Tags

, , , , , , , , , ,


Καββαδίας, ΠικρίαΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η “Πικρία”, που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή “Τραβέρσο” (1975), αποτελεί το τελευταίο ποίημα που έγραψε ποτέ ο Καββαδίας. Το ολοκλήρωσε μάλιστα λίγες μόλις μέρες πριν πεθάνει (το ποίημα φέρει ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 1975· ο Καββαδίας πεθαίνει στις 10 Φεβρουαρίου).

Ο τίτλος του ποιήματος θυμίζει το «Καφάρ». Τα δύο αυτά ποιήματα, όπως και το Mal du depart, είναι κατεξοχήν δείγματα της καββαδιακής εκδοχής του spleen, η οποία διαφέρει από την καρυωτακική ή την μπωντλερική: είναι η μελαγχολία που προκύπτει από τον οντολογικό διχασμό του ναυτικού ανάμεσα στη στεριανή ζωή από τη μια, που του επιβάλλεται ως ανάγκη ή που τον παγιδεύει (κατά κανόνα με το φευγαλέο και εν τέλει διαψευσμένο δέλεαρ του έρωτα), και του θαλασσινού ταξιδιού από την άλλη, που ρέει στο αίμα του σαν μοίρα και τον καλεί σαν Σειρήνα.

Ο Ν. Καββαδίας σε προχωρημένη ηλικία

Ο Ν. Καββαδίας σε προχωρημένη ηλικία

Η “Πικρία” όμως είναι πιο πολυστρωματικό ποίημα από τα προαναφερθέντα. Γεμάτο προαισθήματα για το επερχόμενο τέλος, διαβάζεται σαν απολογισμός μιας ολόκληρης ζωής και καταλήγει, όπως και πολλά άλλα καββαδιακά έργα, σε εικόνες θανάτου.

Ο θάνατος στην «Πικρία» πάντως είναι διαφορετικός από την αυτοκτονία του «Σταυρού του Νότου» ή από τον θανατηφόρο εθισμό στα ναρκωτικά, με τον οποίο αυτοτιμωρείται ο ποιητής στο «Καφάρ». Στην «Πικρία» το ποιητικό Εγώ πεθαίνει (ακριβέστερα: φαντάζεται ότι θα πεθάνει) στη θάλασσα.

Ο θαλασσινός θάνατος είναι γενικώς κάτι που «πρέπει» στο καββαδιακό ποιητικό υποκείμενο· στην προκειμένη περίπτωση, όμως, ούτε εξιδανικεύεται, όπως στο «Mal du depart», ούτε προκύπτει ως λύτρωση όπως στη «Στεριανή Ζάλη», αλλά επέρχεται ως το τραγικό επιστέγασμα μιας διχασμένης ζωής: μιας ζωής που κόβεται κυριολεκτικά στα δυο, μοιρασμένη ανάμεσα στο ακαταμάχητο κάλεσμα της ζηλόφθονης θάλασσας, που “μισάει την προδοσία”, και την αντίρροπη, σαγηνευτική έλξη του στεριανού έρωτα, που υπόσχεται την ευτυχία, αλλά που τελικά, καθώς η ευτυχία στη συμβατική της μορφή είναι ανέφικτη για τον άνθρωπο που δέχεται το μαγνητικό κάλεσμα του υγρού στοιχείου, καταλήγει απλώς να μεγεθύνει την αίσθηση της απώλειας.

Snip20140126_2Σε αντίθεση με άλλα ποιήματα του Καββαδία, που κινούνται οριακά ανάμεσα στη βιωμένη μνήμη και τη μυθοπλασία, η «Πικρία» διαθέτει αδιαμφισβήτητο βιωματικό υπόστρωμα. Το 1973, στα εξήντα τρία του, δυο χρόνια πριν πεθάνει, ο Καββαδίας ερωτεύτηκε μια πολύ νεώτερη γυναίκα, τη Θεανώ Σουνά, φιλόλογο, μόλις στα είκοσι πέντε της χρόνια τότε, την οποία γνώρισε στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά την παρουσίαση του έργου του από τον Καθηγητή Μ. Μητσάκη στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου Νεώτερης Ελληνικής Φιλολογίας.

