Tags

, , , , , , , , , , , , , , , ,


Στη μικρή ποιητική ανθολογία που ακολουθεί θα βρείτε 27 ελληνικά ποιήματα για τον σκύλο, γραμμένα μεταξύ του 1905 και του 2018. Τα ποιήματα παρατίθενται με χρονολογική σειρά.

Ως οιονεί πρόλογος, προτάσσεται το απόσπασμα από το ρ της Οδύσσειας, όπου περιγράφεται ο αναγνωρισμός μεταξύ του Οδυσσέα και του Άργου.

Τα ποιήματα που συμπεριλαμβάνονται στη συλλογή είναι τα ακόλουθα:

  1. Αλέξανδρος Πάλλης, «Γάτα και σκύλος»
  2. Αλέξανδρος Πάλλης, «Μαλλιαρός»
  3. Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Οι δυο φίλοι»
  4. Παύλος Νιρβάνας, «Ξενιτιά»
  5. Γιάννης Ρίτσος, «Ο Ντικ»
  6. Γιάννης Ρίτσος, «Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα»
  7. Μίλτος Σαχτούρης, «Ο σκύλος»
  8. Λευτέρης Ιερόπαις, «Για ένα σκύλο»
  9. Μηνάς Δημάκης, «Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο»
  10. Βασίλης Λιάσκας, «Ο σκύλος»
  11. Κρίτων Αθανασούλης, «Παράπονο σκύλου»
  12. Μιχάλης Γκανάς, «Το σκυλί» 
  13. Έκτωρ Κακναβάτος, «Σχέδιο για άλλοθι»
  14. Ορέστης Αλεξάκης, «Όσα δε μάθαμε ποτέ για τα σκυλιά» 
  15. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Του Θάνου ο σκύλος»
  16. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Κύνες συστρατιώται»
  17. Γιώργος Χρονάς, «Η πλατεία των σκύλων» 
  18. Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Το πεινασμένο σκυλί»
  19. Χρίστος Ρουμελιωτάκης, «Το σκυλί» 
  20. Γιώργος Μαρκόπουλος, «Σκύλε» 
  21. Γιάννης Βαρβέρης, [Τα σκυλιά βρίσκουν πάντοτε]
  22. Γιάννης Βαρβέρης, [Εκπαιδευμένε σκύλε της Αστυνομίας]
  23. Γιάννης Βαρβέρης, [Ο σκύλος μας μαθαίνει]
  24. Γιώργος Μολέσκης, [Περπατούσα κάτω από ψιλή βροχή]
  25. Γιώργος Βέης, «Ιδιόμελο για ένα οικόσιτο» 
  26. Μυρσίνη Γκανά, [Εγώ θα σε περιμένω]
  27. Αυγή Λίλλη, «Σκυλί»

Οδύσσεια ρ, 290-327

(μτφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή)

Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι δυο, και τότε
αφτιά και κεφαλή ανασήκωσε, κει που ᾽ταν πλαγιασμένος,
ο Άργος ο σκύλος· τον μεγάλωνε, πριχού στην Τροία την άγια
φύγει ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, μα δεν τον χάρηκε, όχι!
Στα πρώτα χρόνια οι νιοι τον έπαιρναν αγριμολόοι μαζί τους,
λαγούς, ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα να κυνηγούν κατόπι,
σαν είχε πια μισέψει ο αφέντης του, μες στην κοπριά την πλήθια
των μουλαριών τον παραπέταξαν και των βοδιών, που απόξω
απ΄ την αυλόπορτα σωριάζουνταν, οι δούλοι ως να την πάρουν
για του Οδυσσέα τ΄ αμπελοχώραφα, το χώμα να φουσκίσουν.
Κει πάνω ο σκύλος ο Άργος κοίτουνταν, τσιμπούρια φορτωμένος·
μα ξάφνου, μπρος του μόλις ένιωσε τον Οδυσσέα να στέκει,
μεμιάς τα δυο του αφτιά κατέβασε κουνώντας την ουρά του,
μα στον αφέντη του σιμότερα πια δε βαστούσε να ᾽ρθει.
Κι αυτός, την όψη αλλού γυρίζοντας, εσφούγγιξε ένα δάκρυ,
τον Εύμαιο ξεγελώντας εύκολα, και τούτα τον ρωτούσε:
«Τέτοιο σκυλί πολύ παράξενο να το ᾽χουν πεταμένο
μες στις κοπριές· αλήθεια, έχει όμορφο σκαρί, μα δεν κατέχω
εξόν την ομορφιά και γρήγορα, παλιά, τα πόδια αν είχε.
Μπας κι ήταν απ΄ αυτά που τριγυρνούν στις τάβλες των αρχόντων
και που αν οι αφέντες τους τα γνοιάζουνται, τα θέλουν για στολίδι;»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του ᾽πες:

«Είναι του αντρός, μακριά που εχάθηκε στα ξένα, ο σκύλος τούτος·
την ίδια τώρα να ᾽χε ανάκαρα και το κορμί σαν τότε,
που εκείνος το άφηκε μισεύοντας κατά της Τροίας τα μέρη,
τη δύναμή του θα καμάρωνες και τα γοργά του πόδια.
Κανένα αγρίμι δε του γλίτωνε στα πιο βαθιά του δάσου,
σαν το ΄στρωνε μπροστά, τι του ᾽βρισκε μεμιάς ξανά τ΄ αχνάρια.
Μα τώρα δυστυχάει, του χάθηκε το αφεντικό στα ξένα,
δεν το φροντίζουν πια οι γυναίκες μας στην τόση αξεγνοιασιά τους.
Έτσι είναι οι δούλοι, τον αφέντη τους που έχασαν κι η κυβέρνια
τους λείπει: πια δεν έχουν όρεξη σωστή δουλειά να κάμουν.
Αλήθεια, τη μισή ο βροντόλαλος ο Δίας αξιά του ανθρώπου
του παίρνει απ΄ τη στιγμή που επλάκωσε γι᾽ αυτόν σκλαβιάς ημέρα!»
Σαν είπε αυτά, στο αρχοντοκάμωτο παλάτι μέσα εδιάβη
κι ευτύς στον αντρωνίτη βρέθηκε μαζί με τους μνηστήρες.
Όμως τον Άργο η μοίρα εσκέπασε του σκοτεινού θανάτου,
τον Οδυσσέα μόλις αντίκρισε στα είκοσι χρόνια απάνω.

————–————–————–————–————–————–————–——

Αλέξανδρος Πάλλης, «Γάτα και σκύλος»

Με ένα σκύλο μια άσπρη γάτα
περπατώντας μια φορά,
«Μην κουνάς», του λέει, «στη στράτα
σ’ όποιον τύχει την ουρά».

«Μπρε χαρά στην την περφάνια!
Όποιος», είπε το σκυλί,
«σουρτουκεύει σε ταβάνια,
τέτοια γλώσσα δε μιλεί».

«Αν εγώ στα κεραμίδια»,
λέει η γάτα, «περπατώ,
μα τη μύτη σε σκουπίδια
σαν κι’ εσένα δε βουτώ».

Κι έτσι δα τα μεγαλεία
λογοφέρνοντας ξεχνά,
κι ίσα ίσα στην πλατεία
γκρουτζανίσματα αρχινά.

Ταμπουράς και κόπανος: Τραγούδια (παιδιάτικα), 1910

————–————–————–————–————–————–————–——

Αλέξανδρος Πάλλης, «Μαλλιαρός»

Έχουμε ένα σκύλο
μαύρο μαλλιαρό
κι αγαπάει να μπαίνει
στο νερό.

Τι φωνές, τι πήδους
κάνει σα με δει
πως στο χέρι παίρνω
το ραβδί.

Το πετάω; Τεντώνει
μια στιγμή τα αυτιά
και σα σπίθα ρίχνει
μια ματιά·

και με κρότο πέφτει
παφ! μες στο νερό,
κι αψηλά τινάζει
τον αφρό.

Μες στα δυο πώς λάμπει
μάτια του η χαρά
σα γυρνάει κουνώντας
την ουρά.

Το ραβδί πώς δίνει
με την κεφαλή,
για ναν τον χαϊδέψω,
χαμηλή!

Κι όταν ναν τ᾽ αρπάξει
πίσω προσπαθεί,
πώς και με λασπώνει…
να χαθεί!

Κούφια καρύδια,1915

————–————–————–————–————–————–———————

Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «Οι δυο φίλοι»

Ο σκύλος λέει της γάτας:
«Τα νύχια σου ετοιμάζεις,
φυσάς και καμπουριάζεις.
Μα τι έχεις και θυμώνεις;
Ώς πότε οι τσακωμοί;»
Κι εκείνη: «Μη ζυγώνεις,
σε σκίζω στη στιγμή!»

«Για στάσου, λέει ο σκύλος,
δε θέλεις να είμαι φίλος;
Μιλώ στα σοβαρά»
και κούναε την ουρά.
«Τρωγόμαστε βδομάδες,
παίρνεις και δίνεις ξύλο.
Aς πάψουν οι καυγάδες
και δέξου με για φίλο.
Δε σκέφτηκες κομμάτι
πως απ’ την γκρίνια αυτή
θα μείνω μ’ ένα μάτι,
θα μείνεις μ’ ένα αυτί;»
 
Η γάτα με ησυχία
το πόδι κατεβάζει,
του σκύλου η ομιλία
σε συλλογή τη βάζει.
Λόγο τιμής εδώσαν·
ήταν εχθροί, φιλιώσαν.
Ξεχάσαν τι έχει γίνει.
Συντρόφεψαν. Ειρήνη.
 
«Βλέπω καλά; Έχει χάζι!»
τ’ αφεντικό φωνάζει.
«Ποιοι να ’ν’ οι δυο κει κάτω
που τρων στο ίδιο πιάτο;»

Χελιδόνια, 1920

————–————–————–————–————–————–————–——

Παύλος Νιρβάνας, «Ξενιτιά»

Ξένος κι ο τόπος κι ο καιρός κι οι άνθρωποι όλοι ξένοι.
Μες τη μεγάλη μοναξιά μάταια ζητώ ένα φίλο.
Μα εκεί που παραδέρνομαι στη νύχτα τη θλιμμένη,
ακούω σε κάποιο αλύχτημα το σπιτικό μου σκύλο.

Ξενιτιά, 1925

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιάννης Ρίτσος, «Ο Ντικ»

Η πέτρα σταυρωμένη από τον άνεμο
ο άνεμος, η σιγαλιά—
δεν ακούγεται τίποτα
μόνο το καρδιοχτύπι της πέτρας
κι η πέτρα της καρδιάς που δουλεύεται
με το θυμό και με τον πόνο
βαριά, σιγά και σταθερά.

Μπόλικη πέτρα
μπόλικη καρδιά
να χτίσουμε τις αυριανές μας φάμπρικες
τα λαϊκά μέγαρα
τα κόκκινα στάδια
και το μεγάλο μνημείο των ηρώων της Επανάστασης.

Να μην ξεχάσουμε και το μνημείο του Ντικ —
ναι, ναι, του σκύλου μας του Ντικ,
της ομάδας του Μούδρου,
που τον σκοτώσαν οι χωροφυλάκοι
γιατί αγάπαγε πολύ τους εξόριστους.

Ένα μνημείο για τον Ντικ 
ένας πέτρινος σκύλος
με φαρδιά καπούλια,
με δυο σταγόνες αφοσίωση στα μάτια
μ᾽ ανασηκωμένο το πάνω το χείλι
δείχνοντας το ζερβί του δόντι
έτοιμος να δαγκάσει
τον αστράγαλο της νύχτας
ή τη σκιά του χωροφύλακα
ή τη στενόμακρη παύση του κλεφτοφάναρου
που ᾽βαζε μια πλάκα σιωπή
ανάμεσα στα λόγια και τα χέρια μας.

Να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ,
τον φίλο μας τον Ντικ

που γαύγιζε τις νύχτες στην αυλόπορτα άντικρυ στη θάλασσα
κι αποκοιμιόταν τα χαράματα
στα γυμνά πόδια της Λευτεριάς
με τη χρυσόμυγα του αυγερινού
πα στο στυλωμένο αυτί του.

Τώρα ο Ντικ κοιμάται στη Λήμνο
δείχνοντας πάντα το ζερβί του δόντι. 
Μπορεί μεθαύριο να τον ακούσουμε πάλι
να γαυγίζει χαρούμενος σε μια διαδήλωση
περνοδιαβαίνοντας κάτου απ᾽ τις σημαίες μας
έχοντας κρεμασμένη στο ζερβί του δόντι
μια μικρή πινακίδα «κάτω οι τύραννοι».

Ήταν καλός ο Ντικ —
να μην ξεχάσουμε, σύντροφοι, τον Ντικ
τον φίλο μας τον Ντικ που σκοτώθηκε στις γραμμές σας
τον φίλο μας τον Ντικ που τον σκότωσαν
γιατί αγάπαγε πολύ τους συντρόφους μας.

