Tags
Famagusta, τουρκική εισβολή 1974, Αμμόχωστος, Η Ανατολή, κυπριακό πρόβλημα, The Sunrise, Victoria Hislop
Η Ανατολή (The Sunrise), το πέμπτο κατά σειρά λογοτεχνικό βιβλίο της Βικτώρια Χίσλοπ και το τέταρτό της μυθιστόρημα, που δημοσιεύτηκε ακριβώς στα σαραντάχρονα από την κατάληψη της Αμμοχώστου από τα τουρκικά στρατεύματα, αναπαράγει αυτό που πλέον μπορεί να θεωρείται το τυπικό πεζογραφικό ιδίωμα της Αγγλίδας συγγραφέως. Τα μυθιστορήματα της Χίσλοπ δεν ανακαινίζουν το μυθιστορηματικό είδος, δεν πειραματίζονται με τη φόρμα, τη γλώσσα ή τις τεχνικές της αφήγησης, δεν συνδιαλέγονται με τα σπουδαία κείμενα του παρελθόντος, δεν διαμορφώνουν πολλαπλά στρώματα ερμηνείας· κοντολογίς, δεν παρουσιάζουν τα χαρακτηριστικά της «μεγάλης» λογοτεχνίας. Το έργο της Χίσλοπ, όμως, της Ανατολής συμπεριλαμβανομένης, διαβάζεται μονορούφι (προσωπικά τελείωσα τις περίπου 340 μεσαίου μεγέθους σελίδες της αγγλικής έκδοσης σχεδόν σε ένα βράδυ). Η πεζογραφία της κυρίως καταφέρνει να συγκινήσει χάρη σε τρία βασικά προτερήματα, τα οποία επιδεικνύει και το πιο πρόσφατό της έργο:
- Γλώσσα απλή, ρέουσα αλλά ταυτόχρονα διεισδυτική, καλοδιαλεγμένη και μετρημένα γαρνιρισμένη με λέξεις και εκφράσεις του τόπου και του χρόνου της αφήγησης (αν και στην Ανατολή η Χίσλοπ θα ᾽πρεπε να το ψάξει λίγο περισσότερο: κανείς τυπικός Κύπριος άνδρας, όσο ερωτευμένος κι αν είναι, δεν αποκαλεί τη γυναίκα του «καρδιά μου» 🙂 )·
- Πλοκή συναρπαστική και όχι σπανίως απροσδόκητη (στην Ανατολή, η εισβολή και η υποδούλωση της Αμμοχώστου συμβαίνουν περίπου στα μισά της αφήγησης, δημιουργώντας ειλικρινή απορία και αδημονία στον αναγνώστη για το τι θα ακολουθήσει)·
- Πάνω από όλα, ιδιαίτερη ικανότητα στην αναπαράσταση της χρονο- και ανθρωπογεωγραφίας του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος, στη δημιουργία της ζωηρής αίσθησης ότι το εκεί και το τότε γίνονται με τρόπο απόλυτα πειστικό εδώ και τώρα.
