Tags

, , , , , ,


[Ομιλία προς τους μαθητές της Αγγλικής Σχολής Λευκωσίας, που εκφωνήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2023, στο πλαίσιο Ημερίδας Αρχαίων Ελληνικών, που διοργάνωσε το σχολείο. Ευχαριστώ τη φίλη και συνάδελφο Εύα Πολυβίου για την πρόσκληση]

Το 2017, η πακιστανικής καταγωγής Βρετανίδα μυθιστοριογράφος Καμίλα Σάμσι δημοσίευσε το μυθιστόρημα Home Fire, που στα ελληνικά μεταφράστηκε μάλλον αδόκιμα ως Κρυφή Φωτιά. Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στη Βρετανία του σήμερα· η ιστορία του, όμως, είναι στην ουσία της παμπάλαια, αφού είναι ριζωμένη στην αρχαία Ελλάδα της ιστορίας και του μύθου. Το Home Fire αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας Βρετανών μουσουλμάνων πακιστανικής καταγωγής. Το αγόρι της οικογένειας ριζοσπαστικοποιείται, γίνεται μέλος του ISIS και σκοτώνεται ως τζιχαντιστής. Η πατρίδα του, η μόνη πραγματική πατρίδα που γνώρισε, του αφαιρεί εκδικητικά τη βρετανική ιθαγένεια και δεν επιτρέπει στην οικογένειά του να τον θάψει στην Αγγλία. Ο νεκρός παγιδεύεται άταφος στο Πακιστάν. Η αδελφή του δεν αποδέχεται τη σκληρότητα του νόμου. Ταξιδεύει στην ασιατική χώρα, παραλαμβάνει τον σκοτωμένο και μπαστακωμένη κυριολεκτικά σε ένα πάρκο, με το άψυχο σώμα να αποσυντίθεται, πεισματικά απαιτεί να της επιτρέψουν να θάψει τον αδελφό της στο χώμα της πατρίδας του, όπως κάθε άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, δικαιούται. Ο ερωτικός της σύντροφος, επίσης πακιστανικής καταγωγής, του οποίου ο πατέρας είναι ο Υπουργός Εσωτερικών που στην πράξη μπλόκαρε τον επαναπατρισμό του «Βρετανού τζιχαντιστή», συγκρούεται με τον ισχυρό του γονέα υποστηρίζοντας τα ανθρώπινα δικαιώματα του «προδότη» νεκρού και της οικογένειάς του. Στο τέλος, αυτός και η κοπέλα πεθαίνουν αγκαλιά, πλάι στο σώμα του σκοτωμένου της αδελφού.

Γιατί σας τα λέω όλα αυτά; Τι σχέση μπορεί να έχει μια ιστορία για έναν τζιχαντιστή και την ασυμβίβαστη αδελφή του με τον λόγο που μαζευτήκαμε σήμερα εδώ, δηλαδή το ερώτημα κατά πόσο αξίζει να μελετήσετε σε επίπεδο GCSE τα αρχαία ελληνικά;

Έχει, φυσικά, κεφαλαιώδη σχέση. Γιατί αυτό το σύγχρονο αφήγημα, που έχει ως θέμα τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», την πιο μεγάλη σύγκρουση του 21ου αιώνα τουλάχιστον μέχρι τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια μοντέρνα διασκευή μιας αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: της τραγωδίας του Οίκου του Οιδίποδα, του τραγικού βασιλιά της Θήβας, που εν αγνοία του παντρεύτηκε τη μάνα του και σκότωσε τον πατέρα του και που οι δυο του γιοι, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, μπλέχτηκαν σε αδελφοκτόνο διαμάχη για τον θρόνο. Ο Πολυνείκης στράφηκε κατά της πατρίδας του, σκότωσε τον αδελφό του, αλλά σκοτώθηκε ταυτόχρονα κι ο ίδιος από το χέρι του Ετεοκλή. Ο θείος τους και νέος βασιλιάς της Θήβας Κρέων διέταξε να μείνει άταφος ο νεκρός του Πολυνείκη να τον φάνε τα σκυλιά. Η αδελφή των σκοτωμένων Αντιγόνη αντιστέκεται: η διαταγή του Κρέοντα εκπροσωπεί το δίκαιο των ανθρώπων, αλλά στη συνείδησή της υπερτερεί το δίκαιο των θεών, που επέβαλλε την ταφή των νεκρών, όποιοι κι αν ήταν, ό,τι κι αν έκαναν. Η Αντιγόνη θάβει τον αδελφό της κατά παράβαση της διαταγής του βασιλιά και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο αρραβωνιαστικός της Αντιγόνης Αίμων, γιος του Κρέοντα, επιχειρεί να μεσολαβήσει υπέρ της μέλλουσας γυναίκας του και όταν αποτυγχάνει, αυτοκτονεί πάνω στο νεκρό της σώμα. Παρεμπιπτόντως, Eamonn λέγεται και ο σύντροφος της Αδελφής στο μυθιστόρημα της Σάμσι.

Η ιστορία της Αντιγόνης έγινε θεατρικό έργο πολλές φορές (η πιο γνωστή εκδοχή ανήκει στον αρχαίο Αθηναίο ποιητή Σοφοκλή) και πρωτανέβηκε στη σκηνή πριν από περίπου 2500 χρόνια. Μπορεί να με ρωτήσετε: και τι μας νοιάζει αν η ιστορία της Σάμσι αντανακλά μια άλλη ιστορία τόσο παλιά; Μας νοιάζει, διότι αυτό που έκανε η Καμίλα Σάμσι (και δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η μόνη) είναι άκρως διαφωτιστικό ως προς το ερώτημα που μας απασχολεί σήμερα.

Με το Home Fire η Σάμσι έδωσε καινούρια, σύγχρονη σημασία στον πανάρχαιο μύθο, αποδεικνύοντας έτσι στην πράξη την αξία που έχει για τον σημερινό άνθρωπο η μελέτη και η δημιουργική (επί)γνωση του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Παραλληλίζοντας την αρχαία τραγωδία της Αντιγόνης και του Πολυνείκη με τη σύγχρονη τραγωδία της Ανίκα Πάσια και του αδελφού της Παρβέζ, η Σάμσι ανακάλυψε πώς φτιάχνεται μια αφήγηση διαχρονική και παγκόσμια, πώς προεκτείνεται το νόημα μιας ιστορίας, ώστε να μην μιλά πια στενά για τη σκληρότητα του βρετανικού κράτους κατά των υπηκόων του ή για το τι σημαίνει σήμερα να είσαι Βρετανός ή για το τι συμβαίνει όταν «η μπότα της ιστορίας καταπατά τις οικογένειες», για να χρησιμοποιήσω μια δική της φράση, αλλά για κάτι πιο πλατύ, πιο γενικό, πιο πανανθρώπινο, που αφορά κάθε τόπο και κάθε εποχή. Αντιπαραβάλλοντας τον σύγχρονο μύθο με τον αρχαίο, η Σάμσι έγραψε μια ιστορία καθολική, οι απηχήσεις της οποίας ξεπερνούν κατά πολύ το επιφανειακό της θέμα, δηλαδή το Ισλαμικό Κράτος και την πιο πρόσφατη φάση του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, ή πιο ειδικά την αποσταθεροποίηση που προκάλεσε στις δυτικές κοινωνίες η ριζοσπαστικοποίηση νεαρών μουσουλμάνων υπηκόων τους. Προβαλλόμενο στο φόντο της αρχαίας Αντιγόνης, το Home Fire πλαταίνει και βαθαίνει, γίνεται σπουδή στα ερωτήματα που πάντοτε βασάνιζαν τον άνθρωπο:

Έχει όρια ο νόμος και η δικαιοσύνη; Ποια δικαιοσύνη υπερτερεί, του ανθρώπου ή των θεών; Ποιες διαφορετικές μορφές μπορεί να πάρει η ριζοσπαστικοποίηση; Μπορεί το κράτος, η επίσημη και νόμιμη εξουσία, να χάσει την ηθική της νομιμοποίηση; Μήπως είναι εξίσου κτηνώδες να εκδικείσαι όσους θεωρείς πως σε αδίκησαν επιμένοντας να εφαρμοστεί εναντίον τους ένας νόμος βάναυσος, που όποιες κι αν είναι οι αρχικές προθέσεις του, καταλήγει να καταπατά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια—την αξιοπρέπεια που υποχρεούσαι να αναγνωρίζεις και να σέβεσαι ακόμη και σε εκείνους που μισείς; Σε ποιους τελικά οφείλει πρωτίστως να δείχνει νομιμοφροσύνη ο άνθρωπος; Στην πατρίδα, όποια κι αν είναι αυτή, ή στην οικογένεια, όποια κι αν είναι αυτή; Τι συμβαίνει, όταν πατρίδα και οικογένεια παύουν να είναι φυσικοί σύμμαχοι και γίνονται εχθροί; Υπάρχει στον κόσμο οτιδήποτε πιο ιερό από τους δεσμούς του αίματος, τον αδελφό, την αδελφή, τη μάνα ή τον πατέρα; Πότε το έλεος υπερτερεί του νόμου; Τι είναι τελικά ο άνθρωπος και πώς διαφέρει από το ζώο; 

