Tags

, , , , , , , , , , ,


[Το πιο κάτω κείμενο δημοσιεύεται στο πρόγραμμα της παράστασης των αριστοφανικών Αχαρνέων, που ανεβάζει ο ΘΟΚ αυτό το καλοκαίρι σε σκηνοθεσία Βαρνάβα Κυριαζή. Οι φωτογραφίες είναι από τις πρόβες της παράστασης και έχουν διαχυθεί στα κοινωνικά δίκτυα από τον ΘΟΚ.]

Οι περισσότερες σωζόμενες κωμωδίες του Αριστοφάνη εδράζονται σε αυτό που οι μελετητές αποκαλούν Κωμική Ιδέα (Komische Idee).

Με τον όρο Κωμική Ιδέα περιγράφεται η μέθοδος με την οποία ο Κωμικός Ήρωας επιχειρεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που ταλανίζουν τον κόσμο του. Τα προβλήματα αυτά είναι ρεαλιστικά και απηχούν υπαρκτές, σοβαρές παθογένειες της σύγχρονης επικαιρότητας, όπως η διαιώνιση του πολέμου προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων ατόμων και μικρών ομάδων με τη νοσηρότητα που αυτή προκαλεί στην πολιτική, την οικονομία, την ηθική, τη θρησκεία και τον ίδιο τον οίκο. Αντιθέτως, όμως, η Κωμική Ιδέα ως λύση είναι από παράδοξη και γελοία —όπως το να μάθεις ρητορική και στρεψοδικία, για να ξεγελάσεις τους δανειστές σου (Νεφέλες), ή να κλειδώσεις τον πατέρα σου στο σπίτι, μπας και θεραπευτεί από τη δικομανία του (Σφήκες), ή να δολοφονήσεις τον τραγικό ποιητή που κακολογεί το φύλο σου και έτσι εμποδίζει τις παλιοδουλειές σου (Θεσμοφοριάζουσες)— έως πλήρως φανταστική, εξωπραγματική και ουτοπική: ένα ταξίδι στον ουρανό καβάλα σε ένα σκαθάρι για απελευθέρωση της Ειρήνης, που την κρατά φυλακισμένη ο Πόλεμος (Ειρήνη)· η ίδρυση μιας εναλλακτικής πολιτείας στα σύννεφα, εφόσον μόνο έτσι μπορείς να επιβάλεις τον δικό σου νόμο (Όρνιθες)· η κατάβαση στον Άδη και η επαναφορά στη ζωή του Ευριπίδη, για να ανασχεθεί η παρακμή της τραγωδίας (Βάτραχοι)· σεξουαλική απεργία και κατάληψη της Ακρόπολης από τις γυναίκες, για να εξαναγκαστούν οι άνδρες να εγκαταλείψουν επιτέλους τον πόλεμο (Λυσιστράτη)· καθολική γυναικοκρατία για σωτηρία της πόλης (Εκκλησιάζουσες)· ή σύναψη ιδιωτικής συνθήκης ειρήνης με τη Σπάρτη και ίδρυση ενός ειδυλλιακού κράτους εν κράτει, εφόσον οι Αθηναίοι αρνούνται να ακούσουν την απέλπιδα φωνή της λογικής (Αχαρνείς).

Η Κωμική Ιδέα, με άλλα λόγια, αντιμετωπίζει το σπουδαῖον (το σοβαρό) διά του γελοίου. Ανήκει κατά το μάλλον ή ήττον στη σφαίρα του παραμυθικού ευσεποθισμού και δεν προσποιείται ούτε στιγμή ότι αποτελεί πραγματική αντιπρόταση στα προβλήματα της πραγματικότητας: πρόκειται, στην ουσία, για κωμική διαστολή της πραγματικότητας, ρήξη με τους περιορισμούς της θνητής ύπαρξης με εργαλείο την έκ-ρηξη της φαντασίας.

Όσο πιο πολύ η Κωμική Ιδέα απομακρύνεται από το ρεαλιστικώς υλοποιήσιμο, τόσο πιο μεγαλειώδης αναδεικνύεται και ο θρίαμβος του Κωμικού Ήρωα, που κόντρα σε σκληρές αντιστάσεις την επιβάλλει. Υλοποιώντας την Κωμική Ιδέα ο Ήρωας εγκαθιδρύει έναν «θαυμαστό καινούριο κόσμο» υλικής αφθονίας, σεξουαλικής ευωχίας, γλυκιάς εκδίκησης κατά των μέχρι τότε καταπιεστών και κάθε λογής άλλων απολαύσεων —μια πανδαισία της σάρκας και των κατώτερων ενστίκτων (που όμως μεταρσιώνονται τα ίδια σε δυνάμεις αναγέννησης με κυρίαρχο σύμβολο τον φαλλό). Αυτή η πανδαισία βεβαίως δεν είναι άσχετη με τον διονυσιακό-γονιμικό χαρακτήρα της κωμωδίας (του θεάτρου εν γένει), που δοξολογεί την επικράτηση της ζωής εις βάρος της φθοράς.

Δεν πρέπει φυσικά να αγνοούμε —μεταξύ άλλων επειδή η αριστοφανική κωμωδία στρέφει τα ειρωνικά της βέλη και προς τον εαυτό της— ότι η Κωμική Ιδέα ενέχει κάτι εγγενώς αντιφατικό: συνιστά μεν αντίδραση στην περιρρέουσα παρακμή της κοινωνίας, αλλά τα κίνητρα, οι μέθοδοι και οι επιδιώξεις της, όπως και ο ίδιος ο φορέας της, ο κωμικός πρωταγωνιστής, δεν είναι πάντοτε αναλόγως ευγενής —ή δεν μπορεί και δεν πρέπει να κρίνεται με αναφορά στην κοινή ηθική. Η ηθική αποτίμηση του Κωμικού Ήρωα και της Ιδέας του οφείλει να ακολουθεί και αυτή κωμικά κριτήρια. Όπως ακριβώς στις διονυσιακές τελετές, άλλωστε, έτσι και στην κωμωδία το φαινομενικά «χαμηλό» γίνεται υψηλό. Ο Κωμικός Ήρωας μπορεί να είναι μεγαλόφρων και άμεμπτα ηγετικός, όπως η Λυσιστράτη· μπορεί όμως να είναι επίσης και κουτοπόνηρος μικροαπατεώνας, όπως ο Στρεψιάδης· μπορεί να είναι ειλικρινά απελπισμένος, όπως ο Βδελυκλέωνας και ο Τρυγαίος, αλλά και στυγνός τυχοδιώκτης, όπως ο Πεισέταιρος και ο Ευελπίδης· κωμικός μπούφος, όπως ο Διόνυσος, αλλά και παλιοτόμαρο, όπως ο Αλλαντοπώλης. Ο Δικαιόπολις δεν είναι Λυσιστράτη (η Λυσιστράτη είναι η μόνη αριστοφανική ηρωίδα που δεν αποτελεί η ίδια στόχο της κωμικής ειρωνείας)· τοποθετείται όμως αναμφίβολα στις υψηλότερες βαθμίδες της ηθικής κλίμακας: ακολουθεί μεν έναν ατομικιστικό δρόμο και δεν διστάζει να απολαύσει με ανυπόκριτη χαιρεκακία τη νίκη του τρίβοντάς την στα μούτρα των κάθε λογής ανταγωνιστών· δεν καταφεύγει όμως σε αυτή τη λύση παρά μόνο αφού έχει καταβάλει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, έχει ρισκάρει ακόμη και την ίδια του τη ζωή, ώστε να πείσει τους Αθηναίους ότι η ειρήνη είναι η μόνη οδός προς το κοινό συμφέρον.

Η Κωμική Ιδέα είναι ο δραματουργικός πυρήνας γύρω από τον οποίο εξακτινώνονται όλες οι υπόλοιπες παράμετροι του έργου:

(α) H ταυτότητα του χορού, συστατικό της πλοκής τόσο κρίσιμο όσο και η προσωπικότητα του Κωμικού Ήρωα. Στους Αχαρνείς ο χορός αποτελείται από δημότες του δήμου των Αχαρνών στη βορειοανατολική Αττική (εκεί όπου, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, χτύπησαν για πρώτη φορά οι επιδρομές των Λακεδαιμονίων). Οι Αχαρνιώτες, καρβουνιάρηδες το επάγγελμα και καρβουνιασμένοι από τη φωτιά που οι Σπαρτιάτες έβαλαν στα αμπέλια και τις ζωές τους, προσδιορίζονται (κωμικά) ως «Μαραθωνομάχοι»· ανήκουν δηλαδή στη γενιά εκείνη των σκληροτράχηλων Αθηναίων που απέκρουσαν πρόσωπο με πρόσωπο τους Πέρσες και τώρα βδελύσσονται το ότι είναι αναγκασμένοι να κρύβονται σαν τα ποντίκια μέσα στα τείχη. Πολύ περισσότερο οι Αχαρνιώτες αγανακτούν που ένας Αθηναίος —αγρότης και ο ίδιος!— επιχειρεί να συνδιαλλαγεί με τους ανθρώπους που βιάζουν κάθε χρόνο τη γη της Αττικής. Ο χορός δεν είναι πολεμοκάπηλος σαν τον Λάμαχο ή τυχοδιώκτης σαν τους κάθε λογής πρέσβεις και τα λοιπά κοράκια που ψωμίζονται από τον πόλεμο —τις στρατιές των οποίων η κωμωδία μάς παρουσιάζει στον Πρόλογο. Οι γέροντες των Αχαρνών είναι κι αυτοί γνήσια θύματα του πολέμου, αλλά και του εαυτού τους, του χαρακτήρα τους, που είναι τόσο άκαμπτος όσο και τα γέρικα σκέλη τους.

(β) Ο Ανταγωνιστής, δηλαδή ο χαρακτήρας που προσωποποιεί τις δυνάμεις που αντιμάχονται τον Κωμικό Ήρωα, αλλά συντρίβονται κατά κανόνα στο πρώτο μέρος του έργου. Στους Αχαρνείς, ο Λάμαχος είναι ο κατεξοχήν μεταπράτης ενός ψευδεπίγραφου ηρωισμού (του ηρωισμού των υψηλών λοφίων και των εντυπωσιακών γοργονείων στις ασπίδες), που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά μετατροπή της σύγκρουσης σε επάγγελμα και εργαλείο πλουτισμού και εξουσίας εις βάρος των ταπεινών και καταφρονεμένων. Η γελοιοποίηση του Λαμάχου επέρχεται σε δύο στάδια. Αρχικά, στον λεγόμενο Επιρρηματικό Αγώνα, ρητορική διαμάχη ανάμεσα στον Πρωταγωνιστή και τον Ανταγωνιστή, συνήθης στην Παλαιά Κωμωδία. Ο Λάμαχος αποτυγχάνει να κερδίσει με το μέρος του τον χορό, ο οποίος αρχικά διχάζεται και σιγά-σιγά εγκαταλείπει την αρχική στάση του, μέχρι που στο τέλος του Αγώνα ανακοινώνει τον θρίαμβο του Δικαιόπολη και εγκρίνει τα σχέδιά του για ιδιωτική ειρήνη με τη Σπάρτη. Η οριστική γελοιοποίηση του Λαμάχου επέρχεται στην Έξοδο, όπου αντιπαραβάλλεται με σαδιστική απόλαυση η δική του σκληρή μοίρα, που τραυματισμένος και καταπονημένος πρέπει στο μέσο του χειμώνα (τα Λήναια, στα οποία διδάσκονται οι Αχαρνείς, ήταν χειμωνιάτικη γιορτή) πρέπει να αναχωρήσει για το μέτωπο), με τη μοίρα του Δικαιόπολη, που στα χέρια του αντί για τη βαριά ασπίδα και το δόρυ έχει δυο πεταχτά κοράσια και αντί να αγωνίζεται εις τα πεδία της τιμής αγωνίζεται εις τα πεδία του συμποσίου σε αγώνες οινοποσίας.

