Tags

, , , , , , , , , , , , , , ,


Οἱ 7 νάνοι στὸ s

Το ποίημα «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia» είναι από τα καββαδιακά δημιουργήματα των οποίων την αφετηρία γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Η νεαρή ανιψιά του ποιητή, η Έλγκα Καββαδία-Χατζοπούλου, κόρη της αδελφής του Τζένιας, του ζήτησε να της γράψει ποίημα που να αναφέρεται σε κάποιους «εφτά νυχτοπερπατητές» (βλ. παρακάτω). Ο ποιητής ταξιδεύει την περίοδο αυτή με το επιβατηγό S/S Cyrenia (για το καράβι βλ. εδώ) προς την Αυστραλία· βλ. γράμμα στην Έλγκα, s/s Cyrenia, 5.3.1951 (επ. 29, σσ. 73-4):

Οι εφτά νυχτοπερπατητές δικοί σου, μια και το θέλησες. Μπήκανε στο Colombo με τα στόρια και τους σκορπιούς. Όμως, Έλγκα, πρέπει να ξέρεις πως η ποίηση είναι κάτι άλλο (τι;) κι όχι μια μόστρα ονόματα λαών ανατολικών και χωριών και πόλεων. Σωστά. Τότε θα μου πεις «γιατί εσύ;…». Because my dear Elga I cannot. Θέλησα να σου γράψω ένα ποίημα σαν παραμύθι, απλό, όμως μου ξέφυγε και βγήκε τούτο το μπλάστρι για γερασμένα παιδιά… Πίστευε, Έλγκα πως σε θυμάμαι και σ᾽ αγαπάω πολύ και πώς ίσως κάποτε κατορθώσω να σου χαρίσω ένα ωραίο ποίημα και σχίσε τούτο που βρωμάει πετρέλαιο.

p22022Σύμφωνα με προφορική μαρτυρία της ίδιας της Έλγκας (Καλοκύρης, σ. 39, σημ. 44), οι Εφτά Νυχτοπερπατητές, στους οποίους κάνει αναφορά στο γράμμα ο ποιητής, είναι οι Seven Night Walkers από το μυθιστόρημα του Sir Walter Scott Quentin Durward (1823). Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Πεχλιβανίδη με τον τίτλο Ο Τοξότης του Βασιλιά (και όχι Ο Τοξότης του Λουδοβίκου ΙΑ᾽, όπως γράφει ο Καλοκύρης), σε μετάφραση Βασίλειου Λιάσκα. Κρίνοντας από τις πολλαπλές ανατυπώσεις του αποτελούσε αγαπημένο ανάγνωσμα για παιδιά της πρώτης εφηβικής ηλικίας.

Ενόψει και της μαρτυρίας αυτής δεν έχουμε λόγους να αμφιβάλλουμε ότι η αρχική έμπνευση του ποιητή μπορεί να προήλθε όντως από τις συζητήσεις του με την Έλγκα για αυτό το βιβλίο. Αναμφίβολα, όμως, οι Εφτά Νυχτοπερπατητές άλλαξαν άρδην την ουσία τους κατά τη διαδρομή που διένυσαν από το αγγλικό μυθιστόρημα στον καββαδιακό στίχο.

Στο μυθιστόρημα του Σκοτ, οι Εφτά Νυχτοπερπατητές είναι δαιμονικά όντα, τα οποία επικαλούνται χαρακτήρες όπως ο «Μποέμης», δηλαδή ο γύφτος, Χαϋραντύν ως όρκιους δαίμονες, που προστατεύουν την ακεραιότητα των συναλλαγών και τιμωρούν, με τρόπο φρικτό, τους επίορκους:

If you swear this to me, by your Three Dead Men of Cologne, I will swear to you, by the Seven Night Walkers, that I will serve you truly as to the rest. And if you break your oath, the Night Walkers shall wake you seven nights from your sleep, between night and morning, and, on the eighth, they shall strangle and devour you.

Η αναφορά του Χαϋραντύν στηρίζεται σε ένα μεσαιωνικό τσιγγάνικο θρύλο, τον οποίο κατέγραψε σε ποιητική μορφή ο λαογράφος Charles G. Leland:

Yes, my master, it’s a queer old story,
And it’s many a year since last I heard it —
Since I heard the good old father telling
All about the Seven Night-Walking Spirits.
Thus he told the story — thus I heard it:
If you took an oath upon those spirits,
And the oath upon them should be broken,
Seven nights will come to you the walkers;
Seven nights they’ll come, each night to wake you;
Seven nights you’ll always see the seven:
But upon the seventh night, my master,
By the seventh spirit you’ll be strangled.
Round your neck the ghost will twine his fingers,
Then upon your throat you’ll feel them pressing:
Then they pass away into the midnight —
But, my master, where could you have heard it?

Ο Γύφτος και ο Δαίμονας συνδέονται με τον Ναυτικό σε ένα άλλο ποίημα της συλλογής Τραβέρσο, τον «Μουσώνα»: «Αυγή ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα; / Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά. / Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα, / στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά» (21-24).

Η μαγική όμως φύση των Εφτά Νυχτοπερπατητών είναι το μόνο ίσως στοιχείο που τους συνδέει με τους Επτά Νάνους του γνωστού παραμυθιού, οι οποίοι καταλήγουν να μνημειωθούν στον τίτλο του ποιήματος. Οι Εφτά Νάνοι του παραμυθιού, σε αντίθεση με τους Νυχτοπερπατητές, είναι οντότητες καθόλα ήπιες, αγαθές και ευμενείς — όπως ακριβώς και οι εφτά μορφές του καββαδιακού ποιήματος, που συνοδεύουν τους ναυτικούς στο ταξίδι τους απλώνοντας χέρι βοηθείας και προστασίας πάνω από το πλήρωμα: ένας σκουπίζει το κατάστρωμα, άλλος ράβει βρακιά, δύο συντηρούν τη μηχανή, κάποιος ξορκίζει τις κακιές αρρώστιες, άλλος ζυμώνει, ένας παίζει μουσική που νανουρίζει και ένας, ο πιο ισχυρός ανάμεσά τους, μάγος, ενσαρκώνει τη φρούδα ελπίδα του Ποιητικού Εγώ ότι το ταξίδι ενδέχεται κάποτε να πάρει τέλος. Για τον Saunier (σ. 55) οι νάνοι «συμβολίζουν το ασυνείδητο και τις σκοτεινές διεργασίες του», αλλά η ερμηνεία αυτή είναι τουλάχιστον τραβηγμένη, αν όχι εντελώς αστήρικτη.

Γι᾽ αυτούς τους Εφτά Νάνους, που στην αρχική μορφή του παραμυθιού, όπως καταγράφηκε από τους αδελφούς Γκριμ, ήταν ανώνυμοι, ο Καββαδίας, σαν πολλούς άλλους πριν και μετά από αυτόν, επινοεί εξωτικές ονομασίες, όπως του το ζήτησε η ανιψιά του: Σημ, Ρεκ, Γκόμπι, Χαράμ, Ραμάν, Τοτ, Σάλαχ. Κάποια από τα ονόματα αυτά είναι ινδικά, άλλα αραβικά, άλλα εβραϊκά, αλλά αυτό μικρή σημασία φαίνεται να έχει. Ο Καββαδίας, άλλωστε, προειδοποιεί ρητά την ανιψιά του ότι η ποίηση δεν εξαντλείται στην εξωτική ονοματολογία, υπαινισσόμενος ότι και σε αυτό το ποίημα κάτι βαθύτερο κρύβεται κάτω από το παιχνίδισμα των περίεργων ήχων.

1361401990Οι Νάνοι, οι αγαθοί δαίμονες του καραβιού, δεν θα επιτρέψουν να συμβεί κακό στους ναυτικούς — ούτε και στον θείο της Έλγκας, άρα, κατ᾽ επέκταση: ο Καββαδίας, όπως δηλώνει, προόριζε αρχικά αυτό το ποίημα ως ένα καθησυχαστικό παραμύθι. Στο τέλος, όμως, του βγαίνει «κάτι σαν μπλάστρι για γερασμένα παιδιά», καθώς τα κεντρικά καββαδιακά θέματα μοιραία εμφιλοχωρούν: το ταξίδι χωρίς προορισμό και χωρίς πραγματικό τέλος, η ταύτιση του ναυτικού με το καράβι και η αέναη οντολογική του παλινδρόμηση ανάμεσα στην ξηρά και τη θάλασσα, «των αναχωρήσεων η μανία», τα πορνεία, ο έρωτας, η φευγαλέα μορφή της γυναίκας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχική του μορφή το ποίημα δεν συνδεόταν ρητά με τους Επτά Νάνους. Έφερε τον τίτλο «Έξοδος», που παρέπεμπε στην έξοδο των Εβραίων από τη σκλαβιά της Αιγύπτου προς τη Γη της Επαγγελίας, και την προμετωπίδα καὶ ἀπὸ Χαρρὰν κατῆλθον εἰς γῆν Χαναάν, που με τη σειρά της αναφέρεται στην αρχική κατάκτηση της γης Χαναάν από τον Πατριάρχη Αβραάμ.

Και στα δύο βιβλικά αυτά επεισόδια περιγράφεται ένα αίσιο ταξίδι διά ξηράς, που καταλήγει στην απόκτηση πατρίδας, δηλαδή σταθερών και ασάλευτων συντεταγμένων στον χάρτη. Στο ποίημα, αντιθέτως, οι Εφτά δεν είναι Περιπατητές, αλλά ναύτες, και το πεδίο του ταξιδιού τους δεν είναι η έρημος, αλλά η θάλασσα. Επιπλέον, η αισιόδοξη προμετωπίδα, που προαναγγέλλει, όπως είπαμε, την ποθεινή άφιξη, αντικαθίσταται στην τελική εκδοχή του ποιήματος από μια απλή αφιέρωση στην Έλγκα: οι περιπλανώμενοι ναυτικοί του Καββαδία ποτέ δεν αφικνούνται πραγματικά· δεν υπάρχει γι’ αυτούς Γη Χαναάν, Γη της Επαγγελίας, παρά μόνο ο ανοικτός, ατέρμονος πόντος. Η μικρή Έλγκα περιμένει τον θείο της να γυρίσει από τα «μακρυσμένα ταξίδια» του, αλλά οι γυρισμοί του δεν είναι τίποτα άλλο παρά στάσεις.


ΥΠΟΜΝΗΜΑ:

1. σε παίρνει αριστερά: Το καράβι λοξοδρομεί προς τα αριστερά. Το Εσύ είναι απροσδιόριστο, ένας ανώνυμος λοστρόμος του καραβιού που χειρίζεται άτσαλα το τιμόνι. Είναι κοινό χαρακτηριστικό της καββαδιακής ποίησης, ιδιαίτερα στο Πούσι και το Τραβέρσο, η χρήση προσωπικών αντωνυμιών με εναλλασσόμενη αναφορά.

2. θυμίζεις…μυρίζεις: Στην αρχική μορφή του ποιήματος ο στίχος βρισκόταν σε παρένθεση. Εδώ το Εσύ είναι σαφώς πρόσωπο διαφορετικό από το πρώτο δίστιχο. Η μυρωδιά της στεριάς και ειδικά οι κλειστές κάμαρες συνδέονται, για τον καββαδιακό ναυτικό, κυρίως με τα πορνεία των λιμανιών, με τα οποία τον συνδέει αδιαχώριστα η ανάμνηση μιας κοινής γυναίκας που τον σημάδεψε είτε επειδή την αγάπησε είτε επειδή του κληροδότησε ένα αφροδίσιο νόσημα είτε και τα δύο.

4. ο πιο μικρός: πρβλ. στ. 28, «ο πιο στερνός».

αχολογάει μ᾽ ένα καλάμι: Βγάζει μουσικούς ήχους με έναν αυτοσχέδιο αυλό· πρβλ. επίσης στ. 28, «με νανουρίζει».

6. στην ανάγκη: όταν παρίσταται ανάγκη, όταν χρειάζεται.

7. με ένα φτερό ξορκίζει: Ο Γκόμπι εκτελεί προφανώς κάποιου είδους μαγική τελετουργία, για να εξορκίσει τη μαλάρια — ίσως ένα μείγμα από λαϊκά γιατροσόφια και μαγγανείες, όπως αυτά που κατέγραψαν, π.χ., οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ιερείς-θεραπευτές στον λεγόμενο London Medical Papyrus και άλλους παρόμοιους. Ασχέτως αυτού, το «φτερό», επανεμφανίζεται στο Τραβέρσο, συγκεκριμένα στον αρχικό στίχο του ποιήματος «Γυναίκα», ως σύμβολο της στιγμιαίας εκείνης, ασταθούς ισορροπίας πριν από τη μοιραία κατάληξη: ο ναυτικός «χορεύει πάνω στο φτερό του καρχαρία» πριν να καταλήξει, νομοτελειακά, στο στομάχι του (βλ. το σχετικό μας σχόλιο στον στίχο αυτό). Ο Γκόμπι και οι σύντροφοί του ξορκίζουν το μοιρόγραφτο τέλος γνωρίζοντας τη βεβαιότητά του, σε μια προσπάθεια να κερδίσουν έστω εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα του φωτός πριν το σκοτάδι.

μαλάρια: Η ελονοσία, ασθένεια πολύ συχνή στα τροπικά κλίματα· πρβλ. «Kuro Siwo», 1-2 (Πούσι): «Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για τον Νότο. / Δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια».

8. στραβοκάνης: στραβοπόδαρος. Αυτού του είδους οι επιθετικοί προσδιορισμοί ενεργοποιούν τη φαντασία του αναγνώστη και προσδίδουν προσωπικότητα, ακόμη και ένα είδος αποσιωπημένης προσωπικής ιστορίας, στους Εφτά Νάνους. Όπως ο Χαράμ είναι στραβοκάνης, ο μάγος Ράμαν είναι αλλήθωρος και τρελός, ο Τοτ μονόχειρας και ο Σάλαχ κουφός.

9. πηδάν: Οι Εφτά Νάνοι. Στη μελοποιημένη εκδοχή το ρήμα δίδεται ως “πηδάνε”.

ποδόσταμο: Η μύτη του καραβιού, άλλως ποδόστημα ή «κοράκι». Ποδόσταμο ονομαζόταν ειδικά το κοράκι της πρύμνης, ενώ της πλώρης ονομαζόταν «στείρα». Η μύτη αυτή σχηματιζόταν από την προέκταση και την κλίση προς τα πάνω της τρόπιδος, δηλαδή της κεντρικής δοκού στον πυθμένα του σκάφους, η οποία εκτεινόταν από την πρύμνη μέχρι την πλώρη.

γαλέτα: «ξύλινος δίσκος στην κορφή των καταρτιών και του ιστού της σημαίας, το επίμηλο της ηλακάτης του ιστού» (Τράπαλης). Η αναπήδηση από το ποδόσταμο στη γαλέτα απαιτεί ελαφράδα, ευελιξία και ενέργεια εξωπραγματική για τα ανθρώπινα μέτρα. Οι Εφτά Νάνοι παρουσιάζονται σαν παιγνιδιάρικα μαγικά ξωτικά, εντελώς διαφορετικά από τους δαιμονικούς Εφτά Νυχτοπερπατητές του γύφτικου θρύλου.

10. μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι; Το Εσύ στην προκειμένη περίπτωση είναι η Έλγκα, η «ξανθή και γαλανή κόρη», στην οποία απευθύνεται εδώ ο ίδιος ο ποιητής. Η τρυφερή σχέση του Καββαδία με την ανιψιά του, στην οποία έχει μεγάλη αδυναμία, διαγράφεται ανάγλυφα σε μια σειρά από γράμματα που ο Καββαδίας στέλνει κατά καιρούς είτε στη μητέρα της είτε στην ίδια. Οι επιστολές συγκεντρώνονται σήμερα σε έναν καλαίσθητο τόμο των Εκδόσεων Άγρα (Αθήνα 2011). Στα «γαλάζια φωτεινά μάτια της» Έλγκας αναφέρεται ρητά ο ποιητής στην επ. 17 (21.3.1941, σ. 46).

εμελέτα: σκεφτόταν, περιέφερε συνεχώς στο μυαλό της.

11-12. ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σε ένα ποτήρι: Η μικρή Έλγκα παρουσιάζεται να αγαπά τα παραμύθια και με τη φαντασία της να μεταφέρεται σε αυτά ως το νεαρό κορίτσι που περιμένει εναγωνίως το πριγκιπόπουλο που θα την παντρευτεί.

13. που λύνεις μάγια: Ο Ράμαν είναι ικανός στην εξάλειψη της μαγικής δέσης (οι κατάδεσμοι ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα ως μαγικά ξόρκια που είχαν σκοπό είτε να προκαλέσουν έρωτα προς το πρόσωπο που τα εκφωνούσε είτε να βλάψουν το αντικείμενό τους). Εν προκειμένω, θύμα της μαγείας είναι ο ναυτικός και το ξόρκι δεν μοπρεί να είναι άλλο από εκείνο που τον έδεσε διά βίου με τη θάλασσα. Αυτά είναι τα μάγια που το Ποιητικό Εγώ καλεί τον Ράμαν να του λύσει, ώστε να λυτρωθεί — αλλά φυσικά στον Καββαδία αυτό δεν μπορεί να γίνει (βλ. στ. 15).

14. κατάφερε: φρόντισε ώστε να

το σταυρωτό του Νότου αστέρι: Στον Σταυρό του Νότου ο Καββαδίας αφιέρωσε ένα από τα γνωστότερα ποιήματα της συλλογής Πούσι. Για το ποίημα και τους συμβολισμούς του άστρου, βλ. το οικείο μας υπόμνημα.

15. να πέσει…να σκορπίσει: Συντάσσονται με το κατάφερε. Ο ποιητής ζητά από τον μάγο Ράμαν να κατεβάσει τον Σταυρό του Νότου από τον ουρανό, όπως π.χ. οι αρχαίες μάγισσες της Θεσσαλίας λέγεται ότι καθείλκαν τη σελήνη. Το αστέρι θα πέσει, θα διαλυθεί στους φεγγίτες των σπιτιών και έτσι θα πάψει να φωτίζει τον νυχτερινό ουρανό. Αυτό, φυσικά, ισοδυναμεί συμβολικά με το τέλος του ναυτικού ταξιδιού: ο ποιητής ζητεί, δηλαδή, από τον μάγο Ράμαν να εξαφανίσει τον υπερφυσικό σχεδόν οδηγό των καραβιών, ώστε κι αυτός να πάψει να ταξιδεύει προς στιγμήν και να βρεθεί «κάτω από ένα δέντρο» (βλ. παρακάτω).

σπιράγια: σπιράγιο (το) είναι ο φεγγίτης.