Δεν χρειάζεται να γνωρίζει κανείς την Αντιγόνη του Σοφοκλή, για να εκτιμήσει το μυθιστόρημα της Σάμσι. Αν τη γνωρίζει, όμως, αποκτά μια εντελώς καινούρια συναίσθηση του βάθους της γραφής της. Διαβάζοντας μυθιστορήματα σαν το Home Fire αντιλαμβάνεται κανείς πώς, όταν πιάνεσαι γερά από τα θεμέλια, από τις ρίζες, από τις βάσεις της ύπαρξής σου, δεν κλονίζεσαι ποτέ. Και για μας, τους σημερινούς Ευρωπαίους, αυτά τα θεμέλια, οι ρίζες, είναι η αρχαία Ελλάδα και η Ρώμη. Και επαναλαμβάνω: η Σάμσι δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η μόνη που έκανε κάτι παρόμοιο. Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία κάθε εποχής, θα βρεις ένα μικρό έστω λιθαράκι προερχόμενο από την αρχαία Ελλάδα, τις αξίες και τις ιστορίες της.

Θα μπορούσα να σας αραδιάσω ένα σωρό θεωρητικά επιχειρήματα, προκειμένου να σας πείσω ότι αξίζει να μελετήσετε την αρχαία Ελλάδα. Προτίμησα, όμως, να σας δείξω με ένα μικρό παράδειγμα πώς η αρχαία Ελλάδα είναι αυτό που λέτε εσείς οι αγγλομαθείς relevant, constantly and crucially relevant. Μπορεί πολλοί σήμερα, στο πλαίσιο της λεγόμενης «αποαποκιοποίησης», να ζητούν— και δικαίως—να διευρύνουμε την οπτική μας και να πάψουμε να επικεντρωνόμαστε στα κατορθώματα μιας ομάδας «νεκρών λευκών Ευρωπαίων ανδρών», αλλά δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί πειστικά πως η αρχαία Ελλάδα είναι η πλουσιότερη και σπουδαιότερη πηγή των αρχετυπικών αφηγήσεων πάνω στις οποίες στήθηκε ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός, οι βασικές σημερινές μας αξίες, το συλλογικό μας υποσυνείδητο.

Οι αρχαίοι Έλληνες τα είπαν κυριολεκτικά όλα. Αλλά πέρα από τις κατακτήσεις τους στις τέχνες, τις επιστήμες, τη φιλοσοφία, την πολιτική και πολιτειακή οργάνωση και κάθε άλλη πτυχή της ζωής, εμένα προσωπικά με συναρπάζουν πάνω από όλα διότι είναι μεγάλοι παραμυθάδες· έπλασαν ιστορίες—με νόημα πολύ βαθύτερο από το επιφανειακό τους περιεχόμενο:

για τα αδέλφια που μισιούνται θανάσιμα και στο τέλος αλληλοσκοτώνονται για τον θρόνο· για τη γυναίκα που προκρίνει τον αξιοπρεπή θάνατο παρά την ατίμωση και για την αδελφή της, που αντιθέτως προτιμά να ζήσει, έστω με σκυμμένο το κεφάλι· για τη σύζυγο, που δολοφονεί τον άντρα της, διότι θυσίασε σαν σφαχτάρι στον βωμό τη μικρή τους κορούλα· για τη χαροκαμένη κόρη του δολοφονημένου βασιλιά, που ζει μόνο και μόνο για να εκδικηθεί τη φόνισσα μάνα της και στο τέλος κραυγάζει σαν θηρίο, όταν η φόνισσα σφάζεται από τον ίδιο της τον γιο· για τη μάνα που σκοτώνει τα παιδιά της, για να εξολοθρεύσει τη φύτρα του άπιστου πατέρα τους· για τον περιπλανώμενο παλαιό πολεμιστή, που επιστρέφει στην πατρίδα, τη γυναίκα και τον θρόνο του μετά από 20 χρόνια· για τον ήρωα που παγιδευμένος στην οργή του οδηγεί εμμέσως στον θάνατο τον καλύτερό του φίλο, πριν ξεσπάσει ο ίδιος σε μια ενσυνείδητα αυτοκαταστροφική, θηριώδη εκδίκηση κατά των εχθρών του.

Και τόσα, τόσα άλλα… Άπειρες ιστορίες, που δεν έπαψαν ποτέ, αιώνες ολόκληρους μετά τη δημιουργία τους, να διαβάζονται, να αναλύονται, να μεταφράζονται, να παίζονται στη σκηνή, αλλά και να ξαναγράφονται με τον τρόπο της Καμίλα Σάμσι και τόσων άλλων—ανθρώπων από όλες τις γωνιές της γης, όχι μόνο από τον δυτικό κόσμο. Κάθε μια από αυτές τις ιστορίες έγινε μήτρα, από την οποία ξεπήδησαν άλλες ιστορίες, αλλά και εργαλείο, το οποίο οι άνθρωποι συνεχώς μετέρχονται αιώνες μετά, για να κατανοήσουν τον κόσμο με τρόπο πιο διαισθητικό από ό,τι θα μας επέτρεπε «η φιλοσοφία μας», για να θυμηθούμε και τον Σαίξπηρ. Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν φιλόσοφοι, γιατροί, μαθηματικοί, αρχιτέκτονες, φυσικοί επιστήμονες, ιστορικοί, γεωγράφοι και τόσα άλλα. Για μένα, όμως, θα είναι πάντα πάνω από όλα παραμυθάδες, ο λαός που έπλασε μερικές από τις πιο όμορφες ιστορίες του κόσμου.

Κι όλες αυτές οι ιστορίες είναι γραμμένες σε μια πανέμορφη, πάμπλουτη γλώσσα, που, έστω κι αν στην προφορική της μορφή άλλαξε άρδην, ως φυσικόν, μες στους αιώνες, δεν έπαψε ποτέ να αυτοπροσδιορίζεται ως ελληνική για 3000 χρόνια και που προίκισε τις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες με πλήθος όρων είτε αυτοί ήταν γνήσια αρχαιοελληνικοί είτε σύγχρονες λέξεις πλασμένες με αρχαία υλικά. Μια γλώσσα την οποία, ακόμη κι αν δεν τη μιλάς, τη βλέπεις παντού: από την ταμπέλα που περιγράφει την ειδικότητα του γιατρού σου (ophthalmologist!) μέχρι τα παπούτσια που φοράς (βλ. Nike) ή τα επιφωνήματα με τα οποία επιβραβεύεις ένα φίλο σου που θριάμβευσε (kudos! από το αρχαιοελληνικό κῦδος, που σημαίνει δόξα). Μια γλώσσα που, ειδικά αν είσαι Έλληνας ορθόδοξος χριστιανός, την ακούς, στην αρχαία της μορφή, από τη μέρα που μπαίνεις επίσημα στις τάξεις της Εκκλησίας μέχρι τη στιγμή που στα βαθιά σου γεράματα, αν είσαι τυχερός, σε αποχαιρετούν οι αγαπημένοι σου, καθώς κινάς για το ταξίδι που δεν έχει τελειωμό.

Αν με ρωτάτε λοιπόν γιατί αξίζει κανείς να μελετά την αρχαία Ελλάδα, τη γλώσσα και τα κείμενά της, αυτή είναι η βασική μου απάντηση. Δεν είναι απάντηση πρωτάκουστη και υπέρλαμπρα σοφή, αλλά είναι, πιστεύω, ουσιαστική: αξίζει, διότι η αρχαία Ελλάδα δεν είναι ούτε «αρχαία» ούτε νεκρή»· είναι η μήτρα όλων των μεγάλων μας παραμυθιών· είναι ο καθρέφτης στον οποίο η σύγχρονη Ευρώπη κοίταξε και κοιτάζει, για να κατανοήσει τον εαυτό της, για να εφεύρει τον εαυτό της· είναι η πηγή των μεγάλων μας φιλοσοφικών προβληματισμών για τη δημοκρατία, το δίκαιο, τη φύση του ανθρώπου, τη σχέση του με τους θεούς, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα, την πατρίδα, το καθήκον, την τιμή και για τόσα, τόσα άλλα… Δεν υπάρχει, πιστέψτε με, τίποτα πιο συναρπαστικό, πιο διαφωτιστικό ή πιο διδακτικό από το να ανακαλύπτεις τις απαρχές των πραγμάτων, να μαθαίνεις από πού προέρχεσαι και να υποψιάζεσαι κατά πού τραβάς.

