Tags

, , , , , , , , , , , , , , ,


Σας χαρίζω αυτή τη συλλογή χωρίς κανέναν πρόλογο. Νομίζω ότι περιττεύει.

  1. Κώστας Μόντης, “Κερύνεια 1974”
  2. Κώστας Μόντης, “Στιγμές της Εισβολής”
  3. Νίκος Κρανιδιώτης, “Μνήμη Κερύνειας”
  4. Νίκος Κρανιδιώτης, “Γενέθλια Πόλη, ΙΙΙ”
  5. Μιχάλης Κακογιάννης, “Ένα Σαββάτο”
  6. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Η παράδοση της Κερύνειας”
  7. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Κηφεύς και Πράξανδρος”
  8. Κυριάκος Πλησής, “Επίμετρο, ΙΙ: Να μνημονεύονται”
  9. Κώστας Π. Μιχαηλίδης, “Σήματα, Η᾽: Ο δρόμος προς την Κερύνεια”
  10. Νίκος Ορφανίδης, “Κερύνεια”
  11. Έλλη Παιονίδου, “Ψαροπωλείον η Κερύνεια”
  12. Θεόδωρος Στυλιανού, “Άμοιρο καλοκαίρι”
  13. Ανδρούλα Νεοφύτου Μούζουρου, “Κερύνεια”
  14. Πυθαγόρας Δρουσιώτης, “Κερύνεια”
  15. Κώστας Φέρρης, “Κυπριακό”
  16. Ευαγόρας Καραγιώργης, “Τ᾽ όνειρον”
  17. Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας, “Κερύνεια”
  18. Πόλυς Κυριακού, “Μνήμες”
  19. Πόλυς Κυριακού, “Κερύνεια”
  20. Γιώργος Σεφέρης, “Στα περίχωρα της Κερύνειας (Σχέδιο ενός ειδυλλίου)”

keryneia

Κωστας Μοντης, «Κερυνεια 1974»

Έμοιαζες τόσο πολύ με παλιό πειρατικό καταφύγιο
που δεν μπορούσε παρά νά ᾽ρθουν μια μέρα οι πειρατές.
 

Κωστας Μοντης, «Στιγμες της εισβολης»

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας.
 
Πικρή θάλασσα της Κερύνειας
που πρέπει να αποσύρουμε πια
τους στίχους που σου γράψαμε.
 
Σκέψου να μας γίνει βραχνάς η οροσειρά της Κερύνειας
σκέψου να την κοιτάμε με τρόμο,
σκέψου να την υποψιαζόμαστε,
σκέψου να τη μισάμε!
 
Ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους Πενταδάκτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη κι απόσεισέ τους.
 

Νικος Κρανιδιωτης, «Μνημη Κερυνειας»

Συλλογιέμαι τα χρόνια που πέρασαν,
τη μικρή πολιτεία,
που ακουμπημένη στη θάλασσα λαμποκοπούσε στον ήλιο
τη γιαγιά Ελένη
που κατέβαζε το Θεό στο σπίτι της
και τον φίλευε κόλλυβα και μέλι.
 
Τις μεγάλες καλοκαιριάτικες μέρες,
που κρατούσαν ακίνητο τον ήλιο στη θάλασσα,
την ταραχή του εφηβικού έρωτα
που κατέβαζε στη γη το φεγγάρι,
τα πρωινά, που χαμογελούσε το φως
μέσ’ απ’ τις χαραμάδες των κλειστών παραθυριών
κι άπλωνε στ’ αστραφτερά σεντόνια την κόκκινη δαντέλα του.
 
Κι ύστερα τους πραματευτάδες, που διαλαλούσαν την πραμάτια τους
ανάμεσα στον τρυφερό κελαϊδισμό μιας σιταρήθρας
και το φευγάτο καλπασμό του αλόγου
στο πασπαλισμένο μ’ ασημόσκονη πλακόστρωτο.
 
Ήτανε όλα ωραία:
Οι απλοί άνθρωποι που μηδένιζαν τη σκέψη τους στο αύριο,
ο αγέρας, που γέμιζε θαλασσινές νότες τα μικρά σπιτάκια,
οι πράσινες ελιές, που ασήμωναν το σιωπηλό κάμπο,
τα ζουζούνια, που μετεωρίζονταν στο χρυσό φως της μέρας,
τα μάτια των κοριτσιών, που βυθίζονταν στο γαλάζιο όραμα
των καραβιών, που φεύγανε απ’ το μικρό λιμανάκι,
σαν χάρτινα παιχνίδια, στα ξεχασμένα παιδικά τους όνειρα.
 
Πέρασαν όλα σαν φευγαλέο καλοκαιριάτικο όραμα.
 
Τώρα δε μένει πια παρά η νύχτα
η μαύρη νύχτα,
η σκοτεινή αυγή π’ ανάτειλε ύστερα χωρίς Θεό,
κι ο ήλιος που βυθίστηκε για πάντα στο μεγάλο θάνατο.

 Γυμνάσιο-25Μαρτίου

Νικος Κρανιδιωτης, «Γενεθλια Πολη, ΙΙΙ»

Μέσ’ από τις ανταποκρίσεις του Τύπου
διαβάσαμε τη συμπάθεια των άλλων
για την καταστροφή μας.
 
Ύστερα σχίσαμε τις εφημερίδες
και τεμαχίστηκε η συμπάθεια.
 
Ποιος θα πάρει τα ράκη του Ιώβ
να ντύσει την υπομονή μας;
 
Ποιος θα σαλπίσει τη σάλπιγγα του χρέους
να πέσουν τα τείχη της Ιεριχούς;

images

Μιχαλης Κακογιαννης, «Ένα Σαββατο»

Ένα Σαββάτο, Σαββάτο την αυγή
ξεκίνησε η κραυγή
απ’ την Κερύνεια κι έφτασε
στον Πόντο και στη Σμύρνη.
 
Ματώσανε οι θάλασσες
κι οι ουρανοί γεμίσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν
 
Και ράγισαν τα μνήματα
τα δέντρα γονατίσαν
Χριστέ μου τόσα κρίματα
τα μάτια σου πώς τα ᾽δανε
και δεν τα σταματήσαν
 
Κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν
 

Κυριακοσ Χαραλαμπιδησ, “Η παραδοση τησ Κερυνειασ”

Αλλ´ ο Gian Mudazzo, όστις ήτο διοικητής, πτοηθείς εκ της συμφοράς της Λευκωσίας, χαμερπώς ηνέωξε τας πύλας εις τον πασάν της Κιλικίας.

Α.Μ. GRAZIANI

Τα λάθη των αρχόντων και οι δειλίες των…
Αυτός ο Gian Maria Mudazzo – άδε όνομα! –
διοικητής, πτοηθείς, ηνέωξε κάστρο της Κυρήνειας.
Ήθελε να προλάβει επιστολήν
του Εξοχοτάτου και του Εκλαμπροτάτου,
μάντευε δε το περιεχόμενό της:
“Οι της Αμμοχώστου
υπερευχαριστούντες διά γενναιοψυχίαν
των Κυρηνείας… έργα
γενναίων ιπποτών”.
 
Μη δεν γνωρίζαν οι αθεόφοβοι Βενέτοι
πως μ᾽ άλλον τρόπον γράφονταν από τον Τούρκο
πασά οι επιστολές; Πώς μ᾽ ένα χωρικό επάνω σε μουλάρι
στέλλει σε δίσκο εκ Λευκωσίας την κεφαλήν
του εξοχατάτου Νικολάου Δανδόλου
και φθάνει στην Αμμόχωστο παρακινώντας
να παραδώσουν φιλικά την πόλη, να μην πάθουν
οίαν η Λευκωσία συμφοράν;
 
Κι από την άλλη στέλλει προς Κυρήνειαν
εφ᾽ ίππου στρατηγόν τον Παύλον Δελ Γουάστον
εκείνον τον αλύτρωτο, αλυσίδετον,
φέροντα δύο κεφαλάς και επιστολήν
παρόμοιαν μ᾽ εκείνην την της Αμμοχώστου.
Διπλό λοιπόν κακό τους πρόσμενεν αυτούς.
 
