Tags

, , , , , , , , , , , , , , , , ,


Ο κύκλος των Ατρειδών ολοκληρώνεται σήμερα με έξι ποιήματα. Δείτε εδώ, εδώ και εδώ τις τρεις προηγούμενές μας αναρτήσεις.

  1. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Κλυταιμνήστρα κατ᾽ ὄναρ καὶ καθ᾽ ὕπαρ”
  2. Γιάννης Ρίτσος, “Χρυσόθεμις” (απόσπασμα)
  3. Γιάννης Ρίτσος, “Η επιστροφή της Ιφιγένειας” (απόσπασμα)
  4. Ελένη Βακαλό, “Ο γυρισμός της Ιφιγένειας” (απόσπασμα)
  5. Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, “Η άρνηση της Ιφιγένειας”
  6. Ζωή Καρέλλη, “Κασσάνδρα” (απόσπασμα)
H Κλυταιμήστρα πάνω από τα πτώματα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας. Σκηνή από την "Ορέστεια" του Peter Hall.

H Κλυταιμήστρα πάνω από τα πτώματα του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας. Σκηνή από την “Ορέστεια” του Peter Hall.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΚΑΤ’ ΟΝΑΡ ΚΑΙ ΚΑΘ’ ΥΠΑΡ”

(ΚΥΔΩΝΙΟΝ ΜΗΛΟΝ, 2006)

                                                                                          Στην Κική Δημουλά
 
Ι
 
Η Κλυταιμνήστρα ξύπνησε απ᾽ ένα θόρυβο μαβή.
Την έτσουζαν τα χέρια της,
αγέρηδες, σεισμοί
πληθαίναν στην καρδιά της.
                                                Ξένος Όνειρος
(τον πρόφταξε με του ματιού την άκρη
να βγαίνει απ᾽ το παράθυρο)
έσπασε, λέει, το τζάμι του προσώπου της.
 
Α, μοίρα! Πιο καλά, ω κακότυχη μητέρα Ήρα,
ο φύλακας γραφιάς
εντεταλμένος να χαράσσει γραμμικά
σε δέλτους (σε κιτάπια ιστορικά
που καταπίνουν μύθους) τα συμβάντα
περιτυλίγεται τη φρυκτωρία!
                                                   Το ρυαχτό
στο βάθος του οκτώσχημου κορμιού μου
γεννά και τίκτει μέγα σαματά.
Τα κρόταλά μου ηχούν, τη γέεννα για να κρύβουν
του παθιασμένου μου έρωτα. Κι ο Αίγισθος
ο Αίγισθος κοιμάται.
 
Μήτε λοιπόν των άστρων το ροχαλητό
κι ο ρόχθος του πελάου που κατακλύζει
ώσμε δυο πήχες το κλινάρι μας μπορεί
να τον σηκώσει από το πτώμα του —
εξόν κι αν τον σκοτώσουν, είτ᾽ εγώ είτε άλλοι.
 
Καταλαβαίνεις, γέροντα, πως άλλα έχω στο νου μου
κι αλλού άλλα με τραβούν· να περιφέρομαι
γυμνή και πελιδνή, χωρίς τα πέδιλά μου,
κάνε χωρίς πυξίδα κι αφκιασίδωτη,
να κάνω τρεις φορές του παλατιού το γύρο
και δέκα να εκστομώ κατάρες για τον έρω
που μ᾽ έσυρε ως τ᾽ αστράπτοντα ψάρια που ρυμουλκούν
το ποθεινό λουτρό μου.
                                       Μόλις και προλαβαίνω
να δέσω τα μαλλιά μου, την πανοπλία ν᾽ αρμόσω
του αργυρού μου απελπισμού, να σαρκωθώ έναν ταύρο
κακοπελεκημένο, δανεικό,
που μάχεται στη θλάση του να σώσει
το ξόανο της θεάς.
 
 
ΙΙ
 
Ο Ξένος Όνειρος ξανά στο παραθύρι
πουλάκι στήθηκε γλυκό μ᾽ ανθρωπινή ομιλία.
Και τι ταράζεσαι, κυρά; Όλα είναι σαν και πρώτα
γαληνεμένα· τα παιδιά στην κούνια τους κοιμούνται,
πρωί πρωί ο αφέντης σου κινεί την άμαξά του
να σπείρει δέντρη και βουνά, να σπείρει άστρα και πλάτη
κι όσα δε χώρεσε η σοδειά του νου και το παλάτι.
Καλοκοιμήσου κι αγρυπνώ τον ύπνο σου να υφαίνω
μ᾽ όλα του κόσμου τα καλά και των δακρύων τον αίνο.
Δεν πρόλαβε να της το πει και κείνη αποκοιμήθη.
Γλυκόμηλο είχε στην καρδιά και ρόδι απά στα στήθη.
Δώδεκα πήχες ουρανός κρεμόταν πάνωθέ της·
τον είχε ο Αγαμέμνονας με προσταγή της Θέτης
φέρει μαζί του, ν᾽ απλωθεί μακρύτερα η φωνή της
σαν θα την έσφαζε ο φρικτός κι ανόσιος αρχιθύτης.

orestes

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

“ΧΡΥΣΟΘΕΜΙΣ”

(ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, 1972)

[…]Αργά το απόγευμα, χειμώνα – καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω
απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι
ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω – γύρω,
σα να ‘ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ‘ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου ‘χε τύχει
να ‘ρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιος είμαι;», ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.

Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου — κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κ’ έτρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: («Με ποιον κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα («δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως ή γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι τής σελήνης) — κ’ ή μητέρα με πίστεψε.

Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιόν, και τι να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους — αφανείς κι αυτούς — καθώς η σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κ’ η γάτα.

Μιαν άλλη νύχτα, (έκανε ζέστη αφόρητη μες στην τραπεζαρία —
καλοκαίρι
ολάνοιχτα παράθυρα τραβηγμένες κουρτίνες), η μητέρα
φαινόταν οργισμένη, το ίδιο κι ο πατέρας, κ’ η μεγάλη αδελφή
μου μιλούσαν δυνατά — μεγάλωνε το στόμα τους γεμάτο σκοτάδι πότε -πότε
φωτίζονταν απ’ τις λυχνίες ή γλώσσα τους σα να πασκίζαν
να καταπιούν μια γουλιά φως δεν τα κατάφερναν πνίγονταν
έπνιγε ο ένας τον άλλον. Τους κοιτούσα. Δεν ξεχώριζα λόγια.

Κείνη την ώρα μπήκε απ’ το παράθυρο μια νυχτερίδα
κουβαλώντας μαζί της λίγα αστέρια, ένα κομμάτι βελούδινη νύχτα,
δυο φύλλα μουριάς, (ναι, μουριάς), το ελάχιστο βέλασμα
ενός μικρού προβάτου πλάι στο ποτάμι, την ώρα που το άστρο των ποιμένων
τρέμει μες στο νερό τόσο φιλέρημο, τόσο συγκινημένο
που τα σπουργίτια αναστενάζουν στον ύπνο τους, γυρνώντας
απ’ τ’ άλλο τους πλευρό, και τα πρόβατα υπόσχονται στο θεό τους
να γίνουν ακόμη πιο καλά. Μεμιάς οι μεγάλοι σώπασαν.

Μπορεί και ν’ αφουγκράστηκαν κείνο το βέλασμα. Μπορεί να φοβήθηκαν
το μακρινό, το ωραίο, το άγνωστο. Ωστόσο το ακούσανε. Τότε, η μητέρα
άρπαξε μια πετσέτα απ’ το τραπέζι και κυνήγησε τη νυχτερίδα
παρά λίγο να σβήσουν κ’ οι λυχνίες.

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο τον μονόλογο εδώ.

Σοφοκλή "Ηλέκτρα" (Εθνικό Θέατρο, 1996). Η Τάνια Παπαδοπούλου ως Χρυσόθεμις και η Λυδία Κονιόρδου ως Ηλέκτρα.

Σοφοκλή “Ηλέκτρα” (Εθνικό Θέατρο, 1996). Η Τάνια Παπαδοπούλου ως Χρυσόθεμις και η Λυδία Κονιόρδου ως Ηλέκτρα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

“Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ” (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

(ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, 1972)

Οι άνθρωποι συνεχίζουν να πορεύονται έτσι
ανύποπτοι για κείνους που έφυγαν, γι’ αυτούς που φεύγουν, για τους ίδιους
που φεύγουν κι αυτοί∙ — κυκλοφορούν με φυσικότητα
ανάμεσα στο θάνατό τους.
Το πιρούνι ή το κουτάλι
βρίσκει το στόμα τους αλάθευτα, χωρίς δισταγμό, χωρίς παύση,
ενώ σιμά τους, πλευρό με πλευρό, οι πεθαμένοι
κοιτάζουν τις μηχανικές κινήσεις των χειλιών τους, χωρίς να τρώνε εκείνοι. Και το μήλο
πούχε κυλήσει κάτω απ’ το τραπέζι κ’ ύστερα
κάτω απ’ τον καναπέ κ’ εξαφανίστηκε — πιθανόν σε μια τρύπα στο πάτωμα
ή μέσα στον τοίχο, — τόχε κλωτσήσει με το πόδι του ο μικρός πεθαμένος
κ’ ίσως το βρήκαν στο δρόμο τα παιδιά, μες στη λιακάδα,
και το μοιράστηκαν δαγκώνοντας με τη σειρά τους ένα-ένα —
λογής-λογής αποτυπώματα δοντιών, — κ’ είταν εκείνο το ίδιο
που βρήκαμε προχτές στον κήπο μέσα στις ξερές πευκοβελόνες.
Τι περιμένουμε, λοιπόν, μέσα σ’ αυτή την ερήμωση; Τι περιμένουμε ακόμη; —
γιατί (δεν ωφελεί να το κρύψουμε): περιμένουμε ακόμη
πίσω απ’ την πόρτα, πίσω απ’ τα ρούχα μας, πίσω απ’ το θάνατό μας,
πίσω απ’ τα μάτια μας, μέσα στο κυμαινόμενο σκοτάδι,
μέσα στις γερασμένες κάμαρες με τις μακριές, ετοιμόρροπες κουρτίνες
κατεβασμένες μ’ έμφαση ως κάτω, για να δείχνουν
ότι τάχα δεν περιμένουμε.
 
[…]
 

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο τον μονόλογο εδώ.

 
H Κλυταιμήστρα σκοτώνει τον Αγαμέμνονα

H Κλυταιμήστρα σκοτώνει τον Αγαμέμνονα

ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ, “Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ”

Όταν στ’ ανάκτορα βρέθηκε νεκρή, χωρίς σημεία να δείχνουνε ότι ο θάνατος δεν ήταν φυσικός, η Ιφιγένεια, που είχε επιστρέψει, μας έκανε εντύπωση ότι δε ζήτησε στις υποψίες μας να αρνηθεί
 
                                                                             (Αποσπάσματα απ’ την κατάθεση)
 
 
***
Μου φάνηκε περίεργο σαν είδα τη ρυτίδα
Δίπλα στο στόμα της Ηλέκτρας
Τη ρώτησα
Πέρασε λοιπόν από το φόνο τόσος καιρός;
«Έχω έτοιμα τα νομίσματα», μου λέει, «μόνο μη μου το πεις
Τώρα έτσι θυμούνται ή ξεχνούν»
Κι έλυνε με βία τα παπουτσάκια της τα παιδικά
«Θέλω να μου τα βάλεις», λέει,
«Εγώ μόνον προσπάθησα να δοκιμάσω αν μ’ αγαπούν»
 
***
«Πρέπει να υπερασπιστώ», είχε πει,
«Κι ο τρόπος δεν είναι ν’ ακολουθείς»
 
***
 Από πολλά χρόνια είμαστε μια οικογένεια νεκρών
 Ο πατέρας μου ζει κάτω από ένα δίχτυ
 Όταν σπαρταρά
-΄Οσο περνάει ο καιρός πιο σπάνια και ολότελα ξαφνικά ακούς
 να χτυπάει πάνω στο βαμμένο κατάστρωμα του καραβιού,
 εκεί που τ΄ακουμπήσαμε στη σκια-
 Τα μικρά ψάρια που ανασαίνουν απ’ την πληγή τους
 Σκορπίζονται
 Από τις τρύπες που δε φροντίσαμε πριν
 Η μητέρα μας ανοίγοντας τα πόδια της
 Άφησε τη θάλασσα να περάσει
 Στην αντίκρυ μεριά του Ισθμού
 Εμείς τότε παίζαμε με τ’ αδέλφια μου στην αμμουδιά.
 
