Tags

, , , , , , , , , , , ,


Στην τρίτη ανάρτηση της ποιητικής ανθολογίας (δείτε εδώ την πρώτη και εδώ τη δεύτερη),  στην οποία σταχυολογούμε ποιήματα εμπνευσμένα από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, κυρίως την τραγωδία και τους μύθους της, συγκεντρώνουμε ποιήματα για τον Ορέστη.

  1. Κώστας Βάρναλης, “Ορέστης”
  2. Γιώργος Σεφέρης, “Μυθιστόρημα ΙΣΤ᾽ (ὄνομα δ᾽ Ὀρέστης)
  3. Γιάννης Ρίτσος, “Ορέστης” (απόσπασμα)
  4. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Άρδανα ΙΙ”
  5. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, “Ορέστης”

orestes2

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ

“ΟΡΕΣΤΗΣ”

Σέλινα τα μαλλιά σου μυρωμένα,
λύσε τα να φανείς, ως είσαι, ωραίος,
και διώξε από το νου σου πια το χρέος
του μεγάλου χρησμού, μια και κανένα
 
τρόπο δεν έχεις άλλονε! Και μ᾿ ένα
χαμόγελον ιδές πώς σ᾿ έφερ᾿ έως
στου Άργους την πύλη ὁ δρόμος σου ὁ μοιραίος
το σπλάχνο ν᾿ αφανίσεις που σ᾿ εγέννα.
 
Κανείς δε σε θυμάτ᾿ εδώ. Κι εσύ όμοια
τον εαυτό σου ξέχανέ τον, κι άμε
στης χρυσής πολιτείας τα σταυροδρόμια
και το έργο σου σα να ᾿ταν άλλος κάμε.
 
Έτσι κι αλλιώς, θα παίρνει σε από πίσου
για το αίμα της μητρός σου για η ντροπή σου.
Pierre Narcisse Guerin (1774 - 1833), "Η δολοφονία του Αγαμέμνονα" (Μουσείο του Λούβρου)

Pierre Narcisse Guerin (1774 – 1833), “Η δολοφονία του Αγαμέμνονα” (Μουσείο του Λούβρου)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

“ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΙΣΤ’ (ΟΝΟΜΑ Δ’ ΟΡΕΣΤΗΣ)”

(ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ, 1936)

όνομα δ’ Ορέστης

Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη,
πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι, πόσες μαύρες
σειρές. Οι άνθρωποι που με κοιτάζουν,
που με κοιτάζαν όταν πάνω στο άρμα
σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν.
Οι αφροί των αλόγων με χτυπούν, τ’ άλογα πότε θ’ αποστάσουν;
Τρίζει ο άξονας, πυρώνει ο άξονας, πότε ο άξονας θ’ ανάψει;
Πότε θα σπάσουν τα λουριά, πότε τα πέταλα
θα πατήσουν μ’ όλο το πλάτος πάνω στο χώμα
πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες όπου
την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα.
Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα
εγώ που μάχομαι εδώ-πέρα, πόσοι γύροι;
και νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν πάνω στον άξονα
πάνω στις ρόδες πάνω στον άγριο στίβο,
τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί,
κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, τι να την κάνεις τη δύναμη,
δεν μπορείς
να ξεφύγεις τη θάλασσα που σε λίκνισε και που γυρεύεις
τούτη την ώρα της αμάχης, μέσα στην αλογίσια ανάσα,
με τα καλάμια που τραγουδούσαν το φθινόπωρο σε τρόπο λυδικό,
τη θάλασσα που δεν μπορείς να βρεις όσο κι αν τρέχεις
όσο κι αν γυρίζεις μπροστά στις μαύρες Ευμενίδες που βαριούνται,
χωρίς συχώρεση.
 
Bernardino Mei, Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο και την Κλυταιμήστρα (1654).

Bernardino Mei, Ο Ορέστης σκοτώνει τον Αίγισθο και την Κλυταιμήστρα (1654).

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

“ΟΡΕΣΤΗΣ” (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ)

(ΤΕΤΑΡΤΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ, 1972)

Άκου, – δεν έπαψε ακόμη, δεν κουράστηκε. Ανυπόφορη,
μέσα σ’ αυτή τη νύχτα την ελληνική – τόσο ζεστή, τόσο γαλήνια,
τόσο ανεξάρτητη από μάς κι αδιάφορη, επιτρέποντάς μας
μιαν άνεση – να ‘μαστε μέσα της, να την κοιτάμε απ’ τα μέσα
κι από μακριά ταυτόχρονα να βλέπουμε τη νύχτα
γυμνοί ως τις ελάχιστες φωνές των γρύλλων της,
ως τις ελάχιστες φρικιάσεις τού μαύρου δέρματός της.
 
Πώς να γινότανε να μέναμε ανεξάρτητοι κ’ εμείς, με την ωραία
χαρά τής αδιαφορίας, της ανεξιθρησκίας, πέρα απ’ τα πάντα,
μέσα στα πάντα, μέσα μας – μόνοι, ενωμένοι, αδέσμευτοι,
δίχως συγκρίσεις, ανταγωνισμούς, ελέγχους, δίχως
να μας μετράει ή όποια αναμονή κι απαίτηση των άλλων. Έτσι μόνο
να βλέπω το λουρί τού σανδάλου σου, που μου χωρίζει
το μεγάλο σου δάχτυλο, το άμεμπτο, προς μια δική μου θέση,
προς ένα χώρο μυστικό, δικό μου, πλάι στις ροδοδάφνες,
και τ’ ασημένια φύλλα τής νύχτας να πέφτουν στον ώμο σου
κι ο ήχος τής κρήνης να περνάει ανεπαίσθητα κάτω απ’ τα νύχια μας.
 
Άκου την, – η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κ’ είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο η άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία τού κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, που γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.
 
Ας μακρύνουμε λίγο από δω, να μη μας φτάνει η φωνή τής γυναίκας
ας σταθούμε πιο κάτου – όχι στους τάφους των προγόνων
όχι σπονδές απόψε. Τα μαλλιά μου
δε θέλω να τα κόψω, – εδώ πάνω
συχνά σεργιάνισε το χέρι σου. Τι όμορφη νύχτα –
κάτι δικό μας, που μακραίνει, αποσπασμένο από μάς, και το ακούμε
σα σκοτεινό ποτάμι να πορεύεται κατά τη θάλασσα,
φέγγοντας πότε – πότε κάτω απ’ τα κλαδιά, στο σπίθισμα των άστρων,
μέσα σε τούτο το δυναστικό, το ανήλεο καλοκαίρι,
με αδιόρατες παύσεις, στιγμιαίες, με τυχαία σκιρτήματα (ίσως κάποιος
να ρίχνει πέτρες στο ποτάμι) – αυτή η μικρή αναπήδηση
κι αστράφτουν χαμηλά τα τζάμια των αμπελουργών. Παράξενο,
 
μια ολόκληρη ζωή με ετοίμαζαν κ’ ετοιμαζόμουνα γι’ αυτό. Και τώρα,
μπροστά στην πύλη αυτή, νιώθω ολότελα ανέτοιμος –
τα δυο μαρμάρινα λιοντάρια – τάδες; – τιθασεύτηκαν,
αυτά, που ξεκίνησαν απ’ τα παιδικά μας χρόνια τόσο ανένδοτα,
άγρια σχεδόν, με τη χαίτη ορθωμένη για ένα παράτολμο πήδημα,
κατακάθισαν πια συμβιβασμένα στις δυο επάνω γωνίες τής εξώθυρας
με τρίχωμα νεκρό, με μάτια απόντα, – δεν τρομάζουν κανένα, – με
μιαν έκφραση σκυλιών τιμωρημένων, κι ούτε μάλιστα θλιμμένων,
πιστών, τυφλών σκυλιών, χωρίς μνησικακία,
γλείφοντας πότε – πότε με τη γλώσσα τους το χλιαρό πέλμα τής νύχτας.
 
Ανέτοιμος, ναι – δεν το μπορώ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα – όχι λιγοψυχία, – ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι τής πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο – λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κ’ εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’ ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι – ολότελα άγνωστο – και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, –
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
αλλά μιας μόνον – όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη – το ‘να της μάτι κλειστό και τ’ άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντάς μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντεμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.
 
