Tags

, , , , , , , ,


CAMBAY

Το ποίημα «Cambay’s Water» συμπεριλήφθηκε στη συλλογή «Πούσι» (1947) και αφιερώνεται στον γιατρό και ποιητή Π. Π. Παναγιώτου. Ο Παναγιώτου είχε αφιερώσει “στον Κόλλια Καββαδία”  ένα ποίημα με τίτλο “Λαύρειο” (sic) στα 1943, σε πολύ νεαρή ηλικία. Το ποίημα αυτό, που αποτελούσε μίμηση του καββαδιακού τρόπου, συμπεριλήφθηκε τελικά στη συλλογή του Παναγιώτου με τίτλο Πικρή Βροχή (1990). 

Ακούστε την έξοχη μελοποίηση του Θάνου Μικρούτσικου («Γραμμές των Οριζόντων», 1991) σε εκτελέσεις Γιάννη Κούτρα, Βασίλη Παπακωνσταντίνου και Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Ακούστε εδώ μια διαφορετική μελοποίηση από τον Βαγγέλη Σαμαράκη. Στη μελοποιημένη εκδοχή του ποιήματος παραλείπεται η πέμπτη στροφή.

0Το ποίημα κινείται στους γνωστούς καββαδιακούς δρόμους, όπως διαμορφώνονται στο «Πούσι» (δείτε τα σχετικά υπομνήματά μας στα ποιήματα «Στεριανή Ζάλη», «Σταυρός του Νότου», «Μαρέα», «Καραντί» και «Kuro Siwo»): πρόκειται ξανά για την ελλειπτική αφήγηση μιας ερωτικής ιστορίας που αστόχησε και ενός θαλασσινού ταξιδιού που για τον ναυτικό είναι ταυτόχρονα φυγή και φυλακή. Όπως και στα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, έτσι και στο “Cambay’s water”, το ταξίδι γίνεται κόντρα στα φυσικά φαινόμενα (εδώ, αντί για το πούσι, κυριαρχεί η σοροκάδα), τα οποία αποτελούν αντικαθρέφτισμα της ναυτικής ψυχής γενικά και της ιδιαίτερης ψυχολογίας του ποιητικού πρωταγωνιστή ειδικότερα.

Στο ποίημα κυριαρχούν τρία ποιητικά πρόσωπα: ένα απροσδιόριστο Εγώ, που αφηγείται την ιστορία· ένα Εσύ, το οποίο ταυτίζεται με τον καπετάνιο του καραβιού και πρωταγωνιστή της ερωτικής αφήγησης (σε αυτό το Εσύ απευθύνεται ο ποιητικός αφηγητής αλλά επίσης, σε μια κρίσιμη στιγμή, και η κοπέλα, το αντικείμενο του πόθου)· και ένα Εμείς, το οποίο απηχεί το συλλογικό σώμα του ναυτικού πληρώματος, που αρχικά προσαράζει στο Cambay και αργότερα, μέσα στην κυριολεκτική και την ψυχική θαλασσοταραχή, αναχωρεί για το Μπραζίλι.