Με τον τρόπο των ποιητών, που μυθοποιούν την ίδια τους την ύπαρξη, ο Καββαδίας φέρεται να αντιμετώπιζε τον έρωτα αυτό ως την εκπλήρωση μιας κατάρας, την οποία είχε εκτοξεύσει εναντίον του κάποτε μια ώριμη γυναίκα, που τον είχε αγαπήσει, όταν ο ίδιος ήταν πολύ νέος. Αντιγράφω τη σχετική μαρτυρία του Μήτσου Κασόλα («Η βάρδια του φίλου μου Νίκου Καββαδία τέλειωσε», εφημ. Αυγή, 16.2.1975, σ. 3· αναδ. στο Τ. Κόρφης, «Νίκος Καββαδίας: Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του», Αθήνα 1994, σ. 80):

«Στα τελευταία του χρόνια έλεγε για τον έρωτα:
— Τον κορόιδευα, δεν τον πίστευα. Ίσως τον φοβόμουνα, γιατί όχι; Και χθες πήγα στον Πειραιά κι έψαχνα να βρω κάτι… μια γυναίκα που μου ᾽πε μια φορά: ῾Σε καταριέμαι να αγαπήσεις εξήντα χρονών και να δούμε τότε πώς θα γελάς τώρα που φεύγεις!᾽ Και πήγα στο νεκροταφείο να της ανάψω ένα κερί, παρ᾽ όλο που δεν είμαι θρήσκος και δεν πιστεύω στο Θεό. Ήμουνα εγώ είκοσι, αυτή ήταν πενήντα.
— Φυσικό ήτανε τότε να φύγεις.
— Φυσικά, ναι. Αλλά τώρα η κοπέλα που αγαπάω εγώ είναι 25 κι εγώ 65.
— Αν σου πει μείνε, την παρατάς τη θάλασσα;
— Όχι, για όνομα του Θεού, όχι.»

 Ο Μήτσος Κασόλας, επίσης, αυτή τη φορά στο βιβλίο του «Νίκος Καββαδίας: Γυναίκα – Θάλασσα – Ζωή: Αφηγήσεις στο μικρόφωνο» (Αθήνα 2004, σ. 57), αφηγείται και το ακόλουθο σχετικό περιστατικό, το οποίο τιτλοφορεί «Το τσιγάρο κι εκείνη…»:

“— Θέλεις;
— Όχι, τό ᾽κοψα δυο μήνες τώρα.
— Και μυρίζεις την πίπα. Πώς το έκοψες; Δεν θα ξανακαπνίσω, είπες, και το ᾽κοψες;
— Μου είπε… κάποιος να το κόψω και το ᾽κοψα.
— Καταλάβαμε, μην συνεχίζεις.
Γελάει.
— Τώρα εσύ τι λες, Αριάδνη, να το ξαναρχίσω ή να την περιμένω;
— Δεν ξέρω πώς σκέφτεται εκείνη, τι να σου πω…
— Κι εγώ δεν ξέρω, εγώ φταίω. Της έλεγα, της επέμενα να φύγει, εγώ εξήντα πέντε, εσύ είκοσι πέντε, δεν ταιριάζει, φύγε. Και έφυγε. Και τώρα την παρακαλώ να γυρίσει και δεν γυρίζει. Ἑσύ᾽, μου λέει, ῾δεν επέμενες να σ᾽ αφήσω; Ε, σ᾽ άκουσα, τώρα τι θέλεις;᾽ Προχθές έπιασα ένα τσιγάρο και τώρα σκέφτομαι να το ξαναρχίσω. Να τ᾽ αρχίσω;
— Όχι, γιατί μπορεί να γυρίσει και να σου το ξανακόψει…
— Μπα, δεν γυρίζει. Μ᾽ αυτή την ελπίδα ζω και εγώ, αλλά είναι Πυθία πια, Σίβυλλα”.

Στην ίδια συνομιλία με τον Μήτσο Κασόλα (σσ. 36-45 στο πιο πάνω βιβλίο), ο Καββαδίας μαρτυρεί ότι εκτός από την «Πικρία», άλλα δύο ποιήματα της συλλογής «Τραβέρσο», κατά την κρίση πολλών τα κορυφαία στη συλλογή, είναι γραμμένα γι᾽ αυτό τον ανολοκλήρωτο έρωτα: η «Fata Morgana», που αφιερώνεται ρητώς στη Θεανώ Σουνά, και η «Αντινομία», στην οποία ο έρωτάς του περιγράφεται ως «μια πληγή και τρεις κραυγές» και η πραγματική κοπέλα συναιρείται με την αρχετυπική γοργόνα, που αποτελεί στον Καββαδία το μόνιμο σύμβολο του φευγαλέου πόθου. Στη Θεανώ Σουνά ο Καββαδίας απευθύνει επίσης και το ανένταχτο «Ερωτικό Γράμμα».

