Tags

, , , , , ,


ὅταν φίλος τις ἀνδρὶ θυμωθεὶς φίλῳ

ἐς ἓν συνελθὼν ὄμματ᾿ ὄμμασιν διδῷ,

ἐφ᾿ οἷσιν ἥκει, ταῦτα χρὴ μόνον σκοπεῖν,

κακῶν δὲ τῶν πρὶν μηδενὸς μνείαν ἔχειν.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ, 461-4

***********

Με αφορμή τη χθεσινή συνάντηση Αναστασιάδη-Ακιντζί στο περιθώριο της θεατρικής παράστασης «Πικράθηκα στα ελληνικά, πληγώθηκα στα τούρκικα» και κυρίως τις δηλώσεις που ακολούθησαν, επιθυμώ να εκφράσω ορισμένους προβληματισμούς, οι οποίοι έχουν να κάνουν με την επικοινωνιακή στρατηγική των αγαθών δυνάμεων που απεργάζονται τη Λύση.

Οι προβληματισμοί μου αφορούν τόσο στις τακτικές της επικοινωνίας όσο και στο περιεχόμενο του μηνύματος. Νομίζω ότι θα γίνουν ευκολότερα κατανοητοί και ίσως φανούν πειστικότεροι, αν προτάξω την ακόλουθη αυτοκριτική σημείωση. Ανήκω στους πολίτες που το 2004 ψήφισαν Όχι, εν μέρει διότι, νέος όπως ήμουν, πείστηκα ότι το Σχέδιο Ανάν ήταν μειοδοτικό από την περιβόητη πλέον «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» της εποχής, η οποία εκμεταλλεύθηκε δεόντως όχι μόνο τα τρωτά του Σχεδίου αλλά και τα επικοινωνιακά σφάλματα της πλατφόρμας του Ναι… Σήμερα, αντιθέτως, για λόγους που εξήγησα αλλού, είμαι πλέον πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από τη Λύση. Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, συγγενεύω πνευματικά με την ομάδα των ανθρώπων προς τους οποίους η καμπάνια υπέρ του νέου σχεδίου λύσης, αν και εφόσον αυτό προκύψει, θα πρέπει κυρίως να στραφεί.

Snip20150609_1Δεν είμαι καταρχήν αντίθετος με τις προσπάθειες δικοινοτικής συνεννόησης, κάθε άλλο. Οι αντιδράσεις του κόσμου χθες το βράδυ, οι ίδιες οι τοποθετήσεις των δύο ηγετών, ήταν όντως ελπιδοφόρες, ενώ το πρωτοσέλιδο του Πολίτη («Ελπίζω στα ελληνικά, umarim στα τούρκικα»), πραγματικά συγκινητικό. Δυστυχώς, όμως, το Κυπριακό δεν λύνεται με συναισθηματικές διαχύσεις ή με απλοϊκούς συμψηφισμούς· λύνεται με σκληρή δουλειά στο διαπραγματευτικό τραπέζι, η οποία απαιτεί ρεαλισμό και προσεκτική στρατηγική. Θεμελιώδη παράμετρο αυτής της στρατηγικής οφείλει να αποτελεί η επικοινωνία, τουτέστιν ο τρόπος με τον οποίο οι πολίτες, που ένθεν και ένθεν του συρματοπλέγματος έχουν συνηθίσει τη διαίρεση, που στη μεγάλη τους πλειοψηφία (δηλαδή όσοι είναι κάτω από πενήντα ετών) δεν θυμούνται παρά μόνο τη διαίρεση, θα μπορέσουν να πειστούν για την αναγκαιότητα της επανένωσης.