Αυτές τις απαρχές των πραγμάτων θα μελετήσετε, αν τολμήσετε να σπουδάσετε τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Θα γνωρίσετε μερικούς από τους δοκιμότερους ποιητές που ανέδειξε ποτέ η ανθρωπότητα: δεν θα υπήρχε ποτέ Δάντης ή Σαίξπηρ ή Γκαίτε ή Τέννυσον ή Έλιοτ, αν δεν υπήρχαν ο Όμηρος, ο Ησίοδος, η Σαπφώ, ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης, ο Μένανδρος. Κάνοντας αρχαία, θα συναντήσετε τους ιστορικούς, τους φιλοσόφους και τους ρήτορες που μας δίδαξαν πώς να σκεφτόμαστε και να γράφουμε: τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Δημοσθένη, τον Ισοκράτη, τον Αισχίνη. Θα ανακαλύψετε έναν πολιτισμό που τολμούσε να κοιτάξει τον εαυτό του στα μάτια, που αναγνώριζε και επέκρινε τα λάθη και τις παραλείψεις του, που συγκρότησε το πιο θαυμαστό σύστημα οργάνωσης που σκαρφίστηκε ποτέ ο άνθρωπος—έστω με τα ελλείμματά του— τη δημοκρατία.

Θα τα μελετήσετε όλα αυτά, πρωτίστως για να γίνετε πληρέστεροι άνθρωποι. Γιατί σκοπός της παιδείας δεν είναι να σας μπάσει στο πανεπιστήμιο ή να σας εξοπλίσει ώστε να γίνετε απλώς τα φρέσκα γρανάζια της καπιταλιστικής μηχανής. Σκοπός της παιδείας είναι να σας κάνει ολοκληρωμένους ανθρώπους.

Είναι τα αρχαία ελληνικά «χρήσιμα»; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Μπορεί μελετώντας τα να μην κερδίσετε το πρώτο σας εκατομμύριο. Αν αυτό είναι το κριτήριο της «χρησιμότητας», τότε τα αρχαία ελληνικά μπορεί να μην είναι «χρήσιμα». Μερικές φορές, όμως, το «μη χρήσιμο», δηλαδή αυτό που δεν μεταφράζεται άμεσα σε χρήμα, δόξα, δύναμη, επιρροή, είναι μακράν χρησιμότερο από όλα τα επιδερμικά insignia που κραδαίνουν κενοί άνθρωποι ως τεκμήρια επιτυχίας.

Η μελέτη των αρχαίων ελληνικών είναι ο ένας πόλος της επιστήμης των Κλασικών Σπουδών (Classics). Ο άλλος πόλος είναι η Ρώμη. Οι Κλασικές Σπουδές μελετούν τα πολιτιστικά επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού από τα πανάρχαια χρόνια μέχρι τον Μεσαίωνα. Πολλοί κατακρίνουν σήμερα τις Κλασικές Σπουδές ως υπερβολικά «ευρωκεντρικές» και «λευκές». Έχουν εν μέρει δίκιο. Μεγάλοι πολιτισμοί που αξίζουν μελέτη αναπτύχθηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι έτυχαν κατάχρησης από ρατσιστικές ιδεολογίες και αυταρχικά πολιτικά συστήματα, προκειμένου να δικαιολογηθούν ή να καλυφθούν με ψευδοεπιστημονικό περίβλημα ποικίλα εγκλήματα. Το κάλεσμα, όμως, για «ακύρωση» των Κλασικών Σπουδών που ακούμε τελευταία από την Αμερική συνιστά «υπερδιόρθωση» και υποταγή στον συρμό (για να μην πω, στον φασισμό) της πολιτικής ορθότητας. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να απαρνηθούμε την ευρωπαϊκή μας καταγωγή και την παρακαταθήκη της· πρέπει να τη γνωρίσουμε και να την αντιμετωπίσουμε κριτικά. Οι Κλασικές Σπουδές είναι η μελέτη του κοινού ευρωπαϊκού μας παρελθόντος—των φωτεινών και των σκοτεινών του στιγμών.

Οι Κλασικές Σπουδές είναι και κάτι ευρύτερο: είναι η καρδιά των Ανθρωπιστικών Επιστημών. Οι ανθρωπιστικές επιστήμες αποτελούσαν κάποτε τη ραχοκοκαλιά κάθε συστήματος εκπαίδευσης. Είτε γιατρός ήθελε να γίνει κανείς είτε μαθηματικός είτε πολιτικός επιστήμονας είτε οτιδήποτε, σπούδαζε (και) ρητορική (και) λογοτεχνία (και) φιλοσοφία. Ο λόγος είναι απλός: οι ανθρωπιστικές επιστήμες διδάσκουν στον άνθρωπο να σκέφτεται, να εκφράζεται γραπτά και προφορικά, να διερωτάται, να αμφισβητεί, να κρίνει—σε μία ή περισσότερες γλώσσες (και η γλωσσομάθεια είναι σπουδαίο γνωστικό εργαλείο, άνοιγμα σε άλλους κόσμους). Οι ανθρωπιστικές επιστήμες μάς μαθαίνουν πώς να αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα στο βάθος του χρόνου και στο πλάτος του χώρου—επειδή πάντοτε υπάρχει λόγος πέρα από το άτομό σου, λόγος ιστορικός και γεωγραφικός, που σκέφτεσαι όπως σκέφτεσαι, κι ας μην το καταλαβαίνεις. Η συναίσθηση της ιστορίας και της γεωγραφίας (ότι από κάπου προερχόμαστε και ότι δεν είμαστε μόνοι ή μοναδικοί στον κόσμο) κάνει τον άνθρωπο σοφότερο, δηλαδή πιο ταπεινό. Η ιστορική προοπτική, η ανεξάρτητη ερευνητική σκέψη, η δυνατότητα να βλέπεις τα πράγματα από πολλαπλές οπτικές γωνίες και να διακρίνεις τα υπονοήματα κάτω από τις γραμμές είναι στοιχεία εκ των ων ουκ άνευ, αν θέλεις να είσαι άτομο σκεπτόμενο και όχι τυφλός οπαδός. Κι όλες αυτές είναι δεξιότητες που προσφέρουν οι ανθρωπιστικές επιστήμες.

Δεν σπουδάζετε αρχαία ελληνικά, για να γίνετε σώνει και καλά κλασικοί φιλόλογοι ή για να εργαστείτε ως καθηγητές. Οι Κλασικές Σπουδές είναι η κορωνίδα των ανθρωπιστικών επιστημών και η ανθρωπιστική παιδεία (θα έπρεπε να) είναι το θεμέλιο κάθε επιστημονικού αντικειμένου σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο.

Μάλλον δεν θα φουσκώσετε τον τραπεζικό σας λογαριασμό διαβάζοντας, π.χ., την Ιλιάδα! Τις ώρες της μεγάλης κρίσης, όμως, στα κλασικά κείμενα είναι που καταφεύγουμε, για να βρούμε παρηγοριά: στους αθάνατους ποιητές, στα ιερά κείμενα των θρησκειών, στα μεγάλα μυθιστορήματα, στα αγέραστα έργα της ζωγραφικής, της γλυπτικής, των άλλων έργων του πνεύματος. Κατά την πρώτη έξαρση της πανδημίας του κορωνοϊού κυκλοφορούσε το εξής τσιτάτο: «Αν διερωτάστε ακόμη για την αξία των τεχνών και των ανθρωπιστικών επιστημών, σκεφτείτε πώς θα τη βγάζατε στην καραντίνα, αν δεν υπήρχαν τα βιβλία, οι ταινίες και η μουσική»! Νομίζω πως τα λέει όλα.

Η αρχαία Ελλάδα ήταν η σπίθα που άναψε τη δημιουργική φωτιά στην Ευρώπη. Δεν είναι εθνικισμός να το λέει αυτό ένας Έλληνας, όπως συχνά ισχυρίζονται κάποιοι: η αρχαία Ελλάδα, άλλωστε, δεν ανήκει αποκλειστικά στους Έλληνες· είναι κτήμα του κόσμου. Αυτό το κτήμα έχετε την προνομιακή ευκαιρία να το κατακτήσετε σπουδάζοντας αρχαία ελληνικά στο σχολείο. Κατακτήστε το, επειδή αξίζει αυτό καθαυτό, όχι ως μέσον, για να πετύχετε κάτι άλλο. 