Χαρείτε τη γνωστή μελοποίηση του ποιήματος «Πικρία» από τον Θάνο Μικρούτσικο σε εκτέλεση (α) αδελφών Κατσιμίχα, (β) Γιάννη Κούτρα, (γ) Γιάννη Κούτρα & Χρήστου Κολοβού, (δ) Γ. Κόλια και Π. Λάρκου. Ακούστε επίσης τη διαφορετική μελοποίηση του Michael Montanaro σε εκτέλεση Νένας Βενετσάνου, που σε αντίθεση με τις άλλες περιλαμβάνει σχεδόν το σύνολο των στίχων του ποιήματος, πλην της φράσης “του Ρίο τη μαλαφράντζα” (δίσκος «Νέα Γη», 1996)! Απολαύστε τέλος και τη μελοποίηση του Μιχάλη Τερζή (δίσκος: «Τα τραγούδια της θάλασσας», 1983), σε εκτέλεση Κώστα Καράλη.[1]

Ο Καββαδίας με τη Θεανώ Σουνά (στα δεξιά του)

Ο Καββαδίας με τη Θεανώ Σουνά (στα δεξιά του)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1-7: ξέχασα…πολυκαιρισμένα: Το ποίημα ξεκινά με το ποιητικό Εγώ να περιγράφει τη μακρά του θητεία στα φτηνά μπορντέλα των μεγάλων λιμανιών της υφηλίου. Η περιγραφή είναι ένα μωσαϊκό σκόρπιων εικόνων και βιωμάτων, όπως ακριβώς ασυνεχής και κατακερματισμένη είναι η ζωή του ναυτικού, που συνεχώς μετακινείται και δεν στεριώνει. Τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου είναι τα ορόσημα της ζωής του: προσωρινοί σταθμοί, προσωρινοί έρωτες, φευγαλέο ξόρκισμα του “φόβου του θανάτου”, αποσπασματική, ανολοκλήρωτη ζωή, η οποία όμως του επιβάλλεται σαν μοίρα και του ασκεί περίεργη σαγήνη. Όλα αυτά, σε μια παράτολμη κίνηση, τα «αρνήθηκε» για το «πικρό αχείλι» μιας κοπέλας, η οποία δεν προσδιορίζεται περαιτέρω, αλλά που είναι προφανώς άπιαστη και εν τέλει επικίνδυνη, καθώς τον τραβά μακριά από το ριζικό του, τη θάλασσα – προσωρινά μεν, αλλά με τρόπο που του αφήνει αθεράπευτες πληγές.

1. το μικρό κορίτσι: Νεαρή πόρνη.

1. Αμόι: Αμόι (διεθν. Amoy, κινεζ. Xiamen), πόλη-λιμάνι της νότιας Κίνας, στην επαρχία Φουτζιάν. Σημαντικό εμπορικό κέντρο ήδη από την εποχή της αποικιοκρατίας, το Αμόι κατέστη ακόμη σπουδαιότερος κόμβος του διεθνούς εμπορίου τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Στο ποίημα απαριθμείται σειρά τέτοιων μεγάλων λιμανιών και εμπορικών σταθμών: Αμόι, Τενερίφη, Μανάο, Ρίο, Κωστάντζα, σταθμοί ενός ταξιδιού που ολοένα ξαναρχίζει και δεν τελειώνει παρά μόνο με τον θάνατο στη θάλασσα.

2. μουλάτρα: ή μουλάτα, η μιγάδα, μορφή που επανέρχεται τακτικά στην ποίηση του Καββαδία ως προσωποποίηση του γυναικείου πειρασμού («Σταυρός του Νότου», «Στεριανή ζάλη»). Οι μιγάδες θεωρούνταν γυναίκες, έξοχης, εξωτικής, αισθησιακής ομορφιάς.[2]

2. έζεχνε: < ζέχνω: μυρίζω άσχημα, βρομώ. Η υπόνοια της εξωτικής ομορφιάς που κρύβεται στη λέξη μουλάτρα ανατρέπεται αμέσως από την πεζή εικόνα της κακής υγιεινής και του αλκοολισμού, που αποτελεί την πραγματικότητα του φτηνού πορνείου του λιμανιού. Στον επόμενο στίχο, μάλιστα, θα αποδειχθεί ότι η μουλάτρα δεν είναι καν εν ενεργεία πόρνη, αλλά γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας και άρα παρηκμασμένης ομορφιάς.