Δυο έλξεις αντίρροπες μου φαίνεται ν’ αντιστοιχούν στα δυο μας πόδια,
κ’ η μια έλξη απομακρύνεται όλο πιο πολύ απ’ την άλλη
φαρδαίνοντας το διασκελισμό μας ως τον διαμελισμό και το κεφάλι
είναι ένας κόμπος που κρατάει ακόμη το κομμένο τούτο σώμα,
ενώ, θαρρώ, τα πόδια είναι πλασμένα να μετακινούνται
ένα – ένα μόνο του, σ’ ένα ρυθμό και τα δυο, σε μια κατεύθυνση,
στον κάμπο κάτω, δίπλα στα τσαμπιά των σταφυλιών, ως τον ορίζοντα
πέρα που ροδίζει,
μεταφέροντας ακέριο το σώμα μας – ή μήπως
γι’ αυτόν τον μέγα, τρομερό διασκελισμό πλαστήκαμε
πάνω απ’ τον άγνωστο γκρεμό, πάνω απ’ τούς τάφους και τον τάφο μας;
Δεν ξέρω.
 
William-Adolphe Bouguereau (1825-1905), "Ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες" (1862)

William-Adolphe Bouguereau (1825-1905), “Ο Ορέστης καταδιώκεται από τις Ερινύες” (1862)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΑΡΔΑΝΑ ΙΙ”

(ΜΕΘΙΣΤΟΡΙΑ, 1995)

Να της μιλήσω Τουρκικά δεν ήξερα.
— Μιλάτε Αγγλικά;
— Καταλαβαίνω.
— Αυτό είναι το σπίτι μου;
— Αυτό είναι το σπίτι σου.
Κι αρχίνησα ένα κλάμα μες στον ύπνο μου. Εκείνο του αποχαιρετισμού. Μα τ’ αναφιλητά μου μ’ ανασήκωναν σαν καρυδότσουφλο και ξύπνησα, Πυλάδη.
Βρεγμένο το κρεβάτι μου —τ’ όνειρο μήπως έσταζε από την οροφή του;— εμείς οι δυο το βλέπουμε, το ξέρουμε, το ζούμε κιόλας : « Χάθηκε ό στρατός μας! » Τίποτα πια, κανένα πλοίο εν όψει, καμιά στεριά, κανένα σπίτι, φίλε.
 
Και όμως το ξωπόρτιν ήταν το ίδιο, το στενοσόκακο ίδιο, o λάκκος ήταν ίδιος, η τερατσιά, ο φούρνος, το τρακτέρ, η μάντρα ήταν ίδια. Κι εγώ καμία σχέση με το σπίτι.
 
Δεν τ’ αναγνώριζα. Στεκόμουν στην αυλή μου κι ένιωθα τόσον άβολα, στοιχηματίζω, αν με θωρούσες, θα ‘βαζες τα κλάματα.
 
Μες στην αυλή μου και δεν ήμουν πια στο σπίτι μου, δεν ήμουν στο χωριό μου — ένας ξένος, πού ή ψυχή του αναπαμό δεν είχε.
 
— Τι φής; Απέξω από το σπίτι σου κι ούτε πού τ’ αναγνώριζες, αλήθεια;
 
— Δεν ήτανε δικό μου πια, δεν ήταν. Το σπίτι πού γεννήθηκα, Πυλάδη ! Και μάλιστα τη ρώτησα : Κυρία, αυτό είναι το σπίτι πού γεννήθηκα; Ιs this the house I was born? Και μου ‘πεν ή Τουρκάλα : « Ναι, αυτό είναι».
 
Μυστήριο! Πού ήξερε πώς ήταν το σπίτι αυτό πού εγώ το φως του ήλιου πρωτόειδα, πώς ήταν τόσο βέβαιη;
 

orestes-clytie

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

“ΟΡΕΣΤΗΣ”

(ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΚΗΣ, 2013)

Του Συμβούλου Χριστού και του Απόλλωνα ο χρησμός
ορίζει εγώ τη μάνα μου να παραδώσω
μέσα στο άλσος του σεπτού Ελικώνος
και με το τελεσίδικό μου χέρι
και της μαχαίρας μου τα επιχειρήματα
να υποδείξω προς αυτήν το θάνατο.
 
Οι γυμνικές φωνές του στήθους της
δεν με τρομάζουν ουδέ κι αναχαιτίζουν την ορμή
με την οποία στης γοής το κέντρο
τον άξονα της φρίκης θέλω στήσει.
 
Οι άλλοι ας λέν το πάθος πως μου λείπει
κι ότι στεγνώνω το αίμα μου· αλλά τί;
Ο λόγος είναι, αλήθεια, για το δίκαιο
που χάθηκε στην άμμο και βουλιάζει
χωσμένο εκει που κρύβει ο μέγας ήλιος
το κολονάτο του άναμμα, τις χρύσιες επωμίδες.
 