Όλα τα μυθιστορήματα της Χίσλοπ αγγίζουν ευαίσθητα θέματα, αλλά η Ανατολή είναι όλως ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν ανακαλεί εμπειρίες οδυνηρές μεν, που ανήκουν όμως, ευτυχώς, οριστικά σε άλλη εποχή, όπως το Νησί (The Island), το οποίο απηχεί τις εμπειρίες των έγκλειστων λεπρών στη Σπιναλόγκα και ξυπνά μνήμες λεπτής ανθρώπινης ευγένειας μέσα στον φόβο και την προκατάληψη. Το νέο μυθιστόρημα της Χίσλοπ δεν εξερευνά ζητήματα επώδυνα μεν, για τα οποία όμως οι ηθικές κρίσεις είναι πλέον ομόφωνες και καθολικές, όπως ο Γυρισμός (The Return), που έχει ως ιστορικό του υπόβαθρο τον ισπανικό Εμφύλιο και τη βαρβαρότητα της δικτατορίας του Φράνκο. Η Ανατολή ανασυνθέτει, όπως και το πιο πρόσφατο Νήμα (The Thread), την ιστορία μιας αγαπημένης πόλης. Εντούτοις, σε αντίθεση με τη Θεσσαλονίκη του Νήματος, οι πληγές που ξύνει η Ανατολή, η οποία αναπλάθει την ιστορική μοίρα της Αμμοχώστου κατά την περίοδο 1972-74, όπως αντανακλάται μέσα από τις εμπειρίες ενός πλούσιου ζευγαριού, της Αφροδίτης και του Σάββα Παπακώστα, ιδιοκτητών του νεόδμητου, υπερπολυτελούς ξενοδοχείου «Ανατολή», και δύο λαϊκών οικογενειών που ζουν από την επιχείρησή τους, των Γεωργίου και των Özkan, δεν είναι επουλωμένες· είναι ακόμη επώδυνες, αιμάσσουσες και κακοφορμισμένες. Ακόμη περισσότερο περιπλέκει τα πράγματα το γεγονός ότι οι πολιτικές αντιθέσεις που προκάλεσαν τις πληγές αυτές παραμένουν (ακόμη και στο εσωτερικό των δύο αντιμαχόμενων εθνικών κοινοτήτων της Κύπρου, ιδιαίτερα της ελληνικής) σε οξεία, παρανοϊκή εκκρεμότητα — κάτι που προκαλεί επιπλέον νευρικότητα.
Η ανάγνωση της Ανατολής παράγει εκείνο το πολυσύνθετο συναίσθημα που η αγγλική γλώσσα συνοψίζει με τη δυσμετάφραστη λέξη embarrassment: ένα μείγμα ενόχλησης, ντροπής, θυμού και αμηχανίας, που μπορεί να στρέφεται είτε κριτικά προς έναν παράγοντα εξωτερικό είτε αυτοκριτικά προς μιαν αιτία εσωτερική είτε ταυτοχρόνως και προς τα έξω και προς τα μέσα. Αδιαμφισβήτητα, ακόμη και στον πιο απροκατάληπτο αναγνώστη, η αφήγηση της Χίσλοπ προκαλεί ταυτόχρονα — και ισοβαρώς — συναισθήματα ενόχλησης και συγκίνησης, αντίδρασης και απόγνωσης, αγανάκτησης και ενσυναίσθησης, οργής και αμηχανίας.
Οι τελευταίες δυο μου λέξεις επιλέγονται συνειδητά, ακριβώς για τη δυναμική τους αμφισημία. Διαβάζοντας την Ανατολή είναι απολύτως κατανοητό να εξοργίζεται ή έστω να περιέρχεται σε αμηχανία κανείς, όταν ενώπιόν του τίθεται ένα ιστορικό αφήγημα που αντιφάσκει με τα προσωπικά του βιώματα και που δεν επιτυγχάνει (κάποιοι είπαν ότι δεν επιδιώκει καν) την ακριβή και δίκαιη καταγραφή του συνόλου των πραγματικών γεγονότων.
Όμως, ο απροκατάληπτος, επαναλαμβάνω, αναγνώστης μοιραία κατακλύζεται από ακόμη πιο ισχυρή οργή, ακόμη πιο βαθιά αμηχανία, όταν εν τέλει συνειδητοποιεί (και αν είναι τίμιος, δεν μπορεί παρά να συνειδητοποιεί) πως όποια ιστορική ερμηνεία των γεγονότων κι αν προταθεί, πάντα θα απομένει κάτι που παραδόξως θα υπερβαίνει την οποιαδήποτε ερμηνεία· όποια ιστορική ανάλυση κι αν προκριθεί, πάντα κάτι τραγικώς δεν αντιστρέφεται: το αποτέλεσμα των ιστορικών γεγονότων.
Στην περίπτωση της Αμμοχώστου — κι αυτό είναι πάνω από όλα που ενοχλεί — προκύπτει κάτι σπάνιο στον ιστορικό λόγο: η όποια ιδεολογικοπολιτική στρέβλωση του αιτίου δεν αλλάζει προς όφελος του ενός ή του άλλου την πικρή πραγματικότητα του αιτιατού. Στη μοναδική, εξωφρενική περίπτωση της Αμμοχώστου, το όποιο ιστορικό αφήγημα προβάλλεται για να εξηγήσει την ολέθρια πορεία των πραγμάτων (το ελληνικό, το τούρκικο, το εγγλέζικο, το βιωμένο ή το δευτερογενές, το ακριβές ή το ανακριβές, το ισόρροπο ή το προκατειλημμένο) καθίσταται τραγικά λειψό και ανούσιο, δευτερεύον και ασήμαντο μπροστά στο απτό και το αυταπόδεικτο της Ιστορίας: μπροστά στο απτό και το αυταπόδεικτο Κατηγορώ που εξακοντίζουν προς άπαντες ανεξαιρέτως και αδιακρίτως τα άταφα λείψανα της χαμένης πόλης. Αυτό ακριβώς είναι που τονίζει, με την πιο σεισμική δύναμη, η Χίσλοπ. Κι αυτό ακριβώς είναι πρωτίστως που ενοχλεί.
Πολλά και διάφορα μπορούν να ξενίσουν τον Έλληνα αναγνώστη της Ανατολής (πολλά, μαθαίνω, ενόχλησαν αναλόγως και τον Τούρκο). Τα έχουν επισημάνει με λεπτομέρειες άλλοι και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω εδώ διά μακρών. Ως προς την πολιτική και την ιστορική της οπτική, η Ανατολή θα μπορούσε όντως να είναι πιο ραφιναρισμένη: με ελαφρώς βαθύτερη έρευνα η συγγραφέας θα ήταν σε θέση να επιτύχει αρμονικότερο συγκερασμό των αντίμολων ιστορικών αφηγημάτων περί τα γεγονότα (όσο κι αν επιμένει η ίδια ότι το βιβλίο δεν είναι πολιτικό, όταν αγγίζει χαίνουσες πληγές, μοιραίως γίνεται). Παρομοίως, με κάπως περισσότερη λεπτότητα, η χαρακτηρολογία, το πιο κραυγαλέο μειονέκτημα του βιβλίου, θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί λιγότερο σχηματικά και υπεραπλουστευμένα (ενδεχομένως έτσι και πιο τίμια).[1]
Αλλά, κατά τη γνώμη μου, όλα αυτά δεν είναι οι ουσιαστικές, παρά μόνο οι επιφανειακές, αιτίες που καθιστούν το βιβλίο τόσο ενοχλητικό. Θα μπορούσε μάλιστα να πεις κανείς ότι οι υπαρκτές του ατέλειες είναι το άλλοθι των ενοχλημένων, αυτό που τους επιτρέπει να ξορκίσουν την ανάγκη της αυτοκριτικής. Γιατί διαβάζοντας κανείς το βιβλίο της Χίσλοπ τίθεται ενώπιον ενός σαφούς και πιεστικού διλήμματος: να κολλήσει στην ασύμμετρή του πολιτική ή να αφεθεί στη συντριπτική του τραγικότητα.
Γιατί η Ανατολή είναι πάνω από όλα η τραγωδία ενός επίγειου παράδεισου που χάνεται σε μια κόλαση πυρός, μιας «παράκτιας Αρκαδίας» (coastal Arcadia), όπως η Χίσλοπ την αποκαλεί, που ερημώνεται και εξαϋλώνεται, που γίνεται βορά αρχικά των βομβαρδιστικών αεροπλάνων, αργότερα των κάθε λογής τρωκτικών και ερπετών, άγριων φυτών και ζιζανίων, και στο τέλος παραδίδεται (οριστικά; αμετάκλητα;) στο πιο αδηφάγο τέρας που γέννησε ποτέ ο κόσμος, τον Χρόνο, που περνά από πάνω της ανελέητος κι ισοπεδωτικός σαν ερπύστρια άρματος μάχης.
Σε τελική ανάλυση, η Ανατολή προκαλεί οργή και αμηχανία, διότι λέει την αλήθεια — και η αλήθεια είναι μια, είναι πικρή και είναι πέρα και από την πολιτική και από την ιστοριογραφία: ό,τι κι αν θεωρεί ο καθένας μας πως προκάλεσε την καταστροφή, η καταστροφή είναι εκεί, σε απόσταση κομμένης αναπνοής, και την κοιτάζουμε (χωρίς να μπορούμε να την αντιστρέψουμε)· όποιος κι αν θεωρούμε πως υπήρξε ο θύτης, το θύμα είναι εκεί, σε απόσταση κομμένης αναπνοής, και το βλέπουμε (χωρίς να μπορούμε να το βοηθήσουμε)· όπως και να δικάσει ο καθένας μας την Ιστορία, την καταδίκη τελικά την πληρώνει — μόνη, βουβή, φασματώδης, εφιαλτική — πάνω από όλους και πέρα από όλους, Εκείνη, η Πόλη, η Αμμόχωστος.
