Tags

, , , , , , , , , , , , ,


Ο Οίκος των Λαβδακιδών εκπροσωπείται στη συλλογή μας με δεκαέξι ποιήματα.

Δείτε εδώ, εδώ, εδώ και εδώ τις προηγούμενες αναρτήσεις.

  1. Κωνσταντίνος Καβάφης, “Ο Οιδίπους”
  2. Μελισσάνθη, “Σφίγγα”
  3. Ιωάννης Πολέμης, “Αντιγόνη”
  4. Ντίνος Χριστιανόπουλος, “Αντιγόνης υπέρ Οιδίποδος”
  5. Ζωή Καρέλλη, “Της Αντιγόνης προς την Ισμήνη”
  6. Ζωή Καρέλλη, “Αντιγόνη”
  7. Χλόη Κουτσουμπέλη, “Αντιγόνη”
  8. Χλόη Κουτσουμπέλη, “Αντιγόνη ΙΙΙ”
  9. Χλόη Κουτσουμπέλη, “Δίκη”
  10. Γιάννης Ρίτσος, “Ισμήνη” (απόσπασμα)
  11. Μιχάλης Κατσαρός, “Λαβδακίδαι”
  12. Μίλτος Σαχτούρης, “Δεν είναι ο Οιδίποδας”
  13. Τίτος Πατρίκιος, “Ιστορία του Οιδίποδα”
  14. Νίκος Εγγονόπουλος, “Στους δρόμους τους βιοτικούς”
  15. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Κρέων”
  16. Πάμπος Κουζάλης, “Οιδίπους”
Charles François Jalabeat, H Αντιγόνη οδηγεί τον Οιδίποδα μακριά απ᾽ τη Θήβα (1849)

Charles François Jalabeat, H Αντιγόνη οδηγεί τον Οιδίποδα μακριά απ᾽ τη Θήβα (1849)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

“Ο ΟΙΔΙΠΟΥΣ”

(ΑΠΟΚΗΡΥΓΜΕΝΑ)

Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς «Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Γουστάβου Μορώ.

Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένη
με δόντια και με νύχια τεντωμένα
και μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.
Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,
τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισή της —
τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλία
δεν είχε φαντασθή ποτέ έως τότε.
Μα μ’ όλο που ακκουμπά τα δυο του πόδια
το τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,
συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλου
τώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχει
την λύσιν έτοιμη και θα νικήση.
Κι’ όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.
Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο
την Σφίγγα δεν κυττάζει, βλέπει πέρα
τον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,
και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώση.
Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή του
που η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήση πάλι
με δυσκολώτερα και πιο μεγάλα
αινίγματα που απάντησι δεν έχουν.
 
Giroust_-_Oedipus_At_Colonus

Jean-Antoine-Théodore Giroust

ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ

“ΣΦΙΓΓΑ”

Του νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
Το φοβερό αίνιγμά μου να εξηγεί
κιλίμι στρώνεται ο ίσκιος μου στη γη-
Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
Φρικτή κι απ’ της Πυθίας ακούω τον τρίποδα
Της προφητείας να υψώνεται η κραυγή
Το νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
Το γρίφο του εαυτού μου να εξηγεί.
 
sfiga2

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΟΛΕΜΗΣ

“ΑΝΤΙΓΟΝΗ”

Τυφλός Οιδίπους ο καθείς μας παίρνει
το μονοπάτι που τυφλή κι αυτή
του χάραξεν η Μοίρα. Πού τον φέρνει
το μονοπάτι που τυφλά πατεί;
 
Τυφλός Οιδίπους στο ραβδί σκυφτός
βαδίζει και βαδίζει, και ζυγώνει
πού; Δεν θωρεί. Καλότυχος αυτός
που τον κρατεί απ᾽ το χέρι μια Αντιγόνη.
Louis Duveau

Louis Duveau

 

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

“ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΥΠΕΡ ΟΙΔΙΠΟΔΟΣ”

(ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΙΣΧΝΩΝ ΑΓΕΛΑΔΩΝ, 1950)

Άνδρες Αθηναίοι, τι μας κοιτάτε με περιέργεια;
Αυτός είν’ ο πατέρας μου, ο Οιδίποδας,
που κάποτε ήταν βασιλιάς τρανός και τώρα
γυρνάει στην αγορά σας πληγωμένος
από τη μοίρα, κουρελιάρης και τυφλός,
παίζοντας το χαλασμένο του οργανάκι. 
 
Άνδρες Αθηναίοι, κάθε οβολός σας
προσθέτει στην καρδιά σας μια ραγισματιά.
Του Οίκου μας τα μυστικά βαραίνουν
απ’ της δικής σας φαντασίας τις προσθήκες.
Αφήστε μας, ως πότε θα μας σέρνετε
εδώ κι εκεί, σα Γύφτο με αρκούδα –
κι οι τραγωδοί να μας ανεβάζουν στα θέατρα,
να μας πολιορκούν για λεπτομέρειες,
και να ρωτούν πώς γίνηκε αυτό,
πώς δεν κατάφερε το χτύπημα να τ’ αποφύγει. 
 
Άνδρες Αθηναίοι, δε σας φτάνει
που ο πατέρας μου υπήρξε ποιητής,
ο πρώτος του συμβολισμού εισηγητής,
που με το επίγραμμα «Απάντηση στη Σφίγγα»
έσωσε τη ζωή πολλών σας – χώρια
η αισθητική απόλαυση· γιατί
στον ιδιωτικό του βίο εισδύετε
και ψάχνετε για οιδιπόδεια συμπλέγματα,
άνομους έρωτες
και ηδονές που απαγορεύει η τρεχάμενη ηθική; 
 
Σας έφτανε η «Απάντηση στη Σφίγγα».
Τ’ άλλα ας τ’ αφήνατε στο μισοσκόταδο.
Στο κάτω κάτω, το ’κανε εν αγνοία του
ενώ εσείς το κάνετε εν πλήρει γνώσει.
 François-Xavier Fabre (1766-1837), "Ο Οιδίπους και η Σφίγγα". Dahesh Museum, Νέα Υόρκη

François-Xavier Fabre (1766-1837), “Ο Οιδίπους και η Σφίγγα”. Dahesh Museum, Νέα Υόρκη

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

“ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΙΣΜΗΝΗ”

(ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1955)

Μη θαρρείς αδερφή,
πως δε με πτοεί φόβος άστοργος
με παιδεύει
Ομως ποια είναι
που ακούω η συμβουλή και δε στέργει
στη σειρά να μ’ αφήσει που μένω,
στην υποταγή!
Ω, πόσο φοβούμαι, αδερφή μου,
τα βήματά μου. Δεν ξέρω
γιατί μ’ οδηγεί, απ’ τους άλλους η διαφορά μου,
αυτήν να ζητώ την επιμονή.
Φοβούμαι
κι ανένδοτη με σπρώχνει ορμή.
Δύναμη της ψυχής ή ποια αδυναμία,
λαχτάρα που τίποτε δε λησμονεί
απ’ της συμπάθειας τη θέληση και προσμονή,
τ’ είν’ η αγάπη;
Ολοι λεν πως γνωρίζουν
σε τούτη την σκληρήν εποχή,
τη θεϊκή προσταγή της.
Το κάλεσμα
μοίρα μυστική μένει, οδυνηρή
κι ας ονομάσουν
όσοι από μας θα ‘ρθουν κατόπιν
ηρωική θέληση.
Την γνωρίζω δοκιμασία
και στο θάνατο μ’ οδηγεί.
Μα δεν μπορώ αλλιώς αδερφή μου,
να έχω τη ζωή μου,
άδικη τη νομίζω, αδικία
την κράζω σα λείπει η στοργή.
Τούτη που με κατέχει η θέληση
μ’ ανησυχεί. Απαντοχή, του Θεού
άγνωστη πάντα διδαχή, τόσο διαφορετική
απ’ των ανθρώπων τη ζωντανή διάθεση.
Της αγάπης ολόκληρο τον ορισμό
ποιος εξηγεί και δεν τρομάζει η ψυχή του;
Αμφιβολία για τους άγραφους νόμους
όταν με τυραννεί, άσκοπες βλέπω
των θεών, φανταστικές τις προσταγές.
Πόσο μας σταματούν, οι ανθρώπινες
πραγματικές διαταγές,
οι ανθρώπινες, γνωστικές σκέψεις
κι’ εγώ πιστεύω πως ακούω άλλες φωνές,
βλέψεις αποχτώ άλλες, οδηγίες έχω κρυφές.
Για τα νεκρά σώματα παρηγοριές
τοιμάζομαι να δώσω τον έρωτα
που ζωντανό φέρνω μέσα μου
κι’ εκείνον που αγαπώ αρνιέμαι,
που ζωντανά μ’ αγαπά,
τους πεθαμένους πονώντας,
του θανάτου αποζητώντας τη συμφορά.
Για ν’ αγαπώ γεννήθηκα κι’ όχι για να μισώ.
Της αγάπης τη δύσκολη χάρη έχω οδηγό,
όπως όταν τον πατέρα οδηγούσα τυφλό
κι’ απ’ την αδυσώπητη δύναμη της ζωής
κατατρεγμένο, αδικημένο κι αμαρτωλό.
Ποιο φέρνει η αγάπη μου μήνυμα πονεμένο;
Προχωρώ προς το θάνατο και τον αψηφώ.
Ποιο αίσθημα διπλό με κατέχει;
Της αιώνιας ζωής πίστη αλάθητη
κι όνειρο μυστικό.
 
stillmanAntigone
Η Αντιγόνη και η Ισμήνη προβαίνουν σε συμβολική ταφή του νεκρού Πολυνείκη Πίνακας της Marie Spartali Stillman (1844-1927)

ΖΩΗ ΚΑΡΕΛΛΗ

“ΑΝΤΙΓΟΝΗ”

(ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΡΕΛΛΗ, ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, 1940-1955)

Πικρία πληρώνει το σώμα μου,
με δοκίμασαν οι δεινές περιστάσεις.
Φόβος, όχι γι’ αυτό που με περιμένει,
πιο πολύ για ότι αισθάνομαι.
Έχασα τα φτερά της αγάπης.
Είχα δυο μεγάλες άσπρες φτερούγες
που ελαφρυά μ’ έπαιρναν.
Με σήκωναν απ’ τις δοκιμασίες.
Τώρα που βρίσκομαι; Πώς
με περηφάνεια φώναξα, πως γεννήθηκα
για ν’ αγαπώ κι όχι για να μισήσω;
Ορμή μου ακέρηα.
Ποια έχει όρια η αγάπη;
Με περιμέν’ ο θάνατος και θρηνώ.
Το μαύρο σκοτάδι δεν είναι γύρω μου
o τάφος. Μέσα μου έχει θαφτεί
η λαχτάρα, που σ’ αυτήν πίστεψα
και στης θυσίας άκουσα την πρόσκληση
και την αξία της γνώρισα.
Έχασα την προσπάθεια, πολύτιμη,
που πίστευα, εμορφιά.
Ω άμοιροι ανθρώποι! Αλλοίμονο,
το κενό της ψυχής είναι η πιο βαρειά
συμφορά. Λόγια μιλάτε πολύτροπα,
για να την καταλάβετε, πως καμιά
παρηγοριά δεν μας φτάνει.
Φαντάσματα γίνονται τα αισθήματα
κι ο θάνατος αδιέξοδη φρίκη,
όταν απίστευτη γίνεται η αγάπη.
 
S.L.W. Norblin de la Gourdaine, Η Αντιγόνη συλλαμβάνεται, ενώ ρίχνει χώμα στον νεκρό Πολυνείκη. 1825. Ελαιογραφία. Παρίσι, Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών.

S.L.W. Norblin de la Gourdaine, Η Αντιγόνη συλλαμβάνεται, ενώ ρίχνει χώμα στον νεκρό Πολυνείκη. 1825. Ελαιογραφία. Παρίσι, Εθνική Σχολή Καλών Τεχνών.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

“ΑΝΤΙΓΟΝΗ”

(Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΙΔΗΣ ΚΑΠΑ, 2004)

Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη, όταν φεύγει.
Ένα δαντελένιο γάντι στα μεταξωτά σεντόνια,
μιαν αχνιστή σταγόνα από λεμόνι
στο μάγουλο του φίλου,
ένα φευγαλέο άγγιγμα στο μπράτσο του εραστή,
ένα αποτύπωμα χειλιών στο πορσελάνινο φλιτζάνι
του τσαγιού που μισοπίνει βιαστικά.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το αραχνοΰφαντο μαντήλι μουσκεμένο
απ” τα ξαφνικά δάκρυα της στιγμής
το ομπρελίνο της βαμμένο στα χρώματα
της εύθραυστης βροχής.
Είναι η Αντιγόνη που ξεχνά,
το φόρεμά της θροΐζει καθώς τρέχει,
η βεντάλια της αλλάζει εποχές.
Πάντα κάτι ξεχνάει η Αντιγόνη.
Γι αυτό και πάντα φεύγει.
Μόνο κάποιες νύχτες, αρχίζει κάτι να θυμάται,
φοράει την νεκρική της μάσκα,
ρίχνει στάχτη στα μαλλιά της,
θαμμένη στη σπηλιά της,
θρηνεί τους άταφους νεκρούς της.
 
maxresdefault

Από την ταινία “Oedipus Rex” του Tyrone Guthrie (1957)

 

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

“ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΙΙΙ”

(Η ΑΛΕΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΧΟΡΟΣ, 2009)

Μην σε φοβίζει η σιωπή.
Οι ήχοι πάντα αγροικούν
η νύχτα είναι μεγάλη
τα κυνηγόσκυλα του χρόνου
τρέχουν πιο γρήγορα από μας.
Ευπρόσδεκτος ο τάφος, Αντιγόνη.

ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ

“ΔΙΚΗ”

(ΣΤΟΝ ΑΡΧΑΙΟ ΚΟΣΜΟΣ ΒΡΑΔΙΑΖΕΙ ΠΙΑ ΝΩΡΙΣ, 2012)

“Είναι μια παράνομη γυναίκα»
«και πρώτα πρώτα δεν φοράει βέρα»
«δεν έχει τίτλο ιδιοκτησίας»
«ούτε σφραγίδα στον μηρό»
«Διαθέτει το κορμί όπως και την ψυχή ελεύθερα»
«Και το χειρότερο: ποιήτρια»
«ξέρετε από εκείνες που προφητεύουν τα μελλοντικά δεινά
ή χώνουν το κεφάλι μες τον φούρνο
ή ταξιδεύουν με το Όριεντ Εξπρές
πίνοντας τσάι σε ανύπαρκτα φλιτζάνια».
Αυτή τους άκουγε διαβάζοντας τα χείλη
γιατί η συχνότητα των λόγων τους δεν έφτανε στ’ αυτιά της,
Ύστερα έκοψε ήρεμα με το μαχαίρι το ένα στήθος
και πορτοκάλι το πρόσφερε στους δικαστές.
Το όνομά μου είναι Αντιγόνη,
φώναξε θαρραλέα
κι αυτός είναι ο δικός μου τρόπος ν’ αγαπώ.
 
Sébastien Norblin, Antigone donnant la sépulture à Polynice, 1825, Paris, Ecole Nationale Supérieure des Beaux-Arts

Sébastien Norblin, Antigone donnant la sépulture à Polynice, 1825, Paris, Ecole Nationale Supérieure des Beaux-Arts

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

“ΙΣΜΗΝΗ” (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

(ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, 1972)

Τότε ήτανε που εχάθη για τρεις μέρες η αδελφή μου.
Θαρρώ πως είχε καταφύγει στου πατέρα σας. Αυτός μας την έφερε
πάνω σ’ ένα μουλάρι. Στο σαμάρι του κρέμονταν ανάποδα
δυο λευκές κότες κ’ ένας κόκορας πολύχρωμος — μου ‘κανε εντύπωση
η άνεση που είχαν στην αντεστραμμένη εκείνη στάση, — μήπως κούραση;
μήπως υποταγή; γλυκειά σοφία τού αναπότρεπτου; Εκείνη ούτε τα πρόσεξε.
Η αδελφή μου θαρρείς και ντρεπόταν που ήταν γυναίκα. Ίσως αυτό
να ‘ταν ή δυστυχία της. Κ’ ίσως γι’ αυτό να πέθανε. Καθένας μας ίσως
θα ‘θελε να ‘ναι κάτι άλλο απ’ ότι είναι. Άλλος τ’ αντέχει περισσότερο ή λιγότερο,
άλλος καθόλου. Η μοίρα, καθώς λένε, μας δένει μες στον κύκλο τού ακατόρθωτου
να τριγυρνάμε γύρω – γύρω στο πηγάδι, όπου μέσα του μένει
κλεισμένο, σκοτεινό, αξεδιάλυτο το πρόσωπό μας. Η αδελφή μου
αρνιόταν να παραδεχτεί και να υπακούσει, — αλύγιστη ή απελπισμένη.
Ωστόσο, κάποιο μεσημέρι του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόνταν,
την ώρα που κατέβαινα ξυπόλυτη τη σκάλα, την είδα
μπρος στο κελάρι τής τραπεζαρίας, με μια γαβάθα πετιμέζι στην ποδιά της,
να τρώει μεγάλες κουταλιές μουλιασμένο ψωμί. Γύρισα κ’ έφυγα.
Ακούστηκαν μεμιάς τα τζιτζίκια που φώναζαν στον κήπο. Δε με είδε.
Ποτέ δεν της το ‘πα. Δεν έμαθε. Πολύ τη λυπόμουν.
Πεινούσε κ’ εκείνη (και το ‘ξερε). Μπορεί και ν’ αγαπούσε. Δεν το ανεχόταν
να σκύψει μπρος στην ίδια της επιθυμία, που δεν ήταν, βέβαια,
δικό της έργο, δική της εκλογή. Μόνο το θάνατό της, — όχι∙
μόνο την ώρα και τον τρόπο τού θανάτου της μπορούσε να διαλέξει.
Κι αλήθεια, διάλεξε. Κ’ εκείνο της το «άκλαυτος, άφιλος»,
ιδίως εκείνο το «ανυμέναιος», ήταν η μόνη της ομολογία,
η πρώτη ωραία ταπεινοσύνη της, η μόνη θηλυκή της γενναιότητα,
η τελευταία και μόνη της ειλικρίνεια, πού έτσι σα να δικαίωσε κάπως
την πικραμένη υπεροψία της. Αυτό τη συχώρεσε στα μάτια μου.
Κ’ εκείνο τ’ άλλο — όταν ανοίξαμε κάποτε το βάζο με το πετιμέζι
και το ‘βραμε μισοάδειο, (όλοι κοιτούσαν παραξενεμένοι)
μια κοκκινίλα ανέβηκε στα μάγουλά της. Εγώ κοίταζα αλλού. Στα παράθυρα
