Tags

, , , , , , ,


[Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος]

ΕΚΑΒΗ ΚΑΙ ΜΗΔΕΙΑ

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣΑν όντως χρονολογείται μεταξύ του 426-424 π.Χ, όπως εικάζουν πολλοί, η Εκάβη δεν απέχει χρονολογικά πολύ από την άλλη εκείνη τραγωδία του Ευριπίδη στην οποία δεσπόζει η εκδίκηση μιας «βάρβαρης» γυναίκας, τη Μήδεια (431 π.Χ.). Τηρουμένων των αναλογιών, οι δομικές ομοιότητες ανάμεσα στις δύο τραγωδίες είναι πολλές και εμφανείς (οι ουσιώδεις διαφορές είναι εξίσου μεγάλες, αλλά δεν θα επιμείνουμε εδώ σε αυτές).

Οι δύο πρωταγωνίστριες ακολουθούν παρόμοια πορεία,  από το ηθικό πλεονέκτημα στην ηθική κατάπτωση. Τόσο η Μήδεια όσο και η Εκάβη διεγείρουν τον ἔλεον (τον οίκτο αλλά κυρίως τη συμπάθεια) στο πρώτο μισό του έργου, τον φόβον αλλά κυρίως τη φρίκη στο δεύτερο.

Εκάβη και Μήδεια είναι ξένες, «βάρβαρες», γυναίκες, η μοίρα των οποίων βρίσκεται στα χέρια Ελλήνων ανδρών. Οι άνδρες αυτοί τις κακομεταχειρίζονται βάναυσα καταπατώντας παράλληλα τις πιο υψηλές αξίες των Ελλήνων (και του ηρωικού κόσμου). Παραδόξως, οι ξένες αυτές γυναίκες, στο πρώτο μισό του κάθε έργου, υπερασπίζονται τις ελληνικές αξίες με τρόπο πολύ πιο γνήσιο από ό,τι οι Έλληνες άνδρες.

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη ως Εκάβη (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2001)

Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη ως Εκάβη (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2001)

Η προσβολή που υφίστανται είναι γι᾽ αυτές αφόρητη και ασυγχώρητη. Χωρίς αμφιβολία θεατές και χορός τους αναγνωρίζουν το δικαίωμα της εκδίκησης και το απόλυτο ηθικό προβάδισμα έναντι των αντιπάλων τους. Αυτό το ηθικό πλεονέκτημα προβάλλει ανάγλυφα μπροστά στα μάτια των θεατών, όταν Εκάβη και Μήδεια συντρίβουν τους αντιπάλους τους (τον Οδυσσέα και τον Ιάσονα αντιστοίχως) σε ένα ἀγῶνα λόγων, χωρίς όμως παρόλα αυτά να καταφέρουν να αντιστρέψουν την αρνητική γι᾽ αυτές πορεία των πραγμάτων.

Θεατές και χορός έχουν την εντύπωση ότι οι γυναίκες θα στραφούν ενάντια στους φυσικούς αυτουργούς της συμφοράς τους, τον Πολυμήστορα και τον Ιάσονα, δολοφονώντας τους. Κανείς δεν αμφισβητεί το δίκαιο αυτής της επιλογής. Όμως Εκάβη και Μήδεια έχουν σκαρφιστεί τρόπους να τιμωρήσουν τους ενόχους πολύ σκληρότερα και πολύ διαρκέστερα: ο θάνατος, όπως έδειξε και ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, που χρονολογείται επίσης πολύ κοντά στην Εκάβη (περί τα 425 π.Χ.) δεν είναι πάντοτε η χειρότερη, η πιο τραγική μοίρα για τον ένοχο.

Η Μήδεια δεν σκοτώνει τον Ιάσονα, αλλά τον Κρέοντα και την κόρη του: ο Ιάσονας χάνει το έρεισμά του στην Κόρινθο, για το οποίο ήταν διατεθειμένος να θυσιάσει ακόμη και τα παιδιά του. Η Εκάβη, αρχικά, στρέφεται ενάντια στον Πολυμήστορα. Δεν τον σκοτώνει όμως, τον τυφλώνει: τον καταδικάζει, δηλαδή, στη μοίρα στην οποία ο Οιδίποδας καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του: σε μια ζωή σωματικού πόνου και βασάνων, αλλά κυρίως σε μια διαρκή επίγνωση της ενοχής του (την οποία όμως ο Πολυμήστορας, σε αντίθεση με τον Οιδίποδα, δεν φαίνεται να αναγνωρίζει). Ο Αγαμέμνονας, με τη σειρά του, επιβάλλει στον Θράκα βασιλιά την άλλη μοίρα που ο Οιδίποδας επιφυλάσσει για τον εαυτό του: την εξορία.

Snip20140104_4Οι δύο τρομερές γυναίκες δεν σταματούν, όμως, ούτε καν εδώ: αποφασίζουν να χτυπήσουν τους εχθρούς τους στο πιο αδύναμό τους σημείο, τα παιδιά τους· να τους στερήσουν δηλαδή τη διαιώνιση της βασιλικής τους γενιάς. Η κλιμάκωση αυτή έχει συνέπειες, όμως, και για τις ίδιες, βαρύτερες ομολογουμένως για την Εκάβη παρά για τη Μήδεια: τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη μεταμορφώνονται, η πρώτη κυριολεκτικά, η δεύτερη μεταφορικά, σε κάτι πέρα από τον άνθρωπο.

Η Μήδεια γίνεται μορφή δαιμονική, μια Ερινύα, μια Σκύλλα, μια λέαινα. Στο τέλος αποδιδράσκει εποχούμενη στο άρμα του Ήλιου. Για την Εκάβη δεν υπάρχει απόδραση, δεν υπάρχει σωτηρία: αρχικά αποκυνώνεται και στη συνέχεια πετρώνει και παραμένει αιωνίως καρφωμένη στον χώρο του μαρτυρίου και της εκδίκησής της. Για την Εκάβη ο θρίαμβος κατά του Πολυμήστορα ήταν ταυτόχρονα και καταδίκη.

Τόσο η Εκάβη όσο και η Μήδεια είναι ο ορισμός της τραγωδίας που περαίνεται δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου, με τον ἔλεον να κυριαρχεί στο πρώτο μισό του έργου και με ένα μείγμα ἐλέου και φόβου να δεσπόζει στο δεύτερο. Η κατάληξη όμως των δύο έργων είναι κι αυτή ο ορισμός της έλλειψης καθάρσεως (όποιο περιεχόμενο και αν αποδώσει κανείς στον όρο «κάθαρσις»).

Εθνικό Θέατρο, 1985

Εθνικό Θέατρο, 1985

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ ΣΤΗ ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΞΕΝΗΣ

Από τη σύγκριση των δύο τραγωδιών προκύπτει πάντως το εξής πιεστικό ερώτημα:Γιατί η Εκάβη αντιδρά τόσο διαφορετικά στους φόνους των δύο παιδιών της;

Ο θάνατος της Πολυξένης, δηλαδή η διεκπεραίωση της θυσίας της από τον μιαιφόνον Νεοπτόλεμο, ο οποίος είχε ήδη σφάξει και τον πατέρα της, τον Πρίαμο, πάνω στον βωμό της Αθηνάς στην Τροία, ανακοινώνεται στην Εκάβη από τον κήρυκα Ταλθύβιο (στ. 484 κ.ε). Η Εκάβη αντιδρά στα νέα με τρόπο κάπως περίεργο. Το κυρίως σώμα του λόγου της αποτελεί ένας φιλοσοφικός συλλογισμός, που μοιάζει αποστασιοποιημένος και κάπως ψυχρός, δεδομένου του γεγονότος:

ὦ θύγατερ, οὐκ οἶδ’ εἰς ὅτι βλέψω κακῶν,                           (585)
πολλῶν παρόντων· ἢν γὰρ ἅψωμαί τινος,
τόδ’ οὐκ ἐᾶι με, παρακαλεῖ δ’ ἐκεῖθεν αὖ
λύπη τις ἄλλη διάδοχος κακῶν κακοῖς.
καὶ νῦν τὸ μὲν σὸν ὥστε μὴ στένειν πάθος
οὐκ ἂν δυναίμην ἐξαλείψασθαι φρενός·                               (590)
τὸ δ’ αὖ λίαν παρεῖλες ἀγγελθεῖσά μοι
γενναῖος. οὔκουν δεινόν, εἰ γῆ μὲν κακὴ
τυχοῦσα καιροῦ θεόθεν εὖ στάχυν φέρει,
χρηστὴ δ’ ἁμαρτοῦσ’ ὧν χρεὼν αὐτὴν τυχεῖν
κακὸν δίδωσι καρπόν, ἄνθρωποι δ’ ἀεὶ                                 (595)
ὁ μὲν πονηρὸς οὐδὲν ἄλλο πλὴν κακός,
ὁ δ’ ἐσθλὸς ἐσθλὸς οὐδὲ συμφορᾶς ὕπο
φύσιν διέφθειρ’ ἀλλὰ χρηστός ἐστ’ ἀεί;

Η θυσία της Πολυξένης δεν νομιμοποιείται στην πραγματικότητα. Ο Αχιλλέας δεν δικαιούται να ζητήσει τέτοιο γέρας, ενώ ο Οδυσσέας δεν πείθει τον στρατό να προχωρήσει στη θυσία με επιχειρήματα θρησκευτικά (και άρα ρητορικώς και ηθικώς απρόσβλητα), αλλά με επιχειρήματα αμιγώς πολιτικά (και άρα αμφιλεγόμενα). Η στάση της ίδιας της Πολυξένης αφαιρεί από τη θυσία το όποιο ψήγμα νομιμοποίησης μπορούσε να διαθέτει, την ίδια στιγμή που μετατρέπει τον άδικό της θάνατο σε συνθήκη καταξίωσης για τον εαυτό της.

ΤΟΤΕ ΠΩΣ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΔΡΑ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΙΟΥ ΤΗΣ;

Όσο κι αν φαίνεται περίεργη, όμως, η αντίδραση της Εκάβης εδώ είναι και φυσική και ανθρώπινη και ψυχολογικά ακριβής. Αφενός, η Εκάβη είναι αποκαμωμένη: τον σκληρό και βίαιο θρήνο που χρωστούσε στη γενναία κόρη της τον έχει κάνει τη στιγμή που έσερναν την Πολυξένη στον βωμό.

Snip20140108_6Αφετέρου, η Εκάβη αντιδρά ήπια, αλλά αυτό οφείλεται, όπως λέει ξεκάθαρα η ίδια, στο γεγονός ότι η βασιλική ευγένεια με την οποία η Πολυξένη αποχαιρετά τη ζωή, αποτελεί για τη μάνα της παρηγοριά: «ο τρόπος με τον οποίο πέθανες δεν μου επιτρέπει να θρηνήσω πέρα απ᾽ το μέτρο». Η Εκάβη παραδέχεται τη φρικτή, αναπόδραστη πραγματικότητα της σφαγής και επιδεικνύει σπουδή για το πιο σημαντικό: την παροχή της δέουσας νεκρικής φροντίδας στο αγαπημένο σώμα και την προστασία του από τα βέβηλα χέρια του όχλου (604 κ.ε.). H Εκάβη γνωρίζει ότι δεν μπορεί να προσφέρει στη νεκρή κόρη ό,τι θα προσέφερε κάποτε, αλλά θα μαζέψει όσα κτερίσματα μπορεί από τα αντικείμενα που περιέ-σωσαν οι ακόλουθοί της από τα ερείπια της Τροίας. Η Εκάβη πενθεί τον χαμό της Πολυξένης, αλλά παρηγοριέται από την ομορφιά, την αξιοπρέπεια και την ευγένεια του θανάτου της και η παρηγοριά αυτή δεν επιτρέπει στο πένθος της να ξεφύγει από τα όρια.

Η αντίδρασή της είναι πάνω από όλα ΒΑΣΙΛΙΚΗ: η Εκάβη αντιδρά με την ίδια γενναιότητα και στωτικότητα με την οποία η κόρη αγκάλιασε τον θάνατο ως μοίρα καλύτερη από τη δουλική ζωή.

Τελειώνει τον θρήνο της όπως τον άρχισε, με ένα φιλοσοφικό στοχασμό περὶ τύχης:

ὦ σχήματ’ οἴκων, ὦ ποτ’ εὐτυχεῖς δόμοι,
ὦ πλεῖστ’ ἔχων μάλιστά τ’ εὐτεκνώτατε                   (620)
Πρίαμε, γεραιά θ’ ἥδ’ ἐγὼ μήτηρ τέκνων,
ὡς ἐς τὸ μηδὲν ἥκομεν, φρονήματος
τοῦ πρὶν στερέντες. εἶτα δῆτ’ ὀγκούμεθα,
ὁ μέν τις ἡμῶν πλουσίοισι δώμασιν,
ὁ δ’ ἐν πολίταις τίμιος κεκλημένος;                         (625)
τὰ δ’ οὐδέν, ἄλλως φροντίδων βουλεύματα
γλώσσης τε κόμποι. κεῖνος ὀλβιώτατος
ὅτωι κατ’ ἦμαρ τυγχάνει μηδὲν κακόν.

Εθνικό Θέατρο 1994

Εθνικό Θέατρο 1994

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ ΣΤΟΝ ΦΟΝΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ

Αντίθετα, η αντίδραση της Εκάβης στη σφαγή του Πολύδωρου είναι πολύ διαφορετική: εκρηκτική, ασυγκράτητη, βίαιη και στο τέλος αδίστακτα, δαιμονικά εκδικητική. Το κυριότερο: η Εκάβη προστρέχει ικέτις στους ανθρώπους που σκότωσαν την κόρη της ζητώντας τη συνδρομή τους στο εκδικητικό της σχέδιο. Η Εκάβη, δηλαδή, συνεργάζεται με τους αυτουργούς του πρώτου εγκλήματος, προκειμένου να εκδικηθεί αυτόν που διέπραξε το δεύτερο.

ΓΙΑΤΙ ΟΜΩΣ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟ;

Μία πρώτη ερμηνεία είναι ότι αναγκάζεται να ενεργήσει έτσι από αδυναμία: δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκδικηθεί τουλάχιστον ένα από τα δυο παιδιά της από το να συνεργαστεί με τους ανθρώ-πους που έχουν στα χέρια τους την εξουσία και την ισχύ. Το πράγμα όμως πάει πιο βαθιά.

Πρωτίστως, μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε ότι το πένθος της Εκάβης και άρα η σφοδρότητα της αντίδρασής οφείλεται σε μια συνειδητοποίηση: όσο ζει ο Πολύδωρος, ζει μέσα της και η ελπίδα· ο θάνατος και του τελευταίου γιου της, της αφαιρεί κάθε αυτοέλεγχο, όχι τόσο επειδή ήλπιζε όντως, όπως υπαινίσσεται ο Πολυμήστορας, ότι ο Πολύδωρος και το χρυσάφι του θα ήταν η απαρχή για την ανοικοδόμηση της Τροίας, όσο γιατί ο θάνατός του καθιστά την απώλεια του παλαιού μεγαλείου – και άρα τη δική της δουλική μοίρα — πιο πραγματική, οριστική και αμετάκλητη.

Snip20140108_4Σε ένα ακόμη πιο βαθύ επίπεδο, αντιδρώντας όπως αντιδρά στον θάνατο του Πολύδωρου, η Εκάβη ξεσπά για το σύνολο των παθών της. Είναι ξεκάθαρο από τα λόγια της ότι εκδικούμενη τον Πολυμήστορα η Εκάβη θεωρεί ότι εκδικείται και τα δύο της παιδιά

ΠΩΣ ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ;

Η πεποίθηση της Εκάβης ότι τιμωρώντας τον Πολυμήστορα εκδικείται και την Πολυξένη δεν μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Πολυμήστωρ είναι κάποιο είδος υποκατάστατου του Οδυσσέα, όπως διατείνεται, υπερβολικά κατά τη γνώμη μου, η Zeitlin. Η απάντηση, πιστεύω, είναι άλλη και σ᾽ αυτήν κρύβεται το κλειδί για την ερμηνεία της τραγωδίας γενικά.

Snip20140108_5Το κλειδί βρίσκεται στο επιχείρημα με το οποίο η Εκάβη επιχειρεί να πείσει τον Αγαμέμνονα να τη βοηθήσει: εκδικούμενη τον Πολύδωρο η Εκάβη θεωρεί ότι αποκαθιστά κατά κάποιο τρόπο τον νόμον του Διός, ότι βάζει τάξη στο χάος που την περιβάλλει, ότι εξασφαλίζει μια κάποια ισορ-ροπία στην απόλυτη ταραχή του κόσμου γύρω της.

Πρόκειται μήπως για απόπειρα χειραγώγησης του Αγαμέμνονα διά της ρητορικής ανάλογη με αυτή του Οδυσσέα πιο πίσω; Μάλλον. Κρύβεται όμως μια σημαντική αλήθεια εδώ. 

Για την Εκάβη, ο θάνατος της Πολυξένης, αν και φρικτός, αν και βάρβαρος, βγάζει ακόμη κάποιο νόημα: αν αναχθεί στο αξίωμα οὐαὶ τοῖς ἡττημένοις και αν εξηγηθεί επίσης ως συνέπεια της φυσικής ανατροπής που επιφέρει για ΟΛΟΥΣ τους ανθρώπους η Τύχη. Ο θάνατος της Πολυξένης εμπίπτει ακόμη σε ένα κατανοητό κοσμικό πλαίσιο, όσο κι αν αυτό έχει ηθικά αλλοιωθεί.

Επιπλέον:

  • η θυσία της Πολυξένης εξυπηρετεί τις ανάγκες της κοινότητας των νικητών του πολέμου (έστω κι αν αυτή είναι υποχείριο του Οδυσσέα)
  • και υπαγορεύεται από τις βουλές μιας υπερφυσικής δύναμης (έστω και αν το αίτημα του Αχιλλέα, όπως προαναφέραμε, είναι καταχρηστικό, καπρίτσιο περισσότερο παρά δίκαιη επιταγή, έστω κι αν ο Οδυσσέας, αναγνωρίζοντας μάλλον την πιο πάνω αδυναμία, δεν επιμένει σε αυτό).

Πάνω από όλα, ο ευγενής θάνατος της Πολυξένης επιβεβαιώνει, σε καθεστώς σκλαβιάς, το αδούλωτο φρόνημα των ηττημένων· συνεπώς λειτουργεί ως ενίσχυση της αυτοσυνειδησίας τους και ως διαιώνιση του βασιλικού στάτους των Πριαμιδών ακόμη και μετά την πτώση της Τροίας. Ο θάνατος της Πολυξένης επιτρέπει στην Εκάβη να συνεχίσει προσωρινά να θεωρεί ότι κάποια θραύσματα έστω του παλαιού κόσμου, της παλαιάς τάξης πραγμάτων, επιβιώνουν, ακόμα και με αυτό τον τρόπο.

Snip20140108_7Η προσθήκη, όμως, του θανάτου και του Πολύδωρουθανάτου εντελώς παράλογου και περιττού, που οφείλεται στη βάρβαρη απληστία και πλεονεξία ενός ανθρώπου, και δη ανθρώπου φίλου και ξένου, μιας δολοφονικής πράξης την οποία ο αυτουργός της την υπερ-ασπίζεται με επιχειρήματα ακόμη πιο έωλα, ακόμη πιο σοφιστικά από αυτά που χρησιμ-οποιεί ο Οδυσσέας για να δικαιολογήσει τη θυσία της Πολυξένης — διαλύει κάθε αίσθηση νοήματος και ξεχειλίζει το ποτήρι.

Ο θάνατος του Πολύδωρου είναι ΠΑΝΤΕΛΩΣ ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΟΣ για την Εκάβη. Δεν μπορεί να αναχθεί σε κανέναν ηθικό κανόνα, άρα ενισχύει την αίσθηση της απόλυτης ηθικής εκτροπής. Πάνω από όλα, ο θάνατος του Πολύδωρου λειτουργεί ΑΘΡΟΙΣΤΙΚΑ. Η βαρύτητα αυτής της εσχάτης προσβολής κατά της συμπαντικής τάξης καθορίζεται τόσο από τα εγγενή της χαρακτηριστικά όσο και από το γεγονός ότι έπεται της θυσίας της Πολυξένης και όλων των άλλων εγκλημάτων που προηγήθηκαν.

Η Εκάβη θεωρεί ότι εκδικείται και για τα δυο της παιδιά, διότι η θυσία της Πολυξένης και ο φόνος του Πολύδωρου εξισώνονται τελικά στα μάτια της ως εγκληματικές πράξεις ομόλογες, ομοειδείς και ομοούσιες. Τόσο ο φόνος όσο και η θυσία, κατ᾽ ακρίβειαν Ο ΦΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΘΥΣΙΑ ΜΑΖΙ, ενιαίως και αδιαιρέτως, εκλαμβάνονται ως σημάδια μιας απόλυτης εξαγρίωσης της κοινωνίας των ανθρώπων, η οποία προκαλεί μια ακόμη αγριότερη αντίδραση. Η δολοφονία του Πολύδωρου είναι το τελευταίο λιθαράκι σε έναν τεράστιο σωρό προηγούμενων εγκλημάτων κατά του θείου νόμου (αλλά και της τιμῆς της Εκάβης):

  • που ξεκίνησαν από την άλωση της Τροίας και τη σφαγή του Πριάμου στον βωμό (από τον ίδιο μιαιφόνον που σκοτώνει τώρα την Πολυξένη),
  • συνεχίστηκαν με την ιταμή θυσία της γενναίας κόρης στον βωμό του νεκρού πολεμάρχου
  • και ολοκληρώνονται με έναν ακόμη αχρείαστο θάνατο.
Εκάβη (Δ. Μπεμπεδέλη) και χορός. Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2001

Εκάβη (Δ. Μπεμπεδέλη) και χορός. Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2001

Η ύστατη αυτή προσβολή, στα μάτια της Εκάβης, συμπαρασύρει στην κατάρρευση ολόκληρο το ηθικό οικοδόμημα του σύμπαντος. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ· άρα ΚΑΝΕΙΣ ΕΝΔΟΙΑΣΜΟΣ, ΚΑΝΕΙΣ ΧΑΛΙΝΟΣ δεν μπορεί να συγκρατήσει και την αντίδραση, η οποία ξεσπά με τη φόρα που της δίνει όχι μόνο το τελευταίο έγκλημα, που αποτελεί την άμεση αφορμή, αλλά και όλα τα σχετικά εγκλήματα που προηγήθηκαν.

Με τον θάνατο του Πολύδωρου – όχι, επαναλαμβάνουμε, επειδή ο ίδιος βαραίνει περισσότερο, αλλά επειδή είναι η κορωνίδα μιας μεγάλης σειράς ανήκουστων εγκλημάτων – ολόκληρο το σύμπαν της Εκάβης, μαζί και η πρωταγωνίστρια, κατρακυλούν στην αποθηρίωση.

Η Εκάβη πείθει τον Αγαμέμνονα ότι η τιμωρία του Πολυμήστορα — η τύφλωση του ιδίου και ο φόνος των δύο αθώων του παιδιών — είναι δίκαιη. Ουδέποτε εξετάζεται η φύση της εκδίκησης στη λεπτομέρειά της. Η τύφλωση του Πολυμήστορα δεν είναι προβληματική: παθαίνει ό,τι του αξίζει. Η δολοφονία των παιδιών του όμως είναι ασύμμετρο χτύπημα, ακόμη και ποσοτικά αν το δει κανείς (η Εκάβη σκοτώνει δύο παιδιά αντί ενός).

Σε κάθε περίπτωση η εκδίκηση της Εκάβης αποτελεί είδος αρχαϊκής, άγριας δικαιοσύνης, που δεν έχει θέση στον πολιτισμένο κόσμο. Όμως, πια καμία δύναμη και καμία ηθική αναστολή, δεν μπορεί να συγκρατήσει την Εκάβη. Τιμωρώντας τον Πολύδωρο με τη δαιμονική σφοδρότητα μιας Ερινύας και εκδικούμενη στο πρόσωπο του νεώτερου παιδιού της όλα τα εγκλήματα που προηγήθηκαν, η Εκάβη εμφανίζεται να επιχειρεί να αποκαταστήσει κάποιου είδους ηθικό νόημα στην ηθική ανοησία, κάποιου είδους δομή στην ηθική αποσάρθρωση που την περιβάλλει. Αλλά μάλλον δεν είναι ειλικρινής πια:

  • Το γεγονός ότι η εκδίκησή της ξεσπά κατά δικαίων και αδίκων (και δη κατά αθώων παιδιών)
  • η στερρὰ ἀνάγκη που της επιβάλλει να συνεργαστεί με τους πορθητές της Τροίας
  • Και η πικρή διαπίστωση του χορού ότι η πρωταιτία του κακού, η Ελένη, παραμένει τελικά ατιμώρητη (οι λοιποί Αχαιοί ηγέτες, πρωτίστως ο Αγαμέμνονας και φυσικά ο Οδυσσέας, θα συναντήσουν σύντομα τη μοίρα τους)

Όλα τα πιο πάνω υποσκάπτουν τις δεδηλωμένες προθέσεις της Εκάβης σχετικά με την αποκατάσταση του νόμου των θεών. Οι περισσότεροι σύγχρονοι μελετητές θεωρούν ότι το επιχείρημα της Εκάβης για τον θείο νόμο δεν είναι παρά ρητορικό τέχνασμα. H Εκάβη, γράφει π.χ., ο Reckford επικαλείται τον θείο νόμο, όπως επικαλείται και τη σεξουαλική χάριν που παρέσχε στον Αγαμέμνονα η Κασσάνδρα (ποταπό το επιχείρημα αυτό), για να τον χειραγωγήσει ψυχολογικά. Πρόκειται για τέχνασμα αντάξιο του Οδυσσέα!