16. κάτω από ένα δέντρο να με φέρει: Το δέντρο εδώ είναι η στεριά, οι ρίζες και οι ανθρώπινες σχέσεις που σχετίζονται με αυτήν. Στην ονειροπόλησή του ο ποιητής εύχεται να βρεθεί για λίγο σε αυτό το περιβάλλον (αυτό το λίγο το χαρακτηρίζει «όνειρο» σε επιστολή του προς την Έλγκα, επ. 28, Γένοβα 5.3.1951, σ. 71), αλλά βεβαίως γνωρίζει πως η στάση του δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή — πρβλ. επ. 27 προς Τζένια Καββαδία (Colombo, 14.2.1951, σ. 69):

Πολλές φορές θυμάμαι τα δέντρα. Αμφιβάλλω όμως αν θα μπορούσα να μείνω καιρό κοντά τους… Thy salt is lodged forever in my blood [σημ. εκδ. από το ποίημα «Dreams of the sea» του πλάνητα Ουαλού ποιητή William Henry Davies, 1871–1940]. Νοσταλγώ τη στεριά γιατί την κατοικείτε μόνο και μόνο. Δεν αλλάζω με τίποτε τη θάλασσα και την τρικυμία της. Ο κατά τα άλλα γελοίος προϊστάμενός μου λέει συχνά: Ρε τομάρι! Εμείς δε θα φύγουμε από τα καράβια από δικού μας. Θα μας βγάλουνε στα χέρια…  

18. βρακώσει: Να τους ντύσει με βρακιά.

19. Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη; Η Εσθήρ είναι βιβλικό πρόσωπο, της οποία η ιστορία περιλαμβάνεται στο ομώνυμο βιβλίο. Οι χάρες της μάγεψαν τον Πέρση βασιλιά, στο χαρέμι του οποίου βρισκόταν, και έσωσαν τόσο τον λαό της όσο και τον ξάδελφό της Μορντεχάι από τις μηχανορραφίες των εχθρών του.

20. Ρουθ: Ρουθ αποκαλείται μία ακόμη βιβλική μορφή, που δίνει το όνομά της σε ομώνυμο βιβλίο. Και η Ρουθ, όπως και η Εσθήρ, είναι πρότυπα γυναικείας ομορφιάς και ήθους — αρετών, δηλαδή, κεντρομόλων και εστιακών, που ο εσαεί φυγόκεντρος ναυτικός μπορεί μονάχα στιγμιαία να ακραγγίξει. Πέρα από τις βιβλικές, δηλαδή τις αρχετυπικές τους διαστάσεις, όμως, η Ρουθ και η Εσθήρ είναι γυναίκες, που “μισοπραγματικές μισογυρνάμενες μες στο μυαλό” του ποιητή στοιχειώνουν τον ύπνο και τα γράμματά του. Ρουθ ονομαζόταν μια επιβάτις του S/S Cyrenia, στην οποία ο Καββαδίας αναφέρεται ονομαστικά σε επιστολή προς τη Τζένια (επ. 6.12.1949, σ. 46). Βλ. όμως πιο κοντά χρονολογικώς στο ποίημά μας:

Κρυμμένος πίσω από μια βάρκα είδα την Ιουδήθ να χάνεται στο μουράγιο χωρίς να γυρίσει να δει το καράβι [σσ. σε προηγούμενες επιστολές είχε αναφερθεί στις ερωτικές του συνευρέσεις με αυτή τη μορφή, σε έναν τόνο όμως σχεδόν παραληρηματικό, που δημιουργεί αμφιβολίες για το αν πρόκειται για αληθινή γυναίκα]. Άλλοτε Ruth, Εσθήρ σ᾽ έν᾽ άλλο ταξίδι, Μαρκά…

γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι; Διακόσιοι ήταν μάλλον οι ναύτες που επέβαιναν στο S/S Cyrenia. Πρβλ. από τους «Coaliers», 29-32… (Μαραμπού): «Μα είναι τα πιο καλύτερα που γνώρισα παιδιά / μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυο-δυο πιασμένοι, / και δίχως να το νιώσουνε καλά, πολλές φορές / βουλιάζουν με τα μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι». Η κατανάλωση αλκοόλ και ψυχοτρόπων ουσιών, καθώς και ο φευγαλέος έρωτας με αγοραίες γυναίκες, συνοψίζουν την εμπειρία του ναυτικού στη στεριά. Γιατί τρεκλίζουν λοιπόν οι ναυτικοί; Διότι αυτή η αστάθεια και αμφιταλάντευση είναι κομμάτι του είναι τους: στη θάλασσα την προκαλεί η κίνηση του νερού· στη στεριά, το αλκοόλ, αλλά, πολύ περισσότερο, η «στεριανή ζάλη», η αδυναμία να προσαρμοστούν στο μη θαλασσινό περιβάλλον.