Πέτρινος χρόνος, 1949

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιάννης Ρίτσος, «Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα»

Αφέντη, τόσα χρόνια που ’λειπες, εδώ απορριγμένος — κοίταξέ με —
απάνου στην κοπριά που ’χουν για τα χωράφια. Αγκάθια και τσιμπούρια
μπηχτήκαν στο πετσί μου. Τόσα χρόνια, αφέντη, και δεν είχα
σε ποιόνε να κουνήσω την ουρά μου. Πού ’ναι τα πρωινά μας
με τη δροσιά στα δάση, τα νερά, τα φύλλα, το κυνήγι,
τα πολύχρωμα πούπουλα στον αέρα τα βράδια; Καρτερώντας
κοκάλωσαν τα μάτια μου — δεν κλείνουν· πέτρωσε κι η τσίμπλα.
Βάλε το χέρι σου ανάμεσα στ’ αυτιά μου, να μπορέσω να πεθάνω.

Ο αφέντης πέρασε, τον κλότσησε, μπήκε στα δώματα. Σε λίγο
ακούστηκε το σφύριγμα απ’ τα βέλη που καρφώνονταν στους τοίχους.
Κι ο Άργος, εκεί, με πετρωμένη ουρά, με πετρωμένα μάτια — να μην κλείνουν,
νεκρός απάνου στην κοπριά, να βλέπει ακόμα — πρώτη του φορά να βλέπει.

Επαναλήψεις: Σειρά δεύτερη, 1968

————–————–————–————–————–————–————–——

Μίλτος Σαχτούρης, «Ο σκύλος»

Ο σκύλος αυτός πρόβαλε πρώτη φορά σε δρόμο
σκισμένο από κοφτερά γυαλιά
ύστερα φάνηκε στον ουρανό
μέσα σε ένα σκοτεινό πηγάδι τ’ ουρανού
έπινε ένα φως αστραφτερό σκυλίσιο
συνόδεψε ένα ραγισμένο χέρι λίγα βήματα
ύστερα γίνηκε φωτιά
έκλαιγε σαν κακό πουλί
έκαιγε σαν ελπίδα
ποιος ξέρει από πού ήρθε
και πώς έφυγε

Μα εγώ ξέρω πως θα γίνει θάνατος
μια μέρα

18 Φεβρουαρίου 1956

Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958

————–————–————–————–————–————–————–——

Λευτέρης Ιερόπαις, «Για ένα σκύλο»

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης, που πηγαίνει 
στα πόδια των ανθρώπων και ποτέ του δεν γαβγίζει 
μήτε δαγκώνει και γι᾽ αυτό ποτέ του δε χορταίνει 
το ποθητό και δίχως πέτσα κόκαλο, που ελπίζει.

Είναι ένας σκύλος ήσυχος, μικρούλης και φτωχός, 
που απ᾽ τη σκυλίσια του ψυχή, για λάθος του νομίζει, 
το ότι είναι σκύλος και το πιο πολύ ότι είν᾽ μικρός. 
Γι’ αυτό, σαν τον κλοτσάνε δεν δαγκώνει ούτε γαβγίζει.

Είναι ένας σκύλος με ψυχή βαθιά χριστιανική, 
που δείχνει ταπεινόφρονα ότι δεν έχει πονέσει, 
που με την πράξη του αποχτά ευτυχία μοναδική, 
μες στον παράδεισο των σκύλων μια μικρούλα θέση.

Μονάχα από τα “γήινα” τα δεινά του, λείπει, ακόμα, 
κάτι, που την αγάπη του εαυτού του θα ξυπνήσει· 
του λείπει μια γερή κλοτσιά, κατάμουτρα στο στόμα, 
να θυμηθεί τα δόντια του, να ορμήσει να ξεσκίσει.

Το κράτος του πολέμου, 1965 (μεταθανάτιο)

————–————–————–————–————–————–————–——

Μηνάς Δημάκης, «Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο»

Έρχεσαι σαν πουλί πληγωμένο
ή σαν φοβισμένο ζώο
σαν το σκυλί που σε κοιτάζει στα μάτια
μπερδεύεται στα πόδια σου
περιμένοντας ένα πρόσταγμα
που το διώχνεις και πάλι το φωνάζεις
να σ᾽ ακολουθήσει.

Οι άνθρωποι οι ερημωμένοι λατρεύουν τα σκυλιά
γεμίζουν το άδειο με αφοσίωση με υποταγή
ρίχνουν πετρίτσες στην ατάραχτη λίμνη
Δεν αγαπώ τα σκυλιά
Εγώ είχα γύρω μου θηρία.

Η περιπέτεια, 1966

————–————–————–————–————–————–————–——

Βασίλης Λιάσκας, «Ο σκύλος»

Σας δίνω τη μικρή ζωή μου, πάρτε την,
και ρίξτε μου μονάχα λίγον ίσκιο
απ᾽ τη φιλία τη συμπάθειά σας.

Μπορώ να περιμένω αιώνια στο κατώφλι του καιρού
βουνό μπορώ τον πόνο να σηκώσω,
μπορώ και των πουλιών τ᾽ άφαντα χνάρια να μυρίσω.

Μια φούχτα κόκαλα και το πετσί μου τύμπανο να ηχεί
στην απονιά του κόσμου. (Μιλώ απλά για να με νιώσετε,
λέω πως σας δίνω τη ζωή μου, τίποτα δεν ζητώ.

Πεθαίνω ευτυχισμένος.)

Ζωοφόρος, 1966

————–————–————–————–————–————–————–——

Κρίτων Αθανασούλης, «Παράπονο σκύλου»

Έχω την όψη ανθρώπου και την καρδιά ενός σκύλου.
Φαίνεται θα ’μαι εγκαταλελειμμένο σκυλί, πεινασμένο
που η γειτονιά το ξέρει και τ’ αποδιώχνει με βία.
Γι’ αυτό τους ανθρώπους κοιτάζω στα χέρια.
Μέρα και νύχτα ο καιρός μέσα μου αλλάζει,
η ψυχή μου ντύνεται, γδύνεται, βρέχεται, υποφέρει.
Αν προσέξεις, το βλέμμα μου είναι σκυλίσιο.
Κατεβαίνει ένα υγρό παράπονο από τα μάτια μου
γιατί έλειψεν ο Κύριός μου. Έξω από την εκκλησιά
περιμένω να βγει. OΚύριός μου ας ήταν.
Κόσμος πολύς, ευλογημένος, με τα καλά του ντυμένος
μ’ απομακρύνει. Μα ο Κύριός μου δε βγαίνει. Έτσι
κυλάει η ζωή μου περιμένοντας από γωνιά σε γωνιά
από όνειρο σ’ όνειρο. Δεν έχω δύναμη άλλη απ’ την δύναμη να περιμένω.
Όμως μια μέρα της συνοικίας τα παιδιά, στην ουρά μου
τον τενεκέ δέσαν των σκουπιδιών. Έτρεχα αγκομαχώντας.
Τέλος αποσύρθηκα κάτω από τον τσίγκο της γειτονιάς
που η βροχή τον κεντούσε. Άκουγα πάνω τα βήματά της.
Σα να κοιμόμουν, σαν να ονειρευόμουν εγώ το εγκαταλελειμένο σκυλί
μου ήρθε να κλάψω. Όχι βέβαια για μένα που από κει
θα μ’ έδιωχναν πάλι. Αλλά γιατί δε θ’ άκουγα τα βήματα της βροχής
που μ’ έκαναν να ελπίζω πως έρχεται ο Κύριός μου.

Τα ποιήματα (1940-1966), 1966

————–————–————–————–————–————–————–——

Μιχάλης Γκανάς, «Το σκυλί» 

Το ’να σκυλί το σκότωσαν
τ’ άλλο το πήραν οι γειτόνοι.
Βγαίνει τις νύχτες
και κοιτάει το φεγγάρι,
μυρίζει στις μολόχες
που του ’ριχνες ψωμί.
Ύστερα βρίσκει τον τορό
κ’ έρχεται με μουσούδα
όλο δροσιές στο μνήμα σου.

Κάθεται στα πισινά κι ακούει
τ’ άλλο σκυλί που αλυχτάει κάποιο διαβάτη.

Μαύρα λιθάρια, 1980

————–————–————–————–————–————–————–——

Έκτωρ Κακναβάτος, «Σχέδιο για άλλοθι»

Το σκυλί μου κόπια του όγδοου αιώνα
κομμένο στα τέσσερα
μ’ άλλους σακατεμένους κώδικες
λέω να το πουλήσω για πατατόσπορο
έχω παιδιά να θρέψω
θέλει πισσόχαρτο η στέγη μου
θέλει καλαμπόκι το κοτέτσι
θέλουν τα ποντίκια μου τυρί
την Πτολεμαία Κλεοπάτρα θέλω στο στρώμα μου
και βρέχει.

Κιβώτιο ταχυτήτων, 1987

————–————–————–————–————–————–————–—— 

Ορέστης Αλεξάκης, «Όσα δε μάθαμε ποτέ για τα σκυλιά» 

Έχουν δική τους μοίρα τα σκυλιά
δικό τους πρόσωπο Θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους
Κρατούν τη μνήμη του
κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ’ άλλους τόπους

Κάποτε
μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της
Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει

θυμούνται φλόγες και
ξεριζωμό

ξυπνά το αγρίμι μέσα τους
και κλαίει

Ο ληξίαρχος, 1989

————–————–————–————–————–————–————–——

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Του Θάνου ο σκύλος»

Του Θάνου ο σκύλος λέει μονολογώντας
«Ο άφεγγος που την καλή στραγγίζει
και άδολη ομορφιά, σ᾽ αρρώστια βγάζει».

