Tags
"Φυλές", Αθηνά Κάσιου, ΘΟΚ, αίσθηση του ανήκειν, ανθρώπινη επικοινωνία, γλώσσα, θέατρο στην Κύπρο, κώφωση, Nina Raine
[ΣΗΜ. Πήγα στην παράσταση εσπευσμένα και απρογραμμάτιστα χθες το βράδυ, διότι σήμερα, αν δεν κάνω λάθος, κλείνει ο κύκλος της. Δεν είχα κλείσει εισιτήριο και, όπως μου είπε η ταμίας, αυτό που αγόρασα ήταν το τελευταίο διαθέσιμο. Νιώθω πως ήταν το καλύτερο δώρο που μου έκανε η Τύχη εδώ και καιρό. Μόλις γύρισα, γύρω στις 11, ξέχειλος από απόλαυση, έγραψα στο Facebook το πιο κάτω σημείωμα. Το αναπαράγω ελαφρώς βελτιωμένο και εδώ].
Ο Μπίλι είναι εκ γενετής κωφός, που μεγάλωσε σε οικογένεια ακουόντων και έμαθε μόνο να διαβάζει χείλη. Η Σύλβια είναι το διαλεκτικό αντίθετο: πάσχει από προϊούσα επίκτητη κώφωση, μεγάλωσε σε οικογένεια κωφών και έμαθε μόνο τη νοηματική.
Τι θα γίνει, όταν διασταυρωθούν οι δρόμοι τους;
Διασταυρώνονται ποτέ πραγματικά οι δρόμοι των ανθρώπων ή μήπως όλοι είμαστε “παγιδευμένοι στην υποκειμενικότητά μας” (τάδε ο Ντάνιελ του Μάριου Κωνσταντίνου), ακόμη και αν διαθέτουμε τα πιο οξυμμένα επικοινωνιακά εργαλεία (και αλήθεια, ποια είναι αυτά);
Φτάνει η γλώσσα και η ακοή (ή η όραση) για την επικοινωνία;
Μπορεί άραγε — και πώς θα μπορούσε; — να υπάρξει “επικοινωνία” (ό,τι κι αν είναι αυτό), όταν απουσιάζει η ενσυναίσθηση (αυτό κι αν δεν ξέρουμε τι είναι)· όταν “κανείς δεν κάνει τον κόπο για κανέναν” (έφη η Ρουθ της Νιόβης Χαραλάμπους)· όταν το μόνο που φαίνεται να χρειάζεται ο άνθρωπος είναι την επιδερμική αίσθηση ότι ανήκει σε κάθε λογής “φυλές” — σε φυλές στις οποίες δεν μπαίνει καν στον κόπο *να ενταχθεί*, κάνοντας δηλαδή ένα βήμα πλησιέστερα προς τους άλλους, αλλά στις οποίες επιθυμεί ο ίδιος *να εντάξει* τους γύρω του εξομοιώνοντάς τους με τον εαυτό του;
Αυτά και άλλα πολλά παίρνεις μαζί σου, καθώς βγαίνεις από τη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ και τις “Φυλές” (Tribes) της Νίνα Ρέιν (Nina Raine) και της Αθηνάς Κάσιου. Αυτά, καθώς επίσης συναισθάνεσαι πώς και γιατί το θέατρο είναι η βασίλισσα των τεχνών.
Η Νιόβη Χαραλάμπους ως Ρουθ και ο Σπύρος Σταυρινίδης ως Κρίστοφερ δεν έχουν τους κύριους ρόλους, αλλά αυτοί, όπως πάντα, όπου παίζουν, κουβαλούν την παράσταση. O Σταυρινίδης μπορεί να σε κάνει να γελάσεις και να κλάψεις με την ίδια ατάκα. Η Χαραλάμπους ευωδιάζει θεατρικό χάρισμα.
Τα δύο νέα παιδιά, που υποδύονται το ζεύγος των κωφών (Λάμπρος Κωνσταντέας και Αντωνία Χαραλάμπους), είναι σπαρακτικά, ειδικά ο πρώτος.
Η Δήμητρα Δημητριάδου σε καρφώνει ως Μπεθ, η γυναίκα που ως μάνα δεν μπορεί, και να θέλει, να ανήκει σε μία μόνο “φυλή”, αλλά είναι καταδικασμένη να προσπαθεί ανεπιτυχώς να ανήκει σε όλες τις φυλές στις οποίες ανήκουν οι άνθρωποί της.
Και ο Μάριος Κωνσταντίνου ως ο βασανισμένος Ντάνιελ εκφέρει τα πιο εύγλωττα λόγια του έργου στο τέλος (“γύρνα πίσω, μας λείπεις”), όταν η ικανότητα της γλωσσικής έκφρασης τον εγκαταλείπει παντελώς και όταν στην πραγματικότητα, σχεδόν μουγκρίζοντας, το μόνο που βγάζει είναι άναρθροι ήχοι, οι οποίοι διερμηνεύονται (από ποιον, αλήθεια, και με ποιο δικαίωμα;) στο πάνελ των υπερτίτλων.
Στο θέατρο η Κύπρος δεν είναι επαρχία.
Pingback: “Λωτοφάγοι”: Γενικό ευρετήριο | Λωτοφάγοι