Tags

, , , , , ,


Η «Ύστερη Εποχή του Χαλκού» από τη συλλογή Δοκίμιν συνιστά ένα από τα “καβαφικότερα” ποιήματα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη. Σε μετρημένα μόνο άλλα ποιήματα ο ποιητής ευλογείται με τόση ενάργεια και ευστοχία στην ανασύσταση της καίριας ιστορικής στιγμής όση στο ποίημα αυτό. Καβαφικά έργα, όπως «Τα βήματα» ή «Η διορία του Νέρωνος» δανείζουν πολύ από το ατμοσφαιρικό τους στίγμα, ευθέως ή e contrario, στο ποίημα του Χαραλαμπίδη.

Βεβαίως, η «Ύστερη Εποχή του Χαλκού» αποτελεί ταυτόχρονα και τη δημιουργικότερη πρόσληψη του σεφερικού τρόπου που προσωπικά έχω ποτέ συναντήσει σε επιγόνους του νομπελίστα μας ποιητή. Στο Δοκίμιν ο Χαραλαμπίδης σηκώνει κι αυτός, σεφερικώ τω τρόπω, «ένα μαρμάρινο κεφάλι στα χέρια». Σεφέρης και Καβάφης κυρίως, μαζί βέβαια με άλλους, είναι, άλλωστε, οι βασικοί συνοδοιπόροι του Χαραλαμπίδη, ιδιαίτερα από τη Μεθιστορία και εξής. Η γλώσσα είναι κυρίως το αλώνι όπου οι αντίμολες δημιουργικές δυνάμεις αναμετριούνται και συγχωνεύονται, σε ένα ποιητικό πείραμα που λίγα μπορούν να το συναγωνιστούν σε ρώμη και φιλοδοξία στη φάση της μεταπολεμικής ποιητικής μας παραγωγής.

Η καβαφική διάσταση της «Ύστερης Εποχής του Χαλκού» είναι σαφής στην πεζολογική αφηγηματικότητα, τη δραματικότητα και την κινηματογραφική σκηνοθεσία του ποιήματος. Η σεφερική χροιά φαίνεται κυρίως στον αναπροσανατολισμό της «μυθικής μεθόδου» προς τον ορίζοντα της κυπριακής ιστορίας.

Η “Ύστερη Εποχή του Χαλκού” έχει ιστορική αφετηρία: αναφέρεται στην αλληλογραφία των βασιλιάδων της Κύπρου (“Αλάσιας”) με τους Φαραώ της Αιγύπτου Αμένοφι Γ΄ και Αμένοφι Δ’ (1375 – 1358 π.Χ.), με τους οποίους η Κύπρος ανέπτυξε τότε στενές εμπορικές σχέσεις. Πολλές από αυτές τις επιστολές, σε κυπροσυλλαβική γραφή, βρέθηκαν στην Τελ ελ Αμάρνα (Tel el – Amarna) της Αιγύπτου. Ο ποιητής επιλέγει μία κρίσιμη ιστορική στιγμή, η οποία όμως συναιρεί πολλές και διάφορες: τη στιγμή κατά την οποία η Κύπρος βρίσκεται υπό την άμεση απειλή των “Σαρακηνών”.

Η μυθική μέθοδος δεν συνιστά απλά ιστορική αλληγορία, αφελή υποβάθμιση της ιστορίας σε μεταλλείο «διδαγμάτων» και παραλληλισμών, αλλά μια ιδιότυπη, κυκλική και συνηρημένη αντίληψη του ιστορικού (και ποιητικού) χρόνου.

Κατά τον T. S. Eliot,

time present and time past / are both perhaps present in time future / and time future contained in time past.

Στην «Ύστερη Εποχή του Χαλκού», η ιστορική μοίρα της Κύπρου παλινδρομεί χρονολογικά από το μεταίχμιο του εξελληνισμού τον 13ο αι. π.Χ. μέχρι τις πιο νωπές πληγές της Εισβολής – και όλα αυτά μέσα στην ενότητα μιας ιστορικής στιγμής, φευγαλέας, ανεκδοτολογικής, αλλά εκτυφλωτικά παραδειγματικής: στο ένα εκείνο εναγώνιο δευτερόλεπτο (“καϊρέττιν!”), όπου διακυβεύεται η επιβίωση του τόπου και όπου η αναλγησία των επιδρομέων συναγωνίζεται την πρόθυμη αμεριμνησία των προστατών, συναιρούνται όλα τα συναφή ιστορικά παράλληλα, παρόντα, παρελθόντα και μέλλοντα.

