Tags
Αναγνωστάκης, Βάρναλης, Βαλαωρίτης, Γρυπάρης, Δροσίνης, Εγγονόπουλος, Ελύτης, Εμπειρίκος Κατσαρός, Κάλβος, Καρυωτάκης, Καρούζος, Καβάφης, Καββαδίας, Καζαντζάκης, Μόντης, Μαβίλης, Μηχανικός, Νεοελληνική ποίηση, Παλαμάς, Ρίτσος, Σεφέρης, Σικελιανός, Σολωμός, Χαραλαμπίδης
Παραδοσιακά, το τέλος της χρονιάς είναι καιρός για στοχασμό, περισυλλογή και ανασκόπηση. Σκέφτηκα λοιπόν ότι δεν θα ήταν άτοπη και μία… δημοσκόπηση!
Ποια να είναι άραγε τα είκοσι καλύτερα ποιήματα που γράφτηκαν στα ελληνικά κατά τα τελευταία διακόσια περίπου χρόνια;
Ομολογουμένως ο αριθμός είκοσι είναι συμβατικός, αν όχι αυθαίρετος, αλλά κάπου έπρεπε να σταματήσουμε! Στο γκάλοπ που ακολουθεί συγκεντρώνονται 170 περίπου υποψηφιότητες. Συμπεριλαμβάνονται τα ποιήματα εκείνα που κατά τη γνώμη μου διαβάστηκαν και αγαπήθηκαν περισσότερο από κοινό και ειδικούς.
Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν αντιπροσωπευτικότερος, αλλά σίγουρα έχουν παραλειφθεί πολλά σπουδαία έργα. Γι᾽ αυτό τον λόγο η δημοσκόπηση σας επιτρέπει να προσθέσετε και μία ακόμη δική σας υποψηφιότητα που δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο. Μπορείτε να το κάνετε συμπληρώνοντας το κουτάκι “Other” κάτω-κάτω.
Έχετε το δικαίωμα να ρίξετε στην ψηφιακή μας κάλπη από μία (1) μέχρι πενήντα (50) ψήφους. Λάβετε υπόψιν όμως ότι, από τη στιγμή που θα αποσταλούν οι ψήφοι σας, το σύστημα δεν σας επιτρέπει να ψηφίσετε ξανά.
Με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας σας θα μπορείτε να δείτε πώς διαμορφώνονται τα αποτελέσματα μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο.
Η δημοσκόπηση θα μείνει ανοιχτή για ένα μήνα. Τα αποτελέσματα θα ανακοινωθούν τον Ιανουάριο!
Γιάννης Αποστολίδης said:
Επανέρχομαι, ο ανωτέρω δηλωθείς ως ΝΑΙΜΕΝΑΛΛΑΣ:
Όσοι υποστηρίζουν ότι ο Καβάφης και η Δημουλά είναι ποιητές, είναι εντελώς άμουσοι, μάλλον έχουν υομουσία (μουσικότητα χοίρου). Το λέω έτσι υβριστικά και αδίστακτα, μπας και ξυπνήσουν.
Άς δούμε το “ποίημα” του Καβάφη Ιθάκη, που θεωρείται κορυφαίο. Άς δούμε τους στίχους εκείνους που είναι η καρδιά αυτού του “ποιήματος”. Λ΄’δενε περίπου – δεν αξίζουν να τους θυμάμαι ακριβώς – ότι τους λαιθσρτυγόνες και τους Ακύκλωπες, τον άγριο Ποσειδόνα δεν θα συναντήσεις αν δέν τους έχεις μέσα σου, αν δεν τους στήνει μπροστάσου η ψυχή σου. Τι ανοησίες! Καταρχήν, από που κι ως που άγριος ο ποσειδόνας, όπως τουλάσχιστον παριστάνεται στο καλλίστευμα του Αρχαιολογικού Μουσε΄λιου, ένας δυνατός και ήρεμος θεός. Και κατόπιν, τι μας λες, ρε Καβάφη και σε διδάσκονται και τα παιδιά μας στα σχολεία: ¨οτι δεν υπάρχουν οι παγκόσμιοι δυνάστες και τα υπεργιγάντια συμφέροντα, αυτοί οι σύγχρονοι λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, δεν είναι αυτοί που προκαλούν τους πολέμους, την πείνα, τις κρίσεις, την κλιματική κατάρευση…΄Ολα αυτά τα τέρατα, λες, τα στήνμει εμπρός μας η ψυχούλα του καθενός μας, αυτή”τα κουβανεί” μέσα της. Τι σαχλαμάρες! και πόσο ανόητοι και απερίσκεπτοι όσοι θαυμάζουν χάσκοντες τέοια “ποιήματα”! Αφήνω βέβαια το ότι κανένα μορφικό γνώρισμα ποιήματος δεν έχει ολόκληρη η ποίηση Καβάφη.
Όσο για την Κακή (κατά κόσμονΚική) Δημουλά, είναι να την κλαίς, και μαζίτης όσουςτην υποστηρίζουν, κυρίως όμως να κλαις τη νεολαία μας, που διδάσκεται “ποιήματά” της στο σχολείο, στη Γ’ Λυκείου, διδάσκεται δηλαδή τα παρανοϊκά ¨πνευματικά” δημιουργήματά της, όπως για παράδειγμα το ποίημα με τον σαχλό τίτλο Κονμιάκ μηδέν αστέρων, που λέει στους δεύτερο και τρίτο στίχους:
Όταν μιλάει η αταξία η τ’άξη να σωπαίνει.
Έχδει μεγάλη πείρα ο χαμός.
