Tags

, , , , ,


Η Θεσσαλονίκη λοιπόν, η πάλαι ποτέ χοάνη των βαλκανικών λαών, που υποτάσσεται κι αυτή στη μοίρα του μεταπολεμικού ελληνισμού, είναι το μεγάθεμα στην πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου.

Στενά συνυφασμένη με αυτό το θέμα της ιστορικής διαδρομής μιας πόλης είναι και η αφύπνιση της ερωτικής, και δη της ομοερωτικής, συνείδησης του ατόμου. Στον Ιωάννου, άλλωστε, η ατομική και η συλλογική εμπειρία, αμφότερες κατά κανόνα τραυματικές, συγκλίνουν, στον ίδιο ιστορικό χωροχρόνο και συχνά σε μια μοναδική, κυριολεκτικά και μεταφορικά “εκρηκτική” στιγμή, όπως φανερώνεται στο διήγημα “Η Σειρήνα” (από τη συλλογή Η Σαρκοφάγος, 1976). Στο διήγημα αυτό η παρθενική εμπειρία του πολέμου (ο πρώτος βομβαρδισμός) συμπίπτει ακριβώς με την παρθενική εμπειρία του “έρωτα” (την πρώτη ονείρωξη).

Η σύγκλιση αυτή του ατομικού και του συλλογικού, όπως επίσης συμβαίνει συχνά στον Ιωάννου, καθίσταται απτή μέσα από ένα άψυχο αντικείμενο, φαινομενικά ασήμαντο και πεζό, που αποκτά όμως συμβολικές διαστάσεις και προσδίδει και τον τίτλο στο διήγημα: εν προκειμένω τη σειρήνα, που σημαίνει τον συναγερμό και εγείρει το παιδί από τον ύπνο της παιδικής αθωότητας. Την ώρα που η σειρήνα στην ταράτσα της οικοδομής ξεκινά να ουρλιάζει, το παιδί ξυπνά “με ένα παχύρρευστο υγρό να κολλά μες στα σκέλια του”. Έχει γίνει “για τα καλά έφηβος πλέον”. Η σειρήνα, όπως και το κρεβάτι στο διήγημα που θα δούμε παρακάτω, γεφυρώνει την ατομική και τη συλλογική εμπειρία. Μαζί με τη βόμβα εκρήγνυται και η σεξουαλικότητα του παιδιού. Μέσα σ’ ένα περιβάλλον θανάτου, ο έφηβος μεγαλώνει, βιώνοντας ταυτόχρονα τον θάνατο και το σκίρτημα της ζωής. Η κατακλείδα αυτή έρχεται, αφηγηματολογικά μιλώντας, ξαφνικά, αιφνιδιαστικά, σχεδόν απροειδοποίητα. Ο Ιωάννου επιδιώκει συχνά στην πεζογραφία του να σοκάρει τον αναγνώστη είτε με την περιγραφή σκληρών σκηνών είτε με απροσδόκητες στροφές στην αφήγηση. Εδώ όμως το ξάφνιασμα του αναγνώστη είναι ό,τι ακριβώς ταιριάζει στο ίδιο το βίωμα που περιγράφεται.

Τα διηγήματα του Ιωάννου λοιπόν τοποθετούνται σε έναν ιστορικό χώρο, ο οποίος βιώνει μια σειρά από τραυματικές ιστορικές περιπέτειες. Ταυτοχρόνως, ο πρωτοπρόσωπος κατά κανόνα αφηγητής περνά κι αυτός μέσα από το καμίνι μιας ταραχώδους, λοξής ενηλικίωσης, που τον τοποθετεί σε άβολη θέση ανάμεσα στους συνομηλίκους του. Το αφηγηματικό Εγώ ωριμάζει σεξουαλικά, αλλά η καινούρια του ταυτότητα, μια βαθιά ενοχική, ανομολόγητη τάση προς την ομοφυλοφιλία, φέρει κι αυτή το στίγμα του Άλλου, όπως οι εθνικοί και κοινωνικοί Άλλοι τους οποίους παραδέρνουν τα κύματα της Ιστορίας στη Θεσσαλονίκη (οι Εβραίοι, οι πρόσφυγες, οι κοινωνικά ταπεινοί).

Ό,τι όμως πληγώνει πιο βαθιά τον αφηγητή είναι η προφανής δυσκολία του ιδίου του Εγώ να αποδεχτεί το Άλλο μέσα του. Καθώς βιώνει το πρώτο ερωτικό του σκίρτημα, ο αφηγητής καθίσταται Άλλος εν Εαυτώ. Το ψυχολογικό αυτό γεγονός στην πεζογραφία του Ιωάννου , ο Άλλος εν Εαυτώ, επιβαίνει στο κατάλληλο αφηγηματολογικό όχημα. Καθώς ο αφηγητής επιστρέφει στις μνήμες της πρωτοεφηβικής του ηλικίας, επιχειρεί να δει τα πράγματα υπό διττή αφηγηματική οπτική γωνία: ο αφηγητής βλέπει την ιστορία τρόπον τινά με δύο ζευγάρια μάτια – και τα δυο δικά του αλλά από διαφορετικές φάσεις της ζωής του: αφενός το ΠΑΙΔΙ, που βιώνει τα γεγονότα στο ΤΟΤΕ· αφετέρου ο ΕΝΗΛΙΚΑΣ που ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΤΩΡΑ και ανατρέχοντας στο παρελθόν ανακαλύπτει καινούρια νοήματα στις τότε εμπειρίες του. Η τεχνική είναι γνωστή, μεταξύ άλλων, και από τον Καβάφη (βλ. όμως στο τέλος αυτού του κειμένου).

Οικογένεια Εβραίων της Θεσσαλονίκης

Το “Κρεβάτι” είναι η ιστορία δυο παιδιών, ενός Έλληνα, του αφηγητή, και ενός Εβραίου, του Ίζου, τους οποίους ένωνε στενή προσωπική φιλία. Αυτή η σύνδεση θα αντικατοπτριστεί ξανά σε μια Στιγμή και σε ένα Αντικείμενο, που αποκτά συμβολικές διαστάσεις, το κρεβάτι του Ίζου, το οποίο για τον αφηγητή λειτουργεί και πάλι, όπως και η σειρήνα, ως το εγερτήριο μιας παρθενικής εμπειρίας-σταθμού. Ο ομοερωτισμός είναι υφέρπων και υπονοημένος στο διήγημα αυτό, όχι από πουριτανισμό, αλλά επειδή έτσι, υποσυνείδητα, τον βίωνε ο αφηγητής στον δραματικό χρόνο της ιστορίας:

Κοιμόταν ό Ίζος σ’ αυτό. Δυο τρία χρόνια μεγαλύτερος μου, μα φίλος μου. Συχνά, παίζοντας στο διαμέρισμα τους κρυφτό ή άλλα παιχνίδια, κρυβόμασταν αποκάτω ή χωνόμασταν για να πάρουμε την μπάλα πού είχε κυλήσει. Κάποτε μάλιστα, πού λείπαν οι δικοί μου, μάς είχαν κοιμίσει αγκαλιά στο κρεβάτι αυτό. Τότε πρωτοείδα το νεανικό τριχωτό στεφάνι της ήβης. Είναι αλήθεια πώς είχε αρκετούς κοριούς το κρεβάτι, και παρ’ όλο το κυνήγημα πού αργότερα τούς κάναμε δεν εξολοθρεύτηκαν ποτέ εντελώς. Ήρθε καιρός πού δόξαζα το θεό γι’ αυτή τη διάσωση. Κάτι είχε σωθεί απ’ το αίμα τού Ίζου και ενωθεί ίσως με το δικό μου.

Η σχέση των δύο αυτών παιδιών θα διακοπεί βίαια (τα παιδιά θα χωρίσουν), όταν οι Γερμανοί θα εκτοπίσουν τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.

Ο Ίζος, μαζί με τούς δικούς του πού σπάραζαν, έφυγε ένα φριχτό πρωί ντυμένος και σοβαρός σα γαμπρός. Στο στήθος του σχεδόν καμάρωνε το κίτρινο άστρο. Ήμουν μαζί του μέχρι πού δρασκέλισε το κατώφλι της εξώπορτας. Έξω ούρλιαζε ένα μεγάφωνο: «Προσοχή! προσοχή! Όλοι οι εβραίοι…» Τον άρπαξαν και τον έσυραν στη γραμμή. Κάποιος με τράβηξε δυνατά προς τα μέσα και βρόντηξε σαν οριστικά, όπως στις κηδείες, την πόρτα. Ένας θεός ξέρει τί μπορούσες να πάθεις εκείνη την ώρα, αν από λάθος κι εσένα σε άρπαζαν ή σ’ έβλεπαν αγκαλιασμένο μ’ έναν εβραίο.

Η πραγματική, όμως, κρίση – ο οριστικός χωρισμός των παιδιών – θα επέλθει, όταν οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης θα ορμήξουν ανερυθρίαστα στις εβραϊκές περιουσίες και θα τις διαγουμίσουν:

Αμέσως μετά, όλη ή πολυκατοικία σφούγγισε τα δάκρυα της, ανέβηκε αγκομαχώντας στο δεύτερο πάτωμα και ρίχτηκε σαν υπνωτισμένη στα υπάρχοντα των εβραίων. Το πλούσιο σπιτικό τους βούλιαζε από ρούχα και έπιπλα.

Από την πράξη αυτή, πράξη ουσιαστικής προδοσίας, δεν εξαιρείται βεβαίως το σπίτι του Ίζου και – δυστυχώς για τον αφηγητή – δεν αθωώνεται και η ίδια η οικογένειά του. Το κυρίαρχο συναίσθημα στην ψυχή του αφηγητή, τόσο στον ιστορικό όσο και στον δραματικό χρόνο, είναι η ενοχή. Πρόκειται για ένα αίσθημα συλλογικής ευθύνης που προκύπτει από τη συμπεριφορά των ομοεθνών του απέναντι στους Εβραίους:

Ανεβάσαμε σε μας το μονό αυτό κρεβάτι, τη μέρα που μάζεψαν απ’ τη γειτονιά μας τους εβραίους, κι απ’ το ίδιο κιόλας βράδυ, αν δεν κάνω λάθος, άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό. Το πάπλωμα, το στρώμα, και τα λερά σεντόνια του τα είχαν στο μεταξύ άλλοι αρπάξει. Το κρεβάτι ήταν το μόνο πράγμα πού είχε απομείνει τελικά μέσα στο άγρια λεηλατημένο διαμέρισμα. Και το μόνο εβραϊκό πράγμα, πού υστέρα από πολύ δισταγμό πήραμε — το ορκίζομαι.

Ως εξιλέωση, ο συγγραφέας αποδίδει σχεδόν συμβολικές ιδιότητες στο κρεβάτι, το οποίο μετατρέπεται σε ένα μέσο ένωσης ανάμεσα στον ίδιο και τον Ίζο. Η ομοερωτική διάσταση του πρώτου, αθώου τους εναγκαλισμού διαιωνίζεται εδώ με τη μορφή μιας διηνεκούς, μεταφορικής πια σύζευξης.

Μέσα στου Ίζου το δωμάτιο μονάχα το καφετί σιδερένιο κρεβάτι του είχε απομείνει. Σίγουρα, δεν το είχαν αρπάξει γιατί είχε πολλές σούστες σπασμένες. Όταν το είδα, σα να ξαναείδα τον Ίζο μπροστά μου. Ανέβηκα απάνω και το είπα: ήθελα το κρεβάτι του.

Το κρεβάτι γίνεται δίαυλος επικοινωνίας με ένα χαμένο παρελθόν, με μια χαμένη νιότη, με μια χαμένη αθωότητα – την ίδια στιγμή που κοιμώμενος στο κρεβάτι αυτό ο έφηβος πια αφηγητή βιώνει τις αγωνιώδεις, ιδρωμένες, ανήσυχες νύχτες της πάλης με μια φυγόκεντρη σεξουαλικότητα που ξυπνά και βρυχάται. Έτσι η σχέση του αφηγητή με το κρεβάτι του Ίζου παρουσιάζει εξέλιξη: η επιλογή του να το πάρει αρχικά εξιδανικεύεται (με τη φροϋδική έννοια) ως πράξη νοσταλγίας. Στη συνέχεια, αναπτύσσεται μεταξύ αυτού και του κρεβατιού μια σχέση σχεδόν φετιχιστική: το κρεβάτι δεν γίνεται μόνο το δοχείο του ερωτισμού του· καθίσταται υποκατάστατο, κατά κάποιο τρόπο, του ιδίου του Ίζου, του απόντος αντικειμένου του πόθου. Στο τέλος το κρεβάτι καταντά βραχνάς· ο τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής εκφράζεται γι’ αυτό είναι σαν να του αναγνωρίζει ελεύθερη, καταστροφική βούληση:

Άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό απ’ το ίδιο βράδυ, από τότε δηλαδή πού άρχισαν τα μεγάλα μαρτύρια τού Ίζου. Κοιμήθηκα σ’ αυτό το κρεβάτι για πολλά χρόνια. Όλες τις χαρές — ποιες χαρές; — και τ’ ατέλειωτα μαρτύρια της νιότης μου σ’ αυτό το κρεβάτι μόνος κι αβοήθητος τα έχω περάσει. Εδώ με πιάσανε αργότερα οι αγωνίες, οι αϋπνίες, οι ίδρωτες, τα άγχη, και το κρεβάτι από τότε ξαναπήρε απ’ τα στριφογυρίσματά μου να σπάνει. Προσπαθώντας να αυτοθεραπευτώ — πράγμα πού θαρρώ πως σχεδόν το κατάφερα — αμέτρητες οργιαστικές σκηνές και συνθέσεις έχω στήσει πάνω σ’ αυτό. Μια αόρατη, θαρρείς, παρουσία μ’ έριχνε σ’ ένα ατέλειωτο ερωτικό παροξυσμό. Κάθε βράδυ και κάτι άλλο, κάτι καινούργιο και πιο τολμηρό ή, στις εξαιρετικές περιπτώσεις, νέες παραλλαγές στο βασικό μοτίβο. Όταν παράγινε εκείνο το κακό και μπλέχτηκαν ερωτισμοί, αυτοερωτισμοί, διαβάσματα, ανέχειες, κρίσεις θρησκευτικές, που μού τις δημιούργησαν πρόωρα κάτι ολέθριοι τύποι, έφτασα στο σημείο ν’ αποδίδω το κατάντημα μου ακόμα και στο κρεβάτι τού Ίζου. Το καταραμένο αυτό κλινάρι είχε φάει τον Ίζο, τώρα πήγαινε να φάει κι εμένα.

