Tags

, , , , , , , , , ,


Νίκος Καββαδίας, Στεριανή ζάλη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το ποίημα συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή “Πούσι” (1947) και αφιερώνεται στον ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Νίκο Τουτουντζάκη.

Η έννοια της “στεριανής ζάλης” περιγράφει το αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. Για τη “στεριανή ζάλη” βλ. περισσότερα στη σχετική μας σημείωση στο ποίημα “Μαρέα”, όπου παρατίθεται και ενδεικτικό απόσπασμα από τη “Βάρδια”.

Snip20140130_5Στο εν λόγω ποίημα η αίσθηση της αστάθειας επιτείνεται από το γεγονός ότι ο ίδιος ο χώρος του ποιήματος είναι οριακός: το ποίημα τοποθετείται στο λιμάνι του Λονδίνου (Port of London) στις όχθες του ποταμού Τάμεση, στο οποίο έχει προσαράξει το καράβι, προφανώς για καιρό. Το λιμάνι γενικά στον Καββαδία είναι ένας «άλλος» χώρος, between and betwixt, ούτε στεριά ούτε θάλασσα, χώρος στον οποίο ο ναυτικός βυθίζεται στην πορνεία, τα ναρκωτικά και την κραιπάλη εν αναμονή του καινούριου απόπλου, που συχνά καθυστερεί βασανιστικά.

Το λιμάνι είναι αρκετά κοντά στη θάλασσα, ώστε να υπόσχεται εξωτικές διαφυγές, που δεν επιτυγχάνονται ποτέ (το ταξίδι του σύγχρονου ναυτικού είναι πεζό, άχαρο και γυρνά “στις ίδιες πολιτείες παντοτινά” (“Καφάρ”είναι, όμως, επίσης αρκετά κοντά στη στεριά, ώστε να θυμίζει, πικρά, το ανέφικτο της οικογενειακής θαλπωρής, το ανέστιο του ναυτικού, ο οποίος ανήκει παντού και δεν ανήκει πουθενά. “Τα σπλάχνα [του ναυτικού] κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν” (Σολωμός): στην ξηρά, νιώθει “στεριανή ζάλη” και διακατέχεται από “των αναχωρήσεων τη μανία” (“Καφάρ“)· στη θάλασσα τον βασανίζει ακατάπαυστα η έλλειψη ιδιαίτερα της γνήσιας γυναικείας επαφής.

Τα λιμάνια είναι η φυλακή του ναυτικού και ταυτόχρονα τα μεγάλα ορόσημα της ζωής του, στα οποία επιστρέφει (και από τα οποία ολοένα αναχωρεί) παντοτινά, μέχρι τη μοιραία συνάντηση με το σκυλόψαρο, που τον περιμένει στο τέλος κάποιου “μακρυσμένου ταξιδιού”, στον βυθό κάποιου απόμακρου “γαλάζιου πόντου” (τα τελευταία παραθέματα είναι από το προγραμματικό “Mal du depart”).

Snip20140131_1Μεταιχμιακός, όμως, πρέπει να προσθέσουμε, ή ίσως, καλύτερα, αντιφατικός, είναι και ο χρόνος του ποιήματος “Στεριανή Ζάλη”, το οποίο, σε ένα ιδιότυπο σχήμα χιαστί, εκτυλίσσεται αρχικά σε μια ομιχλώδη (δηλαδή σκοτεινή) μέρα και αργότερα σε μια έναστρη (δηλαδή φωτεινή) νύχτα. Τη μέρα το πηχτό πούσι (κοινό θέμα όλης της συλλογής) θολώνει την όραση, και η απραξία, η αναστολή του απόπλου, βυθίζει τον ναυτικό σε ψυχικό τέλμα. Αλλά όμως και ο έναστρος βραδινός ουρανός, εκείνες οι σπάνιες και ως εκ τούτου ιδιαιτέρως εντυπωτικές ανέφελες νύχτες του Λονδίνου είναι εξίσου βασανιστικές: η αγρύπνια (ο ναυτικός της “Στεριανής Ζάλης” κοιμάται μόνο με το ένα μάτι) απλά ξύνει την πληγή της Μνήμης (“αγρυπνά το δεξί και θυμάται”, στ. 15-16), την οποία είχε μπαντάρει, έστω προσωρινά, το λυτρωτικό πούσι της μέθης (“μισή μποτίλια τζίν”, στ. 2) και του αγοραίου έρωτα.

Η κατάσταση στην οποία περιέρχονται οι ναυτικοί της “Στεριανής Ζάλης” εξαιτίας της απραξίας (η ανία, η νύστα, η αίσθηση της αποτελμάτωσης, η επίμονη επιτροφή σε βασανιστικές αναμνήσεις) θυμίζει έντονα την ατμόσφαιρα που ο Καββαδίας θα ξαναπεριγράψει χρόνια αργότερα στο ποίημα “Yara Yara” από το “Τραβέρσο” (1975), αναφερόμενος αυτή τη φορά στο λιμάνι της Μελβούρνης.

Η “Στεριανή Ζάλη”, εξ όσων γνωρίζω, μελοποιήθηκε μόνο μια φορά (όχι και τόσο επιτυχημένα κατά την κρίση μου) από τη Μαρίζα Κωχ (δίσκος “Εθνική Οδός”, 1988).

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1. λοστρόμος: Πρώτος υπαξιωματικός του πληρώματος, ναύκληρος.

Snip20140130_41. καραβέλα: Τρικάταρτο πλοίο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στις μεγάλες εξερευνητικές αποστολές των Ισπανών και των Πορτογάλων. Ένα ομοίωμα του πλοίου κρατά στα χέρια του ο λοστρόμος, φαντασιωνόμενος προφανώς μεγάλα περιπετειώδη ταξίδια, την ίδια στιγμή που στην πραγματικότητα σπαταλά τη ζωή του στο ποτό και τις πουτάνες, ακινητοποιημένος, όπως το παροπλισμένο του αληθινό καράβι, στο ρυπαρό μπαρ του λιμανιού. Το περιπετειώδες ταξίδι είναι άπιαστο όνειρο, το οποίο έχει εκπέσει στο στάτους ενός παιδικού παιγνιδιού ή μιας θλιβερής φαντασίωσης. Η μακέτα της καραβέλας υποκαθιστά το πραγματικό εξωτικό ταξίδι τόσο όσο η φτηνή πόρνη μπορεί να υποκαταστήσει τον αληθινό γυναικείο έρωτα.

2. μποτίλια τζιν: Όλως ιδιαιτέρως στην αγγλική λογοτεχνία του 19ου αιώνα, το τζιν, “το ουίσκυ των φτωχών”, συνδέεται με τους χαμένους τύπους της θάλασσας: τους πειρατές, τους μοναχικούς και ανέστιους ναύτες κλπ.

2. μιγάδες: Βλ. τη σχετική σημείωσή μας στο ποίημα “Πικρία” (λ. μουλάτρα).

3. Συμπληγάδες: Μυθικοί βράχοι, που ανοιγόκλειναν και συγκρούονταν συντρίβοντας τα καράβια που τύχαινε να περνούν ανάμεσά τους εκείνη τη στιγμή. Συνδέονται με το μύθο των Αργοναυτών. Στο ποίημα, οι «Συμπληγάδες» δηλώνουν μεταφορικά τα σώματα των ανδρών και των γυναικών — δηλαδή των ναυτών-πελατών και των φτηνών πορνών του λιμανιού — που ενώνονται σεξουαλικά, σε μια ένωση βίαιη, απότομη, βιαστική, σχεδόν εχθρική και πάντοτε φευγαλέα.

london-fog-1952-2.jpg?w=920&h=659Η δεύτερη στροφή του ποιήματος βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στην πυκνή ομίχλη που σκεπάζει τα ναυπηγεία του Λονδίνου και στον εκκαθαριστικό, εξαγνιστικό, απολυτρωτικό άνεμο που φυσάει στις πεδιάδες της Νότιας Αμερικής. Ξανά, οι εξωτικοί προορισμοί περιβάλλονται με μια αύρα υγείας και ελευθερίας, τη στιγμή που η ποιητική φωνή παραπαίει καθηλωμένη στη στασιμότητα.

5. πηχτό πούσι: Ομίχλη.

5. τα καρνάγια: Καρνάγιο αποκαλείται μικρό ναυπηγείο στην όχθη του λιμανιού, όπου καθαρίζονται, βάφονται και επισκευάζονται καΐκια.

6-8. West End…Μπισκάγια: Στο ποίημα αυτό, όπως πολύ συχνά αλλού, ο Καββαδίας χρησιμοποιεί ένα πυκνό δίκτυο εξωτικών τοπωνυμίων, στρατηγικά επιλεγμένων. Τα κριτήρια για την επιλογή των τοπωνυμίων είναι δύο: (α) η ομοιοκαταληξία με κοινές ελληνικές λέξεις (το ποιητικό εφέ που δημιουργείται έτσι είναι απροσδόκητο, άρα εντυπωσιακό)· (β) η τοποθέτησή τους σε διαφορετικά, συνήθως διαμετρικώς αντίθετα σημεία του παγκόσμιου χάρτη (έτσι το ποίημα ταξιδεύει νοερά ανά την υφήλιο).

6. West End – Thames Street: Thames Street αποκαλείται οδός στο City του Λονδίνου, η οποία χωρίζεται σε Άνω και Κάτω μέρος από τον ποταμό Τάμεση. Τα δύο μέρη της οδού συνδέονται από τη Γέφυρα του Λονδίνου. Το West End είναι η αριστοκρατικότερη περιοχή του Λονδίνου, στην οποία βρίσκονταν κάποτε τα πιο πολυτελή και ακριβά πορνεία (σε αντίθεση με τις φτηνές πόρνες των δρόμων και των μπαρ, που αφθονούσαν στον East End). H πορνεία γενικώς ανθούσε στο Λονδίνο, όπως και σε όλα τα μεγάλα λιμάνια του κόσμου. Μια επίσημη έκθεση του 19ου αιώνα υπολόγιζε ότι στην περιοχή που βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Μητροπολιτικής Αστυνομίας δραστηριοποιούνταν περίπου 8600 πόρνες – και αυτές ήταν φυσικά μόνο οι δηλωμένες (άλλοι υπολογισμοί ανέβαζαν τις πόρνες στις ογδόντα χιλιάδες). Από τα τέλη του 19ου αιώνα και εξής έγιναν προσπάθειες να ελεγχθεί το φαινόμενο, το οποίο απειλούσε πλέον και τη δημόσια υγεία.

6. διπλός έρως: Η κρυπτική αυτή φράση, με τη λεπτή ειρωνική χροιά μάλιστα που της προσδίδει η καθαρεύουσα, ίσως αναφέρεται στη δυνατότητα που είχε ο ματσωμένος ναύτης στο West End να “ψωνίσει” τόσο γυναικεία όσο και ανδρική πορνεία. To Piccadilly Circus ήταν ιδιαίτερα γνωστό ως χώρος συνάντησης μεταξύ πελατών και εκδιδομένων ανδρών. H ανδρική πορνεία εμφανίζεται και αλλού στον Καββαδία, με πιο γνωστή την περίπτωση του ποιήματος “Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου” από το “Μαραμπού”, στο οποίο το Ποιητικό Εγώ εξομολογείται ως μια από τις αμαρτίες του το γεγονός ότι μεθυσμένος κοιμήθηκε κάποτε με έναν “μικρόν Εβραίο στη Σεβίλια”.

7. Πλάτα: Rio della Plata, πόλη της Αργεντινής. Επίσης ποταμόκολπος μεταξύ Αργεντινής και Παραγουάης.

7. Παμπέρος: Άνεμοι που πνέουν στις πεδιάδες (pampas) της Αργεντινής και της Ουρουγουάης.

8. ρολάρει: ρολάρισμα του κύματος στη ναυτική γλώσσα αποκαλείται ο κυματισμός που δημιουργείται όταν η ταχύτητα του ανέμου είναι μεγαλύτερη από τον κυματισμό του πλοίου.

8. Μπισκάγια: Περιοχή ανάμεσα στη Βόρεια Γαλλία και την Ισπανία, που βρέχεται από τον κόλπο του Μπίσκυ.

Το λιμάνι του Λονδίνου στα 1882 (πηγή Wikipedia)

Το λιμάνι του Λονδίνου στα 1882 (πηγή Wikipedia)

Η τρίτη και η τέταρτη στροφή εμφαίνουν τα μοτίβα της στασιμότητας (η μπαρκέτα δεν γυρίζει), της ανίας και της νύστας, αλλά επίσης της πιεστικής μνήμης και της αίσθησης του εκτοπισμού (ο ουρανός του Λονδίνου “δεν μοιάζει μ᾽ αυτόν που γνωρίζει” το Εσύ προς το οποίο το ποίημα απευθύνεται).

10. δε μοιάζει μ’ αυτόν που σε γνωρίζει: Το υποκείμενο του ρήματος γνωρίζει είναι σαφώς ο ουρανός, κατά τα άλλα όμως στον στίχο επικρατεί σκόπιμη ασάφεια. Ποιος είναι αλήθεια ο ουρανός που γνωρίζει τον ναυτικό; Είναι ο ουρανός της πατρίδας; Ή μήπως είναι αυτός της ανοικτής θάλασσας;

11. μπαρκέτα: Όργανο που μετρά την ταχύτητα του πλοίου, δρομόμετρο.

11. η μπαρκέτα γυρίζει; δε γυρίζει: Η μπαρκέτα “δε γυρίζει”, συνεπώς το καράβι δεν ταξιδεύει, είναι ακινητοποιημένο. Αντιγράφω το σχόλιο του Guy Saunier (σ. 59-61):

Τό ταξίδι όμως δεν εξαρτάται απόλυτα απο τη θέληση του ναυ­τικού, ή — με άλλα λόγια — έχει μοιραίο χαρακτήρα. Το δείχνει μια επαναλαμβανόμενη, σχεδόν ιδεοληπτική, ερώτηση που βρίσκεται σ’ όλο το έργο του Καββαδία: ποιος καθορίζει την πορεία; Εμφανί­ζεται με τρόπο φαινομενικά ανώδυνο στη Βάρδια: «Τά πάμε τά καράβια ή μάς πάνε;» ( Β 124). […] Το νόημα της ερώτησης μπορεί να ερμηνευτεί ως εξής: Ποιος ορίζει τήν πορεία; Πού βρίσκεται το σταθερό σημείο αναφοράς; Αν το καράβι συμβολίζει εδώ μετωνυμικά τον ναυτικό, αμφισβητείται η κυριαρχία τοΰ ναυτικού, και η αξία του ταξιδιού ως μέσου κατά­κτησης του κόσμου. [Στη “Στεριανή Ζάλη”] το ύφος δεν είναι πια δραματικό, εν μέρει επειδή δίνεται αμέ­σως η απάντηση. Ωστόσο, το γεγονός ότι δε γυρίζει ή μπαρκέτα (το όργανο με τό οποίο μετράνε τήν ταχύτητα του πλοίου) σημαί­νει ότι το πλοίο είναι ακίνητο, το ταξίδι, προσωρινά τουλάχιστον, ματαιωμένο. Κάθε εμφάνιση τής πολύμορφης ερώτησης εμπερι­κλείει κάποια απειλή για το γόητρο τού ναυτικού — ή και του πεζο­πόρου— ή γιά τήν πραγματοποίηση του ταξιδιού”.

12. Καράστρα: ίσως τα στενά Κάρα στη Βόρεια Ρωσία (Αρκτικός Ωκεανός).

13-14. Βαρέθηκαν, νυστάζει, βαριέται, γέρνει, κοιμάται: Η μελαγχολία που κυριαρχεί στο ποίημα ενισχύεται από εικόνες αποχαύνωσης, παράλυσης και αδράνειας. Σε αντίθεση με τη θάλασσα, την οποία χαρακτηρίζει η αέναη κίνηση, ο ναυτικός τελματώνεται μέσα στην ακινησία της ψυχής. Το σκυλόψαρο τελικά είναι «μια κάποια λύσις». Ακόμα και αυτό όμως είναι μακριά. Αλλά περιμένει, γιατί γνωρίζει το αναπόφευκτο.

14-15. το ᾽να μάτι σου…θυμάται: Το απροσδιόριστο Εσύ στο οποίο το ποίημα αποστρέφεται είναι σύνηθες στυλιστικό χαρακτηριστικό των ποιημάτων του Καββαδία. Το Εσύ εδώ, προφανώς ένας από τους ναύτες, βρίσκεται σε μια κατάσταση μεταξύ εγρήγορσης και ύπνου: το ένα του μάτι βαραίνει, αλλά το άλλο παραμένει ανοιχτό και κυρίως συντονισμένο με μια ανάμνηση που δεν μπορεί να την πνίξει το πηχτό πούσι του λιμανιού.

Snip20140130_916. το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει: Στη συλλογή “Πούσι” επανέρχεται συνεχώς η εικόνα του φαναριού (του φαναριού του πλοίου, του λιμανιού ή του φάρου), που αργεί να φανεί ή που δεν διακρίνεται, καθώς πνίγεται μέσα στην πηχτή ομίχλη, και έτσι τελικά καταλήγει, αντί να οδηγεί το καράβι με ασφάλεια, να αποτελεί μια ακόμη από τις παγίδες της θάλασσας (ή της στεριάς). Πρβλ. από το “Πούσι” “Έπεσε το πούσι αποβραδίς / το καραβοφάναρο χαμένο…”· από το “Kuro Siwo“: “είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια / και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο” (βλ. και τη σχετική σημείωσή μας εδώ)· και από το “Black and White”: “Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί”, “το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη”. Πιο γενικές αναφορές στα φανάρια έχουμε ακόμη στο “Καραντί” και στον “Σταυρό του Νότου”. Στο ποίημα “Coaliers”, που προστέθηκε στη δεύτερη έκδοση του Μαραμπού, η οποία κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με το Πούσι το 1947, τα φανάρια που πείθουν τα καράβια να τα ακολουθήσουν σε μια αβέβαιη πορεία στον σκοτεινό ή ομιχλώδη ωκεανό αποκαλούνται ρητά “σειρήνες”.

Snip20140131_3Η τελευταία στροφή επαναφέρει την εικόνα της πρώτης, αλλά αντεστραμμένη: τώρα ο λοστρόμος “ξυπνά και καταριέται” τις πόρνες του λιμανιού και τη φτηνή μποτίλια (στ. 17). Η παραμονή στο λιμάνι – μια κατάσταση τόσο οριακή όσο και το λιμάνι το ίδιο, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, μεταξύ συνειδητότητας και αλκοολικής θολούρας, μια κατάσταση ΖΑΛΗΣ – τελειώνει και το ταξίδι ξεκινά. Το πλοίο κινείται προς τον οριστικό, μοιραίο του προορισμό: το σκυλόψαρο.

18. μια μιγάδα που κλαίει: Επειδή ο λοστρόμος φεύγει.

19. Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια: Πρβλ. “Πούσι”, στ. 18-20: “ήρθες να με δεις, κι όμως δεν μ᾽ είδες. / Έχω απ᾽ τα μεσάνυχτα πνιγεί / χίλια μίλια πέρα απ᾽ τις Εβρίδες”.