250px-India_Gujarat_locator_map.svgΤο βασικότερο σύμβολο του ποιήματος, η ξαφνική και βίαιη παλίρροια, που ως φυσικό φαινόμενο, ως κατάσταση ψυχής και ως μεταφορική αποτύπωση των ερωτικών σχέσεων αποτελεί μόνιμη συμβολική παρουσία στην καββαδιακή ποίηση (βλ. επίσης το υπόμνημά μας στο ποίημα «Μαρέα») υποκρύπτεται στον τίτλο «Cambay’s water». Cambay (σήμερα Khambhat, Καμπάτ) ονομάζεται μια πάλαι ποτέ ακμάζουσα πόλη-λιμάνι και σημαντικός εμπορικός σταθμός στο ινδικό κρατίδιο του Gujarat (Γκουτζαράτ). To Khambhat βρίσκεται σε μια προσχωσιγενή πεδιάδα στο νότιο άκρο του ομώνυμου Κόλπου του Καμπάτ, που είναι γνωστός για τις απότομες και μεγάλες μεταπτώσεις της παλίρροιας, το υψηλότερο και το χαμηλότερο σημείο της οποίας (η πλημμυρίδα και η άμπωτη) μπορεί να απέχουν μεταξύ τους μέχρι και δέκα μέτρα (δείτε εδώ χαρακτηριστική φωτογραφία). Gujarat_GulfsΑυτές οι απότομες μεταπτώσεις του «νερού του Cambay» χαρακτηρίζουν και την ψυχή του ποιητικού πρωταγωνιστή, ο οποίος κινείται από το ζενίθ της ερωτικής ευτυχίας (αγγίζει, γεύεται, οσμίζεται τη σπάνια για τον καββαδιακό ναυτικό προοπτική της σαρκικής και κυρίως της συναισθηματικής επαφής με μια κοπέλα της στεριάς, η οποία — έτι σπανιότερον — ανταποδίδει τα συναισθήματά του και είναι διατεθειμένη να τον περιμένει) στο ναδίρ του χωρισμού και της πικρής αναχώρησης. Χαρακτηρίζουν επίσης την αιτία της ερωτικής καταστροφής, που είναι τόσο ξαφνική και βίαιη όσο εν τέλει είναι επίσης (ή θα έπρεπε να είναι) αναμενόμενη.

1E13_015Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις στον Καββαδία, όπου ο χωρισμός είναι αναμφίβολα προϊόν ερωτικής προδοσίας εκ μέρους της γυναίκας, ο πρωταγωνιστής της συγκεκριμένης ερωτικής ιστορίας απεμπολεί την ευτυχία με δική του απόφαση και πρωτοβουλία, για λόγους που δεν ξεκαθαρίζονται ποτέ: πρόκειται άραγε για πείσμα, εγωισμό ή κακία («φαρμάκι, κόμπρα είχες στα χείλια»), για ανεξήγητη αναβλητικότητα («θα βγω άλλη μέρα»), ή μήπως πρόκειται για κάτι άλλο, κάτι που αγγίζει τα μύχια του θαλασσινού είναι και την εγγενή τραγικότητα του καββαδιακού ναυτικού;

Το σίγουρο είναι πως όποιες ανθρώπινες αδυναμίες κι αν ωθούν τον καπετάνιο του «Cambay’s water» να εγκαταλείψει την αγάπη του, έντονη στο ποίημα είναι η υποψία πως στις εξελίξεις τελικά επενεργεί κάτι που μοιάζει σαν άφευκτη μοίρα. Οι μεταπτώσεις της παλίρροιας στα νερά του Καμπέυ είναι απότομες, πλην όμως είναι νομοτελειακώς βέβαιο ότι θα συμβούν — όπως ακριβώς αναπόδραστη είναι η μοίρα της αστοχίας και της αναχώρησης στις ερωτικές ιστορίες των καββαδιακών ναυτικών. Είναι λες και μια δύναμη ανώτερη από τη βούληση των ανθρώπων, η επενέργεια της οποίας είναι τόσο σίγουρη όσο και οι φυσικές κινήσεις της παλίρροιας, κρατά τον ναυτικό σε απόσταση από την ευτυχία.

Η τεχνική του ποιήματος είναι απλή αλλά αποτελεσματικότατη. Το κλειδί βρίσκεται στη σταυρωτή ομοιοκαταληξία (ΑΒΒΑ), η οποία προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στον τρίτο και κατ᾽ επέκταση στον τέταρτο στίχο κάθε στροφής: ο τρίτος στίχος αποτελεί ένα είδος κορύφωσης της ποιητικής έντασης, όπως η πλημμυρίδα στην παλίρροια, ενώ ο τέταρτος είναι ένα απότομο κατέβασμα, όπως η άμπωτη, που τραβώντας τα νερά (εν προκειμένω, την πίεση της στιγμής, που συχνά συγκαλύπτει την ουσία των γεγονότων) αποκαλύπτει τις φοβερές συνέπειες στον ψυχικό βυθό. Αν κανείς απομονώσει τον τρίτο και τον τέταρτο στίχο καθεμιάς από τις έξι στροφές του ποιήματος, συνοψίζει εύκολα την ποιητική αφήγηση:

–> η ερωