Tags

, , , , , , , , , , , , ,


YARA YARAΑκούστε πιο κάτω την (όσο έχω υπόψη μου) μία και μοναδική μελοποίηση του ποιήματος από τους “Ξέμπαρκους” (δίσκος “S/S Ionion 1934“, Minos-EMI: 1986):

Ακούστε εδώ και τη διασκευή του κομματιού των “Ξέμπαρκων” από τα “Κίτρινα Ποδήλατα“.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

To ποίημα συμπεριλαμβάνεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία, Τραβέρσο (1975). Γραμμένο το 1951, λίγα μόλις χρόνια μετά τη δημοσίευση της συλλογής Πούσι (1947), το «Yara Yara» απηχεί ακόμη το κλίμα και τη θεματολογία αυτής της συλλογής.

Πιο συγκεκριμένα, η σκηνοθεσία και η ατμόσφαιρα του ποιήματος θυμίζουν αρκετά τη «Στεριανή Ζάλη» από το Πούσι. Tο πλοίο βρίσκεται προσαραγμένο σε ένα μεγάλο λιμάνι, εν προκειμένω το λιμάνι του ποταμού Yara Yara (ή Yarra) στο Port Melbourne, προάστιο της Μελβούρνης της Αυστραλίας. Tο ποιητικό Εγώ αναπολεί με τρόπο ασύντακτο και συνειρμικό σκηνές και συναισθήματα που περιστρέφονται γύρω από τη ναυτική ζωή και την εμπειρία ενός χαμένου έρωτα.

Το φόντο είναι και πάλι μουντό και μελαγχολικό: αντί για το «πηχτό» λονδρέζικο πούσι του παλαιότερου ποιήματος, στο «Yara Yara» κυριαρχεί ο «γκρίζος ποταμός», του οποίου τα νερά κυλάνε «βαρετά» μέσα στα καυσαέρια των βουβών, πελώριων φορτηγών. Ο ποταμός αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή ισότιμο με τα καράβια που ελλιμενίζονται στα νερά του και τις θολές ανθρώπινες φυσιογνωμίες που τα επανδρώνουν.

Το Steamship (S/S) Cyrenia

Το Steamship (S/S) Cyrenia

Ο Καββαδίας ταξιδεύει προς τη Μελβούρνη ως ασυρματιστής («μαρκόνης») στο επιβατικό ατμόπλοιο S/S Cyrenia. Το καράβι αυτό, που απαθανατίστηκε στο ποίημα “Οι εφτά νάνοι στο S/S Cyrenia“, ανήκε τότε στην εταιρεία Hellenic Mediterranean Lines και έκανε τη γραμμή Γένοβα-Πειραιάς-Μελβούρνη-Σίδνεϋ μεταφέροντας στην Αυστραλία Ιταλούς και Έλληνες μετανάστες.

Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του, κατά το ταξίδι αυτό στην ψυχή του Καββαδία κυριαρχεί η μελαγχολία, μια αίσθηση ότι γερνά. Σε γράμμα προς την ανιψιά του Έλγκα (Μελβούρνη, 12.8.51, δημοσιεύεται στο Τ. Κόρφης, Νίκος Καββαδίας: Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του, Αθήνα 1974, σ. 166), ο ποιητής σημειώνει:

«Κυριακή. Τώρα μόλις έπαψε να χιονίζει. Όλα κλειστά στην πολιτεία. Μονάχα οι μπυραρίες ανοιχτές, μα γι᾽ αυτούς που μπορούνε να πίνουν. ‘The seas are still pretty big, the weather in the past couple of days has been pretty bad’. Όμως εμείς για τρίτη φορά ξεγελάσαμε τον κυκλώνα. Θα μείνουμε ακόμη 3-4 μέρες εδώ και κατόπι θα ξεκινήσουμε για το γυρισμό. […] Τούτο το ταξίδι δεν μπόρεσα να γράψω ούτε ένα στίχο ούτε άρχισα το πεζό που λογάριαζα. Φαίνεται πως γέρασα πολύ. Αυτό το κατάλαβα στην Αθήνα, όταν σου ζήτησα τις «Διαπλάσεις» και κατόπιν δεν μπόρεσα να τις διαβάσω όπως άλλοτε. Πέρυσι ακόμα μπορούσα. Ή νόμιζα πως μπορούσα. Μπορώ τώρα να κοιτάζω πάντα με την ίδια απόλαυση τη ζωγραφική και να νομίζω πως μπορώ (;) να την εξηγώ. Ούτε ποιήματα μπορώ να διαβάζω. Εκείνα που θυμάμαι μόνο απέξω».

Απο το «Μαραμπου στο «Πουσι» και στο «Τραβερσο»

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης του “Μαραμπού” (1933)

Από το Μαραμπού στο Τραβέρσο η ποιητική του Καββαδία παρουσιάζει σταθερή εξέλιξη και σημαντικές διαφοροποιήσεις.

Στο Μαραμπού (1933), με κορυφαίο δείγμα το ομότιτλο εκτενές ποίημα (ακούστε το σε μια καινούρια διασκευή από το συγκρότημα «Ευδαίμονες»), κυριαρχεί μια ευθύγραμμη αφηγηματικότητα. Τα ποιήματα είναι μικρές βινιέτες από τη ζωή των ναυτικών, γραμμένα ως επί το πλείστον στον παραδοσιακό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Πρόκειται για έμμετρα διηγήματα κατ᾽ ουσίαν, στα οποία η αφήγηση εκτυλίσσεται εν πολλοίς γραμμικά και ο ποιητικός λόγος είναι διαυγής, κυριολεκτικός και σαφώς πιο «άτεχνος».

Στο Πούσι (1947), ο Καββαδίας κινείται προς συμβολικότερους, καθαρά νεωτερικούς δρόμους. Χαρακτηριστικό των ποιημάτων του είναι πλέον η διάσπαση της αφήγησης σε μια σειρά ελλειπτικών ψηφίδων, που συνδέονται μεταξύ τους μόνο έμμεσα, υπαινικτικά και χαλαρά.

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της συλλογής

Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης της συλλογής “Πούσι” (1947)

Στην άρση της παραδοσιακής αφηγηματικότητας συντείνει τα μέγιστα και ο κατακερματισμός του «αφηγητή» σε πολλαπλά υποκείμενα (τα ποιήματα κινούνται από το Εγώ, στο Εσύ και στο Εμείς χωρίς να είναι πάντοτε ξεκάθαρη η ταύτιση των προσώπων).

Στο Πούσι, καθώς τα ψυχικά φαινόμενα συντονίζονται συμβολικά με τα φαινόμενα της θαλασσινής φύσης που σφίγγει τους ναυτικούς «σαν μια ζώνη» (το πούσι, τα θαλάσσια ρεύματα, τη σοροκάδα — βλ. υπόμνημα στο ποίημα «Cambay’s Water»), τα ποιήματα μοιάζουν ήδη πολύ περισσότερο με την ονειρική αποτύπωση ενός ψυχικού τοπίου παρά με την αφήγηση μιας ιστορίας. Παρόλα αυτά, αποτελούν ακόμα «ιστορίες», δοσμένες μ᾽ έναν τρόπο ασυνεχή και ιμπρεσιονιστικό μεν, αλλά με διακριτό τον βασικό τους αφηγηματικό ιστό.

Το

Το “Τραβέρσο” με την προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη

Στο Τραβέρσο (1975), η αφαιρετικότητα, η εσωτερικότητα και η κρυπτικότητα στην έκφραση απογειώνεται και οι λογικοί αρμοί της όποιας αφήγησης εξαρθρώνονται εντελώς. Οι τεχνικές που πρωτοδιαμορφώθηκαν στο Πούσι ωθούνται εδώ στη λογική τους κορύφωση.

Ελάχιστα σπέρματα αφηγηματικότητας διατηρούνται σε ποιήματα όπως η «Fata Morgana», η «Αντινομία» ή η «Γυναίκα»· κι αν παραμένουν ακόμη κάποια ψήγματα αφηγήσεων, παλιές ιστορίες που το ποιητικό υποκείμενο ανακαλεί, αυτές μπερδεύονται μεταξύ τους, συγχέονται, αναμειγνύονται, ενοποιούνται, ή ίσως πολτοποιούνται. Γίνονται το νοσταλγικό και στοχαστικό, άμορφο αποτύπωμα μιας ολόκληρης ζωής επαναλαμβανόμενων εμπειριών, βιαστικών βιωμάτων, μισοξεχασμένων αναμνήσεων, ωνίων αισθήσεων και ψυχεδελικών παραισθήσεων.

«Γιατί μπερδεύω τούτη εδώ με μι᾿ άλλην ιστορία;», διερωτάται χαρακτηριστικά το ποιητικό Εγώ στο ποίημα «Cocos Islands»: επειδή, βεβαίως, η ζωή του ναυτικού στηρίζεται ολόκληρη σε μια τέτοια μονότονη, ρυθμική επανάληψη — σαν τον κυματισμό της θάλασσας, σαν το βαρετό κύλημα του Yara Yara, σαν την εναλλασσόμενη κίνηση του ήλιου και του φεγγαριού, σαν την παλίρροια και την άμπωτη — που καθιστά αδύνατη και άσκοπη τη διάκριση των εξατομικευμένων γεγονότων, των οποίων το νόημα ούτως ή άλλως εδράζεται ακριβώς στη μοτιβική τους φύση.

Η «αδυναμία» — η έντεχνη και συνειδητή αποφυγή — να τοποθετηθούν σημαδούρες στην αφήγηση, να χαρτογραφηθεί η πορεία της εμπειρίας, να ταξιθετηθεί η ζωή οργανωμένα και παστρικά, ώστε να μπορεί να την «αθροίσει» κανείς σαν σε «χοντρά λογιστικά βιβλία», αποτελεί την ουσιωδέστερη ποιητική χειρονομία της συλλογής Τραβέρσο· την αποτύπωση στο επίπεδο της ποιητικής μορφής της πεμπτουσίας του καββαδιακού ναυτικού βίου — που, όπως δηλώνει και το τελευταίο ποίημα που έγραψε ποτέ ο Καββαδίας, δεν είναι άλλη παρά η πικρία.

Προκυμαία στον ποταμό Yara Yara (Yarra) στις αρχές του 20ου αιώνα

Προκυμαία στον ποταμό Yara Yara (Yarra) στις αρχές του 20ου αιώνα

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1. καθώς αποκοιμήθηκες: Το υποκείμενο του Εσύ δεν προσδιορίζεται. Αυτή η απροσδιοριστία των ποιητικών προσώπων — ή καλύτερα: ο υπερπροσδιορισμός των προσωπικών αντωνυμιών, κυρίως του Εγώ και του Εσύ, που διαχέονται σε διαφορετικά πρόσωπα κάθε φορά — αποτελεί σταθερό μοτίβο των δύο τελευταίων συλλογών του Καββαδία.

Στο «Πούσι» και το «Τραβέρσο», ειδικά στην τελευταία συλλογή, τα πρόσωπα συγχέονται, καθίστανται μερικές φορές σχεδόν αδιαχώριστα, με την ίδια ακριβώς λογική που οι οριοθετήσεις ανάμεσα στη συλλογική και την ατομική εμπειρία των ναυτικών καταλήγουν άνευ ουσίας (βλ. πιο πάνω). Ο ποιητικός αφηγητής του «Yara Yara» άλλοτε εκφράζεται σε πρώτο πρόσωπο, εμπλέκοντας άμεσα τον εαυτό του στην αφήγηση («μια βάρκα, θέλω, ποταμέ…»), άλλοτε απευθύνεται σε ένα Εσύ ή ένα Εσείς (“λακίζετε”) με τρόπο ετεροδιηγητικό (σαν να αφηγείται ως εξωτερικός παρατηρητής τα βιώματα ενός τρίτου), και άλλοτε, συνδέοντας άμεσα την εμπειρία του Εγώ και του Εσύ («γελάς, μα εγώ σε πούλησα…», «και σένα, που σε κέρδισα…») μεταπίπτει σε βιωματικότερους, στοχαστικότερους, αυτοδιηγητικούς τόνους.

Τα όρια μεταξύ των προσώπων και των βιωμάτων στο ποίημα είναι θολά. Στο απλούστερο επίπεδο, το Εσύ μπορεί να ταυτίζεται με μια ορισμένη dramatis persona: τη μοιραία γυναίκα (άλλοτε την πόρνη, άλλοτε την «τίμια») ή τον ίδιο τον ποταμό. Μπορεί ακόμη να πρόκειται για τον ανώνυμο ναυτικό, ένα συλλογικό Εσύ, συνεκδοχή της καββαδιακής ναυτοσύνης, του οποίου τα βιώματα το Εγώ ανακαλεί, με τρόπο που αυτά μοιάζουν να γίνονται τελικά βιώματα συμμερισμένα, «εκκαθολικευμένα», υπερπροσωπικά. Γιατί, πάνω από όλα, στο «Τραβέρσο» η αποστροφή προς το Εσύ μοιάζει συχνότατα να αποτελεί αποστροφή εις εαυτόν· το Εσύ καταλήγει να ταυτίζεται με το Εγώ, το οποίο γίνεται κοινωνός της συλλογικής εμπειρίας ασχέτως αν τη βίωσε ή όχι προσωπικά. Ο καββαδιακός ναυτικός, άλλωστε, είναι Ένας σε Πολλούς και Πολλοί σε Έναν.

1. φύλαγε βάρδια ο κάβος: Tο χοντρό καραβόσχοινο, το οποίο τροποντινά αντικαθιστά τον ναυτικό στη βάρδια του. Για την ταύτιση, την οντολογική αφομοίωση, του καββαδιακού ναυτικού με το καράβι, τα σύνεργά του, τις οσμές του και τις βρωμιές του, βλ. το σχετικό σχόλιο στον στ. 4 του ποιήματος «Cambay’s Water». “Κάβος” είναι επίσης το ακρωτήρι: εναλλακτικά, η φράση θα μπορούσε να παραπέμπει στον κίνδυνο να πέσει το καράβι στα βράχια, καθώς η βάρδια δεν φυλάει σωστά (το “φύλαγε βάρδια” σε αυτή την περίπτωση θα αποκτούσε ειρωνική χροιά).

2. σε σπίτι μέσα: σε πορνείο.

2. ξέχασες…το φυλαχτό: Τέτοια μικροαντικείμενα ασήμαντης ονομαστικής αλλά μεγάλης συναισθηματικής (ή δεισιδαιμονικής) αξίας — ενίοτε επίσης μικρά κατοικίδια, όπως παπαγάλοι, γάτες και μαϊμούδες — συνοδεύουν συχνά τους καββαδιακούς ναυτικούς στα ατέλειωτα, μοναχικά ταξίδια τους. Η απώλειά τους είναι συμβολική μιας βαθύτερης ακύρωσης και μιας μονιμότερης απουσίας, η οποία δεν μπορεί ποτέ πραγματικά να καλυφθεί παρά μόνο με εφήμερα και εν τέλει ανούσια υποκατάστατα. Στο ποίημα «Οι γάτες των φορτηγών» (από το Μαραμπού) η αναφορά στο «φυλαχτό», που εκεί προορίζεται να προστατεύσει το αγαπημένο ζώο, σχετίζεται ειδικά με «του σιδέρου την κακιάν αρρώστια», προφανώς τη φοβερή λαμαρίνα, που τρέλαινε τις γάτες αλλά και τους ίδιους τους ναυτικούς. Λίγο πιο κάτω στο ποίημά μας (στ. 11), σε μια στιγμή πικρής ειλικρίνειας, ο ποιητικός αφηγητής (εκεί χωρίς αμφιβολία απευθυνόμενος στον εαυτό του) παραδέχεται ότι η λαμαρίνα «τον πιάνει» — πολύ περισσότερο τώρα πια που δεν έχει το μαγικό φυλαχτό.

Αν και η σύνδεση με το συγκεκριμένο ποίημα προκύπτει μόνο έμμεσα, σε ένα γράμμα προς την αδερφή του Τζένια χρονολογημένο την 30η Ιουλίου 1951, ο Καββαδίας γράφει:

Κατεβαίνουμε δίχως γράμματα. Δίχως φυλαχτό. Περάσαμε τις περιοχές του φόβου. Να ξέραμε πως μας έχουνε συγχωρήσει.

3–4. Στο Rio… στη Βηρυττό: Τα μεγάλα λιμάνια της υφηλίου είναι ο κατεξοχήν χώρος δράσης των καββαδιακών ναυτικών. Βλ. και σχετικό σχόλιο στο ποίημα «Στεριανή Ζάλη».

10304571_1441651876093247_2325549415236127530_n3-4. σε πούλησα … σε ξαναγόρασα: Η σχέση των ναυτικών με τον κόσμο είναι κυρίως σχέση συναλλακτική: χωρίς να συνδέονται, χωρίς να δεσμεύονται, οι ναυτικοί αγοράζουν και πουλούν, στα πρόχειρα, στα πεταχτά, ενίοτε και στα κλεφτά, καθώς περιμένουν την αναχώρηση του καραβιού τους. Καθώς δεν έχουν κάποιον να τους περιμένει, καθώς ζουν τη ζωή τους μέρα με τη μέρα στην απροσανατόλιστη επιδίωξη μιας επικούρειας ευτυχίας, οι καββαδιακοί ναυτικοί ξοδεύουν τα χρήματά τους άσκοπα και αστόχαστα, σε αγορές περιττές και ανούσιες, (αγορές αντικειμένων ή σαρκικών απολαύσεων), το μόνο δέλεαρ των οποίων είναι η φτήνια, το καλό παζάρι. Κάποτε, όμως, στην περίπτωση αντικειμένων ειδικής αξίας, όπως εδώ ένα μαχαίρι, ένα μαγικό φυλαχτό, ενός κατοικιδίου ή μιας πόρνης, οι αγορές, αυθόρμητες και απερίσκεπτες αρχικά, σφραγίζουν τη ζωή (ή και τον θάνατο) των ναυτικών (βλ. σχόλιο πιο κάτω).

3. για δυο centavos: Το centavo είναι εκατοστιαία υποδιαίρεση διαφόρων λατινοαμερικάνικων κυρίως νομισμάτων. Τα «δυο centavos» είναι πολύ ευτελές ποσό: αν πρόκειται όντως για το αντίτιμο της ερωτικής υπηρεσίας (την «ταρίφα» του ποιήματος «Πικρία»), μεταφερόμαστε για μια ακόμη φορά στο περιβάλλον του φτηνού μπορντέλου των λιμανιών, όπου ο ναυτικός αποκομίζει ελάχιστες στιγμές αμφιλεγόμενης, φτηνής ηδονής, τις οποίες πληρώνει ακριβά είτε με μια ισόβια, βασανιστική ερωτική ανάμνηση είτε με ένα ανίατο αφροδίσιο νόσημα είτε και με τα δύο. Αντιπαράβαλε παρακάτω: «του κοριτσιού το φίλημα που στοίχισε ακριβά».

kavadias_pousi_01_tsarouchis4. σε ξαναπούλησα ακριβά: Οι πόρνες ήταν δυνατό σε κάποιες περιπτώσεις να συνοδεύσουν τους ναυτικούς στα ταξίδια τους (βλ. δίπλα την προμετωπίδα του Τσαρούχη στο Πούσι, στην οποία απεικονίζεται η ερωτική συνεύρεση του ναυτικού με μια κοπέλα — από τη στάση της μπορούμε να υποθέσουμε ότι πρόκειται για πόρνη — μέσα στην καμπίνα του καραβιού. Αν, λοιπόν, το Εσύ εδώ αναφέρεται όντως στην κοπέλα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το Rio και η Βηρυττός είναι οι δυο σταθμοί του ταξιδιού και ότι η φράση «σε ξαναπούλησα ακριβά» μπορεί να αναφέρεται στο κόστος του ερωτικού χωρισμού, που “ματώνει”. Το ταξίδι, μοιραία, κάποια στιγμή έπρεπε να τελειώσει, το ίδιο και η σχέση του ναυτικού με την κοπέλα, η οποία σχέση από συναλλακτική εξελίχθηκε – και εδώ είναι η τραγωδία του – σε ερωτική. Η κοπέλα, μια φτηνή πόρνη, την οποία ο ναυτικός αγόρασε πάμφθηνα, καταλήγει να του στοιχίζει πολύ περισσότερα από την ονομαστική της αξία. Η γρήγορη εκτόνωση στα μπορντέλα του λιμανιού γίνεται «φίλημα» και η ανώνυμη πουτάνα γίνεται «το κορίτσι», η απώλεια του οποίου είναι τόσο αιχμηρή όσο και η κόψη του αφρικάνικου μαχαιριού που ένας άλλος συνάδελφός του αγόρασε κάποτε «απ᾽ έναν γέρον έμπορο στο Αλγέρι».