Δηλαδή στα σχολεία μας, μέσα στην τάξη διδάσκεται η… αταξία. Όταν μιλάει η αταξία, η τάξη να σωπαίνει. Όταν χτυπούν και ρημάζουν οι αναρχικοί, οι αρχές να κάνουν στην άκρη! Έχει μεγάλη πείραι ο χαμός! Γίνεται πράγματι χαμός με τη δράση της τρομοκρατίας, γνήσιο τέκνο της αναρχίας και της αταξίας που όταν ¨μιλάει¨(στην αρχή με απλή διατάραξη του κοινωνικού ρυθμού και αργότερα με μολότοφ και με καλάσνικοφ) η τάξη πρέπει να σωπαίνει! Έχει μεγάλη πείρα ο χαμός, η αταξιά – αναρχία – τρομοκρατία, που, στο τελευταίο στάδιο, ξεκίνησε από τη 17 Νοέμβρη και βρίσκεται στους Πυρήνες της φωτιάς. Και εσείς οι αφελείς, υποστηρίζετε τέτοια ποίηση! O, sancta symbligitas! Ω, θεία αφέλεια!
Χτυπάτε όπου βρήτε, όσο δυνατά μπορείτε, μέ όλη την πνευματική δύναμη που διαθέτει ο καθένος την βρώμικη αντ,ιληψη για την δήθεν ποιητική αξιωσύνη των ποιητών τύπου Καβάφη ή Δημουλά.
Βρισκόμαστε σε κατάσταση άπυρου (χωρλίς πυρά) πολέμου. Για να μην γ΄λινει έμπυρος(με πυρά) χωρίς καλά καλά να το καταλάβουμε, πρεπει πρώτα πρώτα να κοιτάξουμε την πνευματικλή μας υγεία. Και το πρώτο βήμα για τη θεραπεία μας είναι να κατανοήσουμε ότι η “ποίηση” τύπου Καβάφη και Δημουλά είναι απλά μια βαριά πνευματική ασθένεια…
ΥΓ Δεν διορθώνω τα λάθη μου. Στην ιντερνετική γραφή, τα λάθη αυτά αντικαθιστούν ττις δασείες και τις περισπωμένες…
LikeLike
Πετρος said:
Επιτρεψτε μου να πω και εγω τη γνωμη μου. Κορυφαιο ελληνικο ποιημα -απο αποψη στιχου, περιεχομενου,γλωσσας,εκφρασης και φυσικα αναγνωρισημοτητας- ειναι φυσικα ο Υμνος εις την Ελευθεριαν του Δ. Σωλομου. Ειναι γνωστο πως το ποιημα αυτο εξυμνει το ανωτερο ιδανικο, την ελευθερια. Καθε Ελληνας, κατα την προσωπικη μου αποψη καθε ανθρωπος, οφειλει να το γνωριζει. Λαμβανοντας υποψη ακριβως τα ιδια κριτηρια αμεσως επομενο θα κατετασα το Αξιον Εστιν του Ο. Ελυτη, και συγκεκριμενα το χωριο που λεει “Ενα το χελιδονι…”. Επισης ενα ποιημα που αναφερεται σε τεραστιες αξιες, καθως και το δευτερο πιο γνωστο ελληνικο ποιημα μετα το προαναφερθεν. Θεωρω πως σχεδον αντικειμενικα αυτα τα δυο ποιηματα κατατασσονται στην κορυφη της νεοελληνικης ποιησης. Οσον αφορα στους αγαπημενους μου ποιητες αυτοι ειναι: Δ.Σολωμος, Κ.Παλαμας, Ο.Ελυτης, Γ.Σεφερης, και Ν.Γκατσος, ολοι τους κορυφες της συγχρονης ποιησης. Προσωπικα δεν θεωρω ποιητικη τεχνη αυτη του Καβαφη καθως απουσιαζουν πληρως ολα εκεινα τα χαρακτηριστικα που καθιστουν ενα ποιημα τεχνη -λυρικοτητα, εμμετροτητα, ομοικαταληξια, προσεγμενος στιχος-, τα οποια ως παλαμικος εγω αναζητω σε καθε ποιημα. Αναγνωριζω ωστοσο πως απο αποψη περιεχομανου και αξιων τα ποιηματα του εινα παρα πολυ δυνατα. Ως μαθητης τελος της δευτεροβαθμιας εκπαιδευσης θα ηθελα να προσθεσω πως θεωρω απαραδεκτη τη θεματολογια των σχολικων εγχειριδιων (ενδεικτικα αναφερω πως στο βιβλιο της δευτερας και της τριτης δεν υπαρχει ο δευτερος μεγαλυτερος εθνικος ποιητης ο Παλαμας ενω υπαρχουν χαζοποιηματα αταλαντων, πχ Πολυδουρη).
LikeLike
k said:
θα συμφωνήσω με τον απόπάνω (Ναιμεναλλάς). Καβάφης, Δημουλά είναι υπερεκτιμημένοι και έχουν υποβαθμίσει παρά βοηθήσει την ελληνική γλώσσα και δή την ποίηση με πολλά γραπτά τους, τα οποία είναι άξιο απορίας πως έχουνε καθιερωθεί στην συνείδηση του κόσμου.
Θα παραθέσω μερικά δείγματα που νομίζω έπρεπε να είναι στη λίστα και άλλα που δεν είναι γιατί οι δημιουργοί τους είναι άγνωστοι
*Ἡ προσευχὴ τοῦ ταπεινοῦ
Κύριε, σὰν ἦρθεν ἡ βραδιά, σοῦ λέω τὴν προσευχή μου.
Ἄλλη ψυχὴ δὲν ἔβλαψα στὸν κόσμο ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Ἐκεῖνοι ποὺ μὲ πλήγωσαν ἦταν ἀγαπημένοι.
Τὴν πίκρα μου τὴ βάσταξα. Μοῦ δίνεις καὶ τὴν ξένη.
Μ᾿ ἀπαρνηθῆκαν οἱ χαρές. Δὲν τὶς γυρεύω πίσω.
Προσμένω τὰ χειρότερα. Εἶν᾿ ἁμαρτία νὰ ἐλπίσω.
Σὰν εὐτυχία τὴν ἀγαπῶ τῆς νύχτας τὴ φοβέρα.
Στὴν πόρτα μου ἄλλος δὲν χτυπᾷ κανεὶς ἀπ᾿ τὸν ἀγέρα.
Δὲν ἔχω δόξα. Εἶν᾿ ἥσυχα τὰ ἔργα ποὺ ἔχω πράξει.
Ἄκουσά τη γλυκιὰ βροχή. Τὴ δύση ἔχω κοιτάξει.
Ἔδωκα στὰ παιδιὰ χαρές, σὲ σκύλους λίγο χάδι.
Ζευγᾶδες καλησπέρισα ποὺ γύριζαν τὸ βράδυ.
Τώρα δὲν ἔχω τίποτα νὰ διώξω ἢ νὰ κρατήσω.
Δὲν περιμένω ἀνταμοιβή. Πολύ ῾ναι τέτοια ἐλπίδα.
Εὐδόκησε ν᾿ ἀφανιστῶ χωρὶς νὰ ξαναζήσω…
Σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ βουνὰ καὶ γιὰ τοὺς κάμπους ποὺ εἶδα.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
*Ερωτικός Λόγος
Γιώργου Σεφέρη
(ελάχιστοι ψήφοι στην παραπάνω δημοσκόπηση….)
Α’
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
Β’
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό
ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να ‘σουν εσύ που θα ‘φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού…
Η νύχτα να ‘ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
Γ’
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
“Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ’ αστέρια.
Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…”
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…
Δ’
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές…
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
Ε’
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά
τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.
*Πολέμης Ιωάννης
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η ΚΡΙΤΙΚΗ
Ἡ Κριτική μοῦ φαίνεται θὰ μὲ μαλώσῃ πάλι
καὶ θὰ φορέσῃ τὰ γιαλιὰ μὲ σουφρωμένα φρύδια
καὶ τέτοια λόγια θὰ μοῦ ‘πῇ:
−Δὲν ἔχει τάχα ἡ λύρα σου ἄλλαις φωναὶς νὰ βγάλῃ,
ἀλλὰ μᾶς ψέλνει πάντοτε τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια
γιὰ τὴν ἀγάπη σου; ‘ντροπή!
Καὶ βέβαια ‘ςτὸ διάβολο καὶ πάλι θὰ μὲ στείλῃ
καὶ θὰ μὲ ‘πῇ μονότονο ‘ςτὸ θέμα καὶ ‘ςτοὺς στίχους·
ἀλλὰ κ’ ἐγὼ θὲ νὰ τῆς πῶ:
−Μήπως ἀλλάζουν μυρωδιὰ τὰ ῥόδα τοῦ Ἀπρίλη,
καὶ τ’ ἀηδονάκια τὰ δειλὰ μήπως ἀλλάζουν ἤχους,
μήπως ἀλλάζουνε σκοπό;
Αἴ! Κριτικὴ παράξενη, ὅπως σ’ ἀρέσει κρῖνε,
μὰ ὅπου καθένας μας πονεῖ ἐκεῖ κι’ ὁ νοῦς του εἶνε.
Πολέμης, Ιωάννης
«Ο χρόνος»
Ο ΧΡΟΝΟΣ
Κυλάει ὁ Χρόνος σἄν νερό, τρέχ’ ἡ ζωὴ σιμά του
καὶ σέρνει κάθε μας χαρὰ ‘ςτὸ γοργοκύλημά του,
σβύνουν τὰ τόσα ὀνείρατα−τοῦ ῥόδου χρυσαλίδες
καὶ ‘ςτὸν ἀγέρα χάνονται χρυσόφτεραις ἐλπίδες.
Κι’ ὁ Θάνατος ποῦ ἀθάνατο τὸν ἔπλασεν ἡ τύχη
κόβει, θερίζει ἀνέσπλαχνα ὅ,τι ‘μπροστά του τύχει.
Κυλάει ὁ Χρόνος σἄν νερὸ−’Στὸ γοργοκύλημά του
δὲν σέρνει μόνο τὴ χαρά ποῦ βρίσκει ἐδῶ κάτου,
μὰ παίρνει κάθε λύπη μας, κάθε καϋμὸ καὶ πόνο
κ’ ἡ μαυροφόρ’ ἀπελπισιὰ βρίσκει γιατρὸ τὸ χρόνο.
Κι’ ὁ Θάνατος κἀμμιὰ φορὰ ποῦ πόνους δὲν πιστεύει
ἐνῷ θερίζει τὴ ζωὴ πόσους καϋμοὺς γιατρεύει!
Διάβαινε, Χρόνε, γρήγορα, γιὰ χάρι σ’ τὸ γυρεύω
μὰ σἄν θὰ ‘δῇς ‘ςτὸ πλάϊ μου τὴν κόρη ποῦ λατρεύω
τότε νὰ κόψῃς τὰ φτερὰ ἀπ’ τὰ γοργά σου χρόνια
καὶ σὺ σἄν βράχος νὰ σταθῇς ἀκίνητος αἰώνια.
Κι’ ὁ Θάνατος ὅταν θἀλθῇ καὶ ‘δῇ τὸν ἔρωτά μας
θὰ λυπηθῇ, θὰ σπλαγχνισθῇ, θὰ φύγῃ ἀπὸ κοντά μας.
*Απριλιάτικο βράδυ
(Στέφανος Γρανίτσας)
Απόψε λες και γιόμισαν την κάθε βρύση μάγια
κι ήπιαν οι ράθυμοι βοσκοί κι αγάλιασαν τα πλάγια
χορός στο κάθε ανάραχο, αχός στο κάθε ρέμα
χίλιες μορφές υφαίνονται σε μεταξένιο γνέμα
πάνω στους λόγγους τους γλαρούς και στων γκρεμών τ’ απόσκια
και τα ‘λιοβασιλέματα στερνοφιλούν τα μόσκια.
‘Ως και τα κυπροκούδουνα κ’ οι γκιώνηδες κ’ οι γρύλλοι
εμέθυσαν απ’ τη χαρά τ’ αποψινού τ’ Απρίλη
κ’ εσώπασαν το κλάμα τους το πικρολάλημά τους,
να τραγουδήσουν οι καλοί τις νιες στο πέρασμά τους
απ’ τα ψηλά τα διάσελα στ’ ανάρια μονοπάτια,
με το γοργό περπάτημα, τα χαμηλά τα μάτια.
*Βαλαωρίτης
Κυρά Φροσύνη
(δεν το βρήκα στο διαδίκτυο αλλά ειναι ίσως το καλύτερο του)
*Οι ώρες απειθούν
Διονύσης Καψάλης
Οι ώρες απειθούν, γίνονται μέρες,
οι μέρες εβδομάδες.. μήνες.. χρόνια..
περιπολούν στους κήπους μαύρα πιόνια
και πέφτει νύχτα σ’όλες τις σκακιέρες.
Κλείνουν στο σπίτι τα παιδιά οι μητέρες
και γω που σ’ αγαπώ τρέμω μη φύγεις.
Χτυπάω στ’ όνειρό μου, δεν ανοίγεις,
κι ο πόνος της καρδιάς γεννάει αστέρες
διάττοντες, σε άπονο ουρανό.
Κοίτα πως καταλάμπουν το καινό
πεθαίνοντας κι η πύρινή τους κόμη
αχτένιστη, φεγγοβολάει ακόμη,
σαν ποιητές που σίγησαν ενώ
χάλκευαν μια χαρμόσυνη συγγνώμη
*Αέρας Αύγοστος
Κουτσουρέλης Κώστας
*ΑΕΡΑΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. Τα νυσταγμένα φύλλα
κρατιούνται δύσκολα απ’ τον ώμο του νοτιά.
Πέρα η οσμή της θάλασσας. Η ανατριχίλα
ενός μοτέρ που σφύζει στα ρηχά.
Του ήλιου ο φακός από ψηλά πέφτοντας χάμω
σαρώνει ανάκατα σώματα πρηνηδόν.
Χαμένα βήματα παντού πάνω στην άμμο.
Μάτια μισόκλειστα. Ιαχές γυμνές παιδιών.
Αέρας αύγουστος. Στην προσμονή της δύσης
γάζα γαλάζια ο ορίζοντας τυλίγει το γκαζόν.
Μια σαύρα αθέατη μες στου φωτός τον γάμο
έρπει προς τη γαλήνη μιας σκιάς.
Από τις στρόφιγγες του μπαρ στάζουν ειδήσεις:
Ευρώπη. Τρίτη Χιλιετία. Ελλάς.
Μιας αγνοούμενης ζωής ανταποκρίσεις.
Αέρας αύγουστος. Αέρας της φωτιάς.
ΙΙ.
Η ΩΡΑ ΔΕΚΑ και μισή. Κλινήρης.
Τα μάτια αρνούνται να σηκώσουν την αυλαία.
Πίσω απ’ τις γρίλιες κίτρινος και πλήρης
ο ήλιος να αδημονεί. Μια πανωραία
αλληγορία: η ναρκωμένη ανθρωπότητα
που ανέκαθεν αρκείται στο σκοτάδι.
Κι όμως: ο κόσμος ξετυλίγεται ανερώτητα
κάθε πρωί. Σαν κάλεσμα αβρός. Σαν χάδι.
Ή σαν χαστούκι από χέρι σε ετοιμότητα
οιονεί στρατιωτική. Ίδιος σημαία
με ήχο εμβατήριο μας καλεί
σε μια αιώνια έπαρση, χωρίς υποστολή.
Λένε: ό,τι ανέρχεται θα πέσει οριστικά.
Κι άλλοι: ό,τι πέφτει θα υψωθεί στο φως.
Η ώρα έντεκα και δέκα. Μέσα εδώ η Σκιά.
Έξω η μέρα κι ο πελώριος ουρανός.
ΙΙΙ.
ΑΡΧΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ κι η βροχή διστάζει.
Όπως στα δόντια του καλού εκφωνητή
σκοντάφτει αιφνίδια μια είδηση κακή
κι αυτός, φιλάνθρωπος, προτού την πει κομπιάζει.
Κι ας ξέρουμε όλοι πόσο ανίκητη, ραγδαία
μας συνεπαίρνει η είδηση η μοιραία.
Που όσο άργησε, τόσο πιο δυνατή,
τόσο πιο καθαρτήρια μας σαρώνει.
Σαν τη βροχή του Αυγούστου. Σαν το χιόνι
το πρώτο τού χειμώνα στα βουνά.
Τότε που οι αισθήσεις συλλαβίζουνε ξανά
κάτι απ’ της φύσης την κρυμμένη μετρική.
Το χιόνι. Ο πόνος. Η βροχή. Αυτό που ζει
και ζωντανούς μας φανερώνει.
Το βλέμμα που νομίσαμε θαμμένο αλλά θα δει.
Μια Ελλάδα ανεξίτηλη. Πέρ’ απ’ τη σκόνη.
ΙV.
ΕΜΠΡΟΣ ΜΟΥ Η ΘΑΛΑΣΣΑ: κατοπτρική•
χαμογελάει χωρίς καμμιά ρυτίδα.