Λέω «να πειστούν για την αναγκαιότητα», διότι είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η κουλτούρα της διχοτόμησης δεν έχει ρίζες εκατέρωθεν ή ότι ο λαός θα ψηφίσει μια ρύθμιση απλώς και μόνο επειδή η εναλλακτική επιλογή θα φαντάζει χειρότερη. Ο πολύς, απλός λαός ζει με την ντε φάκτο διχοτόμηση και τα συμπαρομαρτούντα στεερεότυπά της εδώ και 40 χρόνια, τα τελευταία δώδεκα από τα οποία, εξαιτίας της διάνοιξης των οδοφραγμάτων, κύλησαν σε ένα κλίμα εν δυνάμει «ομαλοποίησης» του στάτους κβο. Μόνο μια αναντιρρήτως θετική προοπτική, κανένας άλλος παράγοντας, θα κλίνει την πλάστιγγα προς το Ναι.

Για να αποφευχθούν τα λάθη που η πλατφόρμα του Ναι διέπραξε το 2004, πέρα από την αποφασιστική και διεκδικητική διαπραγμάτευση, που θα εξασφαλίσει τη λύση που κανείς εχέφρων δεν θα θέλει να απορρίψει, απαιτούνται πολύ λεπτοί χειρισμοί και στο επικοινωνιακό επίπεδο. Άλλωστε στο Κυπριακό, ίσως και πάνω από τα συμφέροντα, εμπλέκονται φόβοι, καχυποψίες, τραύματα, αγκυλώσεις και ευαισθησίες.

Φτάνουμε έτσι στη χθεσινοβραδινή εκδήλωση στη Λεμεσό. Η εκδήλωση αυτή ωφελήθηκε από το κλίμα που δημιούργησε εσχάτως η ανάδειξη Ακιντζί στην ηγεσία των Τ/Κ· στην πραγματικότητα, όμως, υπηρέτησε μια παγιωμένη επικοινωνιακή τακτική, που τίθεται σε εφαρμογή τουλάχιστον από το 2008. Η τακτική αυτή, κατά τη γνώμη μου, χρειάζεται επειγόντως να επανεξεταστεί με νηφαλιότητα, διότι ενδέχεται, με το σβήσιμο των προβολέων, να βλάπτει μάλλον παρά να ωφελεί. Αναφέρομαι στην προσπάθεια να προλειανθεί το ψυχολογικό έδαφος για λύση στη βάση του μηνύματος «εκάμασιν τζιαι τζιείνοι λάθη, εκάμαμεν τζι εμείς», το οποίο κυριάρχησε και στις χθεσινοβραδινές δηλώσεις των δύο ηγετών.

Το ουσιώδες ερώτημα εν προκειμένω είναι: σε ποιους απευθύνεται αυτό το μήνυμα; Δεν ξέρω αν παράγει αποτελέσματα στην Τ/Κ πλευρά. Σε ό,τι αφορά τους Ε/Κ, τουλάχιστον, τους ηττημένους του πολέμου, τους ανθρώπους που έχουν υποστεί μακράν τις περισσότερες αβαρίες από την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή, η αγωνιώδης αίσθησή μου είναι ότι η συγκεκριμένη επικοινωνιακή καμπάνια είναι αντιπαραγωγική, ιδιαίτερα αν σκοπός είναι να καλλιεργηθεί «κουλτούρα λύσης» ανάμεσα σε όσους ψήφισαν Όχι στο Σχέδιο Ανάν. Οι πλατιές μάζες του πληθυσμού που για διάφορους λόγους δεν είναι εκ προοιμίου πεπεισμένες ότι η λύση που επιδιώκεται (λύση στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας) είναι δίκαιη, βιώσιμη και συμφέρουσα ή/και που αναμένουν, ορθώς και λογικώς, να θέσουν τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων προτού αποφανθούν δεν «προσηλυτίζονται» με παρόμοια μηνύματα. Στην καλύτερη περίπτωση τα εκλαμβάνουν ως αφελείς συναισθηματισμούς, στη χειρότερη ως ύπουλες απόπειρες καλλιέργειας ενοχικών συνδρόμων, παραγραφής ιστορικών ευθυνών και επιβολής λύσης δοτής άνωθεν.

Μια απλή περιδιάβαση στα κοινωνικά δίκτυα πείθει για τον πιο πάνω κίνδυνο. Εδώ είναι, συνεπώς, που πρέπει να υπεισέρχεται ο ρεαλισμός και η ανάγκη για μετρημένη επικοινωνιακή στρατηγική. Αν θέλουμε να συμπήξουμε το ευρύτερο δυνατό μέτωπο υπέρ της λύσης — δηλαδή, αν δεν επιθυμούμε, κοντόφθαλμα και στρουθοκαμηλικά, να ξεγράψουμε a priori τους ανησυχούντες ως λυσοφοβικούς, βολεμένους, διεφθαρμένους ή παρανοϊκούς — πρέπει να διερευνήσουμε, έστω ως ενδεχόμενο, μήπως το μήνυμα «εφταίξαμεν τζι εφταίξασιν» απευθυνόμενο στις μάζες των Ε/Κ όχι απλώς δεν πείθει, αλλά αντιθέτως ΒΛΑΠΤΕΙ. Η προσωπική μου άποψη είναι ότι όντως βλάπτει — και σοβαρά — για τρεις λόγους, τους οποίους επιχειρώ να αναπτύξω πιο κάτω.

Πρώτον και κύριον, η εν λόγω παρελθοντολογική τακτική εγκλωβίζει το Κυπριακό σε ατελέσφορες ιστορικές ή ψευδοϊστορικές συζητήσεις περί τα γεγονότα — δηλαδή, νομοτελειακά, γύρω απ᾽ ό,τι η κάθε πλευρά έμαθε να θεωρεί ως γεγονός. Οι συζητήσεις αυτές όχι απλώς δεν ωφελούν τον σκοπό της ομόνοιας, αλλά αντιθέτως και στις δύο κοινότητες, αλλά ειδικά στην τετρωμένη ελληνική, ενεργοποιούν αμυντικά αντανακλαστικά, αναμοχλεύουν πάθη, ενισχύουν την αντίδραση και την καχυποψία εις βάρος όσων ευαγγελίζονται τη λύση, ντόπιων και ξένων, και συνεπώς, τροφοδοτούν με επιχειρήματα (ή με θεωρίες συνωμοσίας) όσους αμφισβητούν (καλόπιστα ή κακόπιστα) τη δυνατότητα μελλοντικής ειρηνικής συμβίωσης στον τόπο αυτό. Το μήνυμα «εφταίξαμεν τζι εφταίξασιν», το οποίο πανεύκολα διαστρέφεται ως ιστορική ισοπέδωση, ακόμη και ως προσβολή, μοιραία μας φυλακίζει στην αντιπαράθεση και μας αποπροσανατολίζει από τον στόχο. Τρανό παράδειγμα οι πρόσφατες τοποθετήσεις του Αμερικανού πρέσβη: στον κυκεώνα των ιστορικών αναγνώσεων και ανταναγνώσεων, το μέλλον ζαλίζεται και μας διαφεύγει.

Δεύτερον, η τακτική του «εκάμαμεν τζι εκάμαν μας» προτάσσει παραπειστικώς ως βασικό εμπόδιο για τη λύση, αντί για τις αποκλίνουσες απόψεις και τα συγκρουόμενα συμφέροντα αναφορικά με τις πιο ουσιώδεις πτυχές του Κυπριακού, την αμοιβαία κακοπιστία (δηλαδή το ιστορικό bad blood). Η προσέγγιση αυτή, ατελέσφορη πολιτικά και ανακριβής ιστορικά, δεν συντείνει παρά στην περαιτέρω χρονοτριβή: στον βαθμό που προβάλλει τα λεγόμενα «Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης» («ΜΟΕ») ως προστάδιο και προϋπόθεση για τη διαπραγμάτευση επί της ουσίας, παρακωλύει τις συνομιλίες και αναβάλλει την τελική, περιεκτική συμφωνία.

Η εκτροπή της συζήτησης σε μέτρα «χαμηλής πολιτικής» επιφέρει σε πρώτο επίπεδο καθυστερήσεις, που σπαταλούν το μομέντουμ. Πάνω από όλα, όμως, επειδή τίποτε στην πολιτική δεν είναι πράγματι «χαμηλό», αυτού του είδους η προσπάθεια να θεραπευθεί το παρελθόν μέσα από «ΜΟΕ» παρά να κτιστεί το μέλλον μέσα από τη Λύση, όσο κι αν είναι εκατέρωθεν καλόπιστη (ας μην φανταστούμε το αντίθετο), απειλεί να «ομαλοποιήσει» τα τετελεσμένα της διαίρεσης, σε βαθμό που ελαχιστοποιείται το πρακτικό και κυρίως το ψυχολογικό κίνητρο για τη συνολική, πραγματική διευθέτηση των διαφορών. Όσο περισσότερο το υφιστάμενο καθεστώς του «τζιείνοι ποτζιεί, εμείς ποδά» δείχνει όχι απλώς λειτουργικό αλλά ακόμη και «φυσιολογικό», τόσο ενισχύεται η δύναμη της αδράνειας και η λυσοφοβία («αφού περνούμεν καλά, ίντα να γυρεύκουμεν πελάες»). Είναι υπαρκτός και σοβαρός ο κίνδυνος, αν η διαπραγματευτική διαδικασία δεν εισέλθει άμεσα στην ουσία, τα «ΜΟΕ» να αποτελέσουν την τελική «διευθέτηση» του Κυπριακού.

Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, η επικοινωνιακή τακτική και των δυο πλευρών πρέπει να εστιάζει ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ της διαίρεσης στο παρελθόν, αλλά στην ΠΑΡΑΝΟΙΑ της διαίρεσης στο παρόν και το μέλλον. Αυτός είναι ο τρίτος και ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο το «εκάμαμεν τζι εκάμαν μας» απλώς μπερδεύει τα πράγματα. Η αναγκαία «κουλτούρα λύσης», που όντως επιβάλλεται να προκύψει, μπορεί να καλλιεργηθεί με αναφορά όχι στο παρελθόν του Κυπριακού αλλά στο μέλλον της Κύπρου. Ο πολίτης χρειάζεται να πειστεί ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙ ΕΓΙΝΕ. Η συζήτηση δεν πρέπει επ᾽ ουδενί να μπουρδουκλώνεται στους λαβυρίνθους του ποιος έφταιξε, πόσο έφταιξε, πού έφταιξε ή γιατί έφταιξε. Καθώς, πολύ απλά, δεν υπάρχει περίπτωση να παραχθεί καθολικώς αποδεκτό ιστορικό αφήγημα περί του τι ακριβώς συνέβη, αν σημείο αναφοράς της λύσης είναι το 1958, το 1964 ή το 1974, είναι επόμενο πως δεν πρόκειται να υπάρξει συνεννόηση.

Ένα πράγμα, μια ιερή αλήθεια μόνο πρέπει να αποτελεί το μήνυμα: ότι  δεν πρέπει να επιτραπεί οι συγκρούσεις των πατέρων και των παππούδων μας να καταδυναστεύουν άλλο τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά μας.

Το πώς θα διδαχθούν τα γεγονότα του 1964-74 στις νεώτερες γενιές είναι σημαντικό κομμάτι της συνύπαρξης και κάποτε, μετά τη λύση, θα πρέπει σοβαρά να το συζητήσουμε. Τώρα όμως προέχει το πρώτο και το κύριο ζητούμενο, το οποίο πρέπει να επιτευχθεί το συντομότερο δυνατόν. ΘΕΛΟΥΜΕ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ, λύση που να προσφέρει προοπτική στις γενιές που μόλις γεννήθηκαν ή που δεν έχουνε ακόμη γεννηθεί· στις γενιές που δεν γνωρίσανε το αίμα και τον πόλεμο και που σε λίγα χρόνια, αν το θελήσει ο Θεός, δεν θα θυμούνται καν τους λόγους της καταστροφής.