(γ) Το περιεχόμενο της Παράβασης, του φαινομενικά «εξωδραματικού» αλλά στην πραγματικότητα οργανικότατου εκείνου μέρους, στο μέσο περίπου της παράστασης, με το οποίο επισφραγίζεται η επικράτηση του Κωμικού Ήρωα επί των αντιπάλων του και στο οποίο συμπυκνώνεται η θεματική και διδακτική ουσία του έργου. Η παράβαση είναι το σημείο εκείνου του έργου στο οποίο η νίκη του κωμικού ήρωα έχει κατοχυρωθεί και ο χορός, κάνοντας ένα βήμα προς τους θεατές (παράβασις από το ρήμα παραβαίνω αυτό σημαίνει: προχωρώ προς την κατεύθυνση κάποιου), κυριολεκτικά και μεταφορικά (δηλαδή πλησιάζοντας προς το κοῖλον αλλά και αφαιρώντας τεμάχια από το κοστούμι του, όχι όμως ολόκληρο το κοστούμι, ώστε να μιλήσει ταυτόχρονα και σαν στέλεχος του δραματικού κόσμου και σαν Αθηναίος πολίτης και σαν φερέφωνο του κωμικού ποιητή), απευθύνει στρεφόμενος κατευθείαν στους θεατές ένα συνδυασμό από τραγούδια και ρήσεις. Η Παράβαση είναι εκ πρώτης όψεως άσχετη με την πλοκή· πάντα όμως μοιράζεται με αυτήν την ίδια θεματική ουσία. Αποτελεί, δηλαδή, το διδακτικό απόσταγμα των όσων είδαμε και θα δούμε ακόμη στη σκηνή. Στους Αχαρνείς, υπογραμμίζεται η ανικανότητα των Αθηναίων να ξεχωρίσουν ποιος πραγματικά τους ωφελεί και ποιος τους βλάπτει (αυτού του είδους το… tough love προς το κοινό επανέρχεται τακτικά στον Αριστοφάνη!), καθώς επίσης, με ενδεικτική αναφορά στον Θουκυδίδη τον Μελησίου και τα βάσανα που του προκάλεσε ένας νεαρός γλωσσοκοπάνας στο δικαστήριο, η αχαριστία τους προς τις παλαιότερες γενιές, τις γενιές των «Μαραθωνομάχων», που άγονται και φέρονται από επιτήδειους.

(δ) Το πολυπρόσωπο, εξωφρενικά ετερογενές και απρόβλεπτο παλμαρέ των χαρακτήρων που παρελαύνουν στη σκηνή στο δεύτερο μέρος του έργου (τις ούτω καλούμενες «ιαμβικές σκηνές») προσπαθώντας να οικειοποιηθούν ένα ψήγμα από τον θρίαμβο του Πρωταγωνιστή. Οι Ιαμβικές Σκηνές είναι η θεατρική αποτύπωση του Νέου Κόσμου που εγκαινιάζεται μετά την Παράβαση. Στον κόσμο αυτόν θέση έχει μόνο όποιος εγκρίνεται από τον Κωμικό Ήρωα. Στον Νέο Κόσμο των Αχαρνέων, λ.χ., έχει θέση η νεαρή νυφούλα, που ζητά από τον Δικαιόπολη να φροντίσει ώστε να «οικουρεί το πέος του άντρα της» (κι ας μην το αξίζει ο άντρας της ο ίδιος!). Δεν έχει όμως θέση, παρόλη την οικτρή κατάσταση της υγείας του, ο πονηρός Δερκέτης, που μέχρι τότε υποστήριζε τον πόλεμο. Έχουν θέση οι ξένοι έμποροι (Μεγαρείς και Βοιωτοί) στους οποίους μέχρι τότε δεν επέτρεπαν να εμπορευτούν στην Αθήνα το Μεγαρικό Ψήφισμα και οι εν γένει συνθήκες του πολέμου. Έχουν θέση γενικώς όλοι οι αθώοι που υπήρξαν θύματα του πολέμου. Δεν έχουν όμως θέση οι Συκοφάντες, οι κατ᾽ επάγγελμα καταγγέλλοντες και δημόσιοι κατήγοροι, κοινοί ρουφιάνοι, που μετέτρεψαν την Αθήνα σε ένα τεράστιο φρενοκομείο χαφιέδων. Πάνω από όλα στον Νέο Κόσμο του Δικαιόπολη δεν έχει θέση ο Πόλεμος και η προσωποποίησή του, ο Λάμαχος, που στο τέλος εξορίζεται στα σύνορα και αποβάλλεται από το οιονεί γαμήλιο γλέντι με το οποίο η Κωμωδία τελειώνει.