Απ’ τις ακτές της Κρήτης ώς την Αττική
μια επικράτεια αδρανής κι ακύμαντη.
Σαν τη ζωή των πρωτοπλάστων στην Εδέμ
κάτω από των αγγέλων τα ερουρέμ
και τ’ Ουρανού τη γαλανή φροντίδα.
Λεία ζωή• στιλπνή όσο το γυαλί• ασήμαντη
όσο η θάλασσα που έχει στερηθεί
ώς και το τελευταίο της κύμα.
Εμπρός μου η θάλασσα: επαχθής
όσο ο χρυσός στα δάχτυλα του Μίδα•
πεσμένη ανάσκελα σαν αθλητής
που η ανάσα του τον πρόδωσε στο νήμα.
Εμπρός μου η θάλασσα: ανιαρή.
Σαν ποίημα που του στέρησαν τη ρίμα.
V.
ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ορόφου το μπαλκόνι
σ’ ένα δωμάτιο παρά θίν’ αλός
ο κόσμος όντως μοιάζει απλός:
μια τρισδιάστατη, αγαθή γιγαντοθόνη
όπου αναβοσβήνουν διαρκώς
τυχαίες εικόνες στη σειρά. Όπως αυτή
που ξεσηκώνω απ’ τη γωνία:
ένα παιδάκι ν’ ανεμίζει ένα σεντόνι
ή μια σημαία – δεν διακρίνεται εντελώς•
μια ομήγυρι να επευφημεί• κάποια κυρία
διατηρητέας ηλικίας να μορφάζει
καθώς το ανείπωτό της στόμα δοκιμάζει
να πάρει έκφραση κατά τι δροσερή.
Θέαμα απλό, κοινό. Αμελητέο δηλαδή.
Ο ίδιος κόσμος, ο παλιός, που λαχανιάζει.
Σαν γερο-ρόκερ, μάταια, στη σκηνή.
VI.
ΠΡΟΣΗΛΩΜΕΝΟΣ σκύβω στο νερό.
Γράφω τη λέξη: θάλασσα. Τη λέξη: Εδέμ.
Σε μια αυτοσχέδια σειρά καταχωρώ
πάνω στο ακύμαντο χαρτί όλα τα δεν,
όλα τα μη, όλα τα τίποτα.
Όλα τα πράγματα τ’ ασώματα κι ανείπωτα
για μια στιγμή αστράφτουν στον αφρό.
Κοιτάζω γύρω μου. Άλλος κανείς.
Μονάχα ο ήλιος, ξεχασμένος συγγενής,
κρεμιέται κίτρινος πάνω απ’ την παραλία,
κεράκι επίμονο στο ουράνιο ιερό.
Προσηλωμένος γράφω. Σταθερό
το χέρι μου οδηγεί η Επαγγελία.
Γράμμα το γράμμα τ’ όνομά της συντηρώ.
Στην ίδια πάντοτε επιστρέφω αφετηρία.
Προσηλωμένος γράφω στο νερό.
και μερικά σύγχρονα από άγνωστους ποιητές
Ιστορία μιας πευκοβελόνας
*Είμαι ο καπνός ενός τσιγάρου
Σε φυλακή για ισοβίτες
Στο δάσος μια πευκοβελόνα
Που περιμένει το χειμώνα
Ένας κρυμμένος κόκκος άμμου
Είμαι στη μέση της ερήμου
Το μακρινό είμαι καλοκαίρι
Σ’ ένα βρεγμένο μεσημέρι
Μια τολμηρή βροχοσταλίδα
Κλεισμένη μες στο σύννεφό της
Είμαι το νι είμαι το ρο
Μες στο κρυφό σου όνειρο
Είμαι χορδή απο κιθάρα
Σπάω σε τραγούδια λυπημένα
Στο μακιγιάζ του κλόουν δάκρυ
Σ’ ένα αγκίστρι είμαι η άκρη
Είμαι και το χαμόγελό σου
Στο νου σου σαν με ζωγραφίζεις
Ποτάμι είμαι και φουσκώνω
Όταν τη σκέψη σου ανταμώνω
Φύσημα αγέρα στα μαλλιά σου
Όταν ξυπνάς μια ηλιαχτίδα
Ο ουρανός σαν πλησιάζει
Τη δόλια γη και την τρομάζει
Ο θάνατος είμ’ ενός στίχου
Που όλο βυθίζεται στις λέξεις
Ναυάγιο πρίν τον τραγουδήσουν
Σ’ άδειο χαρτί πριν τον σκαλίσουν
Είμαι η νύχτα που σε βρίσκει
Με αγκαλιά το μαξιλάρι
Όταν γυρνάς απ’ τη δουλειά
Η πιο δική σου μοναξιά
Είμαι ο καπνός ενός τσιγάρου
Παίρνω το σχήμα της ζωής σου
Απ’ το παράθυρο ξεφεύγω
Γίνομαι μια θολή εικόνα
Στο δάσος μια πευκοβελόνα
Που περιμένει το χειμώνα
*Αρμαγεδδών (Άψινθος στο Πρυπιάτ)
Σ’ αυτό το χώμα που πατώ το κάθε βήμα μου μισό
άμμος κινούμενη κάθε στιγμή μου μοιάζει.
Κι αυτό το αλλόκοτο σκυλί που μου γαυγίζει στην αυλή
καθώς περνώ μπροστά με βλέπει και τρομάζει
Στην πόλη αυτή που κατοικώ σ’ ένα σοκάκι σκοτεινό
σκιές τεράτων σχηματίζουν καραβάνι.
Με σάπια δάχτυλα κρατώ ένα σταυρό και συναντώ
νεκρά κουφάρια από πουλιά στο σιντριβάνι.
Σ’ αυτήν την πόλη που γυρνώ ποιο να κοιτάξω ουρανό
που έχει μαυρίσει από αιθάλη κι από σκόνη.
