Της Γαλατίας εγεύτης το κρασί.
Ο κόσμος μπιχλιμπίδι στην ποδιά σου.
Στης Κλεοπάτρας παίζουν τα παιδιά σου
τους κήπους. Ναι! Η Ρώμη ήσουν εσύ.
 
Με βρουχητά ο θρίαμβος γαυριάζει
κι Αθάνατο σε πλάθει πλέον ο μύθος.
Σαν μανιακό παραληρεί το πλήθος
κι η Ιστορία, μαιτρέσα, σ’ αγκαλιάζει.
 
Δεν ήσουν νέος πια, σ’ είχε κουράσει
ο ανήφορος στης Δόξας τα σκαλιά.
Βασιλικό στεφάνι στα μαλλιά;
Τι να το κάνεις; Το ‘χεις ξεπεράσει.
 
Τον θάνατο να δεις πια δεν λυπάσαι.
Ίσως και να ‘ναι αλήθεια η μόνη λύσις,
σαν δεν υπάρχει πια τι να ποθήσεις,
να ελπίσεις, να μισήσεις, να φοβάσαι.
 
Ίσως να ήσουν και περιχαρής
(του φόνου τα σημάδια ήταν δύο),
αν ήταν τα μαχαίρια είκοσι δύο.
Μα ήταν οι πληγές σου είκοσι τρεις.
 
Κι ελληνικά, με το αίμα να σε πνίγει
Στη γλώσσα που μιλάνε οι μοναχοί
Η πίκρα σου ολόγυρα αντηχεί
Κι η Θύμηση σαν πέπλο σε τυλίγει.
 

Jean-Léon Gérôme, “La Mort de César” (1867). Walters Art Museum, Βαλτιμόρη (Wikimedia Commons)