«Από τη στιγμή που οι παλαιές αξίες της αφοσίωσης, της εμπιστοσύνης, της τιμής, της αξιοπρέπειας και του fair play έχουν εξανεμιστεί, άλλα πράγματα έχουν πάρει τη θέση τους· καθώς επιδιώκει κανείς τους στόχους του — τον πλούτο, την εξουσία ή την εκδίκηση — επιτρέπεται πια να χρησιμοποιεί οποιαδήποτε μέσα έχει στη διάθεσή του. Η ίδια η λογική και η ορθολογική επιχειρηματολογία έχουν εκφυλιστεί, ώστε να υπηρετούν τον σκοπό. Το ίδιο και οι σεξουαλικές σχέσεις. Συνειδητοποιώντας αυτό το γεγονός ως αποτέλεσμα της πανουργίας και της απελπισίας της, η Εκάβη αντιλαμβάνεται ότι το σεξ είναι κάτι άμεσα αντιληπτό για τον Αγαμέμνονα, ενώ η τιμή και η αξιοπρέπεια δεν είναι. Του θυμίζει τις ευτυχισμένες νύχτες που πέρασε με την Κασσάνδρα στην αγκαλιά του και απαιτεί ‘το ευχαριστώ και την ανταμοιβή’ που της αναλογεί γι᾽ αυτό. Η απαίτηση της Εκάβης σοκάρει. Η αντίθεση με τη σεμνότητα που επέδειξε η Πολυξένη στη ζωή και τον θάνατο δεν θα μπορούσε να ήταν πιο έντονη» (RECKFORD, σ. 35).

Ο θάνατος του Πολυδώρου ως επιστέγασμα του θανάτου της Πολυξένης και όλων των άλλων εγκλημάτων που προηγήθηκαν που τη μετατρέπει την Εκάβη σε κυνικό εκδικητή και εν τέλει κυριολεκτικά σε κύνα πύρσ᾽ ἔχουσαν δέργματα:

«Ο Οδυσσέας, κωφεύοντας στις ικεσίες της Εκάβης, παραβλέποντας την ίδια ως άτομο, της δείχνει πως πεπαλαιωμένες αξίες όπως η αξιοπρέπεια, η τιμή και η ευγνωμοσύνη μπορούν να γελοιοποιηθούν και να εξαφανιστούν ολοκληρωτικά. Οι πράξεις της Πολυξένης, καθώς προετοιμάζεται για τον επικείμενό της θάνατο, αντανακλούν τις αυτές χρυσές αξίες της ευγένειας στην πιο άριστη και λαμπρή τους μορφή, αλλά η ανακάλυψη του ακρωτηριασμένου πτώματος του Πολύδωρου τις εξαφανίζει παντελώς τόσο για την ίδια την Εκάβη όσο και για τον κόσμο. Από το σημείο εκείνο και έπειτα η παθιασμένη ενεργητικότητα της Εκάβης και η σταθερή πορεία της προς την εκδίκηση εκπορεύονται από μια καινοφανή, κυνική, σχεδόν νιχιλιστική βεβαιότητα ότι οι αξίες δεν μετρούν. Οι θεοί, ο νόμος, η τιμή, η δικαιοσύνη — όλα αυτά δεν είναι παρά λέξεις, αν και λέξεις που διατηρούν ακόμη μια κάποια δύναμη πειθούς. Άλλες δυνάμεις πάντως είναι πιο αληθινές: η απληστία, η λαγνεία και η πειθώ μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία της εκδίκησης. Η δύναμη που δεσπόζει στον κόσμο, τέλος, δεν είναι ούτε ο θεός ούτε ο νόμος, αλλά η αστάθμητη τύχη» (RECKFORD, 38).

Η Εκάβη δεν μπορεί να πιστέψει πια στη δικαιοσύνη του Διός, άρα επιδιώκει τη δική της, προσωπική μορφή δικαιοσύνης. Η ίδια η εκδίκησή της πάντως, έστω και αν η είναι η ίδια ηθικώς προβληματική, θα μπορούσε ακόμη να ιδωθεί ως μια ύστατη, απελπισμένη προσπάθεια να περισωθεί ό,τι είναι δυνατόν από την παλαιά ηθική του ηρωικού κόσμου, να μπει μια τάξη στο χάος. Ο ηρωικός κόσμος, όμως, ο οποίος διεπόταν από ένα είδος τάξης, την οποία διατάραξε ο πόλεμος αλλά κυρίως οι συνέπειες του πολέμου στις ψυχές των ανθρώπων, είναι πια τόσο (ξε)περασμένος όσο ξένη με τις αξίες του πολιτισμού είναι και η ίδια η εκδίκηση. Είτε είναι γνήσια η πρόθεσή της να αποκαταστήσει τον νόμο του Διός διά της εκδίκησης είτε όχι, η προσπάθεια της Εκάβης είναι απελπισμένη, μάταιη και εν τέλει αυτοκαταστροφική – ΑΡΑ ΒΑΘΥΤΑΤΑ ΤΡΑΓΙΚΗ!