Η βασική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, η Αφροδίτη, παραδόξως όχι κατά την εισβολή αλλά αργότερα (κατά την εισβολή χάνει απλώς τα κοσμήματά της), υφίσταται βάρβαρο βιασμό. Ο εραστής της, δειλός, ιδιοτελής και ανήθικος, δοσμένος, όπως κι ο άντρας της, στην εμμονική του προσπάθεια να εκμεταλλευθεί τη νέα κατάσταση, παρακολουθεί τη σκηνή χωρίς να παρεμβαίνει. Κάτι μέσα στην ψυχή της γυναίκας, που τον βλέπει να κοιτάζει τη συμφορά της άπραγος κι απαθής, σπάει ανεπανόρθωτα. Δεν μπορεί κανείς εύκολα να αποσείσει την υποψία, τον φόβο, τον πανικό, ότι η σκηνή αυτή προς το τέλος του μυθιστορήματος δεν είναι παρά μια αλληγορία, που συγκεφαλαιώνει το ιστορικό βίωμα και ίσως το πολιτικό μέλλον της ίδιας της Πόλης. Στο τέλος της αφήγησης, με εξαίρεση την Αφροδίτη, που πεθαίνει σε ηθελημένη μοναξιά, η ανατολή προβάλλει ξανά για τους πρωταγωνιστές, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, οι οποίοι καταφέρνουν όχι μόνο να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους αλλά και να αποκαταστήσουν την παλιά μεταξύ τους αρμονία και συνοχή. Μόνο που αυτό δεν συμβαίνει στην Αμμόχωστο. Συμβαίνει στο Λονδίνο.
[1] Δείτε αυτό το κείμενο της Κλαίρης Αγγελίδου, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Σημερινή στις 13 Νοεμβρίου 2014.
Pingback: “Λωτοφάγοι”: Γενικό ευρετήριο | Λωτοφάγοι
Φοβάμαι πως δεν μπορώ να συμφωνήσω με τα πιο πάνω. Αφού διάβασα το βιβλίο κι αφού ενημερώθηκα πως ο Δήμος Αμμοχώστου το αγκάλιασε χωρίς πριν να το έχει διαβάσει κι τέλος αφού διάβασα και τις πρώτες αρνητικές κριτικές για το βιβλίο, έστειλα το πιο κάτω γράμμα στο Δήμο Αμμοχώστου χωρίς όμως να έχω πάρει ποτέ απάντηση. Το παραθέτω για όποιον ενδιαφέρεται να μάθει τη γνώμη μου:
Η «Ανατολή» της Βικτόριας Χίσλοπ, προφανώς δεν είναι ιστορικό αφήγημα. Πρόκειται για μυθιστόρημα και σαν τέτοιο οφείλουμε όλοι να το κρίνουμε. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν θα σχολιάσω το ιστορικό-πολιτικό υπόβαθρο που επέλεξε η συγγραφέας για να πλαισιώσει το μύθο της. Ξέρουμε όλοι μας πολύ καλά πως, είτε το θέλουμε είτε όχι, η ιστορία και η πολιτική διαδρομή ενός τόπου επιδέχεται διαφορετικές αναγνώσεις, ανάλογες με τον αριθμό των εμπλεκομένων μερών. Είτε αυτό είναι σωστό, είτε λάθος. Η μυθιστοριογράφος, εν προκειμένω η Χίσλοπ, έχει κάθε δικαίωμα να περιγράφει την ιστορία του τόπου στον οποίο αναφέρεται με το βαθμό αμεροληψίας που η ίδια αποφασίζει να χρησιμοποιήσει. Απλά, έγκειται στον κάθε αναγνώστη να τη δεχτεί ή να την αμφισβητήσει, ή ακόμα καλύτερα, να ανατρέξει σε πραγματικές και έγκυρες ιστορικές πηγές προκειμένου να την επιβεβαιώσει ή να την απορρίψει. Δεν κρίνω λοιπόν πόσο κόκκινο χρώμα ρίχνει στο βιβλίο της η Χίσλοπ σε σχέση με το μπλε όταν μιλά για την ιστορία του τόπου μας εν γένει.