***
-Κατεβαίνοντας τη σκάλα συναντήσατε τον άνθρωπο
  που έφερνε την επιστολή;
-Ο διάδρομος έστριβε και έμενε πάντοτε ένα κενό
  που φαινότανε από κάτω η αρματωσιά της οικοδομής
 
***
Μια μέρα την είδα που φώναζε τους βαρκάρηδες
Να ανασύρουν το πτώμα μου απ’ το βυθό
Κρατούσε ένα σφουγγάρι στα χέρια της
Και το περνούσε μαλακά σ’ όλη την επιφάνεια
Φροντίζοντας τα μαλλιά μου ν’ απλώνονται ως την άκρη
Κυματιστά
Είχε γύρω της-με διπλωμένα τα γόνατα-
Ένα σωρό παιδιά
Αλλόκοτα
Πιο σκούρα
Και τους έδειχνε τον Ορέστη να φεύγει
Καθώς στο πλακόστρωτο μεγάλωναν ολοένα
Τα βρεγμένα του πέλματα
Όσο εκείνος γινότανε πιο μικρός
 
***
Το θέμα δεν είναι η επιστροφή
Η οριστική αναγνώριση
Που μας έφερε ως εδώ
 
***
«Συνεχώς μετατίθεσαι», είχε πει μια φορά,
«Όλοι στο βάθος ζητούμε να περιποιούνται τα σώματά μας
Όπως αυτοί»
Και μου έδειξε τότε την κρύπτη
«Ίσως περισσότερο κι από σένα τους χρειάζομαι
Δεν έπρεπε να ‘ρθεις»
 
***
    Σ’ αυτό το σημείο η Ιφιγένεια, ενώ εμείς περιμέναμε να
κλείσομε πια, ανεβάζοντας τα χέρια στο στήθος της προχώ-
ρησε ως το παράθυρο που ακούγονταν η βοή της γιορτής
 
Κόρες του βασιλιά
Κόρες του βασιλιά
 
Στο μέρος της καρδιάς μου ακούμπησα
Για να επιτύχω ένα αποτέλεσμα οριστικό
Το ξίφος δεν είχε λαβή
 
Μπορώ ακόμη να κερδίσω καιρό.
 
Leonaert Bramer, "Η θυσία της Ιφιγένειας" (1623). Πηγή: Wikigallery

Leonaert Bramer, “Η θυσία της Ιφιγένειας” (1623). Πηγή: Wikigallery

 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

“Η ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΣ”

Αχνοφαίνονται τα πλεούμενα, Ιφιγένεια.
Λιβάνι στρώθηκαν τα σκαλοπάτια
προς τη θάλασσα.
Το βήμα σου, το φόρεμα και τα μαλλιά
απεσταλμένοι του ανέμου.
 
Έρχονταν μια μια δυο δυο οι νύχτες
στις ρώγες των δαχτύλων σου
και στην κορφή της πλάτης
αβασίλευτος πάντα ένας ήλιος.
 
Ανήμπορη να μετρήσεις τους αμπελώνες
Τα χωράφια και τους ελαιώνες σου
Χανόσουν σε καλοκαιριάτικο όνειρο.
 
Εκεί στο ξύλινο μπαλκόνι σου
Θέριευαν τα γεράνια
Μεγάλωναν τα σπιτικά πουλιά
Κι έπαιζες τα δειλινά με χαϊμαλιά
Και ιστορίες αγάπης.
 
Βασιλοκόρη
Ξέχναγες τα ωραία σάνταλά σου
Όταν ο λιονταρογέννητος ουρανός
Σε γυναικεία του στιγμή
Ακουμπούσε στα γόνατά σου.
 
Ιφιγένεια, κάθε καΐκι κι ένας άγριος Απρίλης
Κάθε γοργόνα πλώρης
Κι ένα γιορτερό ακρογιάλι.
 
Γέροντες σοφοί
Πριν απ᾽ την αρχή των δέντρων
Γέροντες πολύξεροι
Είχαν διηγηθεί
— πριν ακόμη γεννηθεί η Αφροδίτη
πίσω από τα σύννεφα —
την ιστορία της κοπέλας
που φιλική ήταν στους ανέμους.
Κι εσύ
— μάρμαρο το φως
δέσμια κρατά την κεφαλή σου —
μίλησες στη θάλασσα την Παναγιά
γλυκά σκυμμένη
στο γιο της το Σεπτέμβρη
για τους πολεμιστές
και τις κακές τους σκέψεις.
 
Δεν πιστεύουν οι πολεμιστές.
Ταύροι είναι
Με ήλιους ζωγραφιστούς στις πανοπλίες
Και τις κνήμες
Βαριά φυτεμένες στο χώμα.
Δεν πιστεύουν στους καρπούς της αναμονής
στις θάλασσες που επιστρέφουν
όλο και πιο πλούσιες —
αναγεννιούνται κι οι βυθοί.
 
Χρειάζεται ο καιρός του πουλαριού
Των ψηλών κάκτων
της νεροφίδας
και των αστεριών ως να ξαναφανούν.
Χρειάζεται η αιωνιότητα της εμπιστοσύνης.
Μιλάνε για τη μάχη
Τη θρέφουν μαζί με τ᾽ άλογα
Και τις αγριοπέρδικες.
Όλα είναι έτοιμα, λένε.
Τα αιχμηρά όπλα, τα ηνία,
Η γη ανασκαμμένη για τα σώματα
Ο θυμός, οι φωνές των γυναικών.
Κι ο άνεμος;
Φάνηκαν τα πρώτα δελφίνια, Ιφιγένεια.
Τα πουλιά και τα καράβια ακολουθούν.
Κλαρί λεμονανού άνθιζ᾽ η καλοσύνη
Στο περβόλι σου.
Κι όμως ο λαιμός σου προσφέρεται
Αόρατο μονοπάτι του κακού.
 
Θόρυβος στ᾽ ακρογιάλι.
Στις πλάκες του λιμανιού
Πατήματα αντρών, τρεξίματα
Μαντάτα, πρόσωπα.
Αρνήθηκε, είπαν.
 
Αρνήθηκε η Ιφιγένεια.
Για την αγάπη, έλεγε,
για τη γλυκιά καρδιά
για ειρηνικές πολίχνες
να φροντίσουμε τα καρποφόρα
τις βροχές να δεχτούμε στην ώρα τους
για τις βοσκές
για τους αγγέλους.
 
Αρνήθηκε.
 
Να μην φτάσουν οι πολεμιστές
Να ομορφύνουν τα κάστρα
Απ᾽ τον κισσό
Να τρανέψουν τα παιδιά.
Για τη χαρά, είπε
Κι ανέβηκε στους ουρανούς.
 
Έκπληκτοι οι στρατιωτικοί
Ανέβαλαν τον πόλεμο
Και την Ελένη βρήκαν ταπεινή
Να ετοιμάζει το δείπνο.
 

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

“ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ”

(ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1955)

Τ’ είν’ αυτά, τα μαύρα περιστέρια
που στα χέρια κρατάς, Κασσάνδρα;
Ποια θυσία ‘τοιμάζεις περίεργη, ανήκουστη;
Θα γίνουν κοράκια τα πένθιμα τούτα πουλιά
και θα σου ξεσκίσουν σε λίγο
τα σωθικά σου, τα βλέμματα.
Διώξ’ τα να φύγουν απ’ την αγκαλιά σου,
διώξ’ τα να φύγουν μακριά.
Τίποτα καλό, χαρούμενο δεν προμηνούν
στην ανήσυχη τόσο ψυχή μας.
Σπρώξ’ τα από πάνω σου, κόρη του βασιλιά,
να μη σκαλώνουν απάνω σου,
τ’ άγρια μαύρα πουλιά.
 
Ποιες Αιτίες είδες, Κασσάνδρα
και πόσο ανησυχείς και παθαίνεσαι;
Σα φάντασμα τριγυρνάς ανάμεσά μας,
μ’ άλλου κόσμου φαντάσματα συνοδειά.
Πόσο μας τρομάζεις, πόσο μας τρομάζεις…
Σα να πρόκειται εσύ πια να τα πεις όλα,
σαν να ξέρεις της ζωής τα μυστικά
και του θανάτου πραγματικά πράγματα.
Τις μας ενοχλείς με λόγους βαρείς,
τα πεπρωμένα και τέτοια και τέτοια.
Τίποτα δεν θ’ αλλάξει ό,τι κι αν πεις εσύ.
 
Ακόμα κι εμείς ακούμε
τα μυστικά περπατήματα της μοίρας,
μη θαρρείς πως αισθήσεις δεν έχουμε
τέτοιες της ψυχής προαισθήσεις,
εμείς όμως θέλουμε να τα ξεχάσουμε όλα.
Κόρη με το χαμένο βλέμμα,
με τη βαθιά μελαγχολία στο πρόσωπο,
σε βαρεθήκαμε στους χρόνους, στους καιρούς
που επανέρχονται ίδιοι, γιατί
ποτέ οι άνθρωποι δεν είναι διαφορετικοί.
Ξυπνούν ένα πρωί,
νέοι, ωραίοι, όπως είναι ο αδελφός σου,
όπως είναι οι ξένοι Αχαιοί,
που ο απερίσκεπτος νέος πρόσβαλε,
ξυπνούν οι άνθρωποι κι αισθάνονται
όλη την ηδονή, της ζωής τη δύναμη,
λησμονούν της ζωής τη διδαχή.
 