2. Τενερίφα: Νησί της Ισπανίας, το μεγαλύτερο από τις Κανάριες Νήσους, επίσης σημαντικός εμπορικός σταθμός.

D. van Baburen,

D. van Baburen, “The Procuress”. 1622; Λάδι σε καμβά, Museum of Fine Arts, Boston, USA

3. αποτιμάει: Η σύνταξη εδώ είναι κάπως ιδιότυπη, αλλά η αναφορά στον αγοραίο έρωτα είναι σαφής. Το ομαλότερο είναι μάλλον να θεωρήσουμε ότι το κόμμα μετά “τον έρωτα” είναι μάλλον περιττό, άρα υποκείμενο του «αποτιμάει» είναι η μουλάτρα, που, αντίθετα με την πρώτη εντύπωση, δεν είναι πόρνη, αλλά η τσατσά, που ορίζει την τιμή για τις πρόχειρες ερωτικές συνευρέσεις των πελατών στο «ξύλινο χαμόι». Η εικόνα της γριάς μπεκρούς τσατσάς έχει μακρό παρελθόν στη λογοτεχνία, αφού ανάγεται στην Παλαιά Κωμωδία και στον Αριστοφάνη.

3. χαμόι: ισόγειο κατοικίας, χαμόσπιτο. Μια ακόμη λεπτομέρεια που συνθέτει την εικόνα ενός πορνείου πολύ χαμηλής στάθμης, για μια ερωτική εμπειρία “του χαμού”.

4. τη γριά: Πρόκειται ίσως για μια ακόμη τσατσά.

4. μέτραγε με πόντους την ταρίφα: Ταρίφα είναι η τιμή για την ερωτική επαφή με την πόρνη. Δεν είναι σαφές σε τι αναφέρεται η έκφραση “μέτραγε με πόντους”, αλλά προφανώς αναφέρεται σε έναν ιδιότυπο τρόπο υπολογισμού της ταρίφας ανά πελάτη.

Τισιανός,

Τισιανός, “Η Δανάη και η Τροφός της δέχονται τη χρυσή βροχή” (1553-54). Museo del Prado, Μαδρίτη (Wikipedia).

5. το βυσσινί του Τισιανού: Αναφορά στον ζωγράφο Τιτσιάνο Βετσέλλιο (Tiziano Vecellio ή Vecelli, π. 1485/90 – 27 Αυγούστου 1576). O Τισιανός ήταν μεγάλος μάστορης του χρώματος. Το βυσσινί ειδικά, το οποίο ο ποιητής συνδέει συνειρμικά με το χρώμα του περμαγγανάτου (και άρα με τα πορνεία, βλ. παρακάτω), ξεχωρίζει στη σειρά των ανακλινόμενων Αφροδιτών του, σε πίνακες όπως το “Ιππικό πορτραίτο του Καρόλου του 5ου“, αλλά κυρίως στις περίφημες “Δανάες” του. Πιθανότατα, το ποιητικό Εγώ ανακαλεί πίνακα που κοσμούσε τον χώρο υποδοχής σε ένα από τα πολυτελέστερα μπορντέλα που επισκέφθηκε. Τόσο η ανακλινόμενη Αφροδίτη όσο και η Δανάη θα αποτελούσαν ταιριαστή διακόσμηση για ένα σπίτι του έρωτα. Στο έργο του Τερεντίου Eunuchus, π.χ., ένας τέτοιος πίνακας της Δανάης αναρτημένος στον τοίχο της εταίρας Θαΐδος εμπνέει τον νεαρό Χαιρέα να βιάσει την αθώα Παμφίλη. Στη Βάρδια (σελ. 115), πάντως, ο Καββαδίας συνδέει την ανάμνηση ενός πορνείου συγκεκριμένα με πίνακα όχι του Τισιανού αλλά του Ντομενικίνο. Πρόκειται για το έργο “Alessandro e Timoclea” (1615, μουσείο του Λούβρου. Υπαινιγμό σε πίνακα του Ντομενικίνο, πάλι ενδεχομένως στο ίδιο πλαίσιο, κάνει ο Καββαδίας και στο ποίημα “Φάτα Μοργκάνα”, στ. 20.