Μέσα στους στίχους του Χαραλαμπίδη αρχαίες και νεώτερες κατάρες εναλλάσσονται στο προσωπείο του φοβερού θεού Νεργκάλ, του πρίγκιπα του θανάτου: οι «Λαοί της Θάλασσας», που για σαράντα χρόνια (1190-1150 π.Χ.) διαγούμισαν την Αίγυπτο μαζί με την Κύπρο κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού· οι Ασσύριοι, που γονάτισαν τα κυπριακά βασίλεια την Κυπροαρχαϊκή Εποχή (725-600 π.Χ.)· και βέβαια οι Σαρακηνοί, το πνιγηρό «σκούλλισμα» των οποίων δεν αναφέρεται βέβαια μόνο στις σαρωτικές επιδρομές των Αράβων κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο (647-965 μ.Χ.), αλλά σαφέστατα προοιωνίζεται τον άλλο μεγάλο μουσουλμάνο κουρσάρο, που από το 1571 και εξής δεν χαλάρωσε ποτέ από το λαιμό της Αλάσιας την τανάλια του μακελειού.

Και μόνιμο σιγόντο στις σκληριές των επιδρομέων, το ξεφτιλισμένο, παθητικό κλάμα του βασιλιά, τάχα, της Αλασίας: «αντέχω τζι εν αντέχω τρεις μηνάες…».

Περιέργως, το καθεστώς που προέκυψε από τις αραβικές επιδρομές και την κυπριακή ανεξαρτησία είχε κάτι πολύ κοινό – και τυπικότατο: μετά το μάλε-βράσε της σφαγής κι αφού Άραβες και Βυζαντινοί τα βρήκαν κάπως τελικά στη μοιρασιά, η Κύπρος περιήλθε υπό καθεστώς «ουδέτερης συγκυριαρχίας», υπό την προστατευτική αιγίδα «εγγυητριών δυνάμεων» – κι οι Κύπριοι οδηγήθηκαν εξόριστοι στη Νέα Ιουστινιανή

Η ειρωνική γλώσσα του ποιητή, αδάμαστη καθώς παίρνει την ιστορική της φόρα, είναι εδώ τόσο ρωμαλέα καυστική η ίδια όσο αξιοθρήνητα είναι τα κυπροσυλλαβισμένα παρακάλια του βασιλιά της Αλασίας προς τον «αδελφό» του Αμένοφι τον Δ΄. Η αντίστιξη αυτή ανάμεσα στην  ισχύ που προσδίδει στη φωνή του ποιητή η προοπτική της ιστορίας και στο ξέπνοο, πλην τραγικό, «Καϊρέττιν!» του βασιλιά, είναι το ισχυρότερο ηχητικό εφέ του ποιήματος.

Τα εισαγωγικά του ευθέος λόγου μεταμορφώνονται εισάγουν και τον σαρκασμό. Χρόνια και χρόνια επιστολές και προσφυγές. Χρόνια και χρόνια δώρα πρώτης ποιότητος: ψηφίσματα και φραστικές καταδίκες, ειρηνεύσεις, ειρηνευτές και Σχέδια, κι όλα αυτά πάντα με σφραγίδα γνησιότητος ως προς «τὸ δίκαιον τοῦ αγῶνος». Κι ο «αδελφός», τραγικά προσηλωμένος στην παραλυτική του εσωστρέφεια – έχει κι αυτός τα δικά του, οι «δυο του πνεύμονες» του προκαλούν δύσπνοια κι οι μεγάλες αποστάσεις δεν ήτανε ποτέ το φόρτε του (“Η Κύπρος κείται μακράν”…) – στέλλει ό,τι μπορεί, μετά από μήνες: Δικά μας και τα πώματα! Κι ο θεός Νεργκάλ να αλωνίζει ανενόχλητος στη Νήσο των Αγίων.

Χωρίς αμφιβολία, αν δεν την παρερμηνεύω πλήρως, η «Ύστερη Εποχή του Χαλκού» μοιάζει να είναι ένα από τα πιο πικρά και οργισμένα ποιήματα του Χαραλαμπίδη, ένας τόνος που δεν απαντά συχνά στο corpus του. Συναισθηματικά, κινείται σε ανάλογα μήκη κύματος με το «Είμαστε Έλληνες, 1974» του Μιχάλη Πασιαρδή:

Δεν είν’ η πρώτη σας φορά που μας πουλήσατε
το’ χετε ξανακάνει χρόνια πριν σ’ άλλους αιώνες,
όταν μας ξεπουλούσατε στους Πέρσες […]
Είμαστε Έλληνες. Δεν καρτερούμε τίποτα
απ’ την Αθήνα τίποτα.

Η διάσταση βεβαίως ανάμεσα στους δύο ποιητικούς τρόπους είναι σαφής. Ο Πασιαρδής επιλέγει ένα ευθύβολο ξέσπασμα, που μπορεί να δικαιώνεται ενδεδυμένο τη μουσική του Χριστοδουλίδη, αλλά λειτουργεί υπέρ το δέον ρητορικά και άρα ποιητικώς μάλλον αχνά στο χαρτί. Ο Χαραλαμπίδης προκρίνει μια ποίηση, που κουβαλά την υπαινικτικότητα της κοπιώδους γνώσης και ως εκ τούτου εφάλλεται με όλη την ορμή που της παρέχει το κύρος του ιστορικού exemplum και η συναίσθηση ότι τελικά όντως η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα.

[ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΜΟΡΦΗ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΠΟΨΗ”]