Έρχομαι όμως να αναφερθώ στις δηλώσεις της συγγραφέως και να κρίνω το αποτέλεσμα σε σχέση με αυτές. Δεν απαιτώ από ένα μυθιστοριογράφο να αποτυπώνει στο κείμενο, σώνει και καλά, πραγματικές εικόνες από μια πόλη που περιγράφει. Έχει κάθε δικαίωμα να φαντάζεται τους τόπους όπως εκείνος θέλει. Και δεν θα είχα κανένα πρόβλημα αν η Χίσλοπ τοποθετούσε την ιστορία της σε όποια άλλη περιοχή του κόσμου ήθελε. Από τη στιγμή όμως που μας δηλώνει με κατηγορηματικό τρόπο πως σκοπός της είναι να μιλήσει για το Βαρώσι, πως η «Ανατολή» της, είναι ένα βιβλίο συγκίνησης και πως όσο το έγραφε, έκλαιγε, πως δούλεψε πάνω στις πηγές της για 2 χρόνια πριν γραφτεί το βιβλίο κι ότι η ιστορία βασίστηκε πάνω στις μνήμες των πολιτών, τότε είναι τουλάχιστον φυσικό να μου δημιουργεί προσδοκίες ως αναγνώστριας.
Νοιώθω λοιπόν εξαπατημένη, γιατί απλά, δεν υπάρχει Βαρώσι στις σελίδες του βιβλίου της. Δεν μπορώ να δεχτώ πως μετά από τις όποιες συζητήσεις της με πολίτες της πόλης το μόνο που αποκόμισε είναι το εσωτερικό ενός παραμυθένιου ξενοδοχείου με ήρωες που λες και βγαίνουν από τα παραμύθια της Χαλιμάς. Οι ελάχιστες αναφορές της στην πόλη της δεκαετίας του 70 και του τρόπου ζωής των Βαρωσιωτών είναι κατά κανόνα ατοπήματα που καμιά σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα. Δήλωσε πως μέσα από τις περιγραφές που της έδωσαν οι Βαρωσιώτες φαντάστηκε τις ζωές μας. Αν λοιπόν αυτό που φαντάστηκε είναι αυτό που μας μεταφέρουν οι ήρωες που επέλεξε, τότε κρίμα στα δάκρυα που έχυσε. Τέτοιοι πολίτες όπως τους περιγράφει, είναι άξιοι της τύχης που ακολούθησε γι’ αυτούς μετά το 74.
Προσωπικά δηλώνω πως δεν χρειάζομαι την Βικτόρια Χίσλοπ σαν πρεσβευτή της Αμμοχώστου. Όχι με αυτό τον τρόπο, όχι γι’ αυτήν την πόλη όπου οι πολίτες της εξακολουθούμε να ζούμε με το όνειρο της επιστροφής εδώ και σαράντα χρόνια.
Αυτό που έχω να πω σαν Βαρωσιώτισσα είναι πως η «Ανατολή» της Βικτόριας Χίσλοπ προσβάλλει την μνήμη μας και αμαυρώνει την εικόνα του Βαρωσιού και των πολιτών που την έζησαν.
Ο Δήμος της Αμμοχώστου προφανώς εξαπατήθηκε. Φέρει όμως ακέραια την ευθύνη γι’ αυτό, δεδομένου ότι όφειλε να μελετήσει το μυθιστόρημα πριν πάρει την απόφαση προβολής του. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο φέρει αντίστοιχα τώρα την ευθύνη να πάρει θέση απέναντι στην αντίδραση των πολιτών. Η σωστή προβολή της πόλη μας δεν μπορεί να αφήνεται σε προχειρογραφήματα, ούτε είναι διαπραγματεύσιμη.
Βίβιαν Αβρααμίδου Πλούμπη
Παρθενώνος 15
Αμμόχωστος
LikeLike
Pingback: Για την «Ανατολή» της Victoria Hislop - Φιλολογικός Ιστότοπος