Tags

, , , , , ,


Ύστερα τα ξεχνούσαμε όλα και μετά το βραδινό συσσίτιο έπαιρνα το φίλο μου και τραβούσαμε συνήθως για τη Ραμόνα. Κι αυτός, όπως όλοι οι προορισμένοι, αμέσως παρασύρονταν. Μες στα σοκάκια της Ραμόνας, σε κείνα τα παλιοκαφενεία, στους τεκέδες, πίσω απ’ τις μάντρες με τα παλιοσίδερα, πάντα περίμεναν διάφορες γυναίκες. Όλες τους ήτανε μια και μια· χοντρές και μεγάλες στα χρόνια. Όταν αυτές θα ’ταν πια ξεβγαλμένες, εμείς ήμασταν ακόμα μια σπίθα στα μάτια του πατέρα μας.

Σε αντίθεση με τα άλλα δύο διηγήματα του Γιώργου Ιωάννου που εξετάσαμε με λεπτομέρειες (το “Στου Κεμάλ το Σπίτι“, που τοποθετείται στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, και “Το Κρεβάτι“, που παρουσιάζει τη μοίρα των Εβραίων επί κατοχής), τα “Εβραίικα Μνήματα” (από τη συλλογή Για ένα φιλότιμο) μας μεταφέρουν πια στα σοκάκια και στις κακόφημες συνοικίες της μεταπολεμικής πόλης.

Το διήγημα αποτελεί μια ακόμη ιστορία “λοξής ενηλικίωσης”, όπως και το “Κρεβάτι”, καθώς επίσης, ταυτόχρονα, και με εστίαση ξανά σε έναν συμβολικό χώρο, αλληγορία για την αλλοτρίωση μιας πόλης και μιας εποχής: στη Θεσσαλονίκη των “Εβραίικων Μνημάτων” οι Εβραίοι αποτελούν πια αυτό ακριβώς: μνήματα, θλιβερή μόνο ανάμνηση ενός πεθαμένου κόσμου.

Ό,τι έχει απομείνει από την παλιά, ακμάζουσα και ισχυρή κοινότητα των Σεφαραδιτών Εβραίων της πόλης είναι βουβά λείψανα, θολές μνήμες, προσβεβλημένες από ελλείποντα ανθρώπινο σεβασμό. Το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, κάποτε ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του εβραϊσμού, είναι πια μια ατέλειωτη αλάνα με λάκκους, που εξυπηρετεί ως πρόχειρο «ξενοδοχείο» για τις εφηβικές περιπέτειες των νεαρών πρωταγωνιστών του διηγήματος, αλλά και ως γενναιόδωρο νταμάρι, που τροφοδοτεί τον οικοδομικό οργασμό ο οποίος συνεπαίρνει τώρα την πόλη. Οι εβραϊκές ταφόπλακες έγιναν τώρα οικοδομικά υλικά – πολλές φορές, γράφει ο Ιωάννου, με τα απομεινάρια των παλιών νεκρών ακόμη επάνω τους – και σκόρπισαν παντού:

Μετά το μεγάλο γιάγμα της Κατοχής άρχισαν να ξηλώνουν για καλά τα εβραίικα μνήματα. Τα περισσότερα τούβλα και τις πλάκες τις πήραν οι εκκλησίες. Ξύσανε τα σύνεργα και τα γράμματα ή τις γυρίσαν ανάποδα και κάναν πλακοστρώσεις καλές για γονατίσματα, ακόμη και για γλειψίματα. Μόνο που πολλές απ’ αυτές έχουν ακόμα κάτι λεκέδες από λίπος. Ήταν στρουμπουλοί συνήθως οι Εβραίοι.

Αυτές οι ανακυκλωμένες πλάκες είναι ορατές στα κτίσματα της πόλης ακόμη και σήμερα.

Σε ένα άλλο κείμενό του, δημοσιευμένο στη συλλογή Το δικό μας αίμα (1978), ο Γιώργος Ιωάννου γράφει τα εξής για το εβραϊκό νεκροταφείο:

Με την ειρήνη [Σημ.: το τέλος της γερμανικής κατοχής], ξανάρχισε η προσπάθεια για την ανοικοδόμηση του νέου Πανεπιστημίου, πάνω στο χώρο του εβραίικου νεκροταφείου. Η θέση του αρχικού κτιρίου ήταν, θαρρείς, διαλεγμένη επίτηδες. βρισκόταν σε κεντρικό σημείο της πόλης και συγχρόνως συνόρευε με τα εβραίικα μνήματα, μια τεράστια έκταση όπου θα μπορούσε άνετα να αναπτυχθεί μία μέτρια επαρχιακή πόλη. Οι Εβραίοι δεν ξεθάβουν τους νεκρούς τους. Αιώνες απλωνόταν ολοένα το νεκροταφείο τους έξω από τα τείχη τα ανατολικά εκεί στην πύλη της Καλαμαριάς και στο Συντριβάνι. Η περιοχή από την αρχαία εποχή χρησίμευε για νεκροταφείο των κατοίκων, όπως άλλωστε όλες οι κατάλληλες περιοχές, οι αμέσως έξω από τα τείχη των πόλεων. και το χριστιανικό νεκροταφείο, η Ευαγγελίστρια, στην ίδια περιοχή και έξω από τα τείχη βρισκόταν. Η τεράστια έκταση του εβραίικου νεκροταφείου περιβαλλόταν από ένα όχι υψηλό μαντρότοιχο, κάτι σαν μικρό σινικό τείχος, που ανέβαινε δεξιά όλον τον ανήφορο για τις Σαράντα Εκκλησιές, κατηφόριζε από τους Χορτάτζηδες, του Πεντζίκη και τη Δόξα κι έκλεινε αποκάτω με τις παράγκες της Αγίας Φωτεινής. Αραιά και πού υπήρχαν φανοστάτες με γκαζόλαμπες. Οι τάφοι, ύστερα από τόσα χρόνια, δεν είχαν τίποτε το ανατριχιαστικό, ακόμα και τη νύχτα. Οι ταφόπετρες ήταν όλο βελουδένιες λειχήνες με τους γλυκούς εκείνους χρωματισμούς. Όταν ήταν ωραίος ο καιρός, πολύς κόσμος έκαμνε τη βόλτα του εκεί πέρα. Τη νύχτα, τα ζευγαράκια πηγαίνανε, κυρίως, στα οπίσθια του Πανεπιστημίου, όπου υπήρχαν κάτι ιδιότροπα μνήματα. Οι Εβραίοι έλεγαν αυτήν την περιοχή “Χολέρα”. Άλλο είναι όμως να το διαβάζεις, κι άλλο να σου τολένε οι ίδιοι με τη μακρόσυρτη ισπανική προφορά τους. Εκεί βρίσκονταν θαμμένοι όλοι οι Εβραίοι που είχαν πάει από χολέρα το 1911 και το 1913. Αλλά αυτό πώς να το ξέρουν και τι να το κάνουν τα αθώα ζευγαράκια; Πάνω στην Χολέρα είναι χτισμένη η Νομική Σχολή. Τι να πει πια κανείς; Εκεί, πάλι, που βρίσκεται η Φυσικομαθηματική, καθώς και η Ιατρική, με το πλακόστρωτο προαύλιο, ήταν το γήπεδο του Ηρακλή. Από την κάτω μεριά, κολλητό κι αυτό με το χώρο του παλιού πανεπιστημίου, βρισκόταν το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Εκεί υψώθηκε η Θεολογική Σχολή και πραγματοποιήθηκε έτσι μία σπάνια αντίθεση. Δύο γήπεδα δηλαδη, ένα αποδώ κι ένα από κει, σαν φτερούγες, στη μέση το Πανεπιστήμιο, και πίσω απ’ όλα αυτά η απέραντη νεκρόπολη. Όταν είχε ποδόσφαιρο, πετούσαμε από τις φωνές στα ουράνια. Τελικά όμως το Πανεπιστήμιο ξεδιπλώθηκε και τα κάλυψε όλα.

Σε αντίθεση με τη νέα ζωή που αναδύεται μέσα από τις πιο πάνω γραμμές, στο διήγημα που μας απασχολεί ο Ιωάννου στήνει ατμόσφαιρα παρακμής και θανάτου, ενός ερωτισμού ματαιωμένου, άκαρπου και ζωώδους, την οποία ο αφηγητής φροντίζει να επιτείνει με συνεχείς γραφικές αναφορές στη σαρκική πραγματικότητα της φθοράς. Οι τάφοι στα εβραίικα μνήματα είναι ανοικτοί: ο αφηγητής και η παρέα του θα χρησιμοποιήσουν τα ανοικτά μνήματα για τις φευγαλέες ερωτικές τους συνευρέσεις· το ανοικτό μνήμα, όμως, μοιάζει τρόπον τινά με στόμα που βγάζει κραυγή για τον θάνατο – και πάλι – μιας πόλης και μιας εποχής, την οποία ο Ιωάννου ταυτίζει με την αθωότητα.