η μέρα ήταν κάτασπρη και δύσκολη, τόσο που ευχήθηκα μέσα μου
την τύφλωση όλων για όλα. Λίγα ανόητα τριαντάφυλλα ξεμύτιζαν
από τον κήπο ως το περβάζι. Κ’ ένιωσα, πρώτη μου φορά, πως ο θάνατος
δεν είναι μαύρος, αλλά άσπρος — δεν μπορείς να κρυφτείς. Δυο υπηρέτριες
τιμωρήθηκαν για κείνη την κλοπή. Θαρρώ πως από τότε
είχε αποφασισμένο πια το θάνατό της, — παραμόνευε, περίμενε.
Είχε τρομάξει η ανήμπορη την αμαρτία — ποια αμαρτία; —
γιατί τάχα αμαρτία η συμφωνία με την επιθυμία μας; Ποτέ της
δεν ήταν ή αδελφή μου τόσο ωραία, όσο νεκρή∙ εγώ μόνη μου
της έβαψα έντονα τα μάγουλα (μπορεί και να θυμήθηκα
εκείνο της το ερύθημα μες στην τραπεζαρία, μπροστά στο βάζο),
της έβαψα τα χείλη βυσσινιά, και τα μάτια κατάμαυρα, τεράστια
με καμένο φελλό (ποτέ της δε βαφόταν). Της φόρεσα
πενταπλά περιδέραια να κρύψω το σημάδι τού λαιμού της,
τα σκουλαρίκια εκείνα με τους δυο γυμνούς ερωτιδείς, δαχτυλίδια, βραχιόλια,
και μια φαρδιά, χρυσή πόρπη στη ζώνη της. Έτσι, βαμμένη, στολισμένη,
είχε αποχτήσει μια παράξενη ομοιότητα μ’ εμένα.
«Πώς μοιάζει της Ισμήνης», είπε σιγά ένα κορίτσι. Τώρα
είχε παραιτηθεί απ’ τις τρομερές της αποφάσεις, απ’ τούς ηθικούς κανόνες,
απ’ όλες τις ανόητες αντρικές φιλοδοξίες και ιδεοληψίες. Πεθαμένη,
είχε γίνει επιτέλους γυναίκα.
Και πλάι της ο μνηστήρας της
γυμνός — (πώς γίνεται, με τόση ακρίβεια, μες απ’ το θάνατο,
να διακρίνουμε το κάλλος τού σώματος; — ίσως
γιατί ευωδιάζαν τα πορτοκαλάνθια που τους είχαν ραντίσει)
κι αυτή η γαμήλια νεότητα, ολοκληρωμένη κι απροστάτευτη — απόρθητη —
Κανείς σχεδόν δεν πρόσεχε το λείψανο της Ευρυδίκης. Οι γυναίκες
αργούσανε πολύ να σαβανώσουν τον Αίμονα, επιμέναν
να του πλένουν προσεχτικά πάλι και πάλι ένα – ένα τα δάχτυλα
στα πόδια και στα χέρια, τις μασκάλες, τα στήθη, τα σκέλη,
κ’ η κίνησή του μαλακή (καθώς τον γύριζαν) της εγκατάλειψης,
ή μάλλον της παράδοσης, μου θύμισε κείνη τη νύχτα στον κήπο,
το μεγάλο φεγγάρι, το νερό που μ’ έβρεχε∙ — θα ‘θελα πάλι
να του φορέσω τα ρούχα μου, — δεν τόλμησα. Μια πεταλούδα
πορτοκαλιά με μαύρες βούλες μπήκε απ’ το παράθυρο
και στάθηκε στο φύλο του. Τότε οι γυναίκες βάλαν μονομιάς τούς θρήνους
και τον έντυσαν γρήγορα. Τότε έγινε στ’ αλήθεια νεκρός.
Έξω, στο περιστύλιο, ακούστηκε ο άγριος βόγγος τού Κρέοντα
κ’ η κλαγγή τού σπαθιού του υπογραμμίζοντας τη σιωπή των φρουρών του.
Αναρωτιέμαι κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνο
για να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματα
αυτής της άδικης ερώτησης κινείται ή ζωή μας.
[…]