Υπερμαγγανικό κάλιο

Υπερμαγγανικό κάλιο

5. του περμαγγανάτου: Υπερμαγγανικό κάλλιο, αραιό χημικό διάλυμα, που χρησιμοποιούσαν οι πόρνες ως απολυμαντικό και αντισηπτικό, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποφύγουν τα αφροδίσια νοσήματα. Πρβλ. από τη Βάρδια, σελ. 115: “Δε θα ‘ρθω μαζί σου. Δε θέλω ν᾽ ανέβω τη γυριστή σκάλα. Ξέρω απ᾽ όλες τις σκάλες ποιο σκαλί λείπει. Ξέρω ποιος τοίχος είναι να πέσει. Το κρεβάτι με το σπασμένο ποδάρι, τη βρεγμένη πετσέτα στο καρφί, την ξεχειλισμένη λεκάνη με το περμαγκανάτο, που μου θυμίζει το βυσσινί του Tiziano, τό στραβοβαλμένο κάδρο στον τοίχο: «Η θαρραλέα Τιμόκλεια προ του Μακεδόνος».”

6-7. κρεβάτια…πολυκαιρισμένα: Εννοείται, κρεβάτια και σεντόνια των πορνείων.

8. για το κορμί σου…θανάτου: Η ερωτική ένωση, έστω και με μια πόρνη, θυμίζει στον ναυτικό ότι είναι ακόμη ζωντανός· είναι μια επαφή με τη γη, με το στεριανό στοιχείο και το προαιώνιό του σύμβολο, τη γυναίκα, με το σταθερό χώμα αντί με το άστατο νερό. Ειρωνικά, οι επαφές αυτές με τις πόρνες είναι συχνά αιτία αργού θανάτου για τον ναυτικό, ο οποίος απομακρύνεται από το πορνείο κουβαλώντας μαζί του ένα ανίατο νόσημα.

Γιάννης Τσαρούχης

Γιάννης Τσαρούχης, Ναυτικός και πόρνη. Σχέδιο για τη δεύτερη έκδοση της συλλογής “Πούσι” (1973)

9-20: Στις τρεις επόμενες στροφές, οι ασύντακτες εικόνες από το βίωμα των πορνείων δίνουν τη θέση τους σε εξίσου σκόρπιες ψηφίδες από τη σκληρή ζωή του ναυτικού στο καράβι. Και αυτά τα βιώματα (δύσκολα, ευχάριστα, απειλητικές καταστάσεις και καταστάσεις ρουτίνας, όλα συναριθμούνται ως ένα) ο ναυτικός τα «ξέχασε», όπως τα προηγούμενα,  για το «πικρό αχείλι» της γυναίκας που αγάπησε, η οποία όμως έφυγε μακριά, «σαλπάρισε», σαν «γολέτα αρματωμένη».

9. ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι: Από εδώ, από αυτό το άπιαστο αχείλι, για το οποίο ο ποιητής χρειάστηκε να θυσιάσει τα βιώματα και την κουλτούρα μιας ολόκληρης ζωής, μόνο και μόνο για να χάσει τελικά και τα δύο, και τη στεριά και τη θάλασσα, πηγάζει η «πικρία».

10. τον τρόμο…κατάρτι: Ακόμη και οι πιο σκληρές στιγμές στη ζωή του ναυτικού ανακαλούνται με νοσταλγία, τώρα που ο ναυτικός βρίσκεται καθηλωμένες σε εκείνο το χαρακτηριστικό καββαδιακό μεταίχμιο ανάμεσα στη θάλασσα και τη στεριά.

Γιώργος Χατζής,

Γιώργος Χατζής, “Καββαδίας”

11. τον μπούσουλα: την πυξίδα. Η φράση λειτουργεί και μεταφορικά. Η θάλασσα, το ταξίδι, ήταν για τον ναυτικό ένας “μπούσουλας”, τάξη ζωής. Ο στεριανός πειρασμός τον έχει γενικά αποπροσανατολίσει και τώρα πια δεν ξέρει ούτε πού βρίσκεται ούτε πού πάει.

