that launched a thousand ships» («το πρόσωπο που καθήλκυσε χίλια καράβια»), όπως χαρακτήρισε την Ελένη ο Christopher Marlowe, αυτό το πρόσωπο που η Ελένη του Ευριπίδη εύχεται να ήταν πιο απλό, γιατί ως είχε, όπως θα σημειώσει αργότερα ο Οβίδιος, δεν θα μπορούσε παρά να γέμει ενοχής (hanc faciem culpa posse carere putas?). Δεν χρειαζόταν όμως ο Όμηρος να περιγράψει την Ελένη: η θλιμμένη παραδοχή των ανδρών της Τροίας που παραθέσαμε πιο πάνω είναι ανώτερη κάθε περιγραφής.

Η Ελένη του Ομήρου, παραδόξως, είναι μακράν τραγικότερη από τις αποτυπώσεις της σε τραγωδίες όπως οι Τρωάδες και ο Ορέστης του Ευριπίδη. Η Ελένη του Ομήρου είναι απομονωμένη, μετανιωμένη, αβάσταχτα βεβαρημένη από το αίμα που χύνεται για χάρη της. Η Ελένη των Τρωάδων, αντίθετα, μοιάζει περισσότερο με τη σοφιστική Ελένη του Γοργία (Ἑλένης Εγκώμιον), που με στρεψόδικα επιχειρήματα και κούφιες πλην έξυπνες ρητορείες διεκδικεί στέφανον ἐπὶ κάρᾳ παρά θάνατο!

Frederic Leighton, “Η Ελένη στα τείχη της Τροίας” (1865). Wikimedia Commons

Η Ελένη του λυρικού ποιητή Στησίχορου τώρα, σε ένα μύθο που θυμίζει τη συνάντηση του Σαούλ με τον Ιησού στον δρόμο προς τη Δαμασκό, δεν είναι πια άνθρωπος, αλλά οργισμένη, εκδικητική θεότητα, που αναγκάζει τον ασεβή ποιητή να παλινωδήσει. Η Ελένη του Ευριπίδη δείχνει εκ πρώτης όψεως να εκπορεύεται από την παλινῳδίαν του Στησιχόρου. Κατά βάθος όμως κινείται ανάμεσα στην αγανακτισμένη αθωότητα του στησιχόρειου και στη συντετριμμένη ενοχή του ομηρικού εαυτού της. Η Ελένη του Στησιχόρου είναι άμεμπτη και ανεπίφθονη αλλά και παντελώς αδιάβροχη από το πάθος· επιβλητική στη μεγαλοπρέπειά της, αλλά εν τέλει ξένη με την τραγωδία. Η Ελένη του Ευριπίδη είναι αντιθέτως αδύναμο άθυρμα, θύμα του δόλου των θεών. Ό,τι την καθιστά «Ελένη», «αυτό το ανάστημα/ ίσκιοι και χαμόγελα παντού/ στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα», ανήκει στο εἴδωλον, όχι σ’ αυτήν. Κι όμως το εἴδωλον φτιάχτηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν της. Το μίσος των ανθρώπων τη βαραίνει κι ας μην φταίει.