Κι αυτή η παράξενη φωτιά νεκρό μ’ αφήνει, ζωντανό
μου τρώει τη σάρκα, κάθε μέρα με σκοτώνει.
Σ’ αυτήν τη πόλη που μισώ κάποιοι μου λένε σ’ αγαπώ
κι απέναντί τους σταματώ σακατεμένος.
Στα μάτια τότε τους κοιτώ, είναι κι αυτοί όπως κι εγώ
και σιωπηλά τους αγκαλιάζω ματωμένος.
Σ ’αυτήν τη πόλη δε ρωτώ σε ποιο πιστεύουνε θεό
γιατί στη γη έχει θαμμένο το ναό του
απλώς το πρόσωπο κρατώ όταν ακούω το μουγκρητό
σαν κοινωνάει με οξύ το ποίμνιό του
*Αετός
Πόσο το ζήλεψα εκείνο το πουλί…
που μοναχό και δυνατό στα σύννεφα πετούσε…
όταν πορείες μακρινές σαν αστραπή…
άφηνε πίσω του κι εμπρός λοξοδρομούσε…
ας ήμουν μέσα στα φτερά του μια σκιά
πάνω στο ράμφος του σημάδι από τη γέννα…
μακριά απ’τη θάλασσα να ζω, σ’άγρια βουνά…
χωρίς νερό…χωρίς τροφή…χωρίς εσένα…
θα περιμένω στο ποτάμι, αρπακτικό,
ίσως πεινάσεις και στον δρόμο σου ζητήσεις…
να σου προσφέρω ετούτο τ’ όνειρο ζεστό…
λίγο μεδούλι που κι εσύ θα επιθυμήσεις…
κρατώ στα χέρια μου μια ήσυχη καρδιά
κι ένα ορειχάλκινο παλιό πράσινο βλέμμα
είμαι νεκρός δεν σε φοβάμαι τώρα πια
είμαι θαμμένος…είμαι λάσπη…είμαι πνεύμα.
*Σκιές
Τους έχω δει πολλές στιγμές να τριγυρνούν
γυμνοί ρηγάδες σε παλάτια ρημαγμένα
για ένα δράμι γκρίζο φως εκλιπαρούν
με βλέμμα πένθιμο και χέρια τσακισμένα
Του άγουρου έρωτα φονιάδες τυπικοί
κι έπειτα μόνιμοι εραστές πικρού θανάτου
μες τα σοκάκια περπατάνε βιαστικοί
σαν αχθοφόροι μελαγχολικού μαντάτου
Ήρθαν αμίλητοι και φεύγουν σιωπηλοί
σαν το ασήμαντο ταξίδι τους τελειώνει
γονατιστοί μέσα στο μαύρο τους κελί
με μια λουρίδα φως αργά να τους σκοτώνει…
Blackrose
Γλυκό σκοτάδι έθρεψες
το μαύρο το λουλούδι.
Κρυώνει απ’ τα πλαϊνά
και μουρμουράει σιγανά
θανατερό τραγούδι.
Αγάπησα τα φύλλα του
που με μαράζι κλαίγαν
μες την αιθάλη του ντουνιά
στου ουρανού τη μελανιά
για μιαν αγάπη λέγαν.
Και σ’ έβαλα στα μάτια μου
για λίγο να γελιούνται
όμως αυτό τι ωφελεί
η δύση κι η ανατολή
ποτέ δε συναντιούνται.
Δυο μαυροπούλια στέκονται
στο σύρμα λυπημένα
και βρίζοντας ακροβατούν,
μα δεν τολμάνε να σου πουν,
πως πέθανα στα ξένα.
Γλυκό σκοτάδι έθρεψες
το μαύρο το λουλούδι.
Κρυώνει απ’ τα πλαϊνά
και μουρμουράει σιγανά
θανατερό τραγούδι…
Lust
Κορμί μου αγεφύρωτο και πως κρατάς στον πόνο
Βαρκούλα γίνε να διαβείς, να με πηγαίνεις μόνο
Στον άνεμο στο θάνατο και σε κρυφό λημέρι
στη μνήμη, την παρηγοριά, στου μισεμού τ’ αστέρι
Να ΄χω το φως, τη θάλασσα και την πνοή σου να ΄χω
Στη λάσπη να ονειρεύομαι και να πατώ στο βράχο
Άπιαστο πάντα τ΄ όνειρο τις νύχτες που μ΄ αγγίζει
Ραγισματιές και βήματα η έρημος γεμίζει
Όλα πονάν σαν σκέφτεσαι
Όλα τρυπάν σα νιώθεις
Όλα κόμποι που λύνονται
Στον φόβο της απόχης
Ψυχή μου στο ταξίδι σου, χάθηκες μες στον πόνο
Να ΄ξερες τι να γύρευες, στον εφιάλτη χρόνο
Κρύψου σε όνειρα φωτιές, σ΄ ενός τρελού τη σκέψη
Στου πηγαδιού τ΄ ανήλιαγα , στου ποιητή τη λέξη
Χόρτασες τις παρηγοριές, τα χίλια μύρια λόγια
Τον φόβο, τ΄ αφανέρωτα, τα κλειδωμένα υπόγεια
Αχώριστη με τη φωτιά, σκυφτή με το σκοτάδι
Μέθυσες άγριο έρωτα και μεταξένιο χάδι
Όλα γυρνάν σαν λησμονιά
Όλα κυλάν σαν κύμα
Όλα αγκαλιές και θύματα
Όλα ζωή και κρίμα
κτλ κτλ
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Σε ευχαριστώ για τα σχόλια και τα παραθέματα. Ένας από τους στόχους του φιλολογικού αυτού παιγνιδιού (περί παιγνιδιού πρόκειται, τίποτε περισσότερο) είναι ακριβώς να μας προβληματίσει περί ποιητικού γούστου και ενδεχομένως να στρέψει την προσοχή μας περισσότερο σε ό,τι ΔΕΝ συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο ή/και ΔΕΝ ψηφίστηκε πολύ παρά το αντίθετο.