Εσύ, τι τριγυρνάς τώρα ανάμεσό μας
και δε μας αφήνεις ήσυχους;
Μήπως της καλλονής η αίγλη
ξύπνησε μέσα σου άλλα αισθήματα
κι εσύ δεν ξέρεις να τα χαρείς;
Βρίσκεις άλλης ζωής ομιλήματα
να πεις στους ανθρώπους,
τους μεθυσμένους από τη δύναμή τους.
 
Τι θέλεις να πεις, τι θέλεις;
Εμείς, εμείς, εμείς
αισθανόμαστε τούτη τη δύναμη
κι ούτε μπορούμε να διαλέξουμε άλλη.
Έχουμε βαρεθεί την οδύνη
και τις ύπουλες καλές πράξεις,
την υπομονή και τ’ άλλα των ανθρώπων
καμώματα, που δεν έχουν παραδεχτεί
την ακέριαν αξία τους.
Εμείς μπορούμε και να πούμε,
πως ο θάνατος είν’ άλλη ζωή, πιο ένδοξη.
Για να παρηγορηθούμε, τι δε σοφιζόμαστε.
Εσύ όλο τα ίδια λες,
καταστροφή, τιμωρία, καταστροφή.
 
Τ’ είν’ αυτά τα μαύρα κοράκια,
που στα χέρια κρατάς,
αντίς τα περιστέρια της Κύπριδας;
Θυσίες, θυσίες,
ως πότε να θυσιαζόμαστε πρέπει;
Τι να φυλάξουμε;
Τουλάχιστο θα ζήσουμε τώρα εμείς.
Κι ο Πρίαμος δεν του είπε κανείς
τόσα παιδιά ν’ αποχτήσει,
για ν’ ακούονται οι φωνές της Εκάβης
στης γης τα πέρατα,
στης επιστροφής τα χρόνια.
Ας έρθουν οι φλόγες της καταστροφής.
Όλα μέσ’ στης ζωής τα βήματα είναι.
Μήπως εμείς διαλέγουμε τίποτα!
Κασσάνδρα, Κασσάνδρα,
είναι τα λόγια σου φρόνησης περιττής,
η θέλησή μας δε φτάνει.
Πάψε να διαλαλείς τη δυστυχία μας.
Έτσ’ ή αλλιώς θα πεθάνουμε.
Κανείς δε θα σ’ ακούσει.
 
Η μοναξιά σου είν’ αμετάκλητη.
Στον απρόσιτο ζεις χώρο, εκείνου
που στην έρημο μέσα μιλεί.
Άφησέ μας στη μοίρα μας.
Κανένας δε θα μάθει ποτέ,
τίνος είν’ η καλλίτερη.
 
Απ’ όλα της μαντικής τα χαρίσματα
που μπορείς νάχεις,
άκουσε,
εκείνο που χρειαζόμαστε τώρα,
άκουσε, είναι της ηδονής το χαμόγελο,
για να ξεχνούμε τις δίβουλες αρετές,
για να μη βλέπουμε φαντάσματα,
για να μη σκεφτόμαστε παράξενες διαφορές,
μεταλλαγές ίδιες, στροφές απαράλλαχτες
στην οδύνη, στην προσπάθεια, στην προσμονή,
στην αδάμαστη του χρόνου ροή.
Όχι τα μελαγχολικά, φοβερά σου μάτια,
που παν και βλέπουν,
ποιος ξέρει ποια μέλλοντα,
μα τα έμορφα χείλη των γυναικών,
όπου ανάμεσα λάμπουν τ’ άσπρα τους δόντια,
σαν αμύγδαλα δροσερά.
Η ζωή μάς ανήκει,
το μέλλον ανήκει στους θεούς,
αυτούς θα ξεπεράσουμ’ εμείς;
 
Είν’ αμαρτία, να μη ζεις
πλήρη της ζωής την γλυκιάν αμαρτία.
Τι περιμένεις; Ποια να φανερωθεί σημασία;[…]
 
cassandra