20. το σκυλόψαρο: Για τη συμβολική λειτουργία του σκυλόψαρου (του καρχαρία) στον Καββαδία, αντιγράφω από το βιβλίο του Guy Saunier, σσ. 48-49:

Μόνιμη μετωνυμία του βυθού ως τόπου ολέθρου είναι ο κάτοικος του, ο καρχαρίας, συχνά παρών στά έργα του Καββαδία, στα ποι­ήματα — από τη συλλογή Πούσι και πέρα — και στη Βάρδια. Στο έργο αυτό, ο καρχαρίας εμφανίζεται κυρίως σε δυο καίρια σημεία. Μια πρώτη φορά στην «τρίτη Βάρδια», όταν ο Νίκος αντιπαρα­θέτει στεριά και θάλασσα και εξαίρει την καθαρότητα του βυθού: «κάθε ναύτης έχει τον καρχαρία του» (Β 39). Το επεισόδιο οδη­γεί στην ιστορία της Μελής και στην ιστορία της Ταό. Σημαντικό­τερη ακόμα είναι η δεύτερη εμφάνιση του καρχαρία, στην αρχή του τμήματος που φέρνει ως μότο «Sales terriens», στο ξεκίνημα του κεντρικού ρεμβασμού και της κυριότερης εξομολόγησης του Νίκου (Β 98-99). Σ’ αυτές τις σελίδες υμνούνται πραγματικά οι μυθικές αρετές του καρχαρία: ή υπερφυσική δύναμή του — η καρδιά του «ξεριζωμένη απ᾽ το κορμί του, να σπαρταρά» επί μισή ώρα «μέ­σα σ’ ένα μαστέλο γιομάτο θαλασσινό νερό» — άλλα προπαντός η απέχθειά του για το γλυκό νερό, ή μάλλον η ανικανότητα του να το υποφέρει, σε σημείο να μπορεί να πεθάνει αν του το ρίξουν στα μά­τια καί στο στόμα, η σιχασιά του για τα ποτάμια και για τα θολά νερά. Ταυτίζεται δηλαδή απόλυτα με το χώρο του, την καθαρή θά­λασσα και το βυθό. Είναι χαρακτηριστικό ότι, στο τελευταίο ποίη­μα του Καββαδία, «Πικρία», επειδή ο ποιητής απαρνήθηκε τη θάλασσα, ο βυθός όπου τον πετάνε δεν κατοικείται πια από καρχα­ρία, αλλά από σιχαμερά όντα: « μια μέδουσα… σαλάχια και χτα­πόδια » (Τ 37, στ. 31-32).

Άλλη όψη του καρχαρία μπορεί να είναι και η εξής. Παρά την αντίθεσή της με τη γυναίκα στη μυθολογία του Καββαδία, η θά­λασσα δεν παύει να είναι γυναικείο, μητρικό στοιχείο, και ο επιθυ­μητός θάνατος, ως κάθοδος στο βυθό της θάλασσας, μπορεί να ερμηνευθεί — για τον Καββαδία όπως και για τον Παπαδιαμάντη και για πολλούς άλλους — ως επιστροφή στην αρχέγονη μήτρα, αλλά και ως ερωτική πράξη, πράγμα που θα εξηγούσε την ηδονική περιγραφή του πνιγμού στο Ημερολόγιο ενός τιμονιέρη. Σ’ αυτή την περίπτωση, με τήν παρουσία του καρχαρία πραγμα­τοποιούνται ίσως οι πανανθρώπινες φαντασιώσεις της vagina dentata ή της mante religieuse (τό αλογάκι της Παναγίας), που καταβροχθίζει τον εραστή της. Η ένωση με την υπεράνθρωπη συμβολική γυναίκα, ή μητέρα, συντελείται μόνο με το θάνατο του εραστή.

o-LONDON-FOG-facebookΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

  1. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καφάρ” του Νίκου Καββαδία
  2. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Μαρέα” του Νίκου Καββαδία
  3. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Σταυρός του Νότου” του Νίκου Καββαδία
  4. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Kuro Siwo” του Νίκου Καββαδία
  5. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Πικρία” του Νίκου Καββαδία
  6. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καραντί” του Νίκου Καββαδία