Tags

, , , , , , , ,


Screenshot 2018-10-13 10.20.23Κάθε μορφή λογοτεχνίας, συμπεριλαμβανομένης της δραματικής, λειτουργεί (και) διακειμενικά. Συχνά, δηλαδή, αναγκάζει τους αναγνώστες-θεατές να ανασκαλίσουν την αναγνωστική τους μνήμη, ώστε να ερμηνεύσουν το κείμενο που έχουν ενώπιόν τους («υπερκείμενο», σύμφωνα με την ορολογία του G. Genette) με αναφορά σε άλλα κείμενα («υποκείμενα»), με τα οποία εντοπίζονται ουσιώδεις συγκλίσεις και αποκλίσεις σε ποικίλα επίπεδα (θεματικά, μορφικά, δομικά, εκφραστικά κ.ά).

Επικά διακείμενα όπως ο ιλιαδικός Αχιλλέας (κυρίως στο Α, το Ι και το Σ) και ο οδυσσειακός Κύκλωπας (στο ι) συμβάλλουν στη διαμόρφωση του θεατρικού χαρακτήρα του Φιλοκτήτη στην ομότιτλη τραγωδία του Σοφοκλή. Οι διακειμενικές διασυνδέσεις κατά κανόνα δεν αποτελούν συνθήκες sine qua non στη λογοτεχνία: ο Φιλοκτήτης μπορεί να γίνει κάλλιστα κατανοητός και χωρίς αντιπαραβολή με τον Αχιλλέα ή τον Πολύφημο. Η διακειμενικότητα, όμως, παράγει πρόσθετα νοηματικά στρώματα, τα οποία εμπλουτίζουν τόσο το υπερκείμενο, αναδρομικά, όσο και την εμπειρία της πρόσληψής του από τους εκάστοτε θεατές ή αναγνώστες, οι οποίοι το επενδύουν με τις δικές τους επιστρώσεις. Πρέπει να σημειωθεί με έμφαση ότι στο θέατρο, η διακειμενικότητα δεν λειτουργεί μόνο στο επίπεδο του λόγου, αλλά και της ὄψεως, της οπτικής δηλαδή διάστασης του έργου: σκηνικά, κοστούμια, κίνηση και στάση των ηθοποιών στον θεατρικό χώρο, κ.λπ. («διοπτικότητα», «διαπαραστατικότητα»). Στο θέατρο, η ὄψιςμπορεί να ανακαλέσει διακείμενα με τρόπο εξίσου δυναμικό όσο και η λέξις.

Από τα παραπάνω προκύπτει ένα ακόμη χαρακτηριστικό της διακειμενικότητας: η διακειμενικότητα δεν είναι εξαρτημένη αποκλειστικά και μόνο από τις προθέσεις του δημιουργού, οι οποίες είναι συχνά αδιάγνωστες ή μπορούν μόνο να υποτεθούν με περισσότερη ή λιγότερη ασφάλεια. Δεν είναι, δηλαδή, απαραίτητο να αποδείξουμε θετικά ότι ο Σοφοκλής προετίθετο να μας οδηγήσει σε συγκρίσεις με τον Πολύφημο ή τον Αχιλλέα. Η διακειμενικότητα μπορεί όντως να σημαίνεται από τον δημιουργό, ο οποίος εγχαράσσει στα έργα του ξεκάθαρους δείκτες προς άλλα έργα: οι πιο ασφαλείς τέτοιοι δείκτες είναι οι αναντίρρητες εκφραστικές ομοιότητες ή η αυτούσια ενσωμάτωση δανείων από το υποκείμενο. Εξίσου, αποτελεσματικά, όμως η διακειμενικότητα μπορεί να ενεργοποιείται στο στάδιο της πρόσληψης (θεατρικής, αναγνωστικής κ.λπ.). Ο θεατής ή αναγνώστης, δηλαδή, προσλαμβάνοντας το θεατρικό/λογοτεχνικό σημείο, το επεξεργάζεται, αυτόματα σχεδόν, μέσα από το φίλτρο της προτέρας θεατρικής/λογοτεχνικής εμπειρίας του. Η επιστημονική μελέτη της διακειμενικότητας επικεντρώνεται στην ανάπλαση κατά το δυνατόν του ορίζοντα προσδοκιών του αρχικού αναγνώστη (ή διαφορετικών κατηγοριών πρώτου αναγνώστη)· αν, δηλαδή, το υπερκείμενο περιλαμβάνει αρκετά ευκρινείς δείκτες προς άλλα κείμενα, τα οποία το πρώτο κοινό θα μπορούσε εύκολα να ανασύρει και να αντιπαραβάλει με το υπερκείμενο.

Στην περίπτωση της τραγωδίας, τα έπη του Ομήρου και του Κύκλου, καθώς και οι προηγούμενες τραγωδικές εκδοχές του ιδίου μύθου, είναι πάντοτε προφανείς υποψηφιότητες. «Ο Φιλοκτήτης», γράφει ο S. Schein (σ. 15),

«κάνει συχνά διακειμενικούς υπαινιγμούς στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια μέσω λεκτικών υπαινιγμών ή με την προσαρμογή αφηγηματικών μοτίβων από τα έπη στους δικούς του ποιητικούς σκοπούς. Αυτοί οι υπαινιγμοί συμβάλλουν στη δημιουργία αντίθεσης στο εσωτερικό του δράματος ανάμεσα στις επικές και τις τραγωδικές εκδοχές του Αχιλλέα και του Οδυσσέα, καθώς επίσης και ανάμεσα σε ό,τι μπορούμε να θεωρήσουμε το αχίλλειο και το οδυσσειακό Εγώ του Φιλοκτήτη. Η διακειμενικότητα με τα ομηρικά έπη ενισχύει σημαντικά την αίσθηση ότι το έργο είναι ειδολογικά περίπλοκο και ηθικά αμφίσημο. Προκαλεί τους θεατές και τους αναγνώστες να διερμηνεύσουν αντίμολα επικά παραδείγματα και αξίες, καθώς επίσης να αντιληφθούν τις αντιφάσεις ανάμεσα σε αυτά και τα αντίστοιχα παραδείγματα και αξίες της Αθήνας του ύστερου πέμπτου αιώνα».

Σε ό,τι ακολουθεί θα εξετάσουμε τις βασικές λειτουργίες του Αχιλλέα και του Πολυφήμου ως «υποκειμένων» για τον χαρακτήρα του Φιλοκτήτη.


Φιλοκτήτης και Αχιλλέας

«Ο Φιλοκτήτης», σημειώνει ο B. Knox(117),

«δεν είναι μονάχα ο πιο μοναχικός από τους ήρωες του Σοφοκλή, ένας άνθρωπος που έζησε άρρωστος και άπορος σε ένα ερημονήσι για δέκα χρόνια. Είναι επίσης ο χαρακτήρας που έχει υποστεί την πιο κραυγαλέα αδικία. Οι σύντροφοι που τον εγκατέλειψαν δεν είχαν άλλη δικαιολογία για την πράξη τους από την απέχθεια που τους προκάλεσε η αρρώστια του και την αδυναμία τους να ανεχθούν τα αγωνιώδη του βογγητά. Ο Φιλοκτήτης δεν έκανε τίποτα που να αξίζει αυτή τη συμπεριφορά. Όταν έρχονται να ζητήσουν τη βοήθειά του, είναι αναμενόμενο ότι η άρνησή του θα είναι κάθετη, πεισματική και άτεγκτη».


Το πιο πάνω αναδεικνύει τα τρία βασικά σημεία επαφής ανάμεσα στον Φιλοκτήτη και τον Αχιλλέα:

(α) Η αδικία

Στην εναρκτήρια ραψωδία της Ιλιάδας, ο Αχιλλέας, ο ἄριστος Ἀχαιῶν, εξαναγκάζεται να απεμπολήσει το δικό του γέρας,τη Βρισηίδα, προκειμένου να ικανοποιηθεί το εγώ του Αγαμέμνονα, ο οποίος αναγκάστηκε να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, για να εξιλασθεί ο θυμός του Απόλλωνα και να παύσει ο λοιμός που θέριζε τους Αχαιούς. Πρόκειται για ωμή κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Ατρείδη βασιλιά, ασυγχώρητη προσβολή προς τον ήρωα από τον οποίο εξαρτιόταν η επιτυχία των Αχαιών στο πεδίο της μάχης.

YE1991_07_PH007_scΟ Φιλοκτήτης κατέχει την ίδια κεντρική θέση στο πολεμικό μέλλον των Αχαιών χάρη στα τόξα του Ηρακλή που έχει στην κατοχή του (η Τροία δεν μπορεί να πέσει χωρίς αυτόν ή αυτά) — με τη διαφορά ότι οι Αχαιοί ακόμη δεν το γνωρίζουν. Η αδικία εις βάρος του Φιλοκτήτη φαίνεται ακόμη πιο εξωφρενική και απάνθρωπη σε σύγκριση με τον Αχιλλέα: αφήνοντάς τον στη Λήμνο οι Αχαιοί τον καταδικάζουν ουσιαστικά σε θάνατο, αφού τον εγκαταλείπουν στα νύχια μιας φρικτής νόσου, σε ένα ερημονήσι από το οποίο σπάνια περνούνε ναυτικοί, με τα ελάχιστα χρειώδη και με το τόξο ως μόνο μέσο επιβίωσης.

Δεν πρέπει, φυσικά, να υποτιμούμε τη σημασία της προσβολής των Αχαιών κατά του Αχιλλέα. Αποσπώντας του τη Βρισηίδα, ο Αγαμέμνονας δεν του στερεί απλώς μια όμορφη παλλακίδα, αλλά τον απεκδύει από την αρμόζουσα τιμήν — και αυτό σε μια κοινωνία όπου η αναγνώριση εκ μέρους των ομοίων σου είναι επιταγή. Η πράξη του Αγαμέμνονα κάνει τον Αχιλλέα να νιώθει ότι παρά την κυριαρχία του στο πεδίο της μάχης δεν είναι πλέον ίσος ανάμεσα σε ίσους, αλλά υποτελής του ισχυρού πλην άμυαλου Ατρείδη.

Ο Αχιλλέας, παρά ταύτα, πόρρω απέχει από τη θέση στην οποία περιέρχεται ο Φιλοκτήτης: παραμένει ισχυρός, πλούσιος βασιλιάς, γιος θεάς με πρόσβαση κατευθείαν στον Δία. Ο εξευτελισμός που υφίσταται ο Φιλοκτήτης είναι σαφέστατα σκληρότερος. Πάνω από όλα είναι πιο απτός, αφού είναι παντελώς σωματοποιημένος: ο πόνος του Φιλοκτήτη δεν είναι απλά ψυχικό άλγος, αίσθηση ταπείνωσης ή πικρία, όπως του Αχιλλέα, είναι κυριολεκτικότατα πόνος φυσικός· το βάσανά του είναι αισθητά ακόμη κι από απόσταση μέσω μιας πλημμυρίδας αισθητηριακών ερεθισμάτων, που ενεργοποιούν το σύνολο των αισθήσεων του θεατή, κυριολεκτικά ή φαντασιακά. Ο Φιλοκτήτης δείχνει εξαθλιωμένος, ακούγεται να βογγά και να ουρλιάζει, η πληγή του όζει αφόρητα, το σώμα του είναι αδύναμο και γερασμένο στην αφή, μπορούμε σχεδόν να γευτούμε την πείνα και τη δίψα που στο τέλος θα τον σκοτώσει, αν παραμείνει αποκλεισμένος στη Λήμνο.

YE1991_07_PH011_scΣε αντίθεση λοιπόν με τον Αχιλλέα, που υφίσταται προσβολή αλλά δεν χάνει όντως το κοινωνικό του στάτους, ο Φιλοκτήτης, όσο βρίσκεται εγκαταλελειμμένος στο νησί, δεν είναι πια ο βασιλιάς εκείνος που κάποτε συμμετέσχε αυτοβούλως στην εκστρατεία με εφτά πλοία. Όπως παρατηρεί με πικρή ειρωνεία και ο ίδιος, οι Αχαιοί δεν έχουν διατηρήσει ούτε καν την ανάμνηση εκείνου του ανδρός. Ο Φιλοκτήτης είναι ένας άμοιρος, έρημος, άπελπις εξόριστος, απόβλητος από την κοινωνία των ανθρώπων, καταδικασμένος στη λήθη (κατάσταση ισοδύναμη με τον θάνατο για έναν επικό ήρωα) και σπαρασσόμενος από μια αρρώστια που σχεδόν προσωποποιείται: μοιάζει σαν αδηφάγο θηρίο, που του επιτίθεται μπροστά στα μάτια των θεατών. Όπως η νόσος του και τα θηρία που αποτελούν τη συντροφιά και την τροφή του, έτσι κι ο Φιλοκτήτης, εξαιτίας της μοναξιάς, της ανέχειας, του κακοφορμισμένου μίσους, είναι ἀπηγριωμένος: σιγά-σιγά διολισθαίνει προς τον πρωτογονισμό (έχει τροποντινά υποχωρήσει στο πολιτισμικό στάδιο του θηρευτή-συλλέκτη), προς το ζώο και προς τον θάνατο.

Το ότι, βέβαια, η πιο πάνω διαπίστωση προέρχεται από τον ίδιο τον ήρωα είναι σημαντικό: δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η αλλοτρίωσή του. Το τόξο, αλλά και η ανάμνηση των ανθρώπων που εκπροσωπούν ό,τι πιο γνήσιο και υψηλό εμπεριέχει ο επικός κόσμος (Αίας, Νέστωρ, Αχιλλέας, Αντίλοχος), παίρνει σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου. Το τόξο και η μνήμη αποτελούν εκείνες τις λεπτές, αλλά ακόμη ανθεκτικές κλωστές, που διατηρούν τον Φιλοκτήτη σε επαφή με τον Άνθρωπο. Ο Νεοπτόλεμος εκπροσωπεί για τον Φιλοκτήτη όχι μόνο τη διέξοδο και τον νόστον, αλλά και την ανανέωση της ελπίδας για έναν κόσμο με τιμήν,κι ας έχουν προσώρας οι Αχιλλείς και οι Αίαντες παραχωρήσει τη θέση τους στα καθάρματα τύπου Οδυσσέα, Διομήδη και Θερσίτη. Η διαδοχική αναζωπύρωση, διάψευση και εκ νέου αναπτέρωση αυτής της ελπίδας στην καρδιά του Φιλοκτήτη ορίζει τονικά την τραγωδία του Σοφοκλή.


(β) Η μῆνις

Η αχώνευτη αδικία που υφίστανται προκαλεί και στους δύο ήρωες μια άγρια, άσπονδη οργή. Στην περίπτωση του Αχιλλέα, η οργή στρέφεται μεν ενάντια στον Αγαμέμνονα, αλλά επηρεάζει έμμεσα το σύνολο των Αχαιών, καθώς η άρνηση του ήρωα να επανέλθει στο πεδίο της μάχης φέρνει τον Έκτορα μια ανάσα από το να κάψει τα αργίτικα καράβια. Παρομοίως, ο Φιλοκτήτης στοχεύει την οργή του προς τους Ατρείδες, τον Οδυσσέα και τον Διομήδη, μισεί τους πονηρούςκαι διεκτραγωδεί τη μοίρα των γενναίων σε έναν κόσμο όπου οι θεοί φαίνεται να έχουν χάσει τον ηθικό τους μπούσουλα. Αλλά και στην περίπτωση του σοφόκλειου ήρωα, οι συνέπειες της οργής είναι πολύ ευρύτερες, αφού επηρεάζουν το σύνολο του αχαϊκού στρατού, έστω και αν ο ίδιος, σε αντίθεση με τον Αχιλλέα, δεν το γνωρίζει. Η Ιλιάδα αφήνει να εννοηθεί ότι χωρίς τον Αχιλλέα η μάχη δεν κερδίζεται. Στην τραγωδία του Σοφοκλή η αντίστοιχη πληροφορία για τον Φιλοκτήτη είναι ακόμη πιο έγκυρη, στηριγμένη σε χρησμό που αποκαλύπτει ο μάντης Έλενος. Χωρίς τον Φιλοκτήτη ή/και τα όπλα του Ηρακλή, άλωση της Τροίας δεν υπάρχει· κι αν η Τροία δεν πέσει, όλα εκείνα τα κουφάρια που σαπίζουν δέκα χρόνια τώρα ριγμένα στον Σκάμανδρο θα έχουν πεθάνει για ένα τίποτα.


(γ) Η αυτοκαταστροφική αντίσταση στην πειθώ

«Ο συσχετισμός του Φιλοκτήτη με το ιλιαδικό/αχίλλειο παράδειγμα εμφαίνεται από την άτεγκτη άρνησή του να υποκύψει στην πειθώ και τον δόλο του απεσταλμένου του Αγαμέμνονα, άρνηση που ανακαλεί στη μνήμη την αντίστοιχη στάση του Αχιλλέα στη ραψωδία Ι της Ιλιάδας» (Schein, 15).

Τόσο στην περίπτωση του Φιλοκτήτη όσο και του Αχιλλέα οι Αχαιοί αντιλαμβάνονται ότι η απομόνωση των δύο, την οποία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προκάλεσαν εκείνοι, βλάπτει τον συλλογικό σκοπό· έτσι επιχειρούν να την αναιρέσουν. Στην Ιλιάδα, τη διαμεσολαβητική προσπάθεια αναλαμβάνουν τρεις ήρωες που δεν είχαν άμεση εμπλοκή στη διαμάχη (ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Αίαντας). Είναι καλόπιστοι μεσολαβητές και σεβαστοί στον Αχιλλέα. Στον Φιλοκτήτη, αντίθετα, το έργο της ανάκλησης του ήρωα επωμίζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που είχε εισηγηθεί αρχικά την εγκατάλειψή του. Ως εκ τούτου η καταφυγή στον δόλο εκ μέρους του Οδυσσέα είναι σχεδόν αυτονόητη και η ίδια η παρουσία του στη Λήμνο προοικονομεί τη βίαιη αντίδραση του Φιλοκτήτη. Όπως αποκαλύπτεται, όμως, ακόμη και ένας κατά τεκμήριο καλόπιστος τρίτος, όπως ο Νεοπτόλεμος, που έχει μάλιστα αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας την αξιοπιστία του επιστρέφοντας τα κλεμμένα τόξα, αδυνατεί να πείσει τον Φιλοκτήτη, όπως η Πρεσβεία απέτυχε να πείσει τον Αχιλλέα.

Το ίδιο λοιπόν ανυποχώρητο, σκληρό, αλύγιστο πείσμα, η ίδια εμμονή στο μίσος, στην οργή και στην παθητική-ενεργητική εκδίκηση (εκδίκηση διά της αποχής) χαρακτηρίζουν εξίσου τον Φιλοκτήτη και τον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας δηλώνει ότι θα ξαναπολεμήσει μόνο αν απειληθεί το δικό του στρατόπεδο. Ο Φιλοκτήτης προτιμά να αυτοκτονήσει ή να γίνει βορά των άγριων θηρίων παρά να μεταβεί στην Τροία — κι ας μαθαίνει ότι αυτό είναι η μόνη οδός σωτηρίας για εκείνον: στην Τροία, λέει ο χρησμός, θα τον γιατρέψει ο Ασκληπιός.

YE1991_07_PH006_scΤο ηθικό έρεισμα της άρνησης του Φιλοκτήτη είναι ίσως ισχυρότερο από το αντίστοιχο του Αχιλλέα. Στην περίπτωση του δεύτερου, οι Αχαιοί απολογούνται γνήσια, ειλικρινά. Έστω και αν, για να διατηρήσει ένα ψήγμα κύρους, δεν συμμετέχει ο ίδιος στην πρεσβεία, ο Αγαμέμνονας παραδέχεται δημοσίως το σφάλμα του και επιστρέφει όχι μόνο τη Βρισηίδα αλλά και πλούσια δώρα ως αποζημίωση. Στον Φιλοκτήτη, δεν υπάρχει πουθενά ουδεμία παραδοχή εκ μέρους του Οδυσσέα ότι η στάση του ήταν άδικη· το αντίθετο: ο Οδυσσέας υπερασπίζεται τις επιλογές του και στο παρελθόν και στο παρόν. «Κάνω ό,τι επιτάσσει η στιγμή και το κοινό συμφέρον», δηλώνει ο Οδυσσέας κυνικά. Τότε η στιγμή επέτασσε την εγκατάλειψη του Φιλοκτήτη, τώρα την ανάκλησή του. Για τον Οδυσσέα ο Φιλοκτήτης είναι εργαλείο, όχι άνθρωπος. Είναι απλώς ο χειριστής των τόξων, ο οποίος θα μπορούσε και να αντικατασταθεί, λέει, από τον Τεύκρο, εφόσον ο χρησμός ως προς αυτή τη λεπτομέρεια είναι ούτως ή άλλως ασαφής.

Κυριευμένος από την πίκρα του, ο Φιλοκτήτης, που είχε προσφερθεί εθελοντικά να λάβει μέρος στην τρωική εκστρατεία, επιδεικνύει τώρα πλήρη αδιαφορία για τον συλλογικό σκοπό. Παρομοίως ο Αχιλλέας, όπως προείπαμε, δεν κάμπτεται από την ατίμωση της διαφαινόμενης ελληνικής ήττας, δεν πτοείται ούτε από τα δώρα ούτε από τα παρακάλια προσωπικών του φίλων και ευγενών βετεράνων του επικού ηρωισμού, δεν συγκινείται από τα πάθη των συντρόφων του. Τότε μόνο θα πειστεί να επανέλθει στη μάχη, όταν η μῆνις προς τον Αγαμέμνονα θα μεταμορφωθεί σε μῆνιν προς τον Έκτορα. Μέχρι τότε όμως θα έχει χάσει κάτι ακόμη πιο πολύτιμο και από την τιμήν του, κάτι ριζικώς αναντικατάστατο, τον καλύτερό του φίλο, τον Πάτροκλο, και, όπως προοικονομείται με σαφήνεια, την ίδια του τη ζωή. Αυτή η (αυτο)καταστροφική διάσταση της μήνιος αναδεικνύει την τραγικότητα αμφοτέρων των ηρώων. Οι βολίδες της οργής τους δεν χτυπούν μόνο τους αντιπάλους, αλλά επιστρέφουν ακόμη πιο διατρητικές στους εαυτούς τους.

Στην περίπτωση του Αχιλλέα, η μῆνις προκαλεί αλυσίδα γεγονότων με αποκορύφωση την παράτολμη ενέργεια του Πατρόκλου, την οποία ο Πηλείδης δεν είχε προβλέψει. Όταν φτάνει η ώρα της κρίσιμης επιλογής ανάμεσα στην ένδοξη/βραχεία ζωή ή την άδοξη υποχώρηση/μακροβιότητα, ο Αχιλλέας και πάλι δεν έχει πραγματική επιλογή: δεν θα ήταν Αχιλλέας, αν δεν είχε οργιστεί για τη Βρισηίδα· δεν θα ήταν Αχιλλέας, αν επέλεγε να αποποιηθεί τώρα τη δεύτερη μῆνιντου. Παρότι δεν είναι εξίσου ξεκάθαρο, και ο Φιλοκτήτης κινείται σε μονόδρομο. Προβλέπεται να αποκτήσει δόξα, αν πάει στην Τροία, αλλά τέτοια τιμή ισοδυναμεί για εκείνον με ατίμωση. Προτιμά να εκδικηθεί (απέχοντας) κι ας πεθάνει.

Υπάρχει κάτι ανθρώπινα κατανοητό, και θαυμαστό ίσως, αλλά συνάμα αποκλίνον και ακραίο στη μονοκόμματη στάση τόσο του Αχιλλέα όσο και του Φιλοκτήτη, που καθιστά τις αξίες που υπηρετούν προβληματικές και αδιέξοδες, όχι μόνο στην αντιπαραβολή τους με τις αξίες της κλασικής Αθήνας, αλλά ακόμη και στο πλαίσιο του ίδιου του ηρωικού κόσμου. Αυτή η απόκλιση, άλλωστε, βρίσκεται στον πυρήνα της αρχαιοελληνικής έννοιας του Τραγικού. Η οργή πήζει τόσο πολύ στην ψυχή του Φιλοκτήτη, που τίποτα πια δεν μπορεί να τη διαπεράσει. Τον τυφλώνει έναντι της βασικής ηρωικής επιταγής, που δεν είναι άλλη από την επιδίωξη του κλέους. Τον τυφλώνει ακόμη και έναντι της ανθρώπινης ανάγκης για επιβίωση.[1] Η μῆνις για τον Φιλοκτήτη γίνεται εμμονή και μοίρα, που θα τον έσπρωχνε σύντομα στον χαμό, αν δεν προέκυπτε η σωτήρια επιφάνεια του Ηρακλή. Και ο Φιλοκτήτης, όπως ο Αχιλλέας, καταδικάζει τον εαυτό του σε θάνατο, προκειμένου να αποφύγει την ατίμωση ή να πετύχει μια κάποια εκδίκηση. Μόνο που στην τραγωδία του Σοφοκλή οι θεοί έχουν άλλα σχέδια. 

YE1991_07_PH003_sc


Φιλοκτήτης και Πολύφημος

Ο Seth Schein (σσ. 17-18) συνοψίζει εύστοχα τη σχέση Φιλοκτήτη και Πολυφήμου:

«Η ερμηνεία του Φιλοκτήτη περιπλέκεται περισσότερο χάρη σε ένα επιπλέον διακειμενικό μοτίβο, το οποίο συσχετίζει τον Φιλοκτήτη όχι με τον Αχιλλέα ή τον Οδυσσέα, αλλά με ένα από τα θύματα του Οδυσσέα, τον Κύκλωπα Πολύφημο. Στους στ. 144-5, ο Νεοπτόλεμος αναφέρει ότι το μέρος που κατοικεί ο Φιλοκτήτης (κεῖται) βρίσκεται στις ἐσχατιαῖς, τα πιο απόμακρα μέρη, του νησιού, όπου επίσης τοποθετείται και το κατάλυμα του Κύκλωπα (Οδ. ι 182). Η ομοιότητα, όμως, ανάμεσα στη ζωή του Φιλοκτήτη και του Κύκλωπα δεν είναι μόνο θέμα τοποθεσίας. Υπογραμμίζεται και αλλού στο έργο από τη λεπτομέρεια ότι ο καθένας τους ζει σε μια σπηλιά και από τις περιγραφές του Φιλοκτήτη ως ἀπηγριωμένου, 226 (σὺ δ᾽ ἠγρίωσαι, 321), ενώ οι αναφορές στην τροφή του Φιλοκτήτη με όρους που θα ταίριαζαν περισσότερο στην τροφή των ζώων (43, 162, 707, 711, 1108 φορβή, 274, 308 βορά) ανακαλούν στη μνήμη την αγριότητα με την οποία ο Κύκλωπας καταβροχθίζει τους συντρόφους του Οδυσσέα (Οδ. ι 291-3, 311, 344). Επιπρόσθετα, ο τρόπος με τον οποίο ο Νεοπτόλεμος περιγράφει τα περιεχόμενα της σπηλιάς (32-9) και η αναφορά του ιδίου του Φιλοκτήτη για τη ζωή του (287-97) δίνουν την εντύπωση μιας τεχνολογικώς πρωτόγονης ύπαρξης, όπως αυτή του Πολυφήμου στο ι της Οδύσσειας. Κι όμως η προφανής ομοιότητα ανάμεσα στις δύο μορφές είναι κάπως παραπλανητική. Ο Νεοπτόλεμος χρησιμοποιεί τον όρο ἐσχατιαῖς πριν συναντήσει τον Φιλοκτήτη, ίσως υπό την επήρεια των όσων έχει δει στη σπηλιά, αλλά δεν ξαναεκφράζεται έτσι, μετά που έχει γνωρίσει πια τον Φιλοκτήτη, ο οποίος αποδεικνύεται πως δεν είναι ούτε άγριος (με εξαίρεση την εμφάνισή του) ούτε αντικοινωνικός, αν και έχει αποβληθεί από την ανθρώπινη κοινωνία. Ορισμένοι μελετητές θεώρησαν ότι οι περιγραφές της ζωής του Φιλοκτήτη στη Λήμνο αντανακλούν ιδέες του 5ουαιώνα π.Χ. για την πρωτόγονη ανθρώπινη ζωή, αλλά ο ίδιος ο ήρωας δεν είναι ούτε πρωτόγονος ούτε απολίτιστος, όπως είναι ο Πολύφημος στην Οδύσσεια. […] Ο Φιλοκτήτης δεν επιδεικνύει σε κανένα βαθμό την εχθρότητα προς την κοινωνία γενικότερα που εκφράζει ο ευριπίδειος Πολύφημος· εχθρεύεται μόνο τον στρατό, όπως διοικείται από τους Ατρείδες. Ο Φιλοκτήτης δεν έχει ούτε την αντιδημοκρατική, εγωιστική έγνοια του Κύκλωπα για τον προσωπικό του πλούτο και την ατομική του ηδονή.»