21. σαρώνει: σκουπίζει.

22. μοράβια: «εκλεκτή βαφή, χρώμα εξαιρετικής αντοχής που χρησιμοποιείται για τη βαφή των υφάλων του πλοίου» (Τράπαλης). Πρβλ. επ. 31 προς την Τζένια, Genova 9.3.1951 (σ. 79), πάντα από το s/s Cyrenia:

Είμαστε από το πρωί στη δεξαμενή. Μπογιατίζουν. Μια δυνατή πικρή μυρωδιά από υφαλοχρώματα. Τυραννική μυρωδιά αλησμόνητη και ακαταμάχητη. Θα ᾽θελα να μπορούσα να αλείψω μια γυναίκα — οποιαδήποτε — να τη βαφτίσω σε τούτο το δηλητήριο, να ποτίσει για πάντα.

Επαναλαμβάνεται και εδώ ένα σύνηθες μοτίβο στην ποίηση του Καββαδία: οι διάφορες οσμές και ουσίες του καραβιού διεισδύουν τόσο βαθιά στο δέρμα του ναυτικού, που γίνονται ένα με αυτό και δεν απομακρύνονται παρά τη μεγάλη προσπάθεια (εδώ με το ξυστρί) ή την παρέλευση χρόνου· πρβλ. από τον «Μουσώνα» (Τραβέρσο): «κι εμείς που κάναμε πετσί την καραβίσια βρώμα» (23-24)· και από το «Kuro Siwo» (Πούσι): «στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ᾽ ανάβει / χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει» (9-10). Η εμπειρία του καραβιού σταμπάρει ανεξίτηλα τον ναυτικό, όπως ακριβώς η «στάμπα» (το τατουάζ) που έκανε σε ανάμνηση ενός μεγάλου έρωτα — μια στάμπα που τώρα τον πονάει, θέλει να απαλλαγεί από αυτήν, αλλά είναι αδύνατον («του Αννάμ τα στίγματα δεν βγαίνουνε ποτές»: «William George Allum», 24). Η οντολογική ιδιότητα της ναυτοσύνης, η αναγωγή του επαγγέλματος σε αναπόδραστη συνθήκη ύπαρξης για τον ναυτικό, τονίζεται επανειλημμένα στην ποίηση του Καββαδία. Η θάλασσα και το καράβι διαποτίζουν τον ναύτη βαθιά, μέχρι το μεδούλι του. Δεν μπορεί να ξεφύγει ποτέ από αυτές, ακόμη και αν αποφασίσει να ξεμπαρκάρει. Γι’ αυτό και βρίσκεται πάντοτε μετέωρος, διχασμένος και ανίκανος να προσαγκυρωθεί, δέσμιος ενός αέναου ταξιδιού χωρίς προορισμό. Δεν είναι λοιπόν αυτή καθεαυτήν η μοράβια που λερώνει τον ναυτικό, αλλά «κάτι πιο βαθύ», αυτή η μεταφυσική σχεδόν έλξη προς το ταξίδι, η ορμέμφυτη τάση «να πάει με τα καράβια», που του δημιουργεί «των αναχωρήσεων τη μανία» («Καφάρ», 2) ή αλλιώς το mal du départ.

23. μα είν᾽ ένα κάτι: Στη μελοποίηση ο στίχος απλοποιείται ως “είναι κάτι”.

