Tags

, , , , , , , , , , ,


Οι θεματικές ποιητικές ανθολογίες αποτελούν πλέον παράδοση των “Λωτοφάγων”, την οποία αγκαλιάσατε και αγαπήσατε. Με τη σημερινή δημοσίευση εγκαινιάζουμε σειρά έξι αναρτήσεων, οι οποίες σταχυολογούν αξιόλογα ελληνικά ποιήματα με κεντρικό θέμα το αρχαίο θέατρο ή/και τους μεγάλους του μύθους.

Αρχής γενομένης από σήμερα, θα δημοσιεύεται στους “Λωτοφάγους” μία σχετική ανάρτηση ανά δύο μέρες. Στην ανθολογία θα συμπεριληφθούν ποιήματα των Παλαμά, Πολέμη, Καβάφη, Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Σινόπουλου, Σαχτούρη, Πατρίκιου, Βακαλό, Καρέλλη, Χριστιανόπουλου, Χαραλαμπίδη και άλλων. Δείτε εδώ τη συγκεντρωτική έκδοση.

Ελπίζουμε ότι οι αναρτήσεις αυτές θα διευκολύνουν τους αναγνώστες που επιθυμούν εύκολα και γρήγορα να διαπιστώσουν τη διείσδυση του αρχαίου ελληνικού δράματος στη σύγχρονη ελληνική ποιητική παραγωγή. Εξυπακούεται ότι η ανθολόγηση είναι δειγματοληπτική· επ᾽ ουδενί δεν είναι εξαντλητική. Εισηγήσεις για εμπλουτισμό της συλλογής είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες!

Η πρώτη ανάρτηση περιλαμβάνει εννέα ποιήματα.

  1. Γιάννης Ρίτσος, “Αρχαίο Θέατρο”
  2. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, “Η αρχαία τραγωδία”
  3. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, “Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.”
  4. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Αισχύλου Ευφορίωνος αλκή”
  5. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, “Θεατής δυσαρεστημένος”
  6. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Σαπφώ εν Λευκάδι”
  7. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, “Η ναυμαχία”
  8. Γιώργος Σεφέρης, “Σαλαμίνα της Κύπρος”
  9. Κώστας Μόντης, “Αντιχορός στην αρχαία Αθήνα”
  10. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Η υαλουργία των Σουλτάνων”

Τα πρώτα δύο, το (σαφώς ανώτερο) Ρίτσου και (το αποκηρυγμένο) του Καβάφη, στοχάζονται γενικώς πάνω στο αρχαίο θέατρο, την αισθητική αξία του και τη σχέση του με το σήμερα. Τα δύο που ακολουθούν στρέφονται προς τον Αισχύλο και την παρακαταθήκη του: το ποίημα του Χαραλαμπίδη απαντά στο γνωστό καβαφικό. Ακολουθεί άλλο ένα ζεύγος ποιημάτων, και πάλι του Καβάφη του Χαραλαμπίδη, με επίκεντρο τον Μένανδρο και τη Νέα Κωμωδία. Η ανάρτηση ολοκληρώνεται με μια τριπλέτα ομόθεμων ποιημάτων (Καβάφης, Σεφέρης, Χαραλαμπίδης), που επικεντρώνονται στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τους αισχύλειους Πέρσες.

delphi


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

“ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ”

(ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Α’, 1963)

Όταν, κατά το μεσημέρι, βρέθηκε στο κέντρο του αρχαίου θεάτρου,
νέος Έλληνας αυτός, ανύποπτος, ωστόσο ωραίος όπως εκείνοι,
έβαλε μια κραυγή (όχι θαυμασμού· το θαυμασμό
δεν τον ένιωσε διόλου, κι αν τον ένιωθε
σίγουρα δε θα τον εκδήλωνε), μια απλή κραυγή
ίσως απ’ την αδάμαστη χαρά της νεότητάς του
ή για να δοκιμάσει την ηχητική τού χώρου. Απέναντι,
πάνω απ’ τα κάθετα βουνά, η ηχώ αποκρίθηκε
– η ελληνική ηχώ που δε μιμείται ούτε επαναλαμβάνει
μα συνεχίζει απλώς σ’ ένα ύψος απροσμέτρητο
την αιώνια ιαχή του διθυράμβου.
 