Με άλλα λόγια, η διακειμενικότητα στην περίπτωση αυτή σημειώνεται πρωτίστως από τον οπτικό κώδικα. Η σπηλιά του Φιλοκτήτη, πριν ακόμη ξεκινήσει η δράση, μας μεταφέρει σε ένα τοπίο προ-πολιτισμικόΟ κινησιολογικός κώδικας τονίζει επίσης τη διολίσθηση του Φιλοκτήτη προς το ζώο: εξαιτίας της πληγής του ο Φιλοκτήτης μετά βίας μπορεί να σταθεί στα δυο του πόδια· κινείται σερνάμενος σαν πληγωμένο τετράποδο ή σαν τους ερπετόμορφους δαίμονες που κοσμούσαν τους αρχαϊκούς ναούς. Ο παροξυσμός της ασθένειας κάνει τον Φιλοκτήτη να μουγκρίζει σαν θηρίο και τα άγρια συναισθήματα οργής που φωλιάζουν μέσα του θυμίζουν επίσης το ξέσπασμα όντος που είναι πέρα από τον άνθρωπο.

Όμως ο Φιλοκτήτης, κι αν έχει απαγριωθεί, δεν έχει ακόμη πλήρως αποκτηνωθεί. Σημειώθηκε πιο πάνω η σημασία της μνήμης ως παράγοντα που τον διατηρεί στη χορεία των ανθρώπων: όπως το τόξο διέσωσε το σώμα του Φιλοκτήτη, έτσι και η μνήμη δεν του επιτρέπει να κατρακυλήσει οριστικά στο επίπεδο του Κτήνους.

Η κτηνωδία του Πολυφήμου δεν έγκειται στην ανθρωποφαγία του μόνο, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι δεν σέβεται τους πυλώνες της πολιτισμένης ύπαρξης: τους θείους νόμους της φιλοξενίας και της ικεσίας, ακόμη και την πρωτοκαθεδρία του Διός. Ο Φιλοκτήτης, παρότι πληγωμένος από τους θεούς και αηδιασμένος από την προφανή έλλειψη δικαιοσύνης στον κόσμο (πώς είναι δυνατόν, π.χ., ο πόλεμος να παίρνει τους χρηστούς και να μεγαλύνει τους φαύλους;), συνεχίζει να διατηρεί την πίστη του στην ουσιώδη δυνατότητα του ανθρώπου να ευεργετεί τους φίλους του και να σέβεται τους κανόνες που επιβάλλει ο ηρωικός κώδικας και ο ελάχιστος κοινός ανθρώπινος παρονομαστής.

Εν τέλει, οι επιδερμικές ομοιότητες του Φιλοκτήτη με τον Πολύφημο εντείνουν την τραγικότητα του χαρακτήρα του.


[1] Πρβλ. Blundell, 217: «Η δίψα του Φιλοκτήτη για εκδίκηση είναι τόσο έντονη, που είναι έτοιμος να εγκαταλείψει την επιδίωξη να θεραπευθούν τόσο η ατίμωση όσο και η συμφορά που υπέστη, προκειμένου να στερήσει από τους εχθρούς του την ικανοποίηση. Η προτεραιότητα αυτή εκφράζεται με ισχυρή έμφαση, όταν δηλώνει πως αν επρόκειτο να καταστραφούν οι εχθροί του, γι’ αυτό θα ήταν σαν να είχε γιατρευτεί (1043 κ.ε.). Προτιμά να παραμείνει απόβλητος παρά να επανενταχθεί στην κοινωνία με όρους που θα τον ανάγκαζαν να μετριάσει το μίσος του».

YE1977_10_PH025_sc