Κι ας λένε οι Βαγλιόνης-Βραγαδίνος
τα της αναμφιβόλου των της Κυρηνείας
ανδρείας και πίστεως· τα παίρνει βερεσέ.
 
Τάχα κι εκείνοι δεν τους ξεγελούσαν
με τέτοια λόγια, μες τη συφορά τους
δεν ήθελαν να πείσουν τον εαυτό τους
για την καρτερικότητα των άλλων
τη γενναιοψυχία και τα λοιπά;
 
Ο Μουσταφά Πασάς επιστολές με έργα.
Οι δυο αρχηγοί επιστολές με λόγια.
 
Αν η ανδρεία είν᾽ το κομμένο του κεφάλι
ο Gian Maria Mudazzo δεν πτοείται·
το θέλει στιβαρό στους ώμους να πατά.
Κι ας μην τον ξέρει πια μηδέ ο Θεός.
 
Τα πτώματα όλων των γενναίων της ιστορίας
δεν κάνουν έστω ζωντανό ένα γύφτο.
Γι᾽ αυτό και θα τη δώσει την Κερύνεια.
 
Μη κι η Αμμόχωστος που δεν επαραδόθη
δεν έπεσε; Και τι να γίνηκε ο γενναίος
εκείνος στρατηγός, ο Μαρκαντώνιο;
Για τη Γαληνοτάτη Βενετία
και τ᾽ ανοιχτό ευαγγέλιο τ᾽ Άγιου Μάρκου
το σώμα του άχερα γεμίσαν. Δε ζηλεύω.
 
Καλύτερα το κάστρο να βιαστώ
να παραδώσω στον πασά της Κιλικίας
πριν λάβουμε το γράμμα π᾽ ανιμένουμε.
Όποιος φυλάγει το μισό βασίλειό του
το χάνει ευτυχώς πολιτισμένα.
 
Τέτοια ο Mudazzo – εχ! τι να σου κάνει
ένας κοπρίτης Βενετσιάνος, ένας ξένος
που δεν αγάπησε ποτέ τον τόπο.
 
147342-kyrenia-harbour

Κυριακοσ Χαραλαμπιδησ, “Κηφευσ και Πραξανδροσ”

Στον Ανδρέα Βοσκό

Στο δοιάκι καπετάνιος χελωνόδερμος
με δέκα θαλασσόλυκους χαλκούς
και τον Κηφέα και Πράφανδρο αδελφούς
στο μοίρασμα ηλιοστάλακτης αρμύρας.
 
Η μέρα έγερνε από την κουπαστή
καθώς αυτοί αράζαν στο νησί
της Άνασσας των Γόλγων.
 
Χρόνους πολλούς πιο ύστερα εκείνο το καράβι
βούλιαξε στα ρηχά της βόρειας άκρης.
Το μαρτυρεί ένας δύτης, ο Λυκόφρων,
που πνίγηκε μαζί του.
                               Περί τούτου
αργότερα· προσώρας θα σταθούμε
στο λόγο του Ρενέ Μαγκρίτ που θέλει
να είναι το μυστήριο αναγκαίο
για της πραγματικότητας την ύπαρξη.
 
Μια φαλακρή εξαίφνης Στρατονίκη
ως αναδυομένη εξ αιγιαλού,
π᾽ άλλοι τον λεν Ακτή των Αχαιών
κι άλλοι Κερύνεια ή Λάπηθο, αναμέλπει
στα κύματα της κόμης οικτιρμούς.
 
Άδει για τη ροή της γλυκομύριστης
ορίγανης και μαντζουράνας, βάφει
το θρήνο με πορφύρα και χεννά.
 
Το παραλάλημά της ακουμπά
στο παραμύθι που τυλίγει ο θείος γέρος.
Τυφλός και δεν τον έβλεπε Κανείς.
Το καημένο το ψωμί του πέτρωσε.
Καλοκαιριές δε γνώρισε ποτέ.
Πίστευε πως αν έπρεπε σαν πρώτα
να ξαναβρούμε ανθρώπινη μορφή
οφείλουμε στην Κίρκη να πληρώσουμε
απεξαρχής πέντε δραχμές.
Και πού να βρεις δραχμές τέτοιο καιρό;
 
Μισή γοργόνα θάλασσα εξαπτέρυγη
πνιγμένη σ᾽ απονέρια πορφυρίδας
κινώντας μέσες άκρες το μεσίδι της
καταφρονεί τ᾽ αδούλωτό της δάκρυ.
 
