Tags

, , , , , , , , ,


Ο ελληνισμός γιορτάζει το Δεκαπενταύγουστο, την Κοίμηση της Θεοτόκου, ως το “Πάσχα του Καλοκαιριού”.

Τη θεολογία της γιορτής δεν θα την αναπτύξω, ίσως να μην αφορά τους πάντες. Θα παραθέσω όμως δέκα ελληνικά ποιήματα που τιμούν την Κοίμηση και με αφορμή — τονίζω: με αφορμή — αυτήν υμνούν την Πατρίδα, την Ελευθερία, την Αγάπη, τον Έρωτα, τη Φύση, ό,τι ομορφαίνει τη ζωή του Άγιου Ανθρώπου λίγο πριν από τη δική του μετάσταση.

Όπως πάντα, δεν θα κρύψω την υποκειμενική, προσωπική μου προτίμηση: πρόκειται για τη “Χρυσοσπηλιώτισσα” του Κυριάκου Χαραλαμπίδη και την “Παναγιά στου Μόρφου” του Κώστα Μόντη…

Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη σε όσους και όλως ιδιαιτέρως σε όσες (γυναίκα ήταν η Παναγιά…) γιορτάζουν σήμερα.

  1. Ύμνοι από τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου
  2. Α. Στρατηγός, «Ότι ο θάνατος της Θεομήτορος εστάθη θεϊκή αγάπη»
  3. Φ. Κολουμπής, “Εις την μετάστασιν της Πανάγνου”
  4. Τ. Παπατσώνης, «Ρεμβασμός Δεκαπενταυγούστου»
  5. Φ. Κολουμπής, «Εις την μετάστασιν της Πανάγνου»
  6. Ο. Ελύτης, «Άνεμος της Παναγίας»
  7. Ο. Ελύτης, «Η Παναγιά των Κοιμητηρίων»
  8. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Χρυσοσπηλιώτισσα»
  9. Κ. Μόντης, «Παναγιά στο Μόρφου»
  10. Μ. Ελευθερίου, «Παραμονές δεκαπενταυγούστου»

OLYMPUS DIGITAL CAMERA


ΥΜΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ

Κάθισμα Ἦχος γ΄. Τὴν ὡραιότητα 

Ἐν τῇ Γεννήσει σου, σύλληψις ἄσπορος, ἐν τῇ Κοιμήσει σου, νέκρωσις ἄφθορος, θαῦμα ἐν θαύματι διπλοῦν, συνέδραμε Θεοτόκε· πῶς γὰρ ἡ ἀπείρανδρος, βρεφοτρόφος ἁγνεύουσα; πῶς δὲ ἡ μητρόθεος, νεκροφόρος μυρίζουσα; Διὸ σὺν τῷ Ἀγγέλῳ βοῶμέν σοι· Χαῖρε ἡ Κεχαριτωμένη.

Στιχηρὸν Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. β΄ 

Ὅτε ἡ Μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι, περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμῳ ἑώρων σε, καὶ οἱ μὲν ἀτενίζοντες τῷ σκήνει, θάμβει συνείχοντο, ὁ δὲ Πέτρος σὺν δάκρυσιν ἐβόα σοι· Ὦ Παρθένε, ὁρῶ σε τρανῶς ἡπλωμένην ὑπτίαν, τὴν ζωὴν τῶν ἁπάντων, καὶ καταπλήττομαι, ἐν ᾗ ἐσκήνωσε τῆς μελλούσης ζωῆς ἡ ἀπόλαυσις. Ἀλλ’ ὦ ἄχραντε, ἱκέτευε ἐκτενῶς τὸν Υἱόν σου καὶ Θεόν, τοῦ σῴζεσθαι τὴν πόλιν σου ἄτρωτον.

Κοντάκιον Ήχος πλ. β΄. 

Τὴν ἐν πρεσβείαις ἀκοίμητον Θεοτόκον, καὶ προστασίαις ἀμετάθετον ἐλπίδα, τάφος καὶ νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γὰρ ζωῆς Μητέρα, πρὸς τὴν ζωὴν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.


Α. Στρατηγός, «ΟΤΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ ΕΣΤΑΘΗ ΘΕΪΚΗ ΑΓΑΠΗ» (ΑΝΘΗ ΕΥΛΑΒΕΙΑΣ )

img3_3Είχε λάμψ’ η αυγή, εις την οποίαν
ώρισεν ο Θεός ν’ αποσηκώσει
στ’ άστρα από τον κόσμον την Μαρίαν
κι ως Κυράν του παντός να στεφανώσει.

Απείκασεν ευθύς νεύσιν την θείαν
ο έρωτας, γοργά όθεν να σώσει
χρυσόπτερος πετά στην Παναγίαν
και θάνατον γλυκύν αυτής να δώσει.

Τοτ’ ευλαβής, βέλος χρυσόν τεντώνει
κ’ εκείνην την καρδίαν την αναμμένην
με φλογές θεϊκές γλυκά πληγώνει.

Αν η κόρη νεαρά ετζ’ απομένει
τούτο τον νουν της ας μη θολώνει
γιατί πόθον θανή δεν υπερβαίνει.


Φ. ΚΟΛΟΥΜΠΗΣ, «ΕΙΣ ΤΗ ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΝ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΝΟΥ» (ΑΝΘΗ ΕΥΛΑΒΕΙΑΣ)

Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα.

Τούτα βλέπουσ’ η γη με πικραμένα
μάτια με στεναγμούς, είπε : «Μαρία
πού μ΄ αφήνεις εδώ στην ερημία;
ή πώς να ζήσω ‘γω χωρίς εσένα;»

Είναι πολεμικός νόμος να σέρνει
πίσω του ο νικητής τους νικημένους
όταν θριαμβικήν δόξα λαβαίνει.

Κι’ εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες, Μαρία· λοιπόν τυχαίνει
να μας σύρεις αυτού γλυκά δεμένους.


Τ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ, «ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» (ΕΚΛΟΓΗ Β᾽)

W7711228_2Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.

Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.

Είσαι άσπρο ελληνικό ερημοκκλήσι δαρμένο
από την αντηλιά. Γύρω-γύρω αμπέλια, μποστάνια,
καρποφόρες συκιές και κάπου κάπου μοναχική
και κάποια ελιά. Χρυσοφρυγανισμένα τα χορτάρια
αχνίζουνε, άχυρο πια· κι’ αντίς γι’ αγγέλους, τα τζιτζίκια,
σου κανοναρχούνε το κάθε απομεσήμερο έως αργά
με το δικό τους τρόπο τον Παρακλητικό Κανόνα.

Αναστραμμένο σου θρονί, όλο αυτό το γαλάζιο
ενός απλού ουρανού, που πάλαι γίνηκε το Μέτρο των Δωριέων
και που αναπαύεται στεριωμένος στα χρυσάφια
του ευλογημένου μας πελάγους.

Άλαλα τα χείλη τους – και τι μπορούν ν’ αρθρώσουν,
που τη φωνή τους κουκουλώνει η τύρβη μερονυχτίς,
ενώ σειέται απ’ τις βουές ο Μέγιστος Ιππόδρομος
και πλημμυράει απ’ τα αίματα των Μαρτύρων
κι’ απ’ τη μανία των Μονομάχων.

Αυτό το αίμα είναι που βοά, αυτό είναι που ρυπαίνει.

Εδώ χρειάζεται η βακτηρία του γίγαντα Ασκητή
του λευκοπώγωνα να επιβληθεί να τους σκορπίσει,
όλους τους ίππους και τους αναβάτες τους.

Εδώ χρειάζεται κοντύλι του Ζωγράφου, στη μοναξιά,
στην προσευχή και στην προσήλωση, με τα ζωογόνα
τα χρώματα τα πρώτα να ξαναγαλουχήσει
το βρέφος-Θεό, να ξαναγράψει τις πληγές της Αγάπης,
να ξαναδροσίσει τη ρίζα τη συμπονετική,
ν’ αποδείξει τι απέραντη είναι η αγκαλιά της μητέρας,
να συναθροίσει πάλι εκ περάτων όλους εκείνους,
που με σέβας πολύ θα σταυρώσουν τα χέρια της Κόρης
με συνοδεία των αγγέλων, με ηχητικές αρμονίες
και θα ενεργήσουν όπως αξίζει την ταφή της,
ανοίγοντας το δρόμο για την καθέδρα τ’ ουρανού,
όπου η αδιάκοπη Παράκληση. Ενώ τα δέντρα
τα ευσκιόφυλλα στη λιτάνευση, καθώς το Σώμα
περνάει της Βασίλισσας, ριγούντα και φρίττοντα,
θα συγκλίνουν για προσκύνηση σκορπώντας
τη δροσιά τους με το ανέμισμα, ριπίδια της λατρείας,
αναστυλώνοντας όσους μαραίνονται κι’ ασθμαίνουν
στις τροπικές τις λαύρες του καλοκαιριού μας,
μισοκαμένες θημωνιές κοντά στο αλώνι,
καπνοί, που διαλύουν
τις αυγουστιάτικες τις αμαρτίες μας.

Τότε μονάχα τ’ άλαλα τα χείλη,
ίσως ερθεί στιγμή
και λαλήσουν.


Ο. ΕΛΥΤΗΣ, «ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ» (ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ)

elythsΣε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!
Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων
Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν’ από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν από την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!


Ο. ΕΛΥΤΗΣ, «Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ» (ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ)

Πέτρες επήρα και κλαδιά
τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό
έγινε αλήθεια τ’ όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
και τα κλαδιά φυτρώσανε

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
σου τα ‘κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό
έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
γύρω σου τ’ άσπρα μνήματα

Έλα Κυρά και Παναγιά
με τ’ αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
στον Ήλιο και στο Θάνατο.