Ο Τιτυός, ο Τάνταλος και ο Σίσυφος,
η Σκύλλα, μ᾽ έξι τους λαιμούς
τις τρεις σειρές τα δόντια
και τα ποδάρια δώδεκα, δεν επαρκούν
του άδικου το είδωλο ν᾽ αποτυπώσουν.
 
Το φίδι στην Αυλίδα τρώει εννιά στρουθιά,
εννιαχρονίτες ταύροι ράβουνε τ ασκί
του Αίολου με το δέρμα τους —
                                                                                    είν όλα παραμύθια
τόσο αδρά και τόσο αληθινά
όσο το φάντασμα της μάνας του Οδυσσέα
στον Άδη κάτω, που ξεφεύγει τρεις φορές
απ᾽ την αγκάλη του ήρωα και τ᾽ απομένει ο κόπος.
 
Στου λογικού τα σπλάχνα σπλάχνιση καμία
κι αδήριτη σαν σίδερο η ανάγκη
μες στον αναβρασμό να μαστιγώνεις
του Ποσειδώνα τ᾽ άλογα με το δοξάρι
του εκηβόλου Απόλλωνα που περιφράσσει
στο κέντρο του νοός κάθε συναίσθημα.
 
&
 
Λόγια του κόρφου, υγραίνοντας τη μοίρα
και πώς να γονατίσουν τη μεγάλη
ψυχή του Ορέστη που παράμερα στραγγίζει
της φόρμιγγάς του τήν παλικαριά,
τα χάδια του πολύτριχου πατρός του
και τήν ευγένειά του, αλίμονο, σαν βλέπει
απά στον ώμο της ξωθιάς μητρός του
νυχτερινής ηδυπαθείας τατουάζ.
 
Τόσο πολύ βαθιά του αυτός να μελανίσει θέλει
της ατιμίας το τίναγμα, με χέρι που διασχίζει
σαν το πεσούμενο άστρο χίλιους αιώνες,
αλλά η μουριά στα νώτα του «γαλήνεψε» του κρένει.
 
Κι αν τον διχάζει δάκρυ που διστάζει,
εκλογικεύει ωστόσο το σωστό
του πάθους του διαμάντι με τον χόλο
μιας εντολής που ανθρώπινα δέν πάλλει.
 
Της εκλογής ο κίντυνος τώρα δικός του:
Στιγμή που κράτησε τριακόσια χρόνια
μέσα στο άλσος από μαύρες λεύκες
και σε λουτρό που η μιαιφόνος είχε
θεά τών οφεων ξαναγεννήσει
την αγελαδομάτα παρθενιά της.
 
Σύ που τον άντρα σου έσφαξες με το διπλό πελέκι,
σύρε γοργά στον Άδη ωσάν Παιδίσκη,
Νύμφη και Χήρα κι Έμπουσα με χάλκινο σανδάλι
και μη γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις
τ᾽ αριστερό μου χέρι και τις χρυσές ταινίες
που δένουν στα πλευρά μου δυο λαιμούς
φολιδωτά φιαλίδια με το αίμα
της Μέδουσας ή ταύρου του ιερού,
 
Μη με συστρέψει ο ίλιγγος και μη δε σ᾽ αφανίσει
σταγών ολέθρου, σταλαγμό αντίρροπο αποτάσσοντας.
Ότι θ᾽ αλυσοδέσω την οργή μου
να μη αποδράσει και σε δίσκο τα βυζιά σου,
σαν της Αγάθης του Τιέπολο, θα βάλω
και τον ομφάλιο λώρο θ’ αποσχίσω.
 
&
 
Λόγια του Ορέστη σκηνοθετημένα:
«Μίαν άλλη Κλυταιμνήστρα νά χα μάνα,
των παθών της ν᾽ αλάφραινα το κλέος
κι ημίθεος ο θάνατος να τή σκεπάζει».
 
Λόγια Χορού: «Αν τη μάνα σου να θανατώσεις θέλεις,
φόνευσε πρώτα εντός σου το θείο πρόσωπο της,
χτύπα το καταγής και κάνε το χταπόδι
όσο μπροστά σου ορθώνεται η επιφάνειά της
κι όσο οι θεοί κινούνται κεντρισμένοι
απ᾽ τά δικά σου αισθήματα, διαθλώντας φύλλα, κορμό και κάθαρση παθών.»
 
Philippe-Auguste Hennequin (1762-1833), "Ορέστης και Ερινύες"

Philippe-Auguste Hennequin (1762-1833), “Ορέστης και Ερινύες”