Λόγια δευτέρας χρήσεως, ίσως ναι.
Για να θυμίζουν τ᾽ όνομα της πόλης
που μέλλει αναδυθεί (Κερύνεια δύο)
μ᾽ έξαρμα πόθου για το πιο καλό.
Και το πλημμύρισε ο Κηφεύς λεμόνια
και διψασμένα ο Πράξανδρος κροντήρια.

DSCF3524 [1024x768]

Κυριακος Πλησης, «ΕΠιμετρο ΙΙ: Να μνημονευονται»

Να μνημονεύονται
Ακάμας, Αίπεια, Σόλοι, Λάμπουσα,
Λάπηθος, Κερύνεια, Χύτροι, Αφροδίσιον,
Ουρανία, Αχαιών Ακτή, Σαλαμίς, Αλάσια.
 
Να μνημονεύονται
Άγιος Αντιφωνητής, Γλυκιώτισσα, Κανακαριά,
Απόστολος Ανδρέας, Απόστολος Βαρνάβας,
Άγιος Επιφάνιος.
 
Να μνημονεύονται
προς δόξαν και υπερηφάνειαν
των ενδόξων και πεπολιτισμένων γειτόνων μας
και των ευγενών τέκνων της Εσπερίας
καθώς και των γενναίων τέκνων
του Αγάλματος της Ελευθερίας.

ship

Κωστας Π. Μιχαηλιδης, «Σηματα, Η´: Ο Δρομος Προς την Κερυνεια»

Ο δρόμος πάει λοιπόν προς την Κερύνεια.
Λίγο πιο πέρα βλέπεις τα βουνά
Μια υποψία η θάλασσα.
 
– Τα βουνά δεν είναι από σάρκα,
μου είπες.
Μένουν απλώς εκεί που ήταν πάντα.
Τους πεθαμένους ποιος τους λογαριάζει;
 
Πάνω σε μια πλαγιά,
στην κορυφή του άγιου Ιλαρίωνα
ή στο ακρογιάλι;
Δεν φτάνει ένα καμπαναριό
ούτε το δέντρο στην πλατεία του Μπέλλα-Παΐς
να τους λυτρώσει.
Ο χαμός περισσεύει
μέσα στους δρόμους
εκεί που χτες ακόμα
οι άνθρωποι έπαιζαν το ανύποπτο παιχνίδι τους.
 
Πόσα χρόνια στέκει αυτό το κάστρο;
Ανεβαίνεις απάνω του
όπως πριν οκτώ αιώνες.
Η πέτρα βαριά, η καταπακτή
γυρίζει όπως ο μύλος στο βυθό της γης.
Φωνή χαμένη που έρχεται και ξανάρχεται.
 
Στην Κερύνεια
που έγινε όνειρο
πόσο μας πνίγει τούτος ο καιρός
ασήκωτος ο καιρός που την πατά.
 
Προς τα πού;
Μάταια κοιτάζεις τα βουνά.
 
Αυτόν τον δρόμο τον έχουν κλείσει.
Κτυπούν ακόμα τον βράχο,
δένουν το βουνό όπως τότε
που οι κόρες του Ωκεανού
θρηνούσαν
κάτω απ’ τον ίσκιο του.
 
Οι ελιές όμως
που ρίζωσαν μαζί με τον κύκλο του ήλιου
ξέρουν να περιμένουν.
Πέρασαν μέσ’ από την τραγωδία του ονείρου
που γίνεται χώμα, κρασί, λεμονανθός
που γίνεται ποτήρι πάνω σ’ ένα τραπέζι
ενώ οι άνθρωποι γύρω κάθονται να ξεδιψάσουν
 
στο φτωχό σπίτι του ψαρά
που διάφανο άπλωσε για να χωρέσει ένα καράβι
βουλιαγμένο πριν τρεις χιλιάδες χρόνια στον βυθό.
 
Δεν τον αφήνεις αυτόν τον δρόμο
τον φραγμένο με συρματοπλέγματα.
Βουλιάζει κι αυτός μέσα σου όπως το καράβι
σε πληγώνει μαζί με το σίδερο που τον φράζει
σε διαπερνά όπως τα χώματα το φως.
Τους πεθαμένους δεν μπορείς να τους ξεχάσεις.
 
Θα σε κυνηγήσουν οι Ερινύες
σ’ αυτόν τον δρόμο που πάει προς την Κερύνεια.

keryneia2

Νικος Ορφανιδης, «Κερυνεια»

Πόλη
με τις νεκρωμένες θάλασσες
και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που ξαγρυπνά ο θάνατος
και σκίζεται η πίκρα οριζόντια
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη
των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ
η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.

546351_4388043214901_814410823_n

Έλλη Παιονιδου, «ΨΑΡΟΠΩΛΕΙΟΝ Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ»

Τέσσερις φέτες αμιάντου κάθετες
κι απάνω ένα κομμάτι τσίγκος.
Μόσχευμα δίχως ρίζες
εδώ στη Λεμεσό.
Η θάλασσα, πηχτή, κόβεται με μαχαίρι
και τρία ψάρια κρεμασμένα στο ραβδί
Ψαροπωλείον η Κερύνεια.
Αχ.

MKP-PHC-28

Θεοδωρος Στυλιανου, «Άμοιρο καλοκαιρι»

Τα περιβόλια της Λαπήθου
και του Καραβά
Τ’ ασήμι που στραφταλίζει
τα δειλινά
στη θάλασσα των Πανάγρων
 
Όλα δικά μου…
Να πάρω το λεωφορείο
της γραμμής
πρωί να κατεβώ στ’ ακρόγιαλο…
 
Έσκασε κι ο τελευταίος τζίτζικας
του φετινού
άμοιρου καλοκαιριού

19610325-1

Ανδρουλα Νεοφυτου Μουζουρου, “Κερυνεια”

Κερύνεια στα μπαλκόνια σου, ψηλά στ’ αρχοντικά σου,
να `μουν πουλί ν’ αγροίκαγα, το θρήνο της καρδιάς σου.
Γλάρος ν’ αλαφροπέταγα, να σμίγω στον αφρό σου,
τον ήλιο σου να χαιρετώ, να λιώνω στ’ άγιο φως σου.
 
Στ’ όμορφο λιμανάκι σου, ψαρόβαρκα για να `μουν,
να γέρνω, να λικνίζομαι, στο φλοίσβο του πελάγου.
Και δίχτυα ομορφοπλέξουδα, να `ριχνα στα βυθά σου,
ψάρια χρυσά ν’ απίθωνα, μες την ξανθή αμμουδιά σου.
 
Να ᾽μουν μπαξές στις ρούγες σου, τουλίπα στις αυλές σου,
για να ρουφώ απ’ την πάστρα σου, ν’ ανθώ στις ευωδιές σου.
Να πνίγω ανάσα της σκλαβιάς και τ’ άδικου τη ζήση,
για να σβηστεί συθέμελα κι αυγή για να ροδίσει.

ÃõìíÜóéï Êåñýíåéáò

Πυθαγορας Δρουσιωτης, «Κερυνεια»

Δαντέλες τ’ αφροστέφανο του πέλαου πανηγύρι
κεντά στα βράχια κι όλο ανθούς μαδά στην αμμουδιά
κι η τρυφερή σου ανάμνηση γλιστράει απ’ την καρδιά
ξενιτεμένη μέλισσα που αναζητάει τη γύρη.

118

Κωστας Φερρης, «ΚΥΠΡΙΑΚΟ»

Είδα στον ύπνο μου πως ήτανε βροχή
κι ήταν το σύννεφο μικρό σαν ένα αστέρι.
Ήσουν μικρή και σε κρατούσα από το χέρι
κι είχαμε πιάσει το τραγούδι απ’ την αρχή.
 
Ένα αστέρι, το παιχνίδι κι η βροχή
για να πούμε το τραγούδι απ’ την αρχή,
σε μια πράσινη του ονείρου μου γραμμή να ακροβατώ
η ανεράιδα μη με βρει και ξεχαστώ.
 
