Tags

, , , , , , , ,


Εξ όσων τουλάχιστον μπορούμε να κρίνουμε από τη μέχρι τώρα παραγωγή της, η Victoria Hislop αυστηρά μιλώντας δεν διεκδικεί (ή δεν διεκδικεί ακόμη) θέση στη χορεία των «μεγάλων» μυθιστοριογράφων: δεν ανανεώνει τη μυθιστορηματική φόρμα, δεν χαράσσει πρωτότυπους θεματολογικούς και αφηγηματολογικούς δρόμους, δεν προτείνει κάποιο ευδιάκριτα ρηξικέλευθο όραμα για τη ζωή και τον άνθρωπο. Δεν είναι όμως και αμελητέα φωνή, κάθε άλλο: έστω κι αν τα βιβλία της (ToΝησί, Ο Γυρισμός, Το Νήμα) ξαναπιάνουν θέματα γνωστά έως και τετριμμένα, που τα έχουν πραγματευθεί κολοσσοί σε αθάνατα λογοτεχνικά μνημεία (τον ισπανικό Εμφύλιο, την ελληνική ιστορία του πρώιμου 20ου αιώνα), διατηρούν πάντοτε μια φρέσκια προσωπική ματιά, τη ζέση προικισμένου παραμυθά και κατά περιπτώσεις μια βαθιά και συγκινητική ευαισθησία.

Το Νήμα (The Thread) είναι το χρονικό μιας πόλης στο σταυροδρόμι των ηπείρων και των πολιτισμών, μιας χοάνης λαών που υφίστανται τους κραδασμούς της ιστορικής τους μοίρας, που σφάζονται, αλληλοπροδώνονται, βασανίζονται, χωρίζουν, αλλά πάντοτε, ως σώματα ή ως σκιές, επιστρέφουν στην πόλη που τους γέννησε: στη Θεσσαλονίκη.

Την πεμπτουσία της πόλης αποκαλύπτει ένας τυφλός, που τριγυρνά καθημερινά στα δρομάκια της πόλης, με κίνδυνο να τον πατήσουν τα αυτοκίνητα και οι περαστικοί. “Γιατί μένεις πάντα εδώ;”, τον ρωτούν. Αυτό είναι το leitmotiv αυτής της ιστορίας. Γιατί να μένει κανείς σε μια πόλη που θα βρίσκεται πάντοτε σε διασταυρούμενα πυρά; Και ο τυφλός απαντά:

I feel people around me. Not just people like you and me in the present, but others too. This place is crowded with the past, teeming with people – and they are as real as you. I can see them neither more nor less clearly. Does that make sense?

Σε αυτή την πόλη αποφασίζει να επιστρέψει στο τέλος από την Αγγλία όπου ζει και ο νεαρός Μήτσος, ο εγγονός του Δημήτρη Κομνηνού και της Κατερίνας Σαράφογλου, που του αφηγούνται την ιστορία της Θεσσαλονίκης, την ιστορία των οικογενειών τους, την ιστορία των παθών της φυλής μας, κατά τον 20ο αιώνα.

It was a place where people thronged the streets from dawn till dawn, where every paving stone, ancient, modern, polished or broken, was dense with history, and where people greeted one another with such warmth. He suspected that the city would forever be challenged by adversity but there was something else he was sure of: it would continue to be rich and full, of music and stories.

Το Νήμα παρακολουθεί τις τύχες τριών εντελώς διαφορετικών οικογενειών, που ενδεχομένως δεν θα συνέπλεαν ποτέ, αν η μοίρα δεν τις είχε συγκεντρώσει στη Θεσσαλονίκη. Από τη μια η μεγαλοαστική οικογένεια του ψυχρού, υπολογιστικού επιχειρηματία Κωνσταντίνου Κομνηνού και της γυναίκας του Όλγας, που πάσχοντας από αγοραφοβία ζει και πεθαίνει στο οικογενειακό μέγαρο των Κομνηνών, στη Νίκης. Από την άλλη, η οικογένεια της Ευγενίας Καραγιαννίδη, μιας χήρας από τον Πόντο με δίδυμες κόρες, που φεύγοντας από τη Σμύρνη περιμάζεψε ένα εξάχρονο κοριτσάκι, όταν αυτό χωρίστηκε από τη μάνα του: την Κατερίνα Σαράφογλου. Ανάμεσά τους, μια οικογένεια Σεφαραδιτών Εβραίων, των Μορένο, που κατοικούν δίπλα από την Ευγενία στο στενορύμι της Οδού Ειρήνης στην Άνω Πόλη. Σε αυτό το στενό ζει προσωρινά και η Όλγα, χωρίς τον άνδρα της, όσο επιδιορθώνεται (στην ουσία ξαναχτίζεται) το μέγαρό της στην παραλιακή. Εδώ, στο σπίτι όπου έμεναν οι Εκρέμ, μια οικογένεια μουσουλμάνων, εγκαθίσταται και η Ευγενία με τη διευρυμένη οικογένειά της.

Το ξενοδοχείο Splendid στις φλόγες κατά την πυρκαγιά του 1917

Η ιστορία των ανθρώπων αυτών ξεκινά και τελειώνει με μια τεράστια φυσική καταστροφή, που ισοπεδώνει τη Θεσσαλονίκη, αλλά από την οποία η Θεσσαλονίκη πάντοτε ανακάμπτει, με μια αντοχή και μ’ ένα πείσμα που εμφανέστατα κάνει τη Χίσλοπ ν’ ανατριχιάζει: τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917 και τον σεισμό του 1978. Ανάμεσα στα δύο αυτά σημαδιακά γεγονότα ξετυλίγεται η τραγωδία μιας φυλής (καλύτερα: τριών φυλών) και μιας πόλης: η Μικρασιατική Καταστροφή, που φέρνει τα κύματα των προσφύγων σε μια πόλη που τότε ζούσε ακόμη στον οθωμανικό της λήθαργο· η ανέχεια και ο πολιτικός αναβρασμός του Μεσοπολέμου· τα φρικτά γεγονότα του Μάη του 1936· ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, η γερμανική εισβολή, η Κατοχή και η Αντίσταση· ο εμφύλιος σπαραγμός· ο βαθύς διχασμός αλλά και οι ελπίδες της μεταπολεμικής περιόδου, που συντρίβονται από τις ερπύστριες των Συνταγματαρχών· τέλος η χαραυγή της Μεταπολίτευσης και ο σεισμός, που ισοπεδώνοντας το μέγαρο των Κομνηνών και μαζί του την τεράστια περιουσία του πατριάρχη και το χλωμό σώμα της γυναίκας του κλείνει τον κύκλο μιας ολόκληρης, χαμένης γενιάς.

Η ιστορία αυτή είναι γραμμένη με το αίμα των αθώων. Είναι όπως επίσης γραμμένη με τα λαμπερά χρώματα και την απαλή υφή των κλωστών και των νημάτων, που συνδέουν τις τέσσερις γυναίκες-πρωταγωνίστριες: την πρόσφυγα Ευγενία, που συνεχίζει στον αργαλειό της την παράδοση της Ανατολής· την Εβραία Ρόζα Μορένο, που διευθύνει το εργαστήριο του ανδρός της, του σπουδαιότερου ράφτη της πόλης, και μεταλαμπαδεύει τη λεπτή τέχνη της μοδιστρικής, στην Κατερίνα· το ορφανό παιδί-θαύμα, που κάνει τέχνη και δίνει ζωή στις κλωστές και τα νήματα και που σώθηκε η ίδια χάρη σ’ ένα ρούχο (ένα κομμάτι ύφασμα, που έσκισε από τη στολή του για να δέσει το επώδυνό της έγκαυμα ένας στρατιώτης στο λιμάνι της Σμύρνης τη μέρα της καταστροφής, λίγο πριν την παραδώσει στη γυναίκα που έμελλε να γίνει η μάνα της)· και τέλος τη χλωμή, φυλακισμένη πριγκίπισσα, την Όλγα, που λιώνει σιγά-σιγά στη χρυσή φυλακή της, ντυμένη με τα λαμπρά φορέματα που της παραγγέλλει ο άντρας της, που της πουλά η Ρόζα και που της φτιάχνει με περισσή φροντίδα η Κατερίνα. Η Όλγα: μανεκέν πριν απ’ τον γάμο της, μανεκέν, γυναίκα-μπιμπελό, και μετά από αυτόν.

Τα νήματα και οι κλωστές είναι για το μυθιστόρημα της Χίσλοπ ό,τι τα μπαχάρια και τα αρτύματα υπήρξαν για την Πολίτικη Κουζίνα του Τάσου Μπουλμέτη.

Η εγκιβωτισμένη αφήγηση ολοκληρώνεται με τον σεισμό, αλλά η ιστορία γενικά δεν τελειώνει παρά με δύο αποκαλύψεις. Η πρώτη έχει να κάνει με πρόσωπα κι είναι κάτι που ο αναγνώστης ήδη γνωρίζει αλλά η Κατερίνα μόλις τώρα μαθαίνει: ότι ο στρατιώτης που την έσωσε και που την παρέδωσε στην Ευγενία λίγο πριν ο ίδιος σκοτωθεί, δηλαδή που της άνοιξε τον δρόμο για τη ζωή και την αγάπη, ήταν ο αδελφός του μελλοντικού πεθερού της. Η δεύτερη έχει να κάνει με πράγματα, που κρύβουν όμως την ψυχή των προσώπων. Ο Δημήτρης και η Κατερίνα, που αποκρούουν πεισματικά τις επίμονες προσκλήσεις του εγγονού τους να τον ακολουθήσουν στην Αγγλία, φυλάσσουν ακόμη ένα σεντούκι με τους «θησαυρούς» που τους εμπιστεύθηκαν οι γείτονές τους στο στενό δρομάκι. Οι «θησαυροί» αυτοί είναι τα οικογενειακά κειμήλια των Μορένο, που κατέληξαν στους φούρνους των Ναζί (όλοι εκτός από τον μικρό τους γιο, μαχητή της Αντίστασης, που συντετριμμένος από τη μοίρα των δικών του έφυγε μετά τον πόλεμο για την Παλαιστίνη). Είναι επίσης ένα γράμμα όλο κι όλο των Εκρέμ, που έφυγαν με την ανταλλαγή και δεν τους ξανάκουσε ποτέ κανείς. Ο Δημήτρης και η Κατερίνα φυλάσσουν τα κειμήλια αυτά κι ας ξέρουν πως οι ιδιοκτήτες τους δεν θα επιστρέψουν ποτέ. Είναι κι αυτά σαν τις σκιές των πεθαμένων που αενάως κατοικούν (δεν στοιχειώνουν!) την πόλη. Σαν τις κλωστές που συνέδεσαν τις ζωές της Ευγενίας, της Ρόζας, της Κατερίνας και της Όλγας, είναι κι αυτά το νήμα που τους κρατά δεμένους με την πόλη που μεγάλωσαν και στην οποία πάντοτε ξαναγυρνούν σαν μαγεμένοι.