Από την άλλη, όμως, θα ήταν ανακριβές να ισχυριστούμε πως τα αρχαία ελληνικά δεν μπορούν να αποβούν και «χρήσιμα». Έκανα μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Cambridge. Η συντριπτική πλειοψηφία των προπτυχιακών φοιτητών εκεί μπήκε στη Σχολή Κλασικών Σπουδών, επειδή γνώριζε πως η αγορά εργασίας θα εκτιμούσε τα προσόντα που θα τους χάριζε το σχετικό πτυχίο. Επαναλαμβάνω: κριτική και αναλυτική σκέψη, ιστορική επίγνωση, βαθιά επάρκεια στη χρήση του προφορικού και του γραπτού λόγου, διαλεκτικές ικανότητες. Ελάχιστα από αυτά τα παιδιά έγιναν κλασικοί φιλόλογοι. Οι πλείστοι, μόλις αποφοίτησαν, είτε προσλήφθηκαν σε οργανισμούς που εξέλαβαν το πτυχίο τους ως πιστοποιητικό ευφυίας και επένδυσαν σε αυτούς. Μια μερίδα επίσης, παρακολουθώντας επιμορφωτικά-εκπαιδευτικά προγράμματα βραχείας διάρκειας, έγιναν υπάλληλοι μεγάλων εταιρειών στο City ή αλλού και πρόκοψαν επαγγελματικά και οικονομικά. Άλλοι τέλος αξιοποίησαν το πτυχίο κλασικής φιλολογίας ως επιπλέον προσόν, για να γίνουν δεκτοί σε σχολές υψηλής ζήτησης, όπως οι Νομικές, οι Οικονομικές ή οι Ιατρικές, στις οποίες είναι εξαιρετικά δύσκολο να μπει κανείς από την ηλικία των 18. Το «άχρηστο» πτυχίο των αρχαίων ελληνικών, δηλαδή, εκτός από την καλλιέργεια που τους χάρισε, τους άνοιξε και την πύλη προς τα «χρήσιμα».

***

Συνοψίζοντας, λοιπόν, γιατί να σπουδάσετε αρχαία ελληνικά σε επίπεδο GCSE ή υψηλότερο;

  • Να τα σπουδάσετε, πρωτίστως επειδή η αρχαία Ελλάδα είναι «good to think with»: οι αρχαίοι έθεσαν, συχνά πρώτοι, τα μεγάλα ερωτήματα που ταλανίζουν διαχρονικά τον άνθρωπο και έδωσαν σ᾽ αυτά απαντήσεις (επιστημονικές, φιλοσοφικές, καλλιτεχνικές) που συνεχίζουν να μας αφορούν και να γονιμοποιούν τη σκέψη και τη δημιουργία μας σήμερα.
  • Να σπουδάσετε αρχαία ελληνικά, επειδή η αρχαία Ελλάδα είναι ζωντανή και είναι παντού. Είναι η βάση όσων είμαστε, όχι επειδή ως πολιτισμός είναι εκ φύσεως ανώτερος από τον κινεζικό ή τον ινδικό (όλοι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί είναι εξίσου θαυμαστοί), αλλά επειδή αυτή, μαζί με τη Ρώμη, αποτέλεσαν τα δομικά υλικά της σύγχρονης Ευρώπης.
  • Να σπουδάσετε, όμως, αρχαία ελληνικά, γιατί όχι, και για λόγους πρακτικούς. Θα σας κάνουν πλουσιότερους ανθρώπους (στην ψυχή, αν όχι στο πορτοφόλι), θα οξύνουν τη σκέψη σας, θα σας βοηθήσουν ίσως και να μπείτε σε καλά πανεπιστήμια, για να υλοποιήσετε τους στόχους και τις προσδοκίες σας.

Και σας το εγγυώμαι: οι ιστορίες των αρχαίων έχουν τόσο «αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα» (ενίοτε και άλλα σωματικά υγρά!) που δεν θα βαρεθείτε ούτε στιγμή!