Tags

, , , , , , ,


Snip20130430_2Η αρχαία ελληνική κωμωδία υπήρξε είδος ιδιαίτερα πολυσχιδές: από την πρώτη επίσημη είσοδό της στους δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων (486 π.Χ.) μέχρι και το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ., τα ύστερα χρόνια, δηλαδή, της «Μέσης» λεγόμενης Κωμωδίας, οπότε αρχίζει να τυποποιείται και να διαμορφώνει μια λίγο-πολύ σταθερή ειδολογική φυσιογνωμία, η κωμωδία παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία τόσο στο επίπεδο του περιεχομένου και της πλοκής όσο και στο επίπεδο του register (της υφολογικής ποικιλίας).

Αναφορικά με το πρώτο σημείο, η κωμωδία του 5ου αιώνα, η «Παλαιά» ή «Αρχαία» λεγόμενη, παρουσίαζε τρεις τουλάχιστον διαφορετικούς αφηγηματικούς τύπους: την πολιτική, τη μυθολογική και την αστική κωμωδία, οι οποίοι μπορούσαν να διασταυρωθούν και να συνδυαστούν (ο Διονυσαλέξανδρος του Κρατίνου, π.χ., αποτελεί υβρίδιο μυθολογικής και πολιτικής κωμωδίας). Και στο επίπεδο, όμως, του ύφους, η κωμωδία του 5ου αιώνα παρουσίαζε μεγάλες εσωτερικές διακυμάνσεις, απολύτως συνειδητές και προγραμματικές.

Snip20130430_4

ΤΡΕΙΣ ΤΥΠΟΙ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 5Ο ΑΙΩΝΑ

Πρωτίστως, όπως είπαμε, η Κωμωδία κατά τον 5ο αιώνα είναι πολυμορφική ως προς το περιεχόμενο και τους τύπους των πλοκών της. Αυτό όμως δεν είναι εμφανές εκ πρώτης όψεως, επειδή κρίνουμε με γνώμονα τον Αριστοφάνη, άρα χρειάζεται προσοχή.

Κατά το τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα, δηλαδή την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404 π.Χ.), φαίνεται να κυριαρχεί στο θεατρικό στερέωμα η πολιτική κωμωδία — υπο-είδος (subgenre) της Παλαιάς Κωμωδίας, στο οποίο ανήκουν οι περισσότερες από τις σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη (ο τελευταίος γράφει εννιά από τα έντεκα έργα που έχουμε στη διάθεσή μας κατά την εικοσαετία 425-405 π.Χ.), καθώς και πολλά από τα αποσπασματικώς σωζόμενα κείμενα των μεγάλων συγχρόνων του (του Κρατίνου, του Εύπολι, του Φερεκράτη, του Πλάτωνα κλπ).

Snip20130430_3Το είδος αυτό της πολιτικής κωμωδίας έχει επικαιρική αφετηρία, δηλαδή αφορμάται από ένα πραγματικό πρόσφατο γεγονός ή (συνηθέστερα) μια γενικότερη αρνητική κατάσταση, όπως ο πόλεμος, η διαφθορά, ο ασύδοτος νεωτερισμός κλπ. Αυτές οι καταστάσεις φέρονται να έχουν προκαλέσει γενικευμένη κρίση στην Αθήνα,  μικρογραφία της οποίας αποτελεί το κωμικό σύμπαν ­— κρίση πολιτική, κοινωνική, οικονομική, ηθική. Ο κωμικός ήρωας κατατρύχεται από τις συνέπειες της κρίσης και μηχανεύεται τρόπους με τους οποίους θα απαλλαγεί από τα βάσανά του. Η λύση που προκρίνει (γνωστή ως “Κωμική Ιδέα”) είναι κατά κανόνα φανταστική και ουτοπική, αλλά καταλήγει στη διαμόρφωση μιας καινούριας κωμικής πραγματικότητας, στην οποία ο κωμικός ήρωας, που έχει εν τω μεταξύ καταβάλει τους εχθρούς της αλλαγής, είναι πια κυρίαρχος και προνομιούχος.

Η πολιτική κωμωδία όμως — με την ιδιαίτερη θεματολογία και δομή της — δεν είναι η μοναδική όψη της κωμωδίας του 5ου αιώνα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι ο Αριστοφάνης ΔΕΝ είναι η Κωμωδία. Την ίδια περίοδο εντοπίζονται και κωμωδίες με μυθολογικά θέματα, κωμικές εκδοχές των παραδοσιακών μύθων, συγγενικές με το σατυρικό δράμα αλλά και με τις κωμωδίες που είχε γράψει στη Σικελία ήδη στις αρχές του 5ου αιώνα (δηλαδή πριν την επίσημη εισαγωγή της κωμωδίας στην Αθήνα) ο Επίχαρμος (μυθολογικά θέματα ως επί το πλείστον είχαν και οι φλύακες, κωμικά δραματίδια που συνθέτονταν στη Μεγάλη Ελλάδα και στα οποία έδωσε έντεχνη μορφή τον 4ο αι. π.Χ. ο Ρίνθων ο Συρακούσιος). Η μυθολογική κωμωδία, που με τη μια μορφή ή την άλλη φαίνεται ότι αποτελούσε την κυρίαρχη τάση μέχρι περίπου το 450 π.Χ., ατόνησε κάπως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα, υπό την πίεση της πολιτικής κωμωδίας, αλλά επανήλθε δριμύτερη την περίοδο της Μέσης (για τη μυθολογική κωμωδία κατά τη Μέση Κωμωδία δείτε αυτό το άρθρο του Ι.Ν. Κωνσταντάκου).

Ένας ακόμη, τρίτος τύπος κωμωδίας φαίνεται ότι αποτελούσε πρόγονο της αστικής κωμωδίας του 4ου αιώνα π.Χ., η οποία στηριζόταν σε επινοημένες υποθέσεις (δηλαδή όχι παραδοσιακούς μύθους) με θέμα την «ιδιωτική» ζωή (σε εισαγωγικά, γιατί θέματα όπως η τεκνογονία και ο γάμος δεν είναι «ιδιωτικές» αλλά δημόσιες υποθέσεις στην αρχαία Αθήνα, με σοβαρές συνέπειες για τη συγκρότηση του σώματος των πολιτών). Αυτού του είδους η κωμωδία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, εγκαταλείπει την ἰαμβικὴν ἰδέαν, δηλαδή το επιθετικό προσωπικό σκώμμα και ίσως και τις «ιαμβικές σκηνές» που καταλαμβάνουν το τελευταίο μέρος πολλών αριστοφανικών κωμωδιών (τη σειρά εκείνη των ασύνδετων επεισοδίων μετά την παράβαση, στα οποία ο κωμικός ήρωας, κυρίαρχος πια, εξευτελίζει όσους του αντιτάχθηκαν ή επιβραβεύει όσους αξίζουν να χαρούν τα αγαθά του νέου του κόσμου). Φαίνεται ότι έχει επίσης συνεχόμενη δομή, δηλαδή πλοκή όπως την αντιλαμβανόταν ο Αριστοτέλης, με τα επεισόδια να διαδέχονται το ένα το άλλο κατὰ τὸ εἰκὸς καὶ τὸ ἀναγκαῖον (ο Αριστοτέλης μιλά για λόγους και μύθους — τον τελευταίο όρο τον χρησιμοποιεί και για την τραγωδία). Το μορφολογικό αυτό στοιχείο ενισχύεται από ό,τι δείχνουν τα πράγματα κατά την περίοδο της Μέσης Κωμωδίας και καθιερώνεται από την εποχή του Μενάνδρου και εντεύθεν.

Είναι ενδιαφέρον, λοιπόν, να σημειώσουμε ότι οι τάσεις που για διάφορους λόγους καθιερώθηκαν από τον 4ο αιώνα και εξής, συγκεκριμένα η μυθολογική και η αστική κωμωδία χωρίς το ὀνομαστὶ κωμῳδεῖν και την αυστηρή σύνδεση με την πολιτική επικαιρότητα, προϋπήρχαν εν σπέρματι τον αιώνα του Αριστοφάνη. 

Snip20130430_1

ΠΟΙΚΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΟΥ REGISTER

Όμως, και στο εσωτερικό ενός κωμικού έργου του 5ου αιώνα παρατηρείται μοναδική ποικιλία στο επίπεδο του register.

Μια τυπική κωμωδία του Αριστοφάνη μπορεί εύκολα να εναλλάσσει την πιο χυδαία αισχρολογία με την πιο ραφιναρισμένη ποιητική έκφραση· μπορεί να μιμείται το ύφος της τραγωδίας (με διάφορους τρόπους και επιδιώκοντας να παράγει διάφορα εφέ) ή να αναπαράγει κωμικά τον δημόσιο πολιτικό λόγο· μπορεί να αποδίδει ρεαλιστικά τη γλώσσα του μέσου ανθρώπου (τη γλώσσα “του παζαριού”) ή να παρουσιάζει ταπεινούς τύπους να μιλούν σαν τους μεγάλους ήρωες του μύθου – και όλα αυτά ενίοτε στο στόμα ενός και μόνου χαρακτήρα ή και στο πλαίσιο μιας και μόνης ρήσης.

8Η κωμωδία μπορεί ακόμη να κυμαίνεται ανάμεσα στις πιο ταπεινές και τετριμμένες αναφορές (τα πιο γελοῖα) από τη μια και τα πιο σπουδαία και σοβαρά (τα πιο σπουδαῖα) ζητήματα από την άλλη. Μπορεί να περιστρέφεται, π.χ., γύρω από τις πιο βασικές ανάγκες της σάρκας (το φαΐ, το σεξ, τη διασκέδαση) και τις πιο ακαλαίσθητες λειτουργίες του σώματος (π.χ. την ούρηση και την αφόδευση), ενώ την ίδια στιγμή «διδάσκει την πόλη» για όσα μπορούν να εξασφαλίσουν την πολιτική, πνευματική και ηθική της σωτηρία.

Ο αδιάκοπος αυτός συνδυασμός του ταπεινού και του υψηλού, του αστείου και του σοβαρού, του εφήμερου και του διαχρονικού — γνωστός με τον όρο σπουδαιογέλοιον, ένα ευτυχές οξύμωρο — συνιστά την πεμπτουσία του είδους αυτού.

ΠΑΛΑΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ: ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΛΗΘΩΡΙΚΟΣ!

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ιστορία της κωμωδίας είναι ιστορία εναλλασσόμενων τάσεων και συρμών, με ροπή πάντως προς την τυποποίηση, η οποία επιτεύχθηκε τελικά στα τέλη του 4ου αιώνα (η μορφολογική ομοιογένεια ήταν, ακριβώς, ένας συρμός που επικράτησε εξαιτίας σειράς παραγόντων, που δεν είναι της παρούσης). Ιδιαίτερα κατά τον 5ο αιώνα η κωμωδία παρουσιάζει τεράστια μορφολογική ποικιλία, όσο και αν κατά περιόδους, όπως η περίοδος του Πελοποννησιακού Πολέμου, κάποιες μορφές υπερισχύουν έναντι άλλων:

  • Η κωμωδία μπορεί να ασχολείται με θέματα όπως η πολιτική, η δημόσια παιδεία, η πνευματική ζωή, η οικογένεια και η κοινωνία, αλλά και να καταπιάνεται επίσης με ζητήματα όπως η πατριαρχική ιδεολογία του φύλου, το genre (λογοτεχνικό είδος) και εν τέλει το ίδιο το θέατρο.
  • Η Παλαιά Κωμωδία μπορεί να έχει θεματολογία καθαρά «δημόσια» και πολιτική (τον πόλεμο, την ειρήνη, τη φιλοσοφοφία, τους παιδαγωγικούς νεωτερισμούς) ή να άπτεται της vita privata (να έχει δηλαδή ως θέμα τον έρωτα, τον γάμο και τον οίκο), κάτι που θα καταστεί αποκλειστικός κανόνας πια την εποχή του Μενάνδρου, αλλά που εντοπίζεται ήδη τον 5ο αιώνα.
  • Η Παλαιά Κωμωδία μπορεί να είναι «ρεαλιστική» (να έχει δηλαδή θέματα παρμένα από την καθημερινή ζωή των Αθηναίων, δοσμένα με τρόπο που να παραπέμπει σημειολογικά σε μια αναγνωρίσιμη «ιστορική» πραγματικότητα)· μπορεί όμως να είναι και άκρως φανταστική ή ουτοπική (να κτίζει πολιτείες στα σύννεφα, να συνάπτει ιδιωτικές συμφωνίες ειρήνης ή να βάζει τις γυναίκες στα ηνία της πολιτείας!).
  • Η Παλαιά Κωμωδία μπορεί να αφορμάται από την επικαιρότητα και να εμπλέκει πρόσωπα ιστορικά (όπως ο Σωκράτης, ο Ευριπίδης, ο Κλέων, ο Λάμαχος κ.ά) ή μορφές που αποτελούν συνεκδοχές του «μέσου ανθρωπάκου» (όπως ο Δικαιόπολις, ο Βδελυκλέων, ο Στρεψιάδης, ο Τρυγαίος κλπ)· μπορεί όμως να είναι και μυθολογική και οι πλοκές της να αποτελούν κωμικές αποδόσεις παραδοσιακών μύθων (με πρωταγωνιστές ήρωες και θεούς) ή και παρωδίες τραγωδιών που περιστρέφονται γύρω από τους μύθους αυτούς.

Snip20130430_5

ΠΩΣ ΕΞΗΓΕΙΤΑΙ Η ΡΟΠΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ ΤΟΥ 5ου ΑΙΩΝΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΣΜΟ;

Πώς εξηγείται όμως η ροπή της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας προς τον πειραματισμό, τη μεταβολή και την τόση ποικιλότητα; Καταρχάς, η ροπή αυτή δεν είναι διόλου άσχετη με την ιδιαίτερη καταγωγή του είδους και την ιστορική διαδικασία που το διαμόρφωσε.

Στην επίσημη, αναγνωρισμένη μορφή της (δηλαδή στη φάση που ακολουθεί την «κανονικοποίησή» της ως τμήματος των δραματικών αγώνων το 486 π.Χ.), η κωμωδία του Αριστοφάνη συναιρεί — χωρίς κατ᾽ ανάγκην να ενδιαφέρεται να «καλύψει τα ίχνη» αυτής της διαδικασίας, να αφομοιώσει δηλαδή πλήρως το υλικό της σε ένα ομοιογενές κράμα — πολλές και διαφορετικές διαμορφωτικές πιέσεις: παραδόσεις «προθεατρικές» και «παραθεατρικές», αλλά και ποικίλες επιρροές από υψηλά λογοτεχνικά είδη. Πολύ συχνά, τα γραμματολογικά και άλλα συστατικά της Παλαιάς Κωμωδίας είναι ορατά με γυμνό μάτι στην επιφάνεια του θεατρικού λόγου και εν πολλοίς καθορίζουν τη φύση της παράστασης: ο δερμάτινος φαλλός, π.χ., δεν επιτρέπει στον θεατή να ξεχάσει πως η κωμωδία κατάγεται από τα φαλλικά, ενώ ταυτόχρονα η υψηλή ποιητική γλώσσα των λυρικών υπενθυμίζει ότι το είδος απορροφά και στοιχεία από τη μακραίωνη λυρική και δη τη χορική παράδοση — βλ. παρακάτω.

Με τον όρο «προθεατρικές παραδόσεις» εννοούμε εκφάνσεις του λεγόμενου «τελετουργικού θεάτρου» (ritual theatre), θρησκευτικά κυρίως δρώμενα με παραστατικό χαρακτήρα, όπως (α) τα περίφημα φαλλικά, στα οποία ανάγει ο Αριστοτέλης τις απαρχές της κωμωδίας· (β) ο κῶμος, το άσεμνο μαζικό γλέντι με τις ονομαστικές, βίαιες επιθέσεις (λεκτικές, ενίοτε και φυσικές) κατά πολιτών, που δίνει στην κωμωδία και το όνομά της (ᾠδὴ τοῦ κώμου αλλά και άλλα δρώμενα, όπως (γ) η τελετουργία του φαρμακοῦ, που εξακοντίζει από την πόλη το Κακό στη μορφή ενός ἀποδιοπομπαίου τράγου ή ανθρώπων που προσωποποιούν το Κακό και εξοστρακίζονται συμβολικά από την πόλη (τέτοια τελετουργία αποτελούσε τμήμα της γιορτής των Θαργηλίων), (δ) του γεφυρισμοῦ, που προσδίδει στην αισχρολογία και τις ύβρεις αποτροπαϊκό-εξορκιστικό χαρακτήρα (στο πλαίσιο των Μεγάλων Ελευσινίων), και άλλες πολλές παρόμοιες τελετουργίες, που σχετίζονται με τις θεότητες της φύσης, της γονιμότητας, της ψυχικής και της σωματικής απελευθέρωσης, όπως ο Διόνυσος, η Άρτεμις, Δήμητρα και η Κόρη.

Snip20130430_2Με τον όρο “παραθεατρικές παραδόσεις” αναφερόμαστε σε εκφάνσεις του λεγόμενου «μη λογοτεχνικού», «προλογοτεχνικού» ή «λαϊκού» θεάτρου (popular theatre). Πρόκειται για μορφές αδόμητων, αυτοσχεδιαστικών ως επί το πλείστον παραστάσεων, που όμως, σε αντίθεση με το τελετουργικό δράμα, έχουν συνειδητά θεατρική μορφή και συνείδηση: ένας υποκριτής μιμείται πλασματικούς χαρακτήρες, μυθολογικούς ή άλλους, ενώπιον ομάδας θεατών, οι οποίοι γνωρίζουν ότι το θέαμα είναι πλαστό αλλά αφήνονται στη «θεατρική ψευδαίσθηση», δηλαδή τη συνειδητή αποδοχή του θεατρικού κόσμου ως αληθινού. Οι λαϊκές αυτές παραστάσεις, όπως ο φλύαξ, η λεγόμενη Μεγαρική Φάρσα και γενικότερα ο μίμος, στην πρωτογενή τους μορφή δεν χαρακτηρίζονται από υψηλή λογοτεχνική ποιότητα και κατά κανόνα δεν αποκρυσταλλώνονται ποτέ σε γραπτή μορφή (οι γραπτοί «μη λογοτεχνικοί» μίμοι που διαθέτουμε είναι πολύ μεταγενέστεροι· ανήκουν σε μια περίοδο όπου η ίδια η έννοια του «μη λογοτεχνικού μίμου» είναι αμφισβητήσιμη). Ήδη όμως στα χέρια του Επιχάρμου, του Σώφρονα, αργότερα του Ρίνθωνα και άλλων, αυτές οι μορφές προσκτώνται ένα πιο έντεχνο πρόσωπο και τα κείμενά τους καταγράφονται και αντιγράφονται (αν και τελικά δεν διασώζονται παρά μόνο σε αποσπασματική μορφή).

Όλες αυτές οι προθεατρικές ή παραθεατρικές παραδόσεις συνιστούν προγονικές μορφές δωρικής κυρίως προέλευσης, που δανείζουν στην αττική κωμωδία πολλά από τα ιστορικά της χαρακτηριστικά — τα οποία, όπως είπαμε, είναι ορατά στην επιφάνεια του κειμένου (φαρσικές σκηνές, επεισοδιώδης χαρακτήρας, σλάπστικ, έμφαση στο σεξουαλικό χιούμορ και την αισχρολογία, χαρακτήρες-μπούφοι, γκροτέσκο σε όλα τα επίπεδα). Αλλά η αττική κωμωδία δεν θα μπορούσε ποτέ να πάρει τη μορφή που γνωρίζουμε, αν δεν ζυμωνόταν επίσης, ταυτόχρονα, και με τις πιο υψηλές παραδόσεις της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης, και πιο συγκεκριμένα με τη χορική λυρική παράδοση, την ιαμβική ποίηση (αυτή την επιθετική μορφή ad hominem σάτιρας) και πάνω από όλα με την τραγωδία. Η Παλαιά Κωμωδία, όπως τη γνωρίζουμε, δηλαδή η κωμωδία του Αριστοφάνη, απλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αν δεν είχε προηγηθεί ειδικά η τραγωδία και αν οι συνθήκες των αθηναϊκών δραματικών αγώνων δεν επέτρεπαν τη συνεχή, δημιουργική ώσμωση με το «υψηλό» αδελφό είδος.

