Tags

, , , , , , , ,


Η έννοια «ὕβρις» είναι από τις πιο γνωστές (ή έστω οικείες) έννοιες της αρχαίας ελληνικής κουλτούρας. Υπερβασία που οδηγεί στην τρέλα του μυαλού και στην αυτοκαταστροφή: σχήμα που σφράγισε τραγωδίες, όπως οι αισχύλειοι Πέρσαι, ιστορικές πραγματείες, όπως η Ἱστορίη του Ηροδότου και πολλές άλλες εκδηλώσεις του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Η αριστοτελική μεσότης, π.χ., η τομή ανάμεσα στην ὑπερβολήν και την ἔλλειψιν, εκφράζει την ίδια αντίληψη περί ισορροπίας και τάξης, αυτή τη φορά στο επίπεδο της Ηθικής (δηλαδή της θεωρίας της ανθρώπινης συμπεριφοράς).

Είναι προφανές ότι η αντίληψη αυτή περί συμπαντικής ισορροπίας, όσο και αν φαίνεται υπερβατική, είναι επί της ουσίας βαθιά κοσμική και δη πολιτική, καθώς η τάξη προαπαιτεί αυστηρά ρυθμισμένη πολιτικοκοινωνική οργάνωση, στην οποία υπάρχουν θέσεις και όρια, τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνει κανείς ελαφρά τη καρδία. Το υπέρτατο όριο είναι βεβαίως το αδιάβατο σύνορο ανάμεσα στους θνητούς και τους αθανάτους, το οποίο συνήθως οι άνθρωποι υπερβαίνουν συμβολικά μέσω της αλαζονείας και της μεγαλοφροσύνης. Ἄνθρωπον ὄντα δεῖ φρονεῖν τἀνθρώπινα, αξίωνε γνωμικό που αποδίδεται στον Μένανδρο. Ή όπως θα το’ λεγε το Μαντείο: Μηδὲν ἄγαν.

Το Μαντείο, φυσικά, ήταν ασυμβίβαστος θεματοφύλακας της «πολιτικής γεωμετρίας» στην οποία αναφερθήκαμε — όσο και αν με το κατάλληλο αντίτιμο δεν δίσταζε να διερμηνεύει την έννοια της υπερβασίας ποικιλοτρόπως και να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα έχοντας πάντοτε ιδιαίτερες σχέσεις με τις κυρίαρχες δυνάμεις: το Μαντείο μήδιζε επί Μηδικών, λακώνιζε επί Πελοποννησιακού Πολέμου και φιλίππιζε την εποχή της ανόδου των Μακεδόνων…

Λίγοι μη ειδικοί ίσως γνωρίζουν ότι η έννοια της ὕβρεως δεν είχε μόνο ποιητικό ή φιλοσοφικό περιεχόμενο στην ελληνική αρχαιότητα, αλλά ήταν έννοια επίσης νομική, τουλάχιστον στην αρχαία Αθήνα. Ανάμεσα στις σοβαρότερες δικαστικές διαδικασίες που προέβλεπε η αθηναϊκή νομοθεσία ήταν η γραφὴ ὕβρεως, η οποία επέσυρε ακόμη και την ποινή του θανάτου.

Η ὕβρις στη νομική της διάσταση σχετιζόταν με την τιμή και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και αφορούσε κυρίως περιπτώσεις βίαιης επίθεσης κατά πολιτών. Το αδιάβατο όριο αυτή τη φορά, δηλαδή, είναι το σώμα του πολίτη και του οἴκου του: των ανθρώπων που συμπεριλαμβάνονταν σε αυτόν, της περιουσίας που του αναλογούσε ή της τιμής που η κοινωνία του όφειλε. Το όριο που χαράσσεται από το σώμα, αλλά και την περίφραξη της οικίας του πολίτη, είναι άσυλο ασφαλείας και ευημερίας. Οποιαδήποτε παραβίασή του συνιστά υπερβασία με συνεπαγωγές πολύ πέραν του ατόμου που προσεβλήθη. Το σώμα του ελεύθερου πολίτη προσδιορίζεται εκ του αντιθέτου από το σώμα του δούλου. Το σώμα του δούλου μπορεί να υποβληθεί σε ταλαιπωρίες, σε εξευτελισμούς (όπως π.χ. η πορνεία), ακόμη και σε βασανιστήρια υπό προϋποθέσεις. Το σώμα του ελευθέρου είναι ιερό και απρόσβλητο. Και αν η ιερότητα, η ασυλία, αυτή αρθεί, τότε διαταράσσεται ολόκληρο το πολιτικοκοινωνικό σύστημα, μια άλλου είδους «γεωμετρία», εξίσου αυστηρά οριοθετημένη.