Το Θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα

Το Θέατρο του Διονύσου στην Αθήνα


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

“Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ”

Η αρχαία τραγωδία, η αρχαία τραγωδία
είναι ιερά κ’ ευρεία ως του σύμπαντος καρδία.
Την εγέννησεν εις δήμος, μία πόλις Ελληνίς,
αλλ’ ευθύς εκείνη έπτη, κ’ έστησεν εν ουρανοίς
την σκηνήν.
 
Εν θεάτρω Ολυμπίω, εν αξία των κονίστρα,
ο Ιππόλυτος, ο Aίας, Άλκηστις και Κλυταιμνήστρα,
την ζωήν μας διηγούνται την δεινήν και την κενήν
και ελέους θείου πίπτει εις την γην την αλγεινήν
                          η ρανίς.
 
Υπό την μικροτέραν της μορφήν την τραγωδίαν
έβλεπε και εθαύμαζε των Aθηνών ο δήμος.
Η τραγωδία ήκμαζεν εντός του σαπφειρίνου
θεάτρου τ’ ουρανού. Εκεί ακροατάς της είχε
τους αθανάτους. Κ’ οι θεοί, επί εδρών μεγάλων
εκ καθαρού αδάμαντος, ήκουον εν αφάτω
ευχαριστήσει τους καλούς του Σοφοκλέους στίχους,
του Ευριπίδου τους παλμούς, το ύψος τους Aισχύλου,
και του λεπτού Aγάθωνος Aτθίδας φαντασίας.
Aντάξιοι υποκριταί των υψηλών δραμάτων
ήσαν αι Μούσαι, ο Ερμής και ο σοφός Aπόλλων,
ο προσφιλής Διόνυσος, η Aθηνά κ’ η Ήβη.
Και επληρούντο τ’ ουρανού με ποίησιν οι θόλοι·
αντήχουν οι μονόλογοι, εύγλωττοι και πενθούντες·
και οι χοροί, ακένωτοι πηγαί της αρμονίας·
κ’ οι ευφυείς διάλογοι με τας βραχείας φράσεις.
Η φύσις όλη ευλαβής εσίγα, μη ταράξη
την θεσπεσίαν εορτήν, θόρυβος τρικυμίας.
Aκίνητοι και ευλαβείς, αήρ, και γη, και πόντος
εφρούρουν των μεγάλων των θεών την ηρεμίαν.
Και κάποτε τοις ήρχετο ηχώ από τα άνω,
ολίγων στίχων έπνεεν άυλος ανθοδέσμη,
με «Εύγε, εύγε» των θεών, τρίμετροι μεμιγμένοι.
Κ’ έλεγεν ο αήρ τη γη, κ’ η γραία γη τω πόντω·
«Σιγή, σιγή· ακούσωμεν. Εντός του ουρανίου
θεάτρου, την παράστασιν τελούν της Aντιγόνης.»
 
Η αρχαία τραγωδία, η αρχαία τραγωδία
είναι ιερά κ’ ευρεία ως του σύμπαντος καρδία.
Την εγέννησεν εις δήμος, μία πόλις Ελληνίς,
αλλ’ ευθύς εκείνη έπτη, κ’ έστησεν εν ουρανοίς
                      την σκηνήν.
 
Εν θεάτρω Ολυμπίω, εν αξία των κονίστρα,
ο Ιππόλυτος, ο Aίας,  Άλκηστις και Κλυταιμνήστρα,
διηγούνται την ζωήν μας την δεινήν και την κενήν
και ελέους θείου πίπτει εις την γην την αλγεινήν
                         η ρανίς.
 
Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου

Το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

“ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ, 400 Μ.Χ.”

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάδει
Απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
 
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω˙
κ’ είχε μιαν ελαφριά ευδωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.
 
Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει-»
( τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον» το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε˙
 
«Α δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες.
Δόσε –κηρύττω- στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον Λαμπρό-
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας –και για μνήμη σου να βάλεις
μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη.»
 
Anton von Werner,

Anton von Werner, “Σιδών”


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΕΥΦΟΡΙΩΝΟΣ ΑΛΚΗ”

(ΚΥΔΩΝΙΟΝ ΜΗΛΟΝ, 2006)

 
Τώρα μπροστά σε τούτο της σποδότειρας
Γέλας το μνήμα χάραγμα εξαφνίζει:
«Ἀλκὴν δ᾽ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος…»
 
Το πράγμα χρήζει μάλλον ερμηνείας
πιο βαθυπλόκαμης κι από του Μήδου.
Διότι συ, ο πλήρης ευφορίας,
έδωκες έργα τέτοια που κανείς
δεν απετόλμησε ν᾽ αμφισβητήσει.
(Στο πιο μικρό κλωνάρι τους φωλιάζει
βοστρυχηδόν του λόγου η τριπλεξία.)
 