Η κωμωδία αναπτύσσει με την τραγωδία βαθιά διακειμενική σχέση, η οποία κατά τον 5ο αιώνα εκδηλώνεται ως επί το πλείστον ως ειδολογικός ανταγωνισμός. Η κωμωδία — του Αριστοφάνη και όχι μόνο — επιδίδεται στην παρωδική ανατροπή και υπονόμευση του τραγικού τρόπου ή/και οικειοποιείται (περισσότερο ή λιγότερο ειρωνικά) τον τρόπο αυτό σε όλα τα επίπεδα (της γλώσσας, του ύφους, της μετρικής, της αφήγησης, της παράστασης, της δραματικής τεχνικής, της θεματολογίας). Η διαπίδυση αυτή του τραγικού μέσα στο κωμικό βαθαίνει ολοένα και περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου: όταν φτάνουμε πια στη Νέα Κωμωδία του Μενάνδρου (συμβατικά από το 322 π.Χ. και εξής), το τραγικό στοιχείο δεν αποτελεί πια κατ᾽ ανάγκην ξένο σώμα προς διακωμώδηση, αλλά εκφραστικό τρόπο πλήρως ενσωματωμένο στο γονιδίωμα της κωμωδίας.

Snip20130430_7Αυτό το τελευταίο, κρίσιμο στοιχείο, ο δημιουργικός και τεταμένος διακειμενικός διάλογος της κωμωδίας με την τραγωδία και όχι μόνο (επίσης με τη λυρική ποίηση, την προθεατρική και παραθεατρική παράδοση, ακόμη και με το έπος) αποκαλύπτει ότι ο πολυσχιδής, πειραματικός χαρακτήρας της κωμωδίας του 5ου αιώνα δεν μπορεί να εξηγηθεί πλήρως με αναφορά στην καταγωγή της απλώς και μόνο. Η ποικιλομορφία και ο υφολογικός πλουραλισμός της κωμωδίας, με άλλα λόγια, είναι έκφανση πάνω από όλα της αυτοαναφορικότητάς της.

Η κωμωδία, θεατρικό είδος φύσει διακειμενικό, έχει την τάση να απορροφά συνεχώς άλλα είδη κειμένων (κατά κανόνα μέσω της παρωδίας) και ΝΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΖΕΤΑΙ αδιάκοπα με τη θεατρική φόρμα, τις παραστατικές και τις δραματικές τεχνικές, τη γλώσσα και την αφήγηση, αλλά και με το ίδιο το περιεχόμενο των θεατρικών έργων. Η κωμωδία δεν οικειοποιείται όμως απλά τα χαρακτηριστικά άλλων ειδών, θεατρικών και μη, αλλά επίσης προβληματίζεται συνεχώς για την ίδια τη διαδικασία αυτής της οικειοποίησης και συγκροτεί τη δική της ειδολογική ταυτότητα μέσω της διακειμενικής συναλλαγής. Ως αποτέλεσμα η κωμωδία του 5ου αιώνα μεταμορφώνεται και εξελίσσεται αδιάκοπα, παρουσιάζοντας δραματικές συχνά μεταβολές ακόμη και στο πλαίσιο της θεατρικής σταδιοδρομίας ενός και μόνου ποιητή, όπως ο Αριστοφάνης. Αυτή η τάση προς τον πειραματισμό και τη μεταβολή κάμπτεται με το πέρασμα του χρόνου.

Η πλήρης λοιπόν απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα — πώς εξηγείται η πολυμορφική φύση της κωμωδίας του 5ου αιώνα — είναι η εξής. Η κωμωδία του 5ου αιώνα, η «Παλαιά» ή «Αρχαία» λεγόμενη Κωμωδία είναι ένα μωσαϊκό αφηγηματικών τύπων και υφολογικών επιπέδων, (α) εξαιτίας των καταβολών της (λόγω του γεγονότος ότι συγκεράζει πολλές και αντίμολες γενετικές καταβολές, στις οποίες επιτρέπει να είναι ορατές στην επιφάνεια), αλλά κυρίως (β) επειδή ακριβώς επενδύει κωμικά στη σύγκρουση των διαφόρων γλωσσικών και άλλων ποικιλιών (registers) και πειραματίζεται συνειδητά, σε μεταποιητικό και μεταθεατρικό επίπεδο, με τις δομές του θεάτρου, της λογοτεχνίας και της γλώσσας. 

Snip20130430_6