224517_4775876843608_1649329543_n

Ευαγορας Καραγιωργης, «Τ᾽ Ονειρον»

Ήρτες στ’ όνειρο μου νύχτα τζι έφερες μηνύματα
εψιθύρισες μου κάτι
τζι’ ήμαστέν σ’ ένα παλάτι
διπλά που τα κύματα
 
Έκαμες την νύχτα μέρα εθκιωξές τον πόνο μας
ήμαστεν εις την Κερύνεια
στο λιμάνι τζαι στο κύμα
στον παλιό τον τόπο μας
 
Έιδαμε τις γειτονιές μας που επαίζαμε μιτσιοί
αγρωνίζαν μας οι τοίσιοι
τζι’ έτρεσιεν τζαι που την βρύσην
το νερόν κρυόν γλυτζιύν
 
Σαν το ποίημαν του Λιπέρτη, ζωγραφκιά του Κκάσιαλλου
πας το τζιύμα σαν τραούδιν
εφυσούσεν τ’ αερούδιν
αχ Τζερύνεια μάνα μου.

Χαρης & Πανος Κατσιμιχας, «Κερυνεια»

Ξέρω τα καλοκαίρια σου, θυμάμαι τους χειμώνες
θυμάμαι και της άνοιξης τις μυστικές κρυψώνες
θυμάμαι πως με κοίταξαν τα φωτεινά σου μάτια
που έφευγα αμίλητος με την καρδιά κομμάτια
 
Τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
τίποτα, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί
τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
το χώμα περιμένει τη βροχή.
 
Το πλοίο που κοιμήθηκε αιώνες στην καρδιά σου
θ’ ανοίξει πάλι τα πανιά μια μέρα γιορτινή
θα τραγουδάνε στ’ άλμπουρα οι ναύτες τ’ όνομα σου
και θα λυθούν σαν κάποτε τα αρμυρά μαλλιά σου
 
Τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
τίποτα, τίποτα δεν έχει ξεχαστεί
τίποτα, τίποτα δεν τέλειωσε ακόμα
το χώμα περιμένει τη βροχή…

Πολυς Κυριακου, «Μνημες»

Στον Άγιο Ιλαρίωνα
Τα καλοκαίρια κρύωνα
Στου Μόρφου στην Αμμόχωστο
Τ’ άστρα θυμάμαι κι αρρωστώ
Μες στης Κερύνειας τα στενά
Τον έρωτα ανάσταινα
Στο ματωμένο Κιόνελι
Το δάκρυ μου δεν ωφελεί
Στο πέντε μίλι αγάπησα
Τη θάλασσα του κράτησα
Στη Λάπηθο στον Καραβά
Κερί τ’ όνειρο άναβα

keryneia

Πολυς Κυριακου, «Κερυνεια»

Θ’ ανάψω απόψε ένα κερί
με μουσική λυπητερή Κερύνεια μου.
Να `ρθει το φως και να με βρει
Ν’ ανοίξει η μνήμη την πληγή Κερύνεια μου.
 
Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή
Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
 
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας πού `χει τρελαθεί
Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.Ύστερα θα `ρθει μια βροχή
σαν ζυγαριά στην αντοχή Κερύνεια μου.
Οι νότες τέρμα θ’ ανεβούν
Με αίμα οι σταγόνες θα μας βρουν Κερύνεια μουΠοιος μας πληγώνει;
Ποιος μας πονά;
Ποιος μαχαιρώνει;
 
Ποιος μας πληγώνει;
Ποιος μας πονά;
Ποιος μας ενώνει;


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, “ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ (ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΙΔΥΛΛΙΟ)”

But I’m dying and done for 

What on earth was all the fun for? 

For God’s sake keep that sunlight out of sight. 

JOHN BETJEMAN

 

Homer’s world, not ours. 

  1. H. AUDEN

 

— Της τηλεγράφησα λουλούδια. — Ουίσκι; Τζιν; 
— Σήμερα οι αργυροί της γάμοι. — Το νου σας μην 
πηδήξει στο φουστάνι σας ο σκύλος· 
θα το λασπώσει· τον παραμελούν· γίνεται οικείος. 
 
— Τζιν παρακαλώ. Μένει τώρα στο Κεντ. Πάντα 
θα τη θυμούμαι στην εκκλησιά. Σα βγήκαμε έβρεχε· μια μπάντα 
έπαιζε στ’ άλλο πεζοδρόμιο· θαρρώ Στρατός της Σωτηρίας. 
— Μέρες του Μάη, ο χρόνος της Μεγάλης Απεργίας. 
 
— Δεν είχαμε ούτε εφημερίδες. – Δέστε το βουνό· 
όταν βυθίσει τέλος πάντων ο ήλιος θά ειναι μονόχρωμο και ειρηνικό. 
Αυτό ειναι ο Άγιος Ιλαρίων. Το προτιμώ με το φεγγάρι. 
— Γράφει πως έχει κι ένα φάντασμα που τριγυρνά μ’ ένα σβηστό φανάρι. 
— Ο Άγιος Ιλαρίων; — Όχι, το σπίτι της στο Κεντ. 
— Εδώ το φάντασμα θα πήγαινε καλύτερα. Κάποτε — δεν 
μπορώ να το εξηγήσω — η μνήμη 
σ’ αυτό το φως γίνεται πιο σκληρή, μια ζύμη 
που τη στεγνώνει ο ήλιος … — Ζύμη από τι; 
Έχω κι εγώ πονοκεφάλους. — Γνωρίσατε τον ποιητή, 
ή κάτι τέτοιο, που έμενε τον περασμένο μήνα εδώ; 
Το αίσθημα τ᾽ ονομάζει παλίμψηστη λιβιδώ· 
πάρα πολύ ασυνήθιστος· τι θέλει 
να πει, δεν το ξέρει κανείς· κυνικός και φιλέλλην. 
 
— Σώστροφος σνόμπ. — Κάποτε αστείος· τώρα είναι στα λουτρά. 
— Στην Ιταλία καθώς άκουσα. — Ναι, κάποιο “σπα”. 
Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη. 
Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη. 
 
— Πολύ αθυρόστομος, πώς του επιτρέπετε; — Αλήθεια, πώς; 
Ίσως στην ηλικία μας να γίνεται κανείς συγκαταβατικός 
ίσως ανάγκη να ξεφύγω τον τρεχάμενο εαυτό μου 
ίσως αυτό το νησί που με πλήττει σαν αερόλιθος άλλου κόσμου. 
— Γινόσαστε μελαγχολική, Μαργαρίτα. Μα είναι τόσο ωραία· 
ο ήλιος, η θάλασσα· ένα παντοτινό καλοκαίρι … — Α! τούτη η θέα 
που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη 
πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη 
πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί; Θα προτιμούσα 
τη ζεστασιά του ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ’ αποζητούσα 
μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς φωνή, 
χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή. 
Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα κρόσσια του ονείρου· 
αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου, 
η καλύτερη φράση που άκουσα γι’ αυτό τον τόπο. 
Ήσυχα, Ρεξ! — Ευχαριστώ, μην κάνετε τον κόπο, 
ξέρω το δρόμο. Θα ήθελα να προλάβω ν’ αγοράσω πανί, 
σαράντα πήχες δίμιτο, για τον περιβολάρη μας τον Παναγή· 
απίστευτο! τόσο, λέει, του χρειάζεται για μια βράκα … 
Καθώς μιλούσατε θυμόμουν ένα Σάββατο, τον Μπιλ, στη βάρκα 
στον Τάμεση … Κοίταζα το φουλάρι του όλο το δείλι. 
Σφύριζε καθώς έλαμνε, “Πες της το με το γιουκαλίλι”. 
Τι να ‘γινε άραγε;… – Σκοτώθηκε στην Κρήτη. 
– Όμορφος, πολύ όμορφος … Θα σας περιμένω την Τρίτη … 
Ήσυχα που κυλούσε ο Τάμεσης μέσα στους ίσκιους … Καλόν ύπνο. 
 
– Κρίμα που δεν μπορέσατε να μείνετε για το δείπνο.