Το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης σε φωτογραφία εποχής (από το ιστολόγιο Γλυπτοθήκη – glypto.wordpress.com)

Και εδώ λοιπόν η ατομική συμπλέκεται με τη συλλογική εμπειρία. Η στιγμή κατά την οποία η νεανική ομάδα κατεβαίνει μέσα στα εβραϊκά μνήματα, για να απολαύσει τους καρπούς του καινοφανούς ανδρισμού της, είναι ακριβώς η στιγμή κατά την οποία τα ατομικά βιώματα των νεαρών αυτών συμπλέκονται με την τραγική μοίρα ολόκληρης της πόλης και ιδιαίτερα των κατοίκων της που δεν υπάρχουν πια.

Και εδώ επίσης η ατομική εμπειρία είναι τραυματική και συνδέεται με την ενοχική αφύπνιση ενός παράταιρου, στιγματισμένου, επικίνδυνου ερωτισμού (“κάθε βράδυ τα παίζουν όλα για όλα”: οι άνθρωποι δεν κινδυνεύουν μόνο από τα αφροδίσια: στα χρόνια αυτά η ομοφυλοφιλία, ακόμη και η μοιχεία, είναι ποινικά αδικήματα). Εν τέλει ο ερωτισμός αυτός είναι μηχανικός, αυτόματος, ζωώδης (“λένε πως μόλις παίρνει να νυχτώνει κάτι τους πιάνει. Παρατούν σπίτια, οικογένεια και τα πάντα και ξεβράζονται εκατοντάδες από όλες τις διευθύνσεις”). Η Ραμόνα είναι μέρος που “οι πραγματικά ερωτευμένοι” αποφεύγουν.

Ο αφηγητής μιλά για το ξύπνημα της σεξουαλικότητας με όρους σχεδόν μυστικιστικούς (και ο μυστικισμός συνδυάζει την ακαταμάχητη γοητεία με τον τρόμο):

Εκείνη την εποχή πάνω στο στήθος μερικών από μας είχε αρχίσει να σχηματίζεται ένας μαύρος σταυρός από χνούδι. Όσοι τον είχαν ξεχώριζαν και από άλλα κοινά σημάδια, λες και ήταν για κάτι ιδιαίτερο προορισμένοι.

Ο μυστικισμός αυτός είναι η κατάλληλη ανταπόκριση στο μυστήριο της ωρίμανσης του ανδρικού σώματος, την οποία ο αφηγητής παρατηρεί, στο δικό του σώμα αλλά και στο σώμα των άλλων, με οφθαλμολαγνική ένταση:

Τις περισσότερες φορές από μια μόνο κίνηση μάντευα τον προορισμένο. Κατόπι άρχιζα την παρακολούθηση και συνήθως τα επιβεβαίωνα όλα, όταν, αργά η γρήγορα, τύχαινε να μάς πάνε στο λουτρά.

Ως συνήθως στον Ιωάννου, το ξύπνημα του ερωτισμού είναι συνδεδεμένο με την ντροπή και την ενοχή: οι νεαροί ξεκινούν με την ανεμελιά και την τρέλα του παιδιού, στη συνέχεια, όμως, επικάθεται στις ψυχές τους η συστολή, η ντροπή και η εσωστρέφεια, συναισθήματα που στην ψυχή του αφηγητή επιτείνονται για διαφορετικούς από τους συνήθεις λόγους:

Στην αρχή, όταν μπαίναμε, σηκώναμε τον κόσμο απ’ τα γέλια και τις διάφορες τσιρίδες, μόλις όμως βγάζαμε εντελώς τη στολή και άρχιζε να τρέχει το νερό, έπεφτε βαριά βουβαμάρα. Τα βλέμματα όλων χάναν την ευθύτητά τους. Οι προορισμένοι πάντως μου έδιναν την εντύπωση πως έκαναν απεγνωσμένες προσπάθειες να χωθούν μες το σωρό και να γλυτώσουν.