Στη νομολογία περί ὕβρεως, λοιπόν, περιλαμβάνονταν περιπτώσεις άσκησης σωματικής ή λεκτικής βίας κατά ζώντων ή νεκρών (η σκύλευση του νεκρού ήταν επίσης ὕβρις). Είναι βασικό όμως ότι οι πράξεις αυτές, πέραν της πραγματικής βλάβης, ενείχαν τον εκ προθέσεως εξευτελισμό του θύματος. Ήταν δηλαδή πράξεις ατίμωσης. Κεντρική θέση όμως κατείχαν επίσης, όχι απροσδόκητα, και περιπτώσεις προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας του ατόμου. Ο βιασμός, έννοια που στην αρχαία Ελλάδα μπορούσε να αναφέρεται σε κάθε μορφή διακόρευσης χωρίς τη συγκατάθεση του κυρίου της γυναίκας (δηλαδή ακόμη και περιπτώσεις στις οποίες τυπικά υπήρχε η συγκατάθεση της ίδιας της γυναίκας!), αποτελούσε κεντρικό άξονα της έννοιας της ὕβρεως. Ο «βιασμός», εφόσον απειλεί να οδηγήσει στον ἄροτον μη γνησίων παίδων, θέτει εν κινδύνω την αναπαραγωγική διαδικασία εντός του οἴκου, αλλά και την ομαλή διαβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων από γενεά σε γενεά. Πρόκειται για πράξη, δηλαδή, που διασαλεύει εκ βάθρων την ισορροπία και την τάξη στην πόλιν.

Μετά από αυτό δεν εντυπωσιαζόμαστε όταν διαπιστώνουμε ότι στην ὕβριν περιλαμβάνεται και η διείσδυση στα… ενδότερα άλλου ελεύθερου άνδρα ή αγοριού (αποτελεί μείζονα παρανόηση η διάσπαρτη πεποίθηση ότι οι αρχαίοι Έλληνες επικροτούσαν τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις!). Στην περίπτωση μάλιστα της ομοφυλοφιλίας ὑβριστής δεν είναι τόσο ο ενεργητικός όσο ο παθητικός παράγων. Είπαμε: η έννοια της ὕβρεως προκαθορίζει σαφείς θέσεις και ξεκάθαρους ρόλους, που δεν μπορούν να απεμπολούνται ατιμωρητί. «Τάξη», άλλωστε, από το τάσσω, σημαίνει κυριολεκτικά τοποθέτηση, συστηματική οργάνωση επί του εδάφους.

Στην αρχαιοελληνική νομική θεωρία η προσβολή κατά της ακεραιότητας και της αξιοπρέπειας του πολίτη και του οἴκου ήταν δημόσια και όχι ιδιωτική υπόθεση. Σχετίζεται με τις δύο σημαντικότερες, ίσως, αξίες των αρχαίων Ελλήνων: την τιμήν και την ἀιδῶ. Εξ ου και η δίωξή της ήταν γραφὴ και όχι δίκη, τουτέστιν δημόσια υπόθεση, προσβολή κατά του δημοσίου και όχι του ιδιωτικού συμφέροντος. Η ὕβρις ατίμαζε στην πράξη τον πολίτη, του επέβαλλε δηλαδή συμβολικά και άδικα την ἀτιμίαν, ποινή πολιτικού θανάτου (ἀτιμία ονομαζόταν η πλήρης αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων από το άτομο, μια από τις σοβαρότερες ποινές που μπορούσε να επιβάλει αθηναϊκό δικαστήριο). Τέτοια πράξη βίαιης ανατροπής ήταν πια ipso facto υπόθεση του κράτους, που στην προκειμένη περίπτωση αναλάμβανε τον ρόλο που σε κάποιες τραγωδίες του Αισχύλου και του Σοφοκλή έπαιζε ο Ζευς: τον ρόλο του κολαστοῦ και του εγγυητού της αποκατάστασης της τάξης και της αρμονίας.

Αισχύλου “Πέρσες” (σκην. Λ. Κονιόρδου, Εθνικό Θέατρο, 2006)

[Η ΑΡΧΙΚΗ ΜΟΡΦΗ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΟΨΗ”