Το 89ο ποίημα από τα Άπαντα της Αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυς Ντίκινσον (Complete Poems, 1924) είναι χαρακτηριστικό για τη συμπυκνωμένη ευθύτητά του, που εδράζεται στην υποβλητικότητα των ομοιοκαταληξιών και το απέριττο της έκφρασης. Πρόσφατα (2013), τα ποιήματα κυκλοφόρησαν (ξανά) στα ελληνικά σε μια όμορφη δίγλωσση έκδοση από τις εκδόσεις Gutenberg, που περιλαμβάνει και επιστολές της ποιήτριας. Το συγκεκριμένο ποίημα μεταφράζεται από την Άρτεμι Γρίβα ως ακολούθως:
Ενώ γενικά οι μεταφράσεις στον τόμο είναι άριστες, στο συγκεκριμένο ποίημα, κατά τη γνώμη μου, η Ντίκινσον αδικείται. Το πολλοί-ζωή ως απόδοση του say-day, ενός από τα δύο ζεύγη ομοιοκατάληκτων στα οποία θεμελιώνεται το ποίημα, είναι ανακριβές, μερικό και άρα αδύναμο. Επίσης το σβήνει-όταν αφήνει τα χείλη φορτώνει το ποίημα με μεταφορές που ακυρώνουν, πιστεύω, την απλότητα του πρωτοτύπου.
Με όλο τον σεβασμό προς τη μεταφράστρια και με κάθε ταπεινότητα, προσφέρω κι εγώ εδώ τη δική μου εκδοχή:
Λέξη ειπωμένη Λέξη πεθαμένη, κάποιοι θα πουν. Μα εγώ σας λέω
πως μόνο τότε οι λέξεις στ᾽ αλήθεια ζουν.
Pingback: “Λωτοφάγοι”: Γενικό ευρετήριο | Λωτοφάγοι
say
just
live
LikeLike
Με βάλατε στον πειρασμό κι εμένα. Να και μια άλλη εκδοχή… με τον ίδιο σεβασμό και την ίδια ταπεινότητα… και για σας και για τη μεταφράστρια.
Λέξη νεκρή
σαν ειπωθεί,
κάποιοι έτσι λένε,
Μα εγώ σας λέω μόλις
πως τότε ξεκινά να ζει
τη μέρα εκείνη
LikeLike
Κολλάς μ᾽ αυτό το ποιηματάκι, έτσι δεν είναι; 🙂 Έχει μια παράξενη δύναμη, που στηρίζεται από τη μια στις ομοιοκαταληξίες, από την άλλη στο γεγονός ότι σε έξι σύντομα, κοφτά στιχάκια συμπυκνώνει δυο ερεθιστικές, παμπάλαιες, αντίθετες ιδέες: αφενός ότι οι λέξεις έχουν μια εσωτερικότητα, μια απόλυτη, συμβιωτική εξάρτηση με το υποκείμενο του λόγου, έτσι ώστε χάνονται μόλις ξεπηδήσουν έξω από αυτό· αφετέρου, αντίθετα, ότι οι λέξεις μας δεν μας ανήκουν, ότι ζουν τόσο πριν όσο και μετά από μας, ότι διαγράφουν τη δική τους τροχιά στο νοηματικό άπειρο.
LikeLike
Ναι, θεωρώ ότι είναι σπουδαίο ποίημα, και συμφωνώ με τις παρατηρήσεις σας. Στο συγκεκριμένο ποίημα υπάρχει και κάτι άλλο πάρα πολύ σημαντικό, που κάνει μεγάλη ποιήτρια την Ντίκινσον, το γεγονός δηλαδή ότι κατορθώνει να συνταιριάσει όχι μόνον μορφή και περιεχόμενο, αλλά και να τα επαληθεύσει ποιητικά, κατά την ίδια την εκφορά του ποιήματος . Εδώ έχει παίξει με το just: αν διαβάσουμε κάθετα τους τελευταίους στίχους, προκύπτει το εξής: say it JUST to live: όπου κατά αυτόν τον τρόπο, ακούγεται και μία προστακτική. Βεβαίως, εδώ έχουμε όλα τα γνωστά προβλήματα με τη μετάφραση της ποίησης.
LikeLike
Ιφιγένεια, αυτό για την προστακτική δεν το κατανοώ ακριβώς. Μπορείς να το διευκρινίσεις;
LikeLike
Pingback: Ένα ακόμη ευρετήριο… | Λωτοφάγοι