Για όσους δεν γνωρίζουν τα καθέκαστα,
ένα βραδάκι ο Θάνος πήγε να φιλέψει
τον ύψιστον εχθρό με δυο μπουκάλες
μεθυστικό ποτό.
Εκείνος εν ψυχρώ
του σπάνει τα κρυστάλλινα ποτήρια.

«Κρίμα το παιδί»,
είπε και πάλι ο σκύλος — Ράμπο τονε λέγανε.
Ύστερα γύρισε, θωρεί τον Οδυσσέα
στη ραψωδία ρω, που σφούγγιξε ένα δάκρυ,
κι ένα δικό του ο Ράμπο δάκρυ σφούγγιξε.

Βαθιά μελαγχολία· και σε κανένα
δεν ομιλούσε. Κάτω από τ᾽ αμάξι
του Θάνου ο κυνηγάρης σκύλος συμμαζώχτηκε
να φέρει στο μυαλό του τη σκηνή:

Ο φίλος του πεσμένος καταγής,
ρυάκι το αίμα και δεν τόλμαγε κανείς
να πάει κοντά του — εχάθη το παιδί.

Κυνοραιστέων ἐνίπλειος (τσιμπούρια φορτωμένος)
τώρα λοιπόν θα έπρεπε να είναι αυτός ο Ράμπο,
να μην μπορεί κεφάλι να σηκώσει· λίγο την ουρά,
λίγο τ᾽ αυτιά και λίγο τα θολά του
και γερασμένα μάτια· με πληγή
από κακόν αγκάθι (συρματόπλεγμα)
στ᾽ αριστερό ποδάρι· α! και να μπορούσε
ν᾽ αγγίξει τ᾽ αγαπού του την πλευρά,
να γίνει μέλος — κεφα´λη και σώμα του —
και να κρατήσει κάτι απ᾽ το νεκρό
του μέλλοντός του, να του ψιθυρίσει:
«Οὐκ ἔστιν ἅγιος σκύλος πλὴν σοῦ, Κύριε!
Χωρίς σου δυσκολεύει να εξανθήσει
της Άνοιξης κλωνάρι κι εγώ να περπατώ».

Τονε γρικάει κτηνίατρος, το πόδι του εγχειρίζει.
Μα ο φτωχός σου ο Ράμπο
ξαναλουφάζει κάτω από τ᾽ αμάξι
του στρατιώτη αφέντη του.
Δεν το χωράει ο νους του·
Είχαν οι δυο, αλίμονο, φιλιώσει
με τον εχθρό απ᾽ αντίκρυ — τι παράδοξο,
να σύρει το ντουφέκι του και να χτυπήσει!
Εμείς του παίρναμε του Βάκχου τα καλά
μα κείνος έζωσε τη μοναξιά του
με χιονισμένα κάστρα — Θεέ και Κύριε!

Κι όταν αργά, τρεις μέρες μετά θάνατον
του Θάνου η αδερφή πήρε τ᾽ αμάξι,
την ακολούθησε με το δεμένο του ποδάρι
ο Ράμπο που δεν ήθελε να εβγεί στη μαξιλάρα —
ήτανε το λιγότερο που θα μπορούσε
στου φίλου του τη μνήμη αυτός να πράξει.

Απρίλης 1993

Μεθιστορία, 1995

————–————–————–————–————–————–————–——

Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Κύνες συστρατιώται»

Κάποιος Αθηναίος πήρε μαζί του στη μάχη του Μαραθώνος ένα σκυλί — είναι ζωγραφισμένοι και οι δύο στην Ποικίλη Στοά. Το σκυλί έδειξε γενναιότητα και για τον κίνδυνο που διέτρεξε έλαβε ως αμοιβή την απεικόνισή του.

ΑΙΛΙΑΝΟΣ, Περὶ ζῴων ἰδιότητος

Ι

Κι έλεγε τ᾽ αφεντός ο σκύλος: «Μάστρε,
δεν κάνω βήμα εγώ χωρίς εσένα·
μαζί μου θα σε πάρω και στη μάχη».

Και όντως απέδειξε της γενναιότητός του
τα δόντια στο πεδίον του Μαραθώνος
το ελαιόκορμον και το βαθύθενδρον.
Εκεί που του μηδίζοντος Ιππία
έπεσε δόντι που κουνιόταν (γέρος!)
κι έψαχνε μες στην άμμο να το βρει.
Ας μη φταρνίζονταν, να μην ακούσουν
οι Αθηναίοι κι οι Πλαιταιείς το «έγια μόλα»
και να χυμήξουν σαν θεριά μ᾽ έναν ολόκληρο
ψηλόν οπλίτη στο πλευρό τους·
τα γένια του, αγαπητοί, σκεπάζαν
το εύρος της ασπίδας του· τρισέλαμπε
σαν Άι-Γιώργης μέσα στα σπαρτά.

ΙΙ

Δεύτερος τύπος σκύλου —κρητικού—
με την ως άνω δένεται ιστορία.
Γιατί κατέβηκε κι αυτός στον Άδη
ν᾽ αφήσει εκεί το δόντι ακτινοβόλο.

Τι έγινε το ξέρετε· μες στο σωρό
που ρίξαν τους εξήντα δυο μαρτύρους
ήταν κι ένα σκυλί, μια λαγωνίκα.
Μπορεί ξυστά να πέρναγε το δόλιο
αλλά δεν ημπορώ να μην εικάσω
πως από χέρι Γερμανού εχύθη
το αίμα του στο πλάγι τ᾽ αφεντός του.

Μάης 2003

Κυδώνιον μήλον, 2006

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιώργος Χρονάς, «Η πλατεία των σκύλων» 

Κανείς δεν ξέρει πού βρέθηκαν
τόσα σκυλιά χαμένα
τόσοι πιστοί φίλοι χωρίς φίλους.
Ψάχνουνε τ’ αφεντικά τους
κάτω από τις φυλλωσιές
δίπλα στα σκαλιά του ναού
σαν να προσεύχονται
σε άγνωστη θρησκεία
με μαύρους ιερείς
που υπακούουν στην ιατρική από έλεος.

Τα ονόματά τους ποτέ δεν θ’ ακούσουνε
ξανά να τα φωνάζουν οι αγαπημένοι.
Γι’ αυτό σωπαίνουν με τη μουσούδα τους
υγρή στο χώμα.

Κατάστημα νεωτερισμών, 1997

————–————–————–————–————–————–————–—— 

Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Το πεινασμένο σκυλί»

Μια διαδήλωση κατεβαίνει στην Τσιμισκή. Ο κόσμος βρήκε θέαμα. Μονάχα ένα κοπρόσκυλο δε δίνει σημασία. Πέτυχε ένα κόκαλο σε μια σακούλα και προσπαθεί να την ξεσκίσει. Δείχνει ευτυχισμένο. Δεν περιμένει τίποτα απ᾽ τις ιδεολογίες. 

Νεκρή πιάτσα, 1997

————–————–————–————–————–————–————–——

Χρίστος Ρουμελιωτάκης, «Το σκυλί» 

Μου λεν να πάρω ένα σκυλί
— καλό σκυλί και φύλακας.
Τώρα τι να το πάρεις το σκυλί,
αφού το ξέρεις,
θ’ αρχίσει πάλι ν’ αλυχτάει όλη τη νύχτα
και θα ’ρχονται οι χωροφύλακες χαράματα
να παίρνουν τον πατέρα σου.

Ξένος ειμί και άλλα ποιήματα, 2002

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιώργος Μαρκόπουλος, «Σκύλε» 

Σκύλε που πας πίσω από το άλογο
και σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς μέσ’ απ’ την πάχνη νομάδες
που αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού, μαζί περπατάτε,
σας βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε, είσαι αμέριμνος,
πλην όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε, κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι αδελφός, πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.

Σκύλε που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.

Κρυφός κυνηγός, 2010

————–————–————–————–————–————–————–—— 

Γιάννης Βαρβέρης, [Τα σκυλιά βρίσκουν πάντοτε]

Τα σκυλιά βρίσκουν πάντοτε
το δρόμο της επιστροφής.
Όμως να, χάθηκε για πάντα
κι απελπισμένο τριγυρίζει στις ηπείρους
εκείνο το δαλματικό σκυλί, το ένα
που δε χωρούσε στην ταινία.

