Tags

, , , , , , ,


[ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο που ακολουθεί είναι το πρώτο από τα τέσσερα του “Κύκλου της Θεσσαλονίκης”. Δείτε τα υπόλοιπα εδώ, εδώ και εδώ].

Με τον Γιώργο Ιωάννου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη, 1927-1985), με συνδέει προσωπικά η Θεσσαλονίκη και ειδικότερα η Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., στην οποία ο Ιωάννου σπούδασε και στην οποία υπηρέτησε ως Βοηθός στην έδρα της Αρχαίας Ιστορίας. Η σκιά του περιφέρεται ακόμη αισθητή στους διαδρόμους και τα σπουδαστήρια της Φιλοσοφικής.

Ο Ιωάννου ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά λογοτεχνών και μοιράζεται με τους συγχρόνους του πεζογράφους και ποιητές αρκετά κοινά χαρακτηριστικά:

  • Τη νεωτερική τεχνοτροπία: οι πεζογράφοι αυτοί εγκαταλείπουν τις τεχνικές της παραδοσιακής αφήγησης (πλοκή, δομή, λογική αλληλουχία κ.λ.π.) για χάρη ενός τρόπου που υιοθετεί τεχνικές που μέχρι πρότινος τελούσαν υπό την αποκλειστική κυριότητα της ποίησης: μεταφορά, αλληγορία, συμβολισμός, συνειρμική γραφή (δείτε περισσότερα στο μεστό ιστολόγιο των ΕΑΠιλέκτων).
  • Τη στροφή προς τα μύχια της ψυχής: σύγχρονοι του Ιωάννου, όπως ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης και άλλοι, εισάγουν στην Ελλάδα τις τεχνικές της «αυτόματης γραφής» και του stream of consciousness. H αυτόματη γραφή καταργεί ολοκληρωτικά την οποιαδήποτε διασύνδεση – νοηματική, ακόμη και συντακτική – ανάμεσα στις περιόδους του λόγου. Ο Ιωάννου δεν ακολουθεί τις μάλλον ακραίες αυτές πρακτικές, αλλά πολύ συχνά τα αφηγήματά του λειτουργούν σε ένα υποδόριο επίπεδο. Ο Ιωάννου θεματοποιεί εσωτερικές εμπειρίες, καταστάσεις και τοπία της ψυχής, ειδικά τη διαδικασία ατομικής ωρίμανσης (ψυχολογικής, κοινωνικής, σεξουαλικής) και τις ανατροπές της.
  • Την αίσθηση παρακμής, φθοράς και πτώσης: μια κοινή συναισθηματική ατμόσφαιρα διαρρέει τα κείμενα των πρώτων μεταπολεμικών πεζογράφων, ειδικά όσων από αυτούς – και είναι οι περισσότεροι – ήταν αριστεροί. Η λεγόμενη ήττα της Αριστεράς όμως είναι ίσως η κορυφή του παγόβουνου στην αιτιολογία αυτής της παρακμιακής αίσθησης. Πάνω από όλα διαχέεται ένα αίσθημα διάψευσης (disillusion) των ελπίδων οι οποίες επενδύθηκαν στον πόλεμο: ελπίδες για ειρήνη, ευημερία και πρόοδο, οι οποίες συνεθλίβησαν κάτω από τους ανοικονόμητους όγκους των μεταπολεμικών μεγαλουπόλεων και της ξέφρενης αστικής ζωής. Ο Ιωάννου αντιδρά σε αυτή την αίσθηση με μια ροπή προς τη νοσταλγική ανάμνηση μιας παλαιότερης, προπολεμικής κυρίως Θεσσαλονίκης, η οποία βρισκόταν όμως ήδη τότε σε ρυθμούς αλλαγής. Και αυτή η αλλαγή εκλαμβάνεται ως πτώση.

Ο Ιωάννου, αν και πέρασε μεγάλο διάστημα της ζωής του στην Αθήνα, είναι ο κατεξοχήν πεζογράφος της Θεσσαλονίκης: ο άνθρωπος που κατέγραψε τη μεταμόρφωση της πόλης από την πολυπολιτισμική μητρόπολη της Τουρκοκρατίας, με τα ιδιαίτερά της αρώματα και χρώματα, στη μεταβατική φάση της “πρωτεύουσας των προσφύγων” και τέλος στην τσιμεντούπολη της μεταπολεμικής περιόδου. Αυτή η μεταπολεμική Θεσσαλονίκη φάνταζε πάντα κάπως ξένη στον Ιωάννου, γι’ αυτό και συχνά ξαναγύριζε στην πόλη όπου πέρασε, γόνος προσφύγων ο ίδιος, την παιδική και (πολύ πιο κρίσιμα) την εφηβική του ηλικία.

Η Θεσσαλονίκη είναι κεντρική, καίρια παρουσία στην πεζογραφία του Ιωάννου. Επανέρχεται σχεδόν στην ολότητα των διηγημάτων του ως η πόλη-πλαίσιο, ως το κεντρικό σκηνικό της αφήγησης. Η Θεσσαλονίκη όμως είναι κάτι παραπάνω από ντεκόρ στον Ιωάννου. Καθίσταται η ίδια πρωταγωνίστρια στα διηγήματα, συμβολική παρουσία σχεδόν ανθρώπινη, που προκαλεί ένα σύνολο συνειρμών και αποτελεί δεξαμενή ιστορικής μνήμης, παράδοσης και εμπειρίας. Η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου μπορεί άμεσα να συγκριθεί με άλλους διασημότερους λογοτεχνικούς «χρονοτόπους» της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως η Πράγα του Franz Kafka, η Αγία Πετρούπολη του Dostoïevski ή το Δουβλίνο του James Joyce.

Η συμβολική διάσταση της Θεσσαλονίκης στον Ιωάννου προκύπτει πρωτίστως από την ιστορία της: μια αδιάλειπτη ιστορική και δη ελληνική συνέχεια συνδέει τη Θεσσαλονίκη με την αρχαία μακεδονική δυναστεία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου. Διηγήματα όπως «Η σαρκοφάγος» καθιστούν απτή αυτή την αίσθηση διαχρονικότητας που διαστρωματώνει την αφήγηση του Ιωάννου. Η πόλη λειτουργεί ως χρονοκάψουλα, όπου οι ιστορικές φάσεις που τη σημάδεψαν συνυπάρχουν, αλληλεπιδρούν και νοηματοδοτούν η μια την άλλη.

Ο συμβολισμός της Θεσσαλονίκης προκύπτει επίσης από τον πολιτικό της ρόλο στην περιοχή των Βαλκανίων: ως η πρωτεύουσα των Βαλκανίων, το μέγα πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κέντρο της χερσονήσου, η Θεσσαλονίκη υπήρξε φυσιολογικά δέκτης όλων των ταραχών και παλινδρομήσεων που ταλάνισαν τα Βαλκάνια. Η Θεσσαλονίκη δεν έπαψε ποτέ να είναι διαφιλονικούμενη ανάμεσα στους διάφορους λαούς που θεωρούσαν ότι κατείχαν ιστορικά δικαιώματα πάνω της.

Αυτή όμως η στρατηγική θέση της Θεσσαλονίκης στα Βαλκάνια προσέδωσε στην πόλη πρωτίστως την ιδιότητα που για τον Ιωάννου αποτελούσε ίσως το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό της, τον κοσμοπολιτισμό: αν η Θεσσαλονίκη συναιρεί την ιστορία, στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα συναιρούσε και την κοινωνιολογία της Βαλκανικής χερσονήσου. Αποτελούσε χοάνη λαών και πολιτισμών: Ελλήνων, Τούρκων, Σλάβων και πάνω από όλα Εβραίων, για τους οποίους η Θεσσαλονίκη αποτελούσε ένα από τα δύο μεγάλα κέντρα. Αυτός ο κοσμοπολιτισμός όμως της πόλης βρισκόταν ήδη σε κάμψη την εποχή του Μεσοπολέμου και γέρνει προς τη Δύση του στα χρόνια στα οποία ο Ιωάννου τοποθετεί τις αφηγήσεις του. Η Θεσσαλονίκη μεταμορφώνεται σταδιακά σε ομοιογενή ελληνική μητρόπολη. Ο Ιωάννου βιώνει το γεγονός αυτό ως απώλεια ταυτότητας: Η Θεσσαλονίκη χάνει το χαρακτήρα της, το χρώμα της, τις μυρωδιές της.

Αυτή η θεματολογία της απώλειας μιας πόλης και μιας εποχής διακρίνεται πιο έντονα στο διήγημα “Στου Κεμάλ το Σπίτι”, από τη συλλογή που τιτλοφορείται χαρακτηριστικά Η Μόνη Κληρονομιά (1974) και που περιστρέφεται πιεστικά γύρω από τις έννοιες της παρακαταθήκης, της ταυτότητας, του χρόνου (δέστε εδώ το φερώνυμο διήγημα από τη συλλογή).

[Το “Στου Κεμάλ το Σπίτι” (μπορείτε να το διαβάσετε συνοδευόμενο από έξοχο οπτικοακουστικό υλικό στο ιστολόγιο Αρισμαρί της Ευαγγελίας Στάμου].

Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ίσως διήγημα του Ιωάννου, το “Στου Κεμάλ το Σπίτι” θεματοποιεί πικρά, ίσως ακόμη και ενοχλητικά, τη διαχρονική ιστορική μοίρα της Θεσσαλονίκης. Στο διήγημα, το σπίτι όπου φέρεται να γεννήθηκε ο Κεμάλ στη γωνία Αγίου Δημητρίου και Αποστόλου Παύλου, όπως και η παλιά οθωμανική συνοικία, φιλοξενεί πια πρόσφυγες “τουρκομερίτες”. Το διήγημα (και τη φαντασία του αφηγητή) στοιχειώνει μια μυστηριώδης μορφή, που δηλώνεται εξαρχής ως απουσία (“δεν ξαναφάνηκε”), μια αινιγματική μορφή, σχεδόν σαν φάντασμα, που έρχεται και φεύγει κάθε χρόνο την ίδια εποχή:

Δεν ξαναφάνηκε η μαυροφορεμένη εκείνη γυναίκα, που ερχόταν στο κατώφλι μας κάθε χρονιά, την εποχή που γίνονται τα μούρα, ζητώντας με ευγένεια να της δώσουμε λίγο νερό απ’ το πηγάδι της αυλής. Έμοιαζε πολύ κουρασμένη, διατηρούσε όμως πάνω της ίχνη μιας μεγάλης αρχοντικής ομορφιάς. Και μόνο ο τρόπος που έπιανε το ποτήρι, έφτανε για να σχηματίσει κανείς την εντύπωση πως η γυναίκα αυτή στα σίγουρα ήταν μια αρχόντισσα. Δίνοντάς μας πίσω το ποτήρι, ποτέ δεν παρέλειπε να μας πει στα τούρκικα την καθιερωμένη ευχή, που μπορεί να μην καταλαβαίναμε ακριβώς τα λόγια της, πιάναμε όμως καλά το νόημά της: “Ο Θεός να σας ανταποδώσει το μεγάλο καλό”. Ποιο μεγάλο καλό; Ιδέα δεν είχαμε.Καθόταν ήσυχα για ώρα πολλή στο κατώφλι της αυλής, κι αντί να κοιτάζει κατά το δρόμο ή τουλάχιστο κατά το πλαϊνό σπίτι του Κεμάλ, αυτή στραμμένη έριχνε κλεφτές ματιές προς το δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε-πότε έκλεινε τα μάτια και το πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ονόματα παράξενα.

Η προσοχή της φαίνεται να επικεντρώνεται με τρόπο περίεργο σε μια παλιά μουριά, ένα δέντρο παλιό, με ρίζες βαθιές.Στις σύντομες επισκέψεις της στην πόλη η γυναίκα δέχεται πάντοτε με ευχαρίστηση τα κερασμένα μούρα από το δέντρο αυτό και το νερό από το βαθύ πηγάδι, χωρίς να μιλά. Ο Ιωάννου επιμένει να συνδέει την αινιγματική Τουρκάλα του με αυτή την αίσθηση του μεγάλου, απύθμενου βάθους, την οποία επιτείνει η εκκωφαντική, πεισματική της σιωπή (θυμάται εδώ κανείς αμυδρά τη Νιόβη ίσως του Αισχύλου):

Το δέντρο μας δεν ήταν από τις συνηθισμένες μουριές, απ’ αυτές που κάνουν εκείνα τα άνοστα νερουλιάρικα μούρα. Το δικό μας έκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σα βύσσινα, και πολύ κόκκινα στο χρώμα. Ήταν ένα δέντρο παλιά και τεράστιο, τα κλαδιά του ξεπερνούσαν το δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ένα κακό είχε∙ τα φύλλα του ήταν σκληρά και οι μεταξοσκώληκές μου δεν μπορούσαν να τα φάνε. Ήταν, πάντως, δέντρο φημισμένο σ’ όλο το Ισλαχανέ κι ακόμα πιο πέρα.

Οι άνθρωποι την αγκαλιάζουν με ένα περίεργο συναίσθημα, κάτι ανάμεσα σε περιέργεια, αγάπη, ακόμη και φόβο. Αιωρείται η υποψία μήπως ο φόβος οφείλεται στο ότι οι τουρκομερίτες επήλυδες συλλαμβάνουν υποσυνείδητα, ψυχανεμίζονται ότι μια γυναίκα τόσο ξένη με το περιβάλλον όπως διαμορφώνεται στις μέρες τους ίσως να έχει ρίζες βαθύτερες από οποιονδήποτε κατοικεί τώρα στη γειτονιά (τη γειτονιά της;). Ποιος είναι αλήθεια ο Άλλος, ποιος είναι ο ξένος, στη Θεσσαλονίκη αυτή;

Η ταυτότητα της γυναίκας δεν αποκαλύπτεται ποτέ. Οι κάτοικοι όμως της φτωχής αυτής προσφυγικής συνοικίας μαθαίνουν κάποτε την καταγωγή της. Η είδηση τους ενοχλεί, τους ταράζει, τους ξεβολεύει. Αυτή η αδύναμη, σιωπηλή, διακριτική γυναίκα εκλαμβάνεται τώρα ανυπόκριτα και απερίφραστα ως είδος απειλής:

Εμείς ως τότε θαρρούσαμε πως είναι καμιά τουρκομερίτισσα δικιά μας, απ’ τις πάμπολλες εκείνες, που δεν ήξεραν λέξη ελληνικά, μια και η ανταλλαγή των πληθυσμών είχε γίνει με βάση τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα. Η αποκάλυψη αυτή στη αρχή μάς τάραξε. Δε μας έφτανε που είχαμε δίπλα μας του Κεμάλ το σπίτι, σα μια διαρκή υπενθύμιση της καταστροφής, θα είχαμε τώρα και τους τούρκους να μπερδουκλώνονται πάλι στα πόδια μας; Και τι ακριβώς ήθελε από μας αυτή η γυναίκα; Πάνω σ’ αυτό δεν απαντήσαμε, κοιταχτήκαμε όμως βαθιά υποψιασμένοι.

Άραγε, διερωτάται κανείς, αυτό που ενοχλεί περισσότερο είναι ότι το σπίτι του Κεμάλ θυμίζει τον αιμοβόρο πατέρα του τουρκικού εθνικισμού ή ότι ανακαλεί στις πληγωμένες και οργισμένες μας ψυχές την εποχή της συμβίωσης πριν τον εθνικισμό;

Η Τουρκάλα εν τέλει αποσύρεται τόσο ξαφνικά όσο κάποτε εμφανίστηκε στη γειτονιά:

Η γυναίκα ξαναφάνηκε και τον επόμενο χρόνο, λίγο πριν απ’ τον πόλεμο. Όμως τη φορά αυτή της προσφέραμε νερό απ’ τη βρύση. Αρνήθηκε να πιει το νερό. Μόλις το έφερε στο στόμα, μας κοίταξε στα μάτια και μας έδωσε πίσω το γεμάτο ποτήρι. Επειδή την είδαμε ταραγμένη, θελήσαμε να της εξηγήσουμε. Ο σιχαμένος σπιτονοικοκύρης μας είχε διοχετεύσει το βόθρο του σπιτιού στο βαθύ πηγάδι. “Τώρα που σας έφερα το νερό στις κουζίνες σας, δε σας χρειάζεται το πηγάδι”, μας είχε πει. Η γυναίκα βούρκωσε, δε μας έδωσε όμως καμιά εξήγηση για την τόση λύπη της.

Ο σπαραγμός της Τουρκάλας, όταν αντιλαμβάνεται τη μόλυνση του νερού από τους οχετούς, και η ξαφνική φυγή της φαίνεται να απηχούν ξεκάθαρα τον βραχνά μιας πόλης που πεθαίνει. Η γειτονιά (η γειτονιά της;) παραδίδεται στα ανηλεή χέρια “συμμοριών” («κτηνανθρώπους», του λέει αλλού ο Ιωάννου), που μετέτρεψαν την πόλη σε μια θάλασσα από τσιμέντο κι έπνιξαν την ψυχή της με τις σύγχρονες “ανέσεις” τους:

Δεν την ξανάδαμε από τότε. Ήρθε – δεν ήρθε, άγνωστο. Άλλωστε και να ‘ρχότανε δε θα ‘βρισκε πια το κατώφλι με το αφράτο μάρμαρο για να ξαποστάσει. Το σπίτι είχε από καιρό παραδοθεί σε μια συμμορία εργολάβων και στη θέση του υψώθηκε μια πολυκατοικία απ’ τις πιο φρικαλέες. Τώρα ετοιμάζονται να την γκρεμίσουν οι γελοίοι. Ποιος ξέρει τι μεγαλεπήβολο σχέδιο συνέλαβε πάλι το πονηρό μυαλό τους. Αν γίνει αυτό, θα παραφυλάγω νύχτα μέρα, ιδίως όταν το σκάψιμο θα έχει φτάσει στα θεμέλια, κι ίσως μπορέσω να εμποδίσω ή τουλάχιστο να καθυστερήσω το χτίσιμο του νέου εξαμβλώματος.

Το τέλος του διηγήματος πυκνώνει ακόμη περισσότερο το πέπλο του μυστηρίου: τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και το παραμύθι τώρα θολώνουν. Ο αφηγητής αποκαλύπτει ότι η έγνοια του για τη σωτηρία ενός ψήγματος από την παλιά, την αυθεντική Θεσσαλονίκη σε αυτή τη γειτονιά είναι προσωπικό στοίχημα:

Την προηγούμενη φορά είχε βρεθεί εκεί στα βάθη ένα θαυμάσιο ψηφιδωτό, που άρχιζε απ’ το οικόπεδο του δικού μας σπιτιού και συνεχιζόταν προς το σπίτι του Κεμάλ. Το ψηφιδωτό αυτό οι δασκαλεμένοι εργάτες το σκεπάσανε γρήγορα γρήγορα για να μην τους σταματήσουν οι αρμόδιοι. Πάντως, τις ώρες που το έβλεπε το φως του ήλιου, γίνονταν διάφορα σχόλια απ’ την έκθαμβη γειτονιά. Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γριά να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».

Εδώ φαίνεται να λύεται το μυστήριο της Τουρκάλας. Τι μάθαμε όμως στ’ αλήθεια; Η αλήθεια χάνεται στο πέπλο του παραμυθιού (η γλώσσα η ίδια εδώ μιμείται το παραμύθι). Η Τουρκάλα και το παρελθόν της χάνονται μέσα στον μύθο· γίνονται θρύλος. Η παλιά πόλη, η χαμένη πόλη, γίνεται πια η ίδια ένας θρύλος. Δεν είμαστε βέβαιοι αν υπήρξε καν ποτέ.