LikeLike
k said:
τα ποιήματα αυτά ειναι μάλλον περισσότερο “εμπορικά” παρά αξιόλογα
τα περισσότερα αν τα διαβάσεις μία φορά δεν τα διαβάζεις δεύτερη πολυ δε περισσότερο τρίτη ή τέταρτη
ο σεφέρης ήταν πράγματι πολύ δυνατός και είχε μεγάλο ρεπερτόριο αλλά πολλοί περισσότεροι υπήρξαν που σημάδεψαν την νεοελληνική ποιήση και λογοτεχνία που προφανώς το ευρύ κοινό του αγνοεί
γρανίτσας, προβελέγγιος, και νεότεροι όπως καψάλης, κουτσουρέλης και άλλοι που επιθυμούν να παραμείνουν άγνωστοι αλλά ίσως είναι πολύ πιο δυνατοί από όσους έχετε διαβάσει έως τώρα
LikeLike
Pingback: “Λωτοφάγοι”: Γενικό ευρετήριο | Λωτοφάγοι
Ναιμεναλλάς said:
΄Ενα έθνος που έχει πολιτιστικό γενάρχη του έναν ποιητή, τον Όμηρο, και όπου στην Παλιγγεννεσία του 1821 πρωτοστάτησαν ποιητές (Ρήγας Φεραίος και – για όσους δεν το ξέρουν – Αλέξανδρος Υψηλάντης), θεωρεί ποιητές τον Καβάφη και τη Δημουλά, αυτόν τον άξωνα του κακού στην ελληνική ποίηση. Γι αυτό οι πραγματικοί ποιητές ούτε καν δημοσιεύουν τα έργα τους… Σωπαίνουν.
Πολλοί μαθαίνουν τη σιωπή σε βάθος, την σπουδάζουν.
Η σκέψη τους μεθοδικά κρυφούς κανόνες χτίζει.
Βουβοί πανεπιστήμονες, δεν τρέχουν, δε φωνάζουν,
Φτάνει που ξέρουν γελαστοί, ποιο φως τους ξεχωρίζει.
LikeLike
Pingback: ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα καλύτερα νεοελληνικά μυθιστορήματα / νουβέλες; | Φιλολογικός Ιστότοπος
Pingback: ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα καλύτερα νεοελληνικά μυθιστορήματα / νουβέλες; | Λωτοφάγοι
Pingback: Οι “Λωτοφάγοι” και η σύγχρονη λογοτεχνία (ελληνική και ξένη): μια καταγραφή | Λωτοφάγοι
Loukia Katopodi said:
Καλησπέρα σας. Ψήφισα και θέλησα να προσθέσω το ” Πριάμου Νυκτοπορία”. Με συγκινεί ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται ο Πρίαμος. Ένας πατέρας, ο οποίος αψηφά το φόβο του και πέφτει στα πόδια του φονιά του γιου του για να πάρει τη σορό του και να τη θάψει με τιμές. Ένας πατέρας που αφήνει τους άλλους να θρηνούν και σπεύδει να κάνει αυτό που πρέπει.
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Είναι όντως όμορφο, αν και υπερβολικά στυλιζαρισμένο κατά τη γνώμη μου.
LikeLike
Στέλλα said:
Εισηγούμαι να υπήρχαν περισσότερα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου και να μην έλειπαν Κική Δημουλά, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και άλλες ελληνίδες ποιήτριες
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Ευχαριστώ για το σχόλιο, Στέλλα! Από Δημουλά υπάρχει ο “πληθυντικός Αριθμός”, ενώ στον κατάλογο υπάρχει επίσης Μυρτιώτισσα, Πολυδούρη και Γώγου. Ποιο της Αγγελάκη-Ρουκ θα πρότεινες να συμπεριληφθεί;
LikeLike
Nti. said:
Με συγχωρείτε. Το “Σε περίμενα” του Λειβαδίτη, (“Ερωτικό”) το “Αν θες να λέγεσαι Ανθρωπος”, που είναι; θα αστειεύεστε πως μπορεί να γίνει ποτέ λίστα χωρίς το “Ερωτικό”. Λυπάμαι, αλλά είναι αδύνατον.
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Θα μπορούσαν να είχαν μπει, ναι, έχετε δίκιο, έστω ως δείγματα μιας ιδιαίτερης τεχνοτροπίας. Αλλά ανάμεσα στα κορυφαία επιτεύγματα του ποιητικού μας λόγου δεν ξέρω αν θα τα συγκατέλεγα. Αλλά, εντάξει, είναι εν πολλοίς υποκειμενική η κρίση αυτή πάντοτε.
LikeLike
Κυριάκος said:
«Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.»
Αν ζούσε ο Αναγνωστάκης, θα ‘θελα να τον ρωτήσω αν στον πρώτο στίχο του ποιήματός του (τον θυμίζω: «Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά-») η λέξη «δεξιά» έχει τοποθετηθεί τυχαία (ως μέρος του εναρκτήριου τοπογραφικού πλαισίου)· ή αν αποτελεί, τελικά, αιχμή για τη Χούντα. Πάντως, στην απαγγελία του ποιήματος δεν φαίνεται να την επιτονίζει.
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Πράγματι! Δεδομένου ότι στην ποίηση οι λέξεις αυτονομούνται από τις προθέσεις του ποιητή και αντηχούν ελεύθερα στη συνείδηση του αναγνώστη, νομιμοποιούμαστε να διαβάσουμε το ποίημα με τον τρόπο που προτείνεις, αγαπητέ Κυριάκο, ανεξαρτήτως του τι θα έλεγε ο ίδιος ο δημιουργός!