Ο Κώστας Καζάκος ως Πολυμήστορας (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2001)

Ο Κώστας Καζάκος ως Πολυμήστορας (Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 2001)

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ;

Ο Ευριπίδης, σημειώνει ο Charles Segal, «συχνά στήνει την πλοκή του έτσι, ώστε να εφικτό να επιχειρηματολογήσει κανείς τόσο υπέρ όσο και εναντίον της ύπαρξης θείας δικαιοσύνης». Η Εκάβη είναι σαφώς τέτοια περίπτωση. Το πιο σημαντικό σχετικό σημείο είναι το φύσημα των ανέμων, που σταματούν με την επιφάνεια του Αχιλλέα και ξαναφυσούν όχι μετά τη θυσία της Πολυξένης αλλά μόλις ο Αγαμέμνονας διατάζει την εξορία του Πολυμήστορα.

Είναι οι άνεμοι ένδειξη ότι στο παρασκήνιο της δράσης στην «Εκάβη» λειτουργεί κάποιας μορφής θεία δικαιοσύνη;

Εθνικό Θέατρο, 1955

Εθνικό Θέατρο, 1955

Η καθυστέρηση στην πνοή των ανέμων έδωσε μεν τον χρόνο στην Εκάβη να εκδικηθεί, αλλά είδαμε τις συνέπειες που είχε αυτή η εκδίκηση αφενός στα αθώα θύματα, τους γιους του Πολυμήστορα, αφετέρου στην Εκάβη την ίδια. Η επανεμφάνιση των ούριων ανέμων στο τέλος θα οδηγήσει τον Αγαμέμνονα στην τιμωρία, αλλά ο Αγαμέμνων της Εκάβης, υπογραμμίζει και πάλι ο Segal, δεν είναι αυτός της Ορέστειας: από όλους τους Έλληνες ηγέτες ο Αγαμέμνων υπήρξε ο πιο ευγενής, παρόλη την αβουλία του. Και φυσικά μαζί με τον Αγαμέμνονα θα συμπαρασυρθεί από τη μανία της Κλυταιμή–στρας και το τελευταίο εν ζωή παιδί της Εκάβης, η Κασσάνδρα.

Ο ίδιος ο Αγαμέμνονας, συνεχίζει ο Segal, δεν συνδέει την επανεμφάνιση των ανέμων με τη δράση των θεών. Ο μόνος που οραματίζεται το θείο στοιχείο στο τέλος του έργου είναι ο άπληστος, επίβουλος Πολυμήστορας, το πιο ανάξιο δυνατό όχημα για τη μεταφορά της θείας βούλησης.

Στην πραγματικότητα η παρουσία του Πολυμήστορα στο τέλος του έργου συνιστά μορφή παρωδίας της σύμβασης του deus ex machina. Οι προφητείες του δεν αποτελούν απόδοση δικαιοσύνης, αλλά αποζημίωση για τη δική του αδυναμία και μορφή προσωπικής εκδίκησης κατά των εχθρών του.  

«Στο έργο αυτό αφήνονται υπόνοιες ότι οι θεοί είναι δίκαιοι, ταυτόχρονα όμως οι τελευταίοι προβάλλουν απόμακροι και αδιάγνωστοι. Αυτό που όντως μας δείχνει στο τέλος ο Ευριπίδης είναι η τυφλότητα των ανθρώπων: η φυσική τυφλότητα του Πολυμήστορα, που τιμωρείται δικαίως και αγρίως, και η ηθική τυφλότητα του Έλληνα βασιλιά και στρατηγού, που εξάγει μεν ένα δίκαιο πόρισμα αλλά με κίνητρα αμφιλεγόμενα και ηθικώς αμφίβολα[…]. Σε έναν τέτοιο κόσμο οι ανθρώπινοι παράγοντες αφήνονται να βρουν εντελώς μόνοι τη λύση απέναντι στην κακία και την εξαχρείωση που τους περιβάλλει. Η ροπή των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, προς κακές ηθικές επιλογές —ως αποτέλεσμα είτε του εγγενούς χαρακτήρα τους είτε των περιστάσεων (όπως στην περίπτωση της Εκάβης) — είναι ο πρώτος και κύριος παράγοντας που προκαλεί τα βάσανα που βλέπουμε να υφίστανται: τους φόνους, τις προδοσίες, τους βιασμούς, την υποδούλωση, που επέρχεται ως συνέπεια του πολέμου. […] Οι θεοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν υπαίτιοι για τη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που επιτρέπουν την εφαρμογή μιας διαδικασίας ανταποδοτικής δικαιοσύνης, αλλά ο Ευριπίδης αφήνει το ερώτημα αυτό ανοικτό» (SEGAL, σσ. 20-21).

Εκάβη