Ζώα στα σύννεφα, 2013

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιάννης Βαρβέρης, [Εκπαιδευμένε σκύλε της Αστυνομίας]

Εκπαιδευμένε σκύλε της Αστυνομίας
που τις ουσίες αμέσως τις οσμίζεσαι
σε φορτηγά σε αμπάρια
σε αστυνομικά αυτοκίνητα
ξέρω πόσο τρελαίνεσαι
πόσο πεθαίνεις για λίγη άσπρη
κι είναι μπροστά σου
σας χωρίζει μια μυτιά
ω τραγικέ μου εκπαιδευμένε σκύλε της Αστυνομίας.

Ζώα στα σύννεφα, 2013

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιάννης Βαρβέρης, [Ο σκύλος μάς μαθαίνει]

Ο σκύλος μας μαθαίνει τη φιλία
αλλά η γάτα
μας μαθαίνει τον κόσμο.

Ζώα στα σύννεφα, 2013

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιώργος Μολέσκης, [Περπατούσα κάτω από ψιλή βροχή]

Περπατούσα κάτω από ψιλή βροχή
στη φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη
Στη διασταύρωση Εγνατίας και Αριστοτέλους
έπεσα πάνω σ’ ένα αδέσποτο σκυλί

Είχε βλέμμα ερευνητικό, λίγο θλιμμένο
κ ήταν ψηλό κι αδύναμο –μου φάνηκε πεινασμένο
το κοίταξα και με κοίταξε κι αυτό
έβγαλα από την τσέπη μου πενήντα λεπτά
και του αγόρασα ένα κουλούρι
από τον πλανόδιο πωλητή
που κούρνιαζε κάτω από μια τέντα
του το πρόσφερα, το πήρε απρόθυμα στο στόμα
το κράτησε για λίγο και το άφησε
Ύστερα διασταύρωσε ήσυχα το δρόμο
περνώντας ανάμεσα στα αυτοκίνητα.

Έτσι με τη χειρονομία αυτή
ένα αδέσποτο σκυλί σε ξένη πόλη
ξεσκέπασε όλη την ασήμαντη γενναιοδωρία μου
ξεγύμνωσε τη ματαιοδοξία μου
και μου στέρησε το αίσθημα της ικανοποίησης
για μια φτηνή χειρονομία
για την ελεημοσύνη της δεκάρας.

Το ημιτελές ποίημα, 2014

————–————–————–————–————–————–————–——

Γιώργος Βέης, «Ιδιόμελο για ένα οικόσιτο» 

Δεν θα μάθω ποτέ
τι βλέπει τώρα στον ύπνο του
αυτήν ακριβώς τη στιγμή που γράφω
και τρέμει ολόκληρος
κλάμα σιγανό
πνίγεται στα βαθιά του ύπνου
πρώτη φορά δείχνει ανυπεράσπιστος
μια περίληψη τρόμου
χωρίς φυλακτό ή πατρίδα
ο Μπρούνο, ο δεκάχρονος
γκόλντεν ριτρίβερ μας.

Για ένα πιάτο χόρτα, 2016

————–————–————–————–————–————–————–——

Μυρσίνη Γκανά, [Εγώ θα σε περιμένω]

Εγώ θα σε περιμένω
κάθε μέρα με λαχτάρα
και θα πηδάω πάνω σου
με αγάπη
όταν θα μπαίνεις
και θα σου δίνω υγρά φιλιά
και θα περνάω το χέρι μου
απ’ τα μαλλιά σου
όπως σου αρέσει
θα βγαίνουμε βόλτα οι δυο μας
θα μοιραζόμαστε ένα κρεβάτι
και το πρωί θα σε κοιτάζω
μες στα μάτια προτού φύγω.
Γι’ αυτό σου λέω,
ξέχνα το σκυλί
ας γίνουμε κατοικίδια
ο ένας για τον άλλο.

Τα πέρα μέρη, 2017

————–————–————–————–————–————–————–——

Αυγή Λίλλη, «Σκυλί»

Τα χαράματα ένας
αδέσποτος
χρόνος με πήρε
από πίσω έσερνε
το ξεφτισμένο λουρί του
έβαλα νερό, φαΐ
και του ʼδωσα να
μυρίσει την παλάμη μου μα
μήτε έτρωγε μήτε έπινε
μήτε την απαλάμη μου
ζητούσε τρία γράμματα
στʼ αριστερό αυτί του οχτώ νούμερα
χαραγμένα στο πετσί του
Can Love Fail?
γαύγισε Canis Lupus Familiaris αρνήθηκα
ογδόντα εκατομμύρια διακόσιες δώδεκα χιλιάδες φορές λέμε πως πεθαίνουμε μα
κάθε μία φορά γεννιόμαστε και ξεψυχούμε
άλλη μία.

Η σφαγή του αιώνα, 2018