LikeLike
Μαρία Υψηλάντη said:
Άλλα “ντεμοντέ” και παραγκωνισμένα από την αισθητική της αφυδατωμένης εγκεφαλικότητας διαμάντια ο θρυλικός Τάκης Πλούμας του Μιλτιάδη Μαλακάση, το Πέρασες κι είχες στα μαλλιά του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό ποίημα του ελληνικού συμβολισμού, τα Λυπημένα Δειλινά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Αλλά πού να επιζήσουν τέτοιες λεπτές αισθαντικότητες και οι μελωδικές τους ελάσσονες μπροστά στους παμφάγους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας, με την απολυταρχία των οποίων έχουν σφραγιστεί τα σχολικά χρόνια τουλάχιστον των δύο ή των τριών τελευταίων γενεών…
LikeLike
Μαρία Υψηλάντη said:
Πόσο θλιβερό να έχουν πέσει στη λήθη και στην απαξίωση οι λυρικές φωνές του παρελθόντος σαν τον Λάμπρο Πορφύρα (με τα πάλαι ποτέ διάσημα Lacrimae Rerum και το Ταξίδι, έξοχο παράδειγμα νεοελληνικού δακτυλικού εξαμέτρου που άλλοι, παλιότεροι, είχαν γράψει γελοιότητες όταν το επιχείρησαν) ή τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, θύματα της μοδάτης παντοκρατορίας της Καβαφικής και Σεφερικής “ξεραΐλας” (εσκεμμένης στυλιστικής επιλογής μεν, ξεραΐλας δε), η οποία έγινε αντικείμενο μίμησης από τους π ά ν τ ε ς… Έτσι ώστε να μην αισθάνεται πλέον κανείς την άπειρη ομορφιά του λυρισμού και να νομίζει για σπουδαία την κάθε πεζολογία, ειδικά αυτήν με τον πολιτικό προβληματισμό, του τύπου Αναγνωστάκη, Ρίτσου και λοιπών…
Μετά από αυτήν την τοποθέτηση θα αποτελέσει έκπληξη, εξηγήσιμη όμως, ότι θεωρώ (με πρώτον εκφραστή αυτής της γνώμης τον Οδυσσέα Ελύτη) σπουδαιότερο ποίημα του εικοστού αιώνα τον Ερωτικό Λόγο του Σεφέρη. Απλούστατα, δεν έχει καμμία σχέση με το γνωστό Σεφερικό ύφος. Το ποίημα αυτό συνδυάζει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της μουσικότητας (ρίμα, ρυθμό κτλ.) με τόσο μεγαλοφυή μεταφορικότητα που δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας, εξ ου και η απουσία του από τα γνωστά κιτάπια. Γιατί πώς να σχολιάσει ο όποιος φιλόλογος φράσεις όπως “κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς” ή “το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι / κι είν’ η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές” και να μην τις “σκοτώσει”. Ούτε αναλύεται ούτε διδάσκεται, όπως δεν μπορεί να ορισθεί η άπιαστη και μυστική ουσία της ομορφιάς.
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Σεβαστή η γνώμη σου, Μαρία, σ’ ευχαριστώ για τη συμβολή.
LikeLike
Μαρίνα Σερταρίδου said:
Θεωρώ ότι δε θα’ πρεπε να απουσιάζουν τα Τρία μικρά αποσπάσματα του Ανδρέα Εμπειρίκου. Πρόκειται για τρία μικρά αριστουργήματα!!!
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Πόσα θα μπορούσαμε να είχαμε βάλει ακόμα!… Προσθέστε το εσείς όμως, μπορείτε!
LikeLike
Nikos said:
Να βάλετε το Παράπονο του Οδυσσέα Ελύτη !!!
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Αγαπητέ Νίκο, μπορείς να το προσθέσεις (κάτω-κάτω στο κουτάκι Other). Σ’ ευχαριστώ για τη συμμετοχή!
LikeLike
soteria said:
Το γλυκό του κουταλιού μόνο εγώ το ψήφισα μέχρι στιγμής. … 😦
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Πρέπει να του κάνεις προεκλογική! 🙂
LikeLike
Κυριάκος said:
Ευχαριστώ για την προσθήκη. Η ιδέα σας είναι εξαιρετική.
LikeLiked by 1 person
antonispetrides.wordpress.com said:
Ένα ευχάριστο φιλολογικό παιγνιδάκι για τις γιορτές… Τίποτε περισσότερο.
Αν βλέπετε κάποια άλλη παράλειψη, πάντως, μπορούμε να τη διορθώσουμε άμεσα, χωρίς να αλλοιωθούν τα αποτελέσματα! Ομολογουμένως είναι ανδροκρατούμενος ο κατάλογος, π.χ. Αλλά, η αλήθεια, είναι ανδροκρατούμενη γενικώς η νεοελληνική ποίηση…
LikeLike
Κυριάκος said:
Νομίζω ότι δεν θα έπρεπε να απουσιάζει “Η Ανεράδα” από τον κατάλογο αυτόν· τη στιγμή, μάλιστα, που σημαντικοί μελετητές του Β. Μιχ., θεωρούν ότι είναι το κορυφαίο έργο του.
LikeLike
antonispetrides.wordpress.com said:
Αγαπητέ Κυριάκο, Θα το προσθέσω. Εν τω μεταξύ, όμως, είμαι σίγουρος ότι παραλείφθηκαν και άλλα πολλά. Το σύστημα επιτρέπει να προσθέσει ο ψηφοφόρος και μια δική του υποψηφιότητα! Σ᾽ ευχαριστώ πάντως
LikeLike