Στο διήγημα “To Κρεβάτι”, λοιπόν, η συλλογική εμπειρία μιας πόλης και δύο λαών, των Ελλήνων και των Εβραίων, από τους οποίους οι δεύτεροι βυθίζονται στο σκότος των κρεματορίων και οι πρώτοι στο βάραθρο της ηθικής εξαχρείωσης, συνδέεται στενά με την ατομική εμπειρία του αφηγητή, που βιώνει την απώλεια του παιδικού φίλου (που ίσως ήταν κάτι περισσότερο από αυτό, εκ των υστέρων) και (ξανά) της παιδικής αθωότητας, καθώς παρακολουθεί με αηδία τους ομοεθνείς του να αποθηριώνονται και την πόλη του να χάνει τον ονειρικό της χαρακτήρα. Καθώς συνειδητοποιεί τώρα τα συναισθήματα που ίσως να έτρεφε τότε για τον νεαρό Εβραίο Ίζο, το κρεβάτι του οποίου έγινε πια το δικό του, ο αφηγητής ανακαλύπτει και μια άλλη (“Άλλη”!) Θεσσαλονίκη, βυθισμένη στον στυγνό και αήθη συμφεροντολογισμό, την ηθική πώρωση. Ο αφηγητής δεν είναι πια μόνο Άλλος μέσα στον εαυτό του, αλλά και ανάμεσα στην πόλη του και τους ομοεθνείς του.

Εβραίοι υπό εκτοπισμό

Μιλήσαμε πιο πάνω για τη σχάση της αφηγηματικής οπτικής γωνίας, τη σημασία της στην αφηγηματολογία των πεζογραφημάτων του Ιωάννου και τη συγγένειά της με κάποια ποιήματα του Καβάφη. Λίγα χωρία από το έργο του Ιωάννου αποκαλύπτουν την πνευματική συγγένεια του συγγραφέα αυτού με τον Καβάφη καλύτερα από το παρακάτω απόσπασμα από το “Κρεβάτι”:

Προχτές, ένας παλιατζής πού φέραμε για να μας ξαλαφρώσει απ’ τις παλιατσαρίες μας, αρνήθηκε, ευτυχώς, να το πάρει. Είναι σαράβαλο, είπε, δεν αξίζει ο κόπος. Αυτό έχει συμβεί κι άλλες φορές· δεν μπορέσαμε να το ξεφορτωθούμε. Κι έτσι το κρεβάτι εξακολουθεί να σκουριάζει στην αποθήκη μας. Εγώ όμως άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά μήπως θα πρέπει να το επιδιορθώσω και ν’ αρχίσω να κοιμάμαι και πάλι σ’ αυτό. Είναι μάταιο και αστείο σχεδόν να επιμένω να κοιμάμαι σε διπλό κρεβάτι. Δεν ξορκίστηκε έτσι καθόλου το κακό. Άλλον άνθρωπο δεν είδα να γλυκανασαίνει στο πλάι μου. Ας ξαναβρώ τουλάχιστο τις φαντασίες μου και τα παλιά δράματα μου, όποια κι αν είναι. Κάτι είναι κι αυτό.

Οι διάφορες ποιητικές περσόνες του Καβάφη δικαιώνουν στα ύστερά τους την ντροπή των νεανικών τους εμπειριών και ανακαλύπτουν σε αυτές πρωτόφαντη ουσία. Η θριαμβική καταξίωση της σεξουαλικής ετερότητας που βλέπουμε στα σχετικά ποιήματα του Καβάφη, όμως, είναι δυσδιάκριτη στον Ιωάννου. Η σχάση της αφηγηματικής γωνίας εμφαίνει αν μη τι άλλο σε αυτόν περισσότερο τον πόνο του τότε, τον οποίο ο αφηγητής ξαναζεί, παρά την αυταποδοχή (αν υπάρχει αυταποδοχή ή στον βαθμό τελοσπάντων που υπάρχει) του τώρα. Ο αφηγητής του Ιωάννου δεν μπορεί να “ξαλαφρώσει”, γιατί κουβαλά βαριές, ασήκωτες και αλύτρωτες τις συλλογικές και τις ατομικές του ενοχές.