Κι αν ήθελες στο Μαραθώνιον άλσος
Να κατατάξεις άθλον, παμμακάριστε,
γιατί παρέκαμψες τις ναυμαχίες
που ᾽χαν στην αριστεία σου μερτικό;
 
Αλλ᾽ όμως κράτει· τώρα που το σκέφτομαι
η μνεία του Μαραθώνος όλα τ᾽ άλλα
συγκεφαλαίωσε και μάλιστα καθάρισε
της τέχνης τις ροές — η μνεία του Μαραθώνος
μάλαξε την ψυχή σου και την έπλασε
με τρόπον ώστε να γενείς αυτόχθων
της ανδρειάς σου, μην επιζητώντας
την αρετή στους ουρανούς· υπάρχει
στου νου την ευδοκίμηση, στο άλσος
εκείνο που μοιράζει κατ᾽ αναλογίαν
τ᾽ αρώματα, τα χρώματα και τις λατρείες.
Προπάντων δε ως μαραθωνομάχος
γνωρίζεις πόσο λιγοστά χρειάζονται
για να ισορροπούν αισθητικά εκείνα
που ο Μαραθώνας τεχνηέντως αποκρύβει.
 

29g-2-thumb-large


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

“ΘΕΑΤΗΣ ΔΥΣΑΡΕΣΤΗΜΕΝΟΣ”

«Aπέρχομαι, απέρχομαι. Μη κράτει με.
Της αηδίας και ανίας είμαι θύμα.»
«Πλην μείν’ ολίγον χάριν του Μενάνδρου. Κρίμα
τόσον να στερηθής.» «Υβρίζεις, άτιμε.
 
»Μένανδρος είναι ταύτα τα λογίδια,
άξεστοι στίχοι και παιδαριώδες ρήμα;
Άφες ν’ απέλθω του θεάτρου παραχρήμα
και λυτρωθείς να στρέψω εις τα ίδια.
 
»Της Pώμης ο αήρ σ’ έφθειρεν εντελώς.
Aντί να κατακρίνης, επαινείς δειλώς
κ’ επευφημείς τον βάρβαρον — πώς λέγεται;
 
»Γαβρέντιος, Τερέντιος; — όστις απλώς
διά Λατίνων ατελλάνας ων καλός,
την δόξαν του Μενάνδρου μας ορέγεται.»
 
Το ρωμαϊκό θέατρο της Πομπηίας

Το ρωμαϊκό θέατρο της Πομπηίας


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

“ΣΑΠΦΩ ΕΝ ΛΕΥΚΑΔΙ”

(ΚΥΔΩΝΙΟΝ ΜΗΛΟΝ, 2006)

Το είπε του Μενάνδρου η «Λευκαδία»
ότι χωρίς του Φάωνα τη μορφή
ανώφελο να ζούσα, κι από βράχο
ρίχτηκα στην αγκάλη του θανάτου.
 
Η Νέα Κωμωδία θαρρώ δεν έχει
το δαίμονά της κι όλα τα διαστρέφει.
Τα που περνάν απ᾽ το μυαλό της ευλαβείται,
η κακομοίρα, ωσάν συντελεσθέντα.
Και πώς να πείσεις ότι από το κύμα
πρόβαλες σαν νεράιδα και ξανάβρες
το Φάωνά σου, τον ηναγκαλίσθης
παράφορα και στάζοντας κουπιά
τον έσυρες στης Καλυψώς το δώμα.
Και πώς να πείσεις μ᾽ ένα, δύο, τρία
λευκά μαγνάδια ότι το λιγνό κορμί σου,
τα μαύρα σου μαλλάκια και τα μάτια σου
σ᾽ εκειού την τυραννία παραδοθήκαν;
 
Μια δούλη εγώ, το Μένανδρο θα πνίξω.
Δεν έχω εξάλλου άλλο τι να χάσω
πάρεξ τις αλυσίδες του έρωτά μου.
 «Τον καιρό της Σαπφούς», έργο του Τζον Γουίλιαμ Γκόντγουαρντ, Μουσείο J. Paul Getty (1904).