που με λερώνει: Πρβλ. επ. 31 προς την Τζένια, Genova 9.3.1951 (σσ. 79-80):

Τώρα θα πάω στη Santa Maria Magdalena [ναός στη Γένοα] με τις τοιχογραφίες του Tiepolo και θα γονατίσω ανάμεσα σε βασανισμένες γριές με το κούτελο βρεγμένο από το “ύδωρ της φιάλης των αγνισμών” κι έπειτα, έπειτα θα προσπαθήσω να ξαναλερωθώ, για να καταλάβω πώς ζω, πώς υποφέρω, πώς αγαπώ (;)

24. μάνα, θα πάω με τα καράβια: Πρβλ. «Θεσσαλονίκη ΙΙ», 17-20 (Τραβέρσο): «Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει — έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά. / Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά, / εμούτζωσε τη θάλασσα και τήνε κατουράει». Η Μάνα στον Καββαδία είναι σταθερά η αθώα δύναμη, που ματαίως επιχειρεί να κρατήσει τον ναυτικό στη στεριά, αλλά και το μόνο σταθερό, αν και απόμακρο, σημείο αναφοράς που διατηρεί η ασταθής ζωή του («Θεσσαλονίκη», 15-16: «εκτός από τη μάνα σου κανείς δεν σε θυμάται / σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού»), η ύστατη σκέψη του την ώρα του κινδύνου («Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου», 7-8: «μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή / που χρόνια τώρα και καιρούς τον γιο της περιμένει») και η μόνη του συνοδεία στον μοναχικό, υγρό ή χωμάτινο τάφο που τον περιμένει μακριά από την πατρίδα («Ο λύχνος του Αλλαδίνου», 11-12: «κι εκεί που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Κονακρί / με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη»).

25. κατηφοράμε: πρβλ. το κατῆλθον στην προμετωπίδα που έφερε το ποίημα στην αρχική μορφή του. Το ρήμα κατέρχομαι στα αρχαία ελληνικά έχει τη σημασία του καταφθάνω ή και του επιστρέφω. Έχει επίσης το νόημα του κινούμαι από τα μεσόγαια προς τη θάλασσα. Είναι ειρωνικό το γεγονός ότι οι Εβραίοι της προμετωπίδας κινούνται προς τη γη Χαναάν, όπου θα μπορέσουν επιτέλους να ριζώσουν, ενώ η πραγματική Έξοδος του ίδιου του ποιητή είναι η κάθοδος προς τη θάλασσα και το αέναο ταξίδι.

26. με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει: Ο ναυτικός κυριολεκτικά «ορίζεται» από τον καιρό, ο οποίος επενεργεί άμεσα στο ταξίδι. Είναι το αστάθμητο στοιχείο, του οποίου, παρόλα αυτά, η παρέμβαση είναι βέβαιη· επικρέμαται πάνω από το καράβι σαν απειλή. «Καιρός» όμως είναι γενικότερα ο χρόνος, η άλλη μεγάλη ασταθής σταθερά του ανθρώπινου βίου, που τον ορίζει επειδή τον περιορίζει.

27. τα μάτια σου ζούνε μία θάλασσα»: Το Εσύ εδώ είναι η Γυναίκα. Δεν είναι όμως απαραίτητο η αποστροφή να είναι ερωτική: πρβλ. στ. 11, «κόρη…γαλανή» (όπου η αναφορά είναι, όπως είπαμε, στην Έλγκα, πρβλ. επίσης από το ποίημα «Gabrielle Didot» (21-24 από το Μαραμπού), όπου το πρόσωπο είναι μια πόρνη: «ώρες πολλές εκοίταζα τα σκοτεινά της μάτια / κι ενόμιζα πως έβλεπα βαθιά μέσα σ᾽ αυτά / τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους / και καραβάκια που έφευγαν με τα πανιά ανοιχτά».

28. ο πιο στερνός…νανουρίζει: Το ποίημα τελειώνει με ένα γαλήνιο τόνο. Στα λοιπά όμως καββαδιακά ποιήματα που κλείνουν με αναφορά στον ύπνο, οι απόηχοι είναι πικροί και ειρωνικοί: βλ. π.χ. τις τελευταίες δύο στροφές από το ποίημα «Στεριανή Ζάλη».