12. δυσεύρετο…κοχύλι: Παραδόξως, με τη θαλασσινή μεταφορά του μικρού κοχυλιού περιγράφει ο ποιητής τον στεριανό του έρωτα, ο οποίος για εκείνον ήταν το ίδιο σπάνιος και δυσεύρετος. Η ασυμβατότητα ανάμεσα στο θαλασσινό όχημα και το στεριανό αντικείμενο της μεταφοράς τονίζει το μοιραίο, το μάταιο, το καταδικασμένο, το πικρό αυτής της αγάπης.

13. τον πυρετό στους τροπικούς: Για τον μαύρο πυρετό, βλ. τη σημείωσή μας στον στ. 8 του ποιήματος «Σταυρός του Νότου».

13. μαλαφράντζα: Ένας ακόμα όρος για τη σύφιλη (mal di Francia, η γαλλική ασθἐνεια). Στη Βάρδια η αρρώστια αποκαλείται με τον λαϊκό όρο «το μεγάλο παράσημο» (αλλού: «ο μεγαλόσταυρος»): στην προ-AIDS εποχή, η σύφιλη — ανίατη και θανατηφόρα τότε — θεωρούνταν το πιο σοβαρό ανάμεσα στα αφροδίσια νοσήματα.

14. Μανάο: ή Μανάους (Manaus), μεγάλο παραποτάμιο λιμάνι της Βραζιλίας στις όχθες του ποταμού Negro.

15. Μαγιάρος: Ούγγρος. Η αναφορά ανακαλεί την ανάλογη σκηνή από το ποίημα «Το Μαχαίρι».

15. Κωστάντζα: Το μεγαλύτερο λιμάνι της Ρουμανίας στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.

16. όχι, απ᾽ αλλού πονάω: Μια ακόμη τυπική καββαδιακή αναφορά στον εσωτερικό, κρυφό πόνο του ναύτη, που είναι βαθύτερος και οδυνηρότερος από τον προφανή και τον εξωτερικό. Πίσω από την επιδερμική σωματική πληγή — μια ουλή από μαχαιριά ή ένα παλιό τατουάζ, το οποίο ο ναύτης προσπάθησε απεγνωσμένα κάποτε να σβήσει — ο καββαδιακός ναυτικός κρύβει συχνά μια ανομολόγητη θλιβερή ιστορία. Το ποίημα «Μαραμπού» αποτελεί την πιο εμβληματική αποτύπωση αυτού του μοτίβου στο corpus του Καββαδία. Ο ναυτικός δεν είναι αυτός που δείχνει κι όμως λίγοι ξέρουν την αλήθεια. Πίσω από τη σκληρή και απωθητική πρόσοψή του κρύβει βαθιές πληγές, τις οποίες σπανίως εξομολογείται, με αποτέλεσμα όσοι τον περιβάλλουν να μην τον νιώθουν και άρα να αδυνατούν να του προσφέρουν την οποιαδήποτε παρηγοριά.

17. του τρατολόγου: ψαράς που ψαρεύει με τράτα, είδος βάρκας.

18. που κάθισε: Πού έπιασε πάτο.

19. τις ξεβαμμένες στάμπες μου: Τα τατουάζ. Για τη συμβολική λειτουργία του τατουάζ στον Καββαδία, βλ. τη σημείωσή μας στον στ. 3 του ποιήματος «Καραντί». Τα τατουάζ είναι εδώ ξεβαμμένα, όχι γιατί ο ναυτικός προσπάθησε να τα κάψει, όπως αλλού, αλλά γιατί τα χρόνια έχουν περάσει. Το ποιητικό Εγώ στην «Πικρία» είναι «γέρος» — αν και αυτό δεν αποκαλύπτεται παρά στην τελευταία στροφή.

Μακέτα γολέτας

Μακέτα γολέτας

20. γολέτα: Είδος παλαιού δικάταρτου ιστιοφόρου πλοίου.

20. αρματωμένη: Πλήρως εξοπλισμένη. Όπως και στον στ. 12, έτσι κι εδώ, ο ποιητής με παράδοξο τρόπο περιγράφει  ένα γεγονός της στεριάς με μια μεταφορά από τη θάλασσα. Η εγκατάλειψή του από τη γυναίκα για την οποία αρνήθηκε τα πάντα παρομοιάζεται με τον απόπλου («σαλπάρισες») μιας γολέτας. Μόνο που η γυναίκα — «γολέτα αρματωμένη», δηλαδή κατάφορτη με ερωτικές χάρες, έτοιμη, σε αντίθεση με τον ναυτικό, να αρμενίσει στο πέλαγος του έρωτα με κάθε ασφάλεια — απομακρύνεται όχι στις ανοιχτές θάλασσες, αλλά στο βάθος της στεριάς. Ο ίδιος ο ναυτικός παραμένει μετέωρος μεταξύ στεριάς και θάλασσας, να διερωτάται ματαίως πώς θα μπορούσε να ανατρέψει αυτή την εξέλιξη.

