Ήτουν κάποτε μια κόρη τζι ήτουν λυερή, πολλά λυερή, μα λλίον ποθαμμασμένη[1] τζι όποιος την επιλάτευκεν για το στεφάνιν έθκιωγνέν τον.
Ένας εν ήτουν λεβεντάδρωπος, άλλος εν ήτουν μάστρος, άλλος εν ήτουν άρκοντας τζιαι ξενοσπουδασμένος. Του μιου ήτουν μιάλη η μούττη του, τ᾽ άλλου μιάλα τα αφκιά του, του τρίτου ήταν μιάλη η τζιεφαλή του πόλασέλα. Έσιει καλύττερους.
Επερνούσασιν τα γρόνια μα η κορού εν εκουρκάρισκεν,[2] αφού εθώρηεν πως ήτουν κόμα σαν τα κρυά τα νερά.
Σε πέντε γρόνους ήρτεν άλλος αγαπητικός· τούτος ήτουν νάκκον αρκορούφητος·[3] στους δέκα άλλος, ήτουν νάκκον παχουλλός.
Στους δεκαπέντε η κόρη άρκεψεν τζι ετριβιτζιάζετουν[4]. Ο παχουλλός σαν να επαστύνισκεν,[5] ο αρκορούφητος σαν να σοζύαζεν,[6] ο φκιακάς[7] τζιι ο μούττακλος[8] τζι ο κκελλετζής σαν να ομορφυνίσκαν.
Στους είκοσι, επήεν μανισιή της[9] πιον στον αρκορούφητον, “παίρνεις με, ρε;”, λαλεί του. “Όι, τζυρά, σαν να τζι εκρεμμαστήκασιν οι πέτσες[10] σου”. Τζιαι πάει στον παχουλλόν, “Όι τζυρά, τα μμάθκια σου εν έχουν πιον τζιειν την λαμπάδαν”. Τζιαι πάει στο φκιακάν, “επιάστηκα”,[11] τζιαι πά στον μούττακλον, “αρμάστηκα”, τζιαι πα στον κελλετζήν “που να ‘σιεν τζι άλλην”.[12]
Τζι ασπρίσαν τα μαλλιά της κορασιάς, τζι εσβήσαν οι λαμπάες των ομμαθκιών της, τζι εχάθην η ασπράδα που την πέτσαν της τζι έμεινεν μαυρογέρημη μες το χωρκόν να Μεν Ξιχάννει.
[1] ποθαμμασμένη: ξιπασμένη (<ποθαμμάζουμαι)
[2]εν εκουρκάρισκεν: δεν υποχωρούσε, δεν έκανε πίσω (<κουρκάρω)
[3]αρκορούφητος: ευέξαπτος, μυγιάγγιχτος
[4]ετριβιτζιάζετουν: αδημονούσε
[5]επαστύνισκεν: λέπταινε (<παστός: λεπτός)
[6]εσοζύαζεν: βελτιωνόταν, ερχόταν στα συγκαλά του (<σοζυάζω: κυρ. ισορροπώ, ισοζυγίζομαι).
[7]φκιακάς: αφτιάς
[8]μούττακλος: μυταράς
[9]μανισιή της: μονάχη της
[10]πέτσες: δέρμα, επιδερμίδα
[11]επιάστηκα: δεσμεύτηκα με άλλη
[12] που να ‘σιεν τζι άλλην: ιδιωματισμός με την έννοια του “άργησες πολύ, τώρα θυμήθηκες;”
Pingback: Το Λωτοφαγικόν 2014! | Λωτοφάγοι
Pingback: “Λωτοφάγοι”: Γενικό ευρετήριο | Λωτοφάγοι