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ, «ΧΡΥΣΟΣΠΗΛΙΩΤΙΣΣΑ» (ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ)

kyriakos-charlampides-640Κάθε που έπεφτε η μπόμπα στο κεφάλι της
γυρνούσε και ρωτούσε τι συμβαίνει.
Γνώριζε την απάντηση από γεννησιμιού της
αλλά να την πιστέψει δεν μπορούσε.

Γυναίκα αυτή, με πρόσωπο θλιμμένο,
κρυμμένο πίσω από μεταξωτή ποδιά,
μυρίζει τα κρινάκια σαν την άλλη
Χρυσοσπηλιώτισσα του Κάτω Βαρωσιού.

Εκείνη στάθηκε άτυχη- με θέλημα Θεού
στενάζει κάτω από ζυγόν δουλείας.
Ενώ αυτή, καλή της ώρα, περιμένει
το χέρι που θ’ ανασηκώσει την ποδιά της.

Βοϊδομάτα και σεμνή Παρθένα
βαστάζει τον Υιό της μες στα περασμένα.
Ο χρόνος είναι ένα κενό, το βλέπει,
το βλέμμα της αρκεί να το αναγγείλει.

Μ’ ένα κουβά που βρέχει τα μαλλιά της
στου βράχου την οπή, στο φως του κήτους
δροσίζει την ψυχή της και το πνεύμα μου.
Η εσθήτα πάλλει με κρυφό χαμόγελο.

Πηγαίνω για ύπνο, βόηθα Παναγιά μου
ν’ αναπαυτεί το σώμα και η καρδιά.
Ο λογισμός να λαμπικαριστεί
μη έχοντας ελπίδα πια καμιά.

Φωνή: «Θα πάτε πίσω». Κι αν θα πάμε
νομίζεις θά ‘ναι η πόλη αυτή π’ αφήσαμε;
Παράδειγμα πιστεύω θα σε πείσει·
όταν διαβούν τα χρόνια και πηγαίνεις

προς έναν άνθρωπο που είχες αγαπήσει
— προς έναν άνθρωπο που είχες αγαπήσει—
θεέ μου, πόσο αλλάζουν οι καιροί!

Σ’ το λέω, Χρυσοσπηλιώτισσα, και βάλ’ το
καλά μες στη μαντίλα σου, η ελπίδα
είναι βαθύς καημός και τίποτ’ άλλο·
εκείνου που ατημέλητα βουλιάζει
στην άμμο τ’ αδειανού ουρανού που κατεβαίνει
μ’ όλα τα πρώτα κάλλη του να σε χειροκροτήσει.

Σώπασε τώρα να κοιτάμε αυτή την μπόμπα
που πέφτει στο κεφάλι των δυονώ μας.
Εγώ στην κρύπτη αυτή σώζω το λόγο
σιμά σε σπαραγμένο αεροδρόμιο.

Τυχαίο δεν είναι που τις μέρες κείνες
κράνος φορώντας, ψέλνοντας τον ύμνο
της λευτεριάς στα δέντρα, στο ποτάμι,
μαζεύοντας ωραία βότσαλα και ξύλα

για το δικό μου γιο, ετών επτά,
ατένιζα προς σένα, ω Μακαρία;

Ο πόλεμος θα τέλειωνε, το ξέραμε όλοι,
θα κλαίγαμε στα σπίτια των νεκρών
το μακρινό ταξίδι… Πάει κι αυτό.

Μα συ κι εγώ, θαμένοι τόσα χρόνια
στη χίμαιρα πραγμάτων που ανασταίνονται,
κενό το χώρο λέγαμε, κενό για πάντα.


Κ. ΜΟΝΤΗΣ, «ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΟΥ ΜΟΡΦΟΥ»

cebccebfcebdcf84ceb7cf83-1Η πιο καλή γειτόνισσα
η Παναγιά είν’ η Χρυσοζώνισσα.
Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισµένη
όποτε πας θαν πάντα µέσα να προσµένη

να της ανοίξης την καρδιά σου
τη λύπη να της πης και τη χαρά σου
κι’ απ’ το παλιό της πίσω το µανουάλι
να γνέφη “ναι” µε το κεφάλι.

Ένα την έχει µοναχά πάντα στεναχωρήσει
που δε µπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήση.

Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες
που δε λέει πιά να πάρη τ’ αγεράκι
βγαίνει κ’ Αυτή µε µια καρέκλα στο σοκάκι

και τα κουτσοµπολιά των άλλων τα τρελλά
τ’ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.

΄Ωσπου µε το “άντε για ύπνο µας κ’ είν’ η ώρα περασµένη”
σηκώνεται κ’ η Παναγιά
και παίρνει την καρέκλα της και µπαίνει.


Μ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ, «ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ»

1239304850Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ’ τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.

Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.

Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.

Τα σκούπιζες και τα ‘ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.

Ωρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.

Μάζευες τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ’ εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.

koimisi