Θέλουμε λύση για τον 21ο αιώνα, που να μην φέρει τις ουλές του 20ου, που όχι απλώς να εμπνέει την ελπίδα αλλά να εγγυάται την πεποίθηση ότι Έλληνες και Τούρκοι Κύπριοι μπορούν να ζήσουνε μαζί στον τόπο αυτό ως Ευρωπαίοι πολίτες, με σεβασμό στην ιδιαίτερη ταυτότητα ενός εκάστου και με αμοιβαία προσήλωση στο κοινό μέλλον, το οποίο θα εξασφαλίζει μια ομοσπονδιακή μεν αλλά ενιαία και συνεκτική κρατική δομή, εντεταγμένη σε μια σύγχρονη διακρατική κοινοπολιτεία. Θέλουμε λύση για τον 21ο αιώνα, που να ενώνει, έστω σε (μικρό) βάθος χρόνου, έστω με τους σχετικούς περιορισμούς του ομοσπονδιακού συστήματος, το έδαφος, τον λαό και την οικονομία.

«Θέλουμε λύση για τον 21ο αιώνα» σημαίνει ένα πράγμα: λύση χωρίς πολλαπλές, σοβαρές και μόνιμες αποκλίσεις από το Κοινοτικό Κεκτημένο.

Σε αυτό το μήνυμα, στα αγαθά της λύσης, στις ευλογίες της συνεννόησης και της ειρήνης, πρέπει να επικεντρωθεί η επικοινωνιακή μας στρατηγική. Εμείς — η γενιά των διακοινοτικών ταραχών, της εισβολής, των πέτρινων χρόνων της μακράς διαίρεσης — «πληγωθήκαμε στα ελληνικά και πικραθήκαμε στα τούρκικα», κληρονομήσαμε το κάχριν του 20ου αιώνα. Τούτο το κάχριν μπορεί για τα παιδιά μας να αποδειχθεί ευχή ή κατάρα. Τα άγουρα παιδιά μας και τ᾽ αγέννητα εγγόνια μας ούτε πληγώθηκαν στα ελληνικά ούτε πικράθηκαν στα τούρκικα ούτε αξίζουν να εγκλωβιστούν στο ερώτημα τίς ἤρξατο χειρῶν ἀδίκων, στο οποίο αναπόφευκτα οδηγεί οποιαδήποτε προσπάθεια να διαπιστώσουμε αν φταίξαμε κι οι δυο το ίδιο ή κάποιος πιο πολύ.

Από τους ηγέτες ζητάμε σκληρή δουλειά και απτή πρόοδο, όχι photo-ops και τηλεοπτικά σόου. Πρωτοβουλίες όπως η χθεσινή, όσο κι αν φτιάχνουν όμορφες ειδήσεις και «καλό κλίμα», υπάρχει σοβαρός κίνδυνος, παρά τις αγαθές  τους προθέσεις, που δεν αμφισβητούνται, αοράτως να προκαλούν τόση ζημιά στις προοπτικές του Κυπριακού όση δεν μπορεί κανείς ούτε καν να διανοηθεί. Για να περιοριστούμε στο προφανές, αντανακλαστικά σπρώχνουν το μάτι προς τα πίσω· προς το παρόν, όμως, και μέχρι να ᾽ρθει η ώρα να διαχειριστούμε τη νέα πραγματικότητα της συνύπαρξης, το μάτι πρέπει να το κρατάμε απαρασάλευτα προσηλωμένο ΜΟΝΟ ΜΠΡΟΣΤΑ.