Francois Xavier Fabre

Francois Xavier Fabre

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ

“ΛΑΒΔΑΚΙΔΑΙ”

(ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ, 1953)

Γεννιούνται και έρχονται
γεμίζουν τα θεάματα
οι ιππόδρομοι αλαλάζουν ―
δεν θα τους ανεχτώ σήμερα έτοιμους με το ύφος τους
βουίζοντας διηγώντας φτύνοντας
δεν με αντιλαμβάνονται με το μαύρο μου ένδυμα
έτοιμοι να κατέβουν στις κλίμακες
να διαπεράσουν μέσα στις αρτηρίες μου
σμύρναν και λίβανον
οργή και μίσος
άρτον και θεάματα.
 
Θα σας συναντήσω ―μην επιμένετε―
κάτω στον πιο μεγάλο υπόνομο
με τα φανάρια σας μες στα νερά
υπαίτιους και αθώους ―
θα σας συναντήσω έναν έναν ξεχωριστά
χωρίς άνεμο και βροχή
ζητώντας τις νύχτες βοήθεια.
 
Ωστόσο να υποκρίνεσθε άδοξοι
να επιστρέφετε στις εννιά
να τετραγωνίζεσθε
να κλείνετε τα παράθυρα
να μην ελπίζετε πως θα σωθείτε.
 
Η μικρή έτρεχε μαζεύοντας τα λουλούδια
κι άξαφνα το καπέλο της μες στα νερά.
Δύο μετά μεσημβρίαν η συνάντησις.
Όχι. Επιμένω να φύγουμε.
 
Σας παίρνω λοιπόν όλους υπό την προστασία μου
διευθυντές κλητήρες υποδηματοποιούς ταραξίες
γκαρσόνια σε εστιατόρια πλύστρες και πόρνες
μαγαζάτορες φοιτητές αντίθετους και ρουφιάνους ―
σας παίρνω στο χαλασμένο άρμα μου
με τ’ ανάπηρο άλογό μου ―
ανακηρύσσομαι ρήτορας κι άλλα σπουδαία.
Ανεβαίνω σε ξύλινα βάθρα κι αναφωνώ
τον τραγικό μου λόγο:
«Θάνατος στο γένος των Λαβδακιδών!»
John Flaxman (1755–1826).

John Flaxman (1755–1826).

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

“ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΙΔΙΠΟΔΑΣ”

(ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945-1971, 1977)

Ένας μεγάλος ουρανός γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες στις γωνιές
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Aίγιστος το δίχτυ ο Kώστας
ο Kώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας σκοτωμένος
ο Oρέστης σκοτωμένος
ο Aλέξης σκοτωμένος
σπάνε τις αλυσίδες στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Kώστας ο Oρέστης ο Aλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δέντρα
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Mαρία να κατέβει από τον Oυρανό
τ’ άλογα τ’ Aχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθάνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Oιδίποδας
είναι ο Hλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Hλίας της λαχαναγοράς
Ε. Hillemacher

Ε. Hillemacher

Ν. ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ

“ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥΣ ΒΙΟΤΙΚΟΥΣ”

(ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, 1978)

Πρόσεξε: αυτός ο Οιδίπους
που πρόκειται να συναντήσουμε
στη διχάλα των βιοτικών δρόμων
όχι: δεν είναι ο Οιδίπους τη μυθολογίας
 
παρ’ όλη την οιονεί ελεφαντίαση
την ποδάγρα — την ακρομεγαλία —
απ’ την οποία πάσχει
στο λέω δεν έχει σχέση καμιά με τον Οιδίποδα τον παλιό
 