Η συμπλοκή της ατομικής με τη συλλογική εμπειρία στα “Εβραίικα Μνήματα” υποβοηθείται από το γεγονός ότι και οι δύο δραματικοί χώροι, οι νυν κακόφημες συνοικίες της πόλης και όχι μόνο το εβραϊκό νεκροταφείο, είναι χώροι συνδεδεμένοι με την τραγωδία των Εβραίων (την γκετοποίησή τους επί κατοχής, τη σύληση των τάφων, την καταλήστευση των περιουσιών τους). Χαρακτηριστικό είναι το εξής παράλληλο κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου για τη διπλανή συνοικία Χιρς (από τον τόμο Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν):

Για πολλά χρόνια σύχναζα σε μια κακόφημη περιοχή, τα Παραβαρδάρια. Εγώ τη βάφτισα έτσι και μ’ αυτό το όνομα εννοούσα δυο συνοικισμούς: τη Ραμόνα (μεταξύ Βαρδάρι και νέου σιδηροδρομικού σταθμού) και το συνοικισμό Χιρς (μεταξύ Βαρδάρι και παλιού σταθμού). Αμέσως μετά τον πόλεμο, ο συνοικισμός Χιρς άρχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στην κακόφημη Θεσσαλονίκη, και μάλιστα επί πολλές δεκαετίες. Μόλις τώρα τελευταία άρχισε ν’ αποχρωματίζεται κι αυτός. Ο συνοικισμός Χιρς, λοιπόν, ταυτίστηκε και για μένα με το νυχτερινό και αγοραίο έρωτα. Ενώ όμως για τους πιο πολλούς αυτή η περιοχή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μέρος που τους βόλευε για ψουνιστήρι, εμένα με έκαιγε γιατί μου θύμιζε διαρκώς τα μαρτύρια των Εβραίων. Γιατί, όπως ξέρεις, οι Γερμανοί είχαν κάνει εδώ, το 1943, ένα φριχτό γκέτο για τους φουκαράδες τους Εβραίους κι από δω τους φόρτωσαν στα απαίσια βαγόνια του θανάτου. Εδώ λοιπόν, γράφτηκε η τελευταία σελίδα του δράματος των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Σκηνές απίθανες εξευτελισμού και μαρτυρίου. Δεν τα ζήσαμε βέβαια, τα διαβάσαμε (εγώ πρόλαβα να δω τα ατελεύτητα καραβάνια των Εβραίων στην Εγνατία), πάντως είναι εύκολο να καταλάβει κανείς την τραγωδία που ξετυλίχθηκε σ’ αυτή τη γειτονιά.

Σ’ αυτή λοιπόν, τη γειτονιά του μαρτυρίου ενός ολόκληρου λαού πήγαινα εγώ για να ψουνίσω έρωτα και να ψουνιστώ. Και μη μου πεις ότι αυτός ο έρωτας δε γίνονταν να μην έχει μια γεύση από το μαρτύριο αυτό, αφού κι αυτός ο έρωτας μαρτύριο ήταν. Κι ακριβώς γιατί ο έρωτάς μου ήταν ένα μαρτύριο, με βοηθούσε να ζήσω και να νιώσω ακόμη περισσότερο το μαρτύριο των συνανθρώπων μου.

Κατά το γνωστό μας λοιπόν πια μοτίβο, και σ’ αυτό το διήγημα του Ιωάννου η προσωπική ενοχή για τις πράξεις που το άτομο κάνει και που τον πληγώνουν συμπλέκεται με την αηδία που νιώθει για την εθνική και κοινωνική κατάντια που βιώνει γύρω του και στην οποία συμβάλλει και ο ίδιος:

Είναι βαρύ να βολοδέρνεσαι τη νύχτα σε χώρους, που κατά βάθος πολύ τους σέβεσαι. Είναι όπως όταν ασχημονείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι όπου σε περιτριγυρίζουν πράγματα, που αγγίζουν συνεχώς τα πιο αγαπημένα σου πρόσωπα ή τα μικρά σου αδέρφια.

Από τα διηγήματα που μελετήσαμε αυτό είναι εκείνο στο οποίο η ομοφυλοφιλία του αφηγητή εμφανίζεται σαφέστερα και όπου το δράμα της κοινωνικής περιθωριοποίησης προβάλλει εντονότερο. Εξαρχής ο αφηγητής αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι “προορισμένος”: παίζει όμως θέατρο, μια πικρή φαρσοκωμωδία, στην προσπάθειά του να αποκρύψει από τους φίλους του την αποκλίνουσα σεξουαλικότητά του. Η οφθαλμολαγνεία του, η οποία προϊόντος του χρόνου εξελίσσεται από τις κρυφές ματιές στα σώματα των φίλων στην κανονική παρακολούθηση των σεξουαλικών τους κατορθωμάτων, είναι παράπλευρη εκδήλωση της σεξουαλικής του απόκλισης. Οι φίλοι ερωτοτροπούν, ο αφηγητής προσποιείται ότι ακολουθεί. Μετά βεβαιότητος, παρακολουθεί:

Πηγαίναμε τόσο συχνά, ώστε στο τέλος συνηθίσαμε σε ορισμένους λάκκους. Έριξα κατόπι την ιδέα και δίναμε ραντεβού μέσα στους λάκκους. Οι γυναίκες μας περίμεναν εκεί ξαπλωμένες ή καθισμένες. Όταν όμως φτάναμε εμείς πιο μπροστά, τις περιμέναμε καθισμένοι απ’ έξω, ο καθένας στον τάφο του. Έβλεπα την κορμοστασιά του φίλου μου να διαγράφεται μέσα στην ανταύγεια απ’ τα φώτα της Έκθεσης τα πυροτεχνήματα, και σκεφτόμουν πόσο δίκιο έχει ο Τσαρούχης όταν βάζει φτερά στους ναύτες που ζωγραφίζει. Μόλις ο φιλαράκος μου χανόταν, κατέβαινα κι εγώ μέσα στον τάφο μου, πολλές φορές μόνος. Το κορίτσι, ας πούμε, το δικό μου δεν ήταν και τόσο ταχτικό· δεν το ομολογούσα όμως. Φρόντιζα μάλιστα να λερωθώ κάπως με χώματα σε καίρια σημεία για να ’χω να τινάζομαι κι εγώ μόλις βγαίναμε στα φώτα.

Η νοσηρότητα της όλης εμπειρίας (ερωτικές πράξεις με άσχημες, γριές πόρνες μέσα στους λάκκους) αντιστοιχεί με τη νοσηρότητα που αναγνωρίζει ο ίδιος ο αφηγητής μες την ψυχή του. Στον Ιωάννου, άλλωστε, ο πιο αμείλικτος τιμητής της σεξουαλικής ετερότητας είναι ο ίδιος ο Άλλος. Για τον αφηγητή ο συνδυασμός ακαταμάχητης ηδονής και συντριπτικής ενοχής ισοδυναμεί ουσιαστικά με θάνατο της ψυχής: ο αφηγητής κατεβαίνει «στον τάφο του». Η τραγικότητά του δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι είναι διαφορετικός, όσο στο ότι μη αποδεχόμενος τη σεξουαλικότητά του, μη έχοντας καν το κουράγιο έστω στα κρυφά να τις εξασκήσει, καταφεύγει σε ένα νοσηρό κόσμο φαντασιώσεων. Τα πάντα είναι μια “σκηνοθεσία”.

Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη στο διήγημα αυτό είναι η τάση του Ιωάννου να περιγράφει τις ήδη σκληρές σκηνές του με ακόμη πιο σκληρή παραστατικότητα, με συνειδητό σκοπό να σοκάρει. Όπως ο πρωταγωνιστής στο επίπεδο της ιστορίας, έτσι και ο αφηγητής στο επίπεδο της αφήγησης, αποκομίζει ηδονή, μια περίεργη σαδιστική ηδονή. από το γεγονός ότι ταράζει τον αναγνώστη. Η αίσθηση της αηδίας, αλλά και το ξένισμα που νιώθει ο αναγνώστης είναι κάτι που ο αφηγητής επιδιώκει συνειδητά να του προκαλέσει.

Η λύση επέρχεται καθώς σταδιακά οι σύντροφοι απομακρύνονται και ο αφηγητής βυθίζεται στην απομόνωσή του. Το διήγημα τελειώνει απότομα, κοφτά με έναν τόνο υπόκωφης ζήλιας για την ελευθερία και την ανεμελιά που ο φίλος βιώνει αλλά που στον αφηγητή διαφεύγει – όπως του διαφεύγει και η πόλη που τριγύρω του απλώνεται σχεδόν σαν νεκρή:

Ένα βράδυ μίλησε [sc. ένας από τους συντρόφους του] για κάποιον ηδονοβλεψία. Κάποιος σα να τον παραμόνευε· δεν τον είχε δει βέβαια. Ξαφνικά έκοψε να ’ρχεται μαζί μου. Πήγαινε τις νύχτες στο λιμάνι κι έπεφτε γυμνός στη θάλασσα. Έβγαζε πυρομαχικά από βυθισμένες μαούνες. Πόρνες και τελώνες ήταν πια οι παρέες του. Τίποτε δε λογάριαζε, δεν μπορούσε να λογαριάσει.