Δεν αποκλείεται, φυσικά, στο πνεύμα των πολλών ιστοριών που πολτοποιούνται σε μία, η δεύτερη αφήγηση (ο χωρισμός στη Βηρυτό) να μην συνδέεται με την πρώτη και η κοπέλα εδώ να είναι μία από εκείνες τις “τίμιες γυναίκες”, των οποίων την καρδιά ο Καββαδίας θεωρούσε πολύ πιο ύπουλη από της πόρνης, πρβλ. από τη Βάρδια (σ. 30):

Τις άλλες φοβάμαι, τις τίμιες, αυτές που δεν πέ­φτουνε για λεφτά. Αυτές που ξέρουνε γράμματα. Που τις παντρευό­μαστε.

Όπως σχολιάζει ο Saunier (σ. 145):

Αυτό που προσάπτει ο Νίκος, ή ο ποιητής, σε τελευταία ανά­λυση στις «τίμιες» γυναίκες, σ’ «αυτές που δεν πέφτουνε για λε­φτά» ( Β 30), είναι ή ίδια η επιθυμία τους. Η μόνη σωστή συν­διαλλαγή κατά τον Νίκο είναι «να τις πληρώνεις ή να σε πληρώ­νουνε. Ο πιο σωστός τρόπος» (Β 33).

Είδος πορφυρόχρωμου κοχυλιού, που ονομάζεται «κοχύλι του Τρίτωνα». Η χρήση του ήταν συχνή στην Πολυνησία και ειδικά στα νησιά Φίτζι, δηλαδή στην περιοχή όπου τοποθετείται το ποίημά μας.

Είδος πορφυρόχρωμου κοχυλιού, που ονομάζεται «κοχύλι του Τρίτωνα». Η χρήση του ήταν συχνή στην Πολυνησία και ειδικά στα νησιά Φίτζι, δηλαδή στην περιοχή όπου τοποθετείται το ποίημά μας.

5. με πορφυρό στα χείλη μου κοχύλι σε προστάζω: Τα κοχύλια χρησιμοποιήθηκαν συχνά ως πνευστά μουσικά όργανα, ιδιαιτέρως από τους ιθαγενείς πληθυσμούς της Μεσοαμερικής, της Καραϊβικής και της περιοχής του Ειρηνικού. Εδώ ο ναυτικός φαντάζεται τον εαυτό του να χρησιμοποιεί ένα τέτοιο κοχύλι ως τρομπέτα, με την οποία καλεί σε ερωτικό προσκλητήριο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι πιθανό να υποκρύπτεται εδώ υπαινιγμός στον σεφερικό «Ερωτικό Λόγο, Β´», όπου τα «πορφυρά κοράλλια» είναι σύμβολα της ερωτικής ανάμνησης, που επανεμφανίζεται ξαφνικά και απροειδοποίητα: Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ᾽ ακρογιάλια / η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό. / Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…/ Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό / ξεκίνημά της… 

6. στο χέρι το γεράκι σου και τα σκυλιά λυτά: Η εικόνα παραπέμπει σε παραδοσιακές σκηνές κυνηγίου. Η ταυτότητα του Εσύ δεν μπορεί να ταυτιστεί με ασφάλεια στον στίχο αυτό. Η μεταφορά του κυνηγίου πάντως χρησιμοποιείται συχνά για την ποιητική σύλληψη της ερωτικής καταδίωξης.

7-8. απάνωθέ μου… σωστά: Η ευχή του ναυτικού να τον διδάξει κάποιος — προφανώς, η ποθητή κοπέλα — να περπατεί σωστά «στη γη», δηλαδή να λειτουργεί σαν στεριανός στη στεριά, είναι τόσο ευσεποθική όσο και η ελπίδα ότι μπορεί κάποτε να αποτινάξει από πάνω του τη θάλασσα. Για τον τραγικό αυτό ευσεβοποθισμό, βλ. σχόλιο στον στ. 4 του ποιήματος «Cambay’s water».

Ο Νίκος Καββαδίας,

Ο Νίκος Καββαδίας, “ναυτάκι του γλυκού νερού”

9. κούκο: Είδος παιδικού σκούφου.

9. κολαρίνα: Μεγάλος κολλαριστός άσπρος γιακάς, περιλαίμιο.

10. ναυτάκι του γλυκού νερού: Ο συγκεκριμένος ναυτικός δεν ήταν πλασμένος για τη θάλασσα και δεν τη συνήθισε ποτέ. Τον αντίστοιχο συνάδελφό του στο ποίημα «Λύχνος του Αλλαδδίνου» η θάλασσα τελικά τον έφαγε: Για το άστρο της Ανατολής κινήσαμε μικροί. / Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δεν σου πρέπει. / Και σε που σε φυτέψαμε (δηλ. σε θάψαμε), παιδί, στο Κονακρί, / με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη. Στο “Yara Yara” ο ναυτικός τρελαίνεται αργά από τη λαμαρίνα, υποφέρει από τη ναυτία και καίγεται από τη φωτιά που καίει συχνά τους ναυτικούς του Καββαδία: τον άπιαστο «στεριανό καημό».

11. λαμαρίνα: Για τη χαρακτηριστική αυτή ασθένεια, που προσέβαλλε τα κατοικίδια των ναυτικών αλλά και τους ιδίους, βλ. το σχόλιο στον στ. 17 του «Kuro Siwo».

12. ξαφνικό προβέτζο του καιρού: «Απότομη μεταβολή του ανέμου από νότιο σε δυνατό βόρειο» (Τράπαλης, s.v.), ξαφνική κακοκαιρία, που προκαλεί ναυτία στον συγκεκριμένο ναυτικό.

13. Tο ντύμα πάρε του φιδιού: Το ποιητικό Εγώ εύχεται εδώ να μπορούσε να αποβάλει τη ναυτοσύνη του, τη «θάλασσα που στάζει», όπως το φίδι αλλάζει το φιδοπουκάμισό του. Ματαίως βέβαια. Η ναυτοσύνη δεν αποβάλλεται. Η καραβίσια βρώμα είναι για τον ναυτικό δεύτερο «πετσί» (βλ. το ποίημα «Μουσώνας»: κι εμείς που κάναμε πετσί την καραβίσια βρώμα) και δεν βγαίνει.

13. δώσ᾽ μου ένα μαντίλι: Το μαντίλι λειτουργεί ως σύμβολο «του στεριανού καημού»· πρβλ. από το «Cambay’s Water»: μα ούτε φουστάνι στη στεριά ούτε μαντίλι.

Τισιανός,

Τισιανός, “Αφροδίτη του Ούρμπινο”

14. σ᾽ έγδυσα μπροστά στο γέρο Tισιανό: Ο Τισιανός (Tiziano Vecellio) ήταν Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης (1488-1576). Ένα από τα πιο γνωστά του έργα είναι η γυμνή Αφροδίτη του Urbino, την οποία φιλοτέχνησε το 1538, σε ηλικία 50 ετών (αρκετά «γέρος» για τα δεδομένα της εποχής). Μοντέλο για τον πίνακα ήταν μια διάσημη εταίρα της εποχής, η δεύτερη πιο ακριβοπληρωμένη πόρνη της Βενετίας και συνήθης ομοτράπεζη του Τισιανού, η Άντζελα ντελ Μόρο. Αναφορά στον Τισιανό, αυτό τον «μάστορα της ερωτικής αποπλάνησης», και τα έργα του γίνεται και στο ποίημα «Πικρία» (βλ. σχόλιο στον στ. 5). Η Γυναίκα στο “Yara Yara” εμφανίζεται σε πολλές και ποικίλες υποστάσεις, αλλά είναι πάντοτε η ίδια: το αιώνιο, βασανιστικό θηλυκό.

15. βίρα: Ως ουσιαστικό «βίρα» είναι το ανέβασμα της άγκυρας. Η λέξη όμως λειτουργεί και ως παράγγελμα: σήκωσε τις άγκυρες, άρα φύγε. Η δεύτερη σημασία φαίνεται να υπερισχύει εδώ.

15. Κεφαλονίτισσα: Ο Καββαδίας καταγόταν ο ίδιος από την Κεφαλονιά. Για την “Κεφαλονίτισσα” του ποιήματος μπορούν να διατυπωθούν τρεις εικασίες: (α) ότι πρόκειται για γυναίκα που περιμένει (ματαίως) να γυρίσει ο ναυτικός σύζυγός της· (β) ότι “Κεφαλονίτισα” αποκαλείται το ίδιο το καράβι, το οποίο εδώ προσωποποιείται (την υποψία αυτή ενισχύει το γεγονός ότι η εταιρεία Hellenic Mediterranean Lines, στην οποία ανήκε το S/S Cyrenia, ιδρύθηκε από δύο Κεφαλονίτες αδελφούς)· ή (γ) ότι, όπως υποψιάζεται ο Τάσος Κόρφης (σ. 30· πληροφορία που αναδημοσιεύει και ο Τράπαλης, s.v.), ο Καββαδίας αναφέρεται στη μητέρα του. Στην περίπτωση αυτή, ο νεκρός ναυτικός δεν είναι άλλος από τον μικρότερο αδελφό του, «πρώτο καπετάνιο σε φορτηγά, που πέθανε το 1957 αιφνιδίως στο πλοίο του στην Ιαπωνία, έξω από το λιμάνι του Kobe» (σσ. 41-2). Εφόσον το “Yara Yara” γράφεται το 1951, η τελευταία ερμηνεία προϋποθέτει ότι η εν λόγω αναφορά προστέθηκε σε κατοπινότερη εκδοχή του ποιήματος.

15. μάινα το καντήλι: μάινα < μαϊνάρω, υποστέλλω τα πανιά, μεταφορικά κατευνάζω, ηρεμώ, συγκρατώ. Σε πρώτο επίπεδο η αναφορά στο καντήλι δείχνει να παραπέμπει στη γνωστή λατρευτική συνήθεια της καύσης λαδιού μπροστά στα εικονίσματα. “Καντήλι” όμως είναι επίσης η άσχημη βρισιά. Η φράση «μάινα το καντήλι», συνεπώς, επιδέχεται δύο ερμηνείες: (α) η Κεφαλονίτισσα προσεύχεται απελπισμένα να γυρίσει γρήγορα αυτός που περιμένει ή (β) βρίζει και καταριέται («κατεβάζει καντήλια»), προφανώς επειδή η επιστροφή του αργεί και ολοένα αναβάλλεται. Καθεμιά από τις ερμηνείες αυτές, βεβαίως, συμπληρώνεται από μια αιτιολογική πρόταση: “μάινα το καντήλι” (ηρέμησε, κάνε κράτει) και μην περιμένεις άλλο· “βίρα” (σήκωσε τις άγκυρες, σάλπαρε γι᾽ αλλού), επειδή ο άνθρωπος που περιμένεις δεν θα γυρίσει ποτέ· κοιμάται σε «λόφο γιαπωνέζικο» «τον στερνό» ύπνο.

Παρόμοιες αναφορές σε ναυτικούς που πέθαναν εν ώρα καθήκοντος και τάφηκαν σε μακρινό στεριανό τάφο, μακριά από τους συγγενείς τους, βρίσκουμε και αλλού στον Καββαδία, π.χ. στον «Λύχνο του Αλλαδδίνου», που προαναφέρθηκε, και στον «Σταυρό του Νότου», όπου όμως ο μακρινός θάνατος προβάλλει, πράγμα ασυνήθιστο, σαν λύτρωση (κάτου στις ακτές της Αφρικής / πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι / τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι / και τ᾽ ωραίο γλυκό της Κυριακής).

Ιταλική καμέα του 1870

Ιταλική καμέα του 1870, στα χρώματα περίπου που περιγράφει ο Καββαδίας

17. καμέα: Σκληρός ημιπολύτιμος λίθος με ανάγλυφη παράσταση, ιδίως προσώπου. Οι λίθοι αυτοί τοποθετούνταν συχνά σε δακτυλίδια ή σε σφραγίδες (σφραγιδόλιθοι). Περισσότερα εδώ και εδώ. H Νάπολη αναφέρεται στο ποίημα επειδή είναι ένα ακόμη από τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου και ένας από τους σταθμούς του S/S Cyrenia. Ίσως όμως να μην είναι τυχαίο ότι «από τη Νάπολη» προέρχεται (και στο μουσείο της πόλης φυλάσσεται) ένα από τα πιο διάσημα δείγματα αρχαίας καμέας, το Κύπελο Farnese.

18. κοράλλι ξέθωρο: Πρβλ. το «πορφυρό κοχύλι» πιο πάνω. Το κοράλλι είναι «ξέθωρο», όπως και η καμέα είναι «ψεύτικη»: τα δώρα είναι ευτελή και προσχηματικά· πρόκειται άλλωστε για αγοραία σχέση, η οποία όμως παρόλα αυτά καταλήγει να πληγώνει τον ναυτικό σαν να ᾽ταν αυθεντική.

19. φριγκορίφικο: Πλοίο­-ψυγείο.

19. πίσω…προκυμαία: Το περιστατικό που συνέβη «πίσω απ᾽ το φριγκορίφικο, στην άδεια προκυμαία» δεν προσδιορίζεται. Ίσως ο ναυτικός εκεί να αγόρασε τα δώρα. Ίσως εκεί να συνάντησε την κοπέλα (ή να συνευρέθηκε ερωτικά μαζί της) για τελευταία φορά. Πιο πάνω η κοπέλα φαίνεται να τον ακολουθεί στα ταξίδια· αλλά, όπως είπαμε, στο ποίημα πολλές και διάφορες αφηγήσεις συναιρούνται: οι ερωτικές μνήμες θολώνουν, «σμίγουν» κι αυτές και στο τέλος «παν» σαν «τον καπνό του γκρίζου ποταμού».

20. έβενος…κρεμεζί: Περιγραφή των δώρων, κατά πάσα πιθανότητα της καμέας. Οι τρεις προσδιορισμοί μάλλον αναφέρονται στα διαφορετικά χρωματικά στρώματα του λίθου (βλ. φωτογραφία πιο πάνω). Δεν αποκλείεται, όμως, να έχουμε εδώ μια ακόμη από εκείνες τις εξπρεσιονιστικές ποιητικές περιγραφές του αιδοίου, που αφθονούν στον Καββαδία (το ποίημα “Fata Morgana“, π.χ., είναι σχεδόν ολόκληρο τέτοια περιγραφή).

20. έβενος: Είδος ξύλου από ορισμένο είδος τροπικού δέντρου, πολύ σκληρό και στιλπνό και με βαθύ σκούρο χρώμα, από το οποίο κατασκευάζονται πολυτελή έπιπλα, μουσικά όργανα κτλ. Εδώ, εφόσον περιγράφεται μια καμέα, το ουσιαστικό «έβενος» ισοδυναμεί μάλλον με το επίθετο «εβένινος», αυτός που έχει το χρώμα του εβένου.

20. γλώσσα της φωτιάς: το βαθυκόκκινο χρώμα.

20. κρεμεζί: το κοκκινωπό χρώμα του κρεμεζιού (κρεμέζι: κόκκινη χρωστική ουσία, που παράγεται από είδος εντόμου).

Sandridge, Port Melbourne, 1858

Sandridge, Port Melbourne, 1858

21. Φώτα του Melbourne. Bαρετά κυλάει ο Yara Yara: Ο στίχος που καθορίζει το συναισθηματικό φόντο του ποιήματος: ζωή αργή, βασανιστική, μονότονη, μουντή, σαν το κύλημα του «γκρίζου ποταμού». Ως συνήθως στον Καββαδία, η στεριά προβάλλει κάπου στον ορίζοντα (τα φώτα της πολυάνθρωπης, πολύβουης πολιτείας), κοντά και όμως τόσο μακριά.

24. του κοριτσιού το φίλημα: Βλ. πιο πάνω.

25. Γερά την ανεμόσκαλα. Kαφέ για τον πιλότο: Με άλλα λόγια… «Σαλπάρουμε!» (βλ. «Cambay’s Water»). Το πλοίο είναι έτοιμο για αναχώρηση, αλλά οι ναύτες του, «αλυσόδετοι του στεριανού καημού» καθώς είναι, «λακίζουν». Πρόκειται για μια ακόμη περίπτωση στον Καββαδία στην οποία διατυπώνεται ο βαθύς διχασμός του ναυτικού, που ποθεί να αγκυρωθεί στη στεριά αλλά την ίδια στιγμή διακατέχεται από των αναχωρήσεων την ακατάσχετη μανία.

25. «Καφέ για τον πιλότο»: Αρκετά συχνά διαπιστώνονται συνέχειες ανάμεσα στην ποίηση και την αλληλογραφία του Καββαδία. Την 1η Αυγούστου 1951, π.χ., γράφει στην αδελφή του Τζένια:

«Guriquina? Είναι φανάρι; Είναι πόρτο; Είν᾽ όνομα κοριτσιού; Άρωμα; Μακάρι να ᾽ξερα. Είν᾽ όλα μαζί. Ετοιμάστε τον καφέ του πιλότου. Είναι νωρίς; Δεν πειράζει. Θέλω να δω τα ρολόγια του Flinder’s station, την Collins Street, το μαγαζί του Κινέζου».

27. που σε κέρδισα μιανής νυχτιάς σε λότο: Πρβλ. Από την «Αντινομία»: θαλασσοκόρη του βυθού — χίλιες οργιές — / του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι. Μια ακόμη ερωτική συνεύρεση συγκυριακή, απρογραμμάτιστη, απροσδόκητη και εφήμερη. Το κέρδος «μιανής νυχτιάς» σύντομα διαλύεται και φεύγει «με τον καπνό του γκρίζου ποταμού», δηλαδή καθώς τα πελώρια φορτηγά σαλπάρουν. Ολόκληρο το «Yara Yara» είναι η αφήγηση ενός χωρισμού: πολλαπλού, επαναλαμβανόμενου, αιώνιου και νομοτελειακού, με πρωταγωνιστές που κάθε φορά είναι διαφορετικοί κι όμως πάντοτε παραμένουν οι ίδιοι.

29. ποταμέ: Το ποιητικό Εγώ απευθύνεται στον ποταμό σε δεύτερο πρόσωπο. Ο Yara Yara αναλαμβάνει την κυρίαρχη θέση του στο ποίημα. Είναι άλλωστε, όπως είπαμε, πρωταγωνιστής ισότιμος με τα ανθρώπινα πρόσωπα.

varkoula29. Mια βάρκα θέλω… να ρίξω από χαρτόνι: Το ποιητικό Εγώ απελπισμένα ποθεί να αποκαταστήσει την πρωτογενή, αδαμιαία εκείνη σχέση που έχει με το θαλασσινό νερό ένα παιδί. To πελώριο φορτηγό, όμως, δεν μπορεί να ξαναγίνει βάρκα από χαρτόνι κι ο ναυτικός δεν μπορεί ποτέ να πάψει να στάζει θάλασσα. Η ναυτοσύνη είναι οντολογική κατάσταση στον Καββαδία, που δεν αναιρείται και δεν αναστρέφεται. Ως εκ τούτου, ο χωρισμός είναι αναπόφευκτος.

31. Σκοτώνει, πες μου, ο χωρισμός; Mατώνει, δε σκοτώνει: Σε πρώτη ανάγνωση, ο στίχος μοιάζει αισιόδοξος — κατά το νιτσεϊκό «ό,τι δεν με σκοτώνει με κάνει πιο δυνατό». Στον Καββαδία, όμως, αυτή η αγιάτρευτη, χαίνουσα πληγή, που παραμένει καρφωμένη στη μνήμη ως ανεξίτηλη μυική ανάμνηση, ακόμη κι όταν οι λεπτομέρειες της ερωτικής ιστορίας θολώσουν και χαθούν, είναι τρις χειρότερη από τον θάνατο (βλ. «Μαραμπού»: κι αυτό που στοίχισε σε με πληγές θανατερές… παντοτινή, κρυφή πληγή μου εγίνη»· «Εσμεράλδα»: στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος / απ᾽ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής»· και πρωτίστως, από το Τραβέρσο, την «Αντινομία»: ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές»...

10156168_470882563057563_7331532719864443559_n32. Ποιός είπε φούντο; Ψέματα. Δε φτάσαμε ποτές: φούντο (το) είναι η καταβύθιση της άγκυρας, η αγκυροβόληση. Ο Καββαδίας κλείνει και αυτό το ποίημα με την εικόνα του ταξιδιού που δεν τελειώνει ποτέ — επειδή δεν έχει σαφή προορισμό και επειδή, ακόμη κι όταν αγκυροβολήσει, ο ναυτικός ανήκει αφεύκτως στο καράβι, ποτέ στη στεριά, ποτέ σε ό,τι η στεριά έχει να προσφέρει. Ο καββαδιακός ναυτικός δεν μπορεί ποτέ να φτάσει, ακόμη κι όταν φτάνει.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

  1. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Cambay’s water” του Νίκου Καββαδία
  2. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Στεριανή Ζάλη” του Νίκου Καββαδία
  3. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καραντί” του Νίκου Καββαδία
  4. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Μαρέα” του Νίκου Καββαδία
  5. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Σταυρός του Νότου” του Νίκου Καββαδία
  6. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Kuro Siwo” του Νίκου Καββαδία
  7. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Πικρία” του Νίκου Καββαδία
  8. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καφάρ” του Νίκου Καββαδία

10429287_571655082954284_1028280053296969273_n