ούτε τον πατέρα του έχει σκοτώσει
ούτε — σύρε και πρόλαβε και πες το της Ιοκάστης —
ούτε και τη μητέρα του πρόκειται να παντρευτεί
 
ας’ τόνε ακόμη λίγο και θα προχωρήσει
κι ύστερα — σε λίγο πάλε — μια για πάντα θα χαθεί
 
όμως εκείνος ο μαύρος σκύλος
που κείτεται στη μέση του δρόμου του ηλιόλουστου
-του ηλιόλουστου απ’ τον ήλιο που πάει να βασιλέψει-
κοιμισμένος ή νεκρός ανάμεσα στις καβαλίνες
ε! λοιπόν αυτός είναι
αυτός είναι κάτι
 
μάθε το: η Σφίγγα του παραμυθιού
ως έπεσε απ’ το βάθρο
σαν είδε
πως «μυστικό»
δεν υπήρχε πια
 
S7

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΟΣ

“ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΟΙΔΙΠΟΔΑ”

(ΠΡΟΑΙΡΕΤΙΚΗ ΣΤΑΣΗ, 1981)

Θέλησε να λύσει τα αινίγματα
να φωτίσει το σκοτάδι
που μέσα του βολεύονται όλοι
όσο κι αν τους βαραίνει.
Δεν τρόμαξε από τα όσα είδε
μα από την άρνηση των άλλων να τα παραδεχτούν.
Θα ‘μενε πάντα η εξαίρεση;
Δεν άντεχε τη μοναξιά.
Και για να βρει τους διπλανούς του
έχωσε μες στα μάτια του βαθιά
τις δυο περόνες.
Πάλι ξεχώριζε με την αφή τα πράγματα
που κανείς δεν ήθελε να βλέπει.
 
images

Ο Γιώργος Κιμούλης ως Οιδίπους (Σύγχρονο Θέατρο)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΚΡΕΩΝ”

(ΚΥΔΩΝΙΟΝ ΜΗΛΟΝ, 2006)

Ο Κρέων ο βασιλιάς που συλλογάται
πως είναι δυσκολότερο το φως
από του πόνου το σκοτάδι.
 
Έβγαλε διάτα – ποιος ακούει στον Άδη! –
να μετακινηθούν οι τρύπιες λέξεις
απ᾽ τη μεμβράνη του ίσκιου·
τα λαίμαργα να στείλουν
σεντόνια στα κοράκια.
 
Ύστερα λέει νειρεύτηκε τα υδρόφιλα
της υπνοφαντασίας του ομοιώματα·
το φως λευκαίνοντας τη θάλασσα
κι όλα τα δόλια έργα·
τα προστατευτικά τους κιγκλιδώματα
ζώναν τον ψόφο της ψυχής.
 
Θυμάται την ψυχή που το κεφάλι του
πήρε την κατηφόρα.
 
Την Αντιγόνη και τον Αίμωνα που τον προσμέναν.
 
Ολίγο φως και μακρινό της πόλεως των Θηβών.
 
oedipus-rex-01

Από την ταινία του Πιέρ Πάολο Παζολίνι

 

ΠΑΜΠΟΣ ΚΟΥΖΑΛΗΣ

“ΟΙΔΙΠΟΥΣ”

(ΣΧΕΔΟΝ, 2015)

Τυφλός ήταν
Εκ γενετής
Κι όσο ξεκούμπωνε ο ήλιος το πουκάμισο
κι ερχόταν κι έσπερνε το τρίστρατο φωτιά
κρυφό το βλέμμα πιάστηκε στης μάνας του το πέτο
Περόνες σκάβανε να βρουν πικρή καρδιά να κλάψει
Μονάχα αυτό γυρεύω, είπε
Καινούριο ρούχο να μου ράψει ράφτρα μοίρα

Oedipus-Rex-1957

Από την ταινία Οedipus Rex του Tyrone Guthrie