21-32. Στις τρεις τελευταίες στροφές η ερωτική εγκατάλειψη έχει συντελεστεί, αλλά η παλινδρόμηση του ναυτικού μεταξύ στεριάς και θάλασσας δεν έχει τελειώσει.

21. Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω; Το υποκείμενο του ρήματος εδώ (αυτός που τάζει) είναι σκοπίμως ασαφές. Στην πρώτη ανάγνωση, φαίνεται ότι ο ναυτικός είναι αυτός που διερωτάται πώς θα μπορούσε να αποτρέψει τη φυγή της αγαπημένης του. Υποκείμενο του ρήματος, όμως, μπορεί να είναι και η ίδια η θάλασσα, η οποία, όπως προειδοποιεί και ο στίχος 24, «μισεί την προδοσία» και προσπαθεί ανεπιτυχώς να έλθει σε συμβιβασμό με τον ποιητή, για να τον «κρατήσει». Θυμόμαστε τη νύμφη Καλυψώ, η οποία κράτησε για χρόνια στο νησί της με διάφορες υποσχέσεις τον αρχετυπικό ναύτη, τον Οδυσσέα.

Snip20140126_1122. παρηγοριά μου ο σάκος μου: Ο ταξιδιωτικός σάκος, που υποδηλώνει μετωνυμικά το ταξίδι, στο οποίο οραματίζεται ότι θα βρει παρηγοριά ο ναυτικός. Το τελευταίο ταξίδι όμως δεν επιτελείται στο ποίημα, παραμένει φαντασίωση και όνειρο.

23. σύρμα: Το σχοινί που δένει το κατάρτι στο κατάστρωμα.

23. να το ματίσω: Ενώνω, μπαλώνω κάτι που κόπηκε ή σχίστηκε. Σε αντίθεση με το σύρμα, που θα μπορούσε με κάποιο, έστω ατελή τρόπο να το ματίσει ο ναυτικός, η ερωτική σχέση που έσβησε δεν αποκαθίσταται. Πρβλ. την πικρή διαπίστωση του Καββαδία στην αφήγηση του Μήτσου Κασόλα, που παραθέσαμε πιο πάνω: «Μπα, δεν γυρίζει. Μ᾽ αυτή την ελπίδα ζω και εγώ, αλλά είναι Πυθία πια, Σίβυλλα».

24. η θάλασσα μισάει την προδοσία: Ποιος μιλά εδώ; Ο ποιητής στον εαυτό του ή η θάλασσα στον ποιητή; Και τα δύο μπορεί να ισχύουν. Κατ’ επανάληψη στην ποίηση του Καββαδία, αλλά και γενικά στην ναυτική λογοτεχνία, η θάλασσα παρουσιάζεται ως ον με συνείδηση και ανεξάρτητη βούληση. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είτε η ίδια η θάλασσα είτε ο ναυτικός απευθυνόμενος στον εαυτό του προειδοποιούν για την εκδίκηση του υγρού στοιχείου που προδόθηκε. Η θάλασσα συμπεριφέρεται σαν ζηλόφθονη ερωτική αντίζηλος, που διεκδικεί ακόμη και με τη βία τον εραστή της, τον ναυτικό.

Snip20151020_125. Πολύγυρος: Πρωτεύουσα της Χαλκιδικής, εβδομήντα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης. Στη Θεσσαλονίκη ζούσε η Θεανώ Σουνά, εκεί τη συναντούσε κυρίως ο Καββαδίας. Η κοπέλα καταγόταν όμως από τον Πολύγυρο. Ο Πολύγυρος, που δεν είναι παραθαλάσσια πόλη, προσωρινά «γίνηκε λιμάνι» για τον περιπλανώμενο ναυτικό, λιμάνι που όμως αποδείχθηκε «κατασκότεινο, χωρίς φανάρια», άρα παγίδα επικίνδυνη και θανατηφόρα για το καράβι του.

27. απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι: Τα έτη 1974 και 1975 ήταν σημαντικά στην ιστορία των αραβοϊσραηλινών σχέσεων, καθώς τότε με πρωτοβουλία του Henry Kissinger υπογράφηκαν οι λεγόμενες «Συνθήκες Απεμπλοκής» (Disengagement Treaties) μεταξύ του Ισραήλ και της Αιγύπτου. Σε ένα τέτοιο κλίμα ειρήνης και συναδέλφωσης, ο ναυτικός βιώνει τη σύγκρουση που τραυματίζει αθεράπευτα τη ζωή του, χωρίζει, αλλά δεν “απεμπλέκεται” ποτέ.

28. τα Κανάρια: Οι Κανάριοι Νήσοι στον Ατλαντικό. Τα νησιά, που ανήκουν στην Ισπανία αλλά βρίσκονται απομακρυσμένα από τις δυτικές ακτές της, δίνουν την εντύπωση ότι ανοίγουν πανί στο πέλαγο να φύγουν, όπως η γυναίκα-γολέτα σαλπάρει μακριά από το ποιητικό Εγώ.

Snip20140126_1329-30. το σίδερο στα πόδια…τιμόνι: Οι στίχοι περιγράφουν την κηδεία ενός ναυτικού στη θάλασσα, βλ. Μήτσος Κασόλας, Νίκος Καββαδίας: Ο δαίμονας χόρευε μέσα του (Αθήνα 2009, σ. 42): «Όταν πεθάνει καποιος στη θάλασσα, τον ράβουνε σε δυο μέτρα καραβόπανο και του δένουνε ένα σίδερο στα πόδια, για να βουλιάξει… ῾κι αριστερά τιμόνι᾽, για να μην τον πιάσει η προπέλα. Γιατί το πλοίο κάνει ένα γύρο εκεί που έπεσε ο νεκρός για αποχαιρετισμό».

31-2. μια μέδουσα…χταπόδια: Τα ζώα του βυθού πλησιάζουν τον νεκρό ναυτικό καθώς βυθίζεται σιγά-σιγά στον πάτο της θάλασσας. Η «επανένωση» του ναυτικού με τα θαλασσινά πλάσματα, στα οποία θα καταλήξει το σαρκίο του, είναι μοτίβο που επανέρχεται στον Καββαδία. Η ακροτελεύτια αυτή επικοινωνία με τη θάλασσα είναι κάτι που ο ναυτικός (αλλά και τα πλάσματα του βυθού) το «περιμένουν», είναι μοιραίο να συμβεί (αν, φυσικά, ο ναυτικός αξιωθεί τον θάνατο που πόθησε)· πρβλ. το ποίημα «Cocos Islands», επίσης από το Τραβέρσο: «Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία / Με περιμένει νηστικός ή εγώ τον περιμένω;». Ενώ όμως στο «Cocos Islands» και αλλού αυτή η προοπτική είναι λυτρωτική, στο ύστατο αυτό καββαδιακό ποίημα ο θάνατος τέτοιου είδους είναι μοιραίος (ο ναυτικός δεν μπορεί να περιμένει κάτι άλλο, αυτό είναι το φυσικό του), είναι όμως ταυτόχρονα — ως το τελικό επισφράγισμα της αδυναμίας του να επανενωθεί με το αντικείμενο του ερωτικού του πόθου — και πικρός.


[1] Το σύνολο των διαφορετικών μελοποιήσεων των ποιημάτων του Καββαδία έχει συγκεντρωθεί εδώ από τον Φώτη Μπατσίλα.

[2] Ιδού πώς περιγράφει, π.χ., η Harriet Beecher Stowe την ηρωίδα της Ελάιζα (μιγάδα κατά το ¼)  στην Καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά: «The traveller in the south must often have remarked that peculiar air of refinement, that softness of voice and manner, which seems in many cases to be a particular gift to the quadroon and mulatto women. These natural graces in the quadroon are often united with beauty of the most dazzling kind, and in almost every case with a personal appearance prepossessing and agreeable».

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

  1. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καφάρ” του Νίκου Καββαδία
  2. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Μαρέα” του Νίκου Καββαδία
  3. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καραντί” του Νίκου Καββαδία
  4. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Σταυρός του Νότου” του Νίκου Καββαδία
  5. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Kuro Siwo” του Νίκου Καββαδία
  6. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Στεριανή Ζάλη” του Νίκου Καββαδία
    1. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Cambay’s Water” του Νίκου Καββαδία