«Τον καιρό της Σαπφούς», έργο του Τζον Γουίλιαμ Γκόντγουαρντ, Μουσείο J. Paul Getty (1904).


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ

“Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ”

Αφανισθήκαμεν εκεί στην Σαλαμίνα.
Οά, οά, οά, οά, οά, οά, να λέμε.
Δικά μας είναι τα Εκβάτανα, τα Σούσα,
και η Περσέπολις – οι πιο ωραίοι τόποι.
Τι εγυρεύαμεν εκεί στην Σαλαμίνα
στόλους να κουβανούμε και να ναυμαχούμε.
Τώρα θα πάμε πίσω στα Εκβάτανά μας,
θα πάμε στην Περσέπολί μας, και στα Σούσα.
Θα πάμε, πλην σαν πρώτα δεν θα τα χαρούμε.
Οτοτοτοί, οτοτοτοί· η ναυμαχία
αυτή γιατί να γένεται και ν’ απαιτήται.
Οτοτοτοί, οτοτοτοί· γιατί να πρέπη
να σηκωνόμεθα, να παραιτούμεν όλα,
κ’ εκεί να πιαίνουμε να ναυμαχούμε αθλίως.
Έτσι γιατί να ήναι: μόλις κανείς έχει
τα περιώνυμα Εκβάτανα, τα Σούσα
και την Περσέπολιν, ευθύς αθροίζει στόλο
και πιαίνει προς τους Έλληνας να ναυμαχήση.
Α ναι βεβαίως· άλλο λόγο να μη λέμε:
Οτοτοτοί, οτοτοτοί, οτοτοτοί.
Α ναι τω όντι· τι μας μένει πια να πούμε:
οά, οά, οά, οά, οά, οά.

image004


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

“ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΣ”

…Σαλαμῖνα τε 
τᾶς νῦν ματρόπολις τῶνδ’
αἰτία στεναγμῶν.

ΠΕΡΣΑΙ

Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού, κάποτε φούχτες η ψιλή βροχή
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα παλιά πιθάρια.
Ασήμαντες οι κολόνες· μονάχα ο Άγιος Επιφάνιος
δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τη δύναμη της πολύχρυσης αυτοκρατορίας.

Τα νέα κορμιά περάσαν απ’ εδώ, τα ερωτεμένα·
παλμοί στους κόλπους, ρόδινα κοχύλια και τα σφυρά
τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερό
κι αγκάλες ανοιχτές για το ζευγάρωμα του πόθου.

Κύριος επί υδάτων πολλών,
πάνω σ’ αυτό το πέρασμα.

Τότες άκουσα βήματα στα χαλίκια.
Δεν είδα πρόσωπα· σα γύρισα είχαν φύγει.
Όμως βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού,
έμεινε εκεί στις φλέβες τ’ ουρανού στο κύλισμα της θάλασσας
μέσα στα βότσαλα πάλι και πάλι:

«Η γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.

Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό

το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νῆσός τις ἔστι …».

Φίλοι του άλλου πολέμου,
σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά
σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα—
Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη·
εκείνοι που είδαν την αυγή μέσ’ απ’ την πάχνη του θανάτου
ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ’ άστρα,
νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα
τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής·
κι ακόμη εκείνοι που προσεύχουνταν
όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια:
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό·
την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης·
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».

—Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια·
δε φελά να μιλάμε·
τη γνώμη των δυνατών ποιός θα μπορέσει να τη γυρίσει;
ποιός θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.

—Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει
σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.

Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.
Νῆσός τις ἔστι.

Σαλαμίνα, Κύπρος, Νοέμβρης 1953

r-459883617-large570

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“Η ΥΑΛΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΟΥΛΤΑΝΩΝ”

Ο Ξέρξης ο «πολυμαθής» — το λέγουν τα κροντήρια του —
θέλησε με το πλήρωμα του χρόνου
να μελετήσει στο πρωτότυπο τους Έλληνες.
 
Το πρώτο βήμα του ήταν να χωρέσει
τη θάλασσα — τον πόντο — στα καράβια του·
να της φορέσει μια προβιά στεριάς
που να την αυλακώνουν ερυθροί
τροχοί σφυρήλατοι, διάστικτοι εκ λίθων
τιμίων: ίασπις, αχάτης, σμάλτο.
 
Ο οίστρος του χρυσού περικαλύπτει
τον ήλιο του Μεγάλου Βασιλέως
αρίφνητων λαών της αχανούς
Ψυχής, από το Νείλο, τον Ινδό
και τις ακτές του Αιγαίου, της Αραβίας
κι Ευξείνου κι Ελλησπόντου.
                                                                             Θάλαττα!
 
Την ανυπόταχτη έβαλε ν᾽ αλυσοδέσουν·
τη γύμνωσε ως τον αφαλό και τη μαστίγωσε
με ποθοπλάνταχτη έξαρση, τους άχραντους
χύνοντας λόγους από κούπα.
Οι Έλληνες που δεν καταλαβαίνουν
από θυσίες γυαλιού κι υπέρογκα έργα
τον παρεξήγησαν καθ᾽ ύβριν, καθ᾽ υπέρβασιν
του τραγικού τους μέτρου. Και διετείνοντο
στα κοίλα των θεάτρων τους πως τάχα
εμείς (νογώ τους Έλληνες) δεν είμαστε
υποταγμένοι δούλοι κανενός.
 
Καθένας από μας και μια ιστορία·
δυο να μονοιάσουν δεν μπορούν, καν τρεις να μπολιαστούνε
απ᾽ το μελίσσι τ᾽ ουρανού, γιατί εμάς
τους Έλληνες μας έκαμεν ο Ζευς
ελεύθερους — καθένας και μια πόλη.
Δοιάκι μας κι οδηγός μας πάντα το άτομο
που μέσα μας φωλιάζει· κι οι χοροί μας
γεννιούνται από το φρόνημα της αρετής, που λέγει
το πρέπον, καθενός ξεχωριστά.
 
Οι Έλληνες λοιπόν, που δεν καταλαβαίνουν
πως άλλον ήλιο, άλλο κόσμον έχουν
οι Πέρσες, άλλη γεύση των πραγμάτων
(αφού εκείνοι παίρνουν έναν πάπυρο
με χνάρι κωμωδίας τ᾽ Αριστοφάνη
και με αυτόν τυλίγουνε τις φιάλες τους),
                                                                θαρρούν
ξεκουβαριάζεται στα μάτια τους μια μάζα
βαρβάρων. Δεν κοιτάνε το διάκοσμο,
τη διαγράμμιση και τις επιχρυσώσεις,
τα πτυελοδοχεία για την απόχρεμψη,
το χρώμα τελοσπάντων του γυαλιού
και την κομψότητα του σχήματός του —
σύντηξη και περίχυση κι οξίδιο του αργύρου
σπειροειδείς νευρώσεις και χυτεύσεις
σε μήτρα που απορρόφησε τα μυστικά
τεχνογνωσίας αιώνων — δεν κοιτάνε οι Έλληνες
τη διαμόρφωση της υαλόμαζας
και σίγουροι, όπως πάντα, κατακρίνουν.

 HOPLITE ARTWORK 005


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

“ΑΝΤΙΧΟΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ”

Με βασάνιζε πάντα η ιδέα
τι θα γινόταν αν στην πιο λυρική στιγμή,
τι θα γινόταν αν στην πιο εκστασιακή στιγμή
των χορικών μιας τραγωδίας του Αισχύλου,
όταν ο ευαίσθητος κ’ εχέφρων χορός
θα επέκρινε ευθαρσώς τις ατασθαλίες
και θα συνεβούλευε με τόση σοφία
κ’ οι πεπολιτισμένοι θεατές θα επένευαν
και θα χειροκροτούσαν μ’ ενθουσιασμό
το ήθος και την ποίηση,
τι θα γινόταν, λέω,
αν εμφανιζόταν ξαφνικά στην ορχήστρα
ένας άλλος ατημέλητος κι’ ακατάρτιστος αντιχορός
από ρακένδυτους δούλους της Αθήνας
και ρωτούσε έτσι απλά σ’ άτεχνους στίχους
ημιμαθούς συντρόφου τους μ’ αυτή την έννοια εν συνόψει:
«Και ταύτα μεν περί Αγαμέμνονος
και ταύτα μεν περί Οιδίποδος
και Ορέστου και Ιφιγενείας και Αντιγόνης,
περί ημών δε τοίνυν τι;

Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω

Λευκωσία 1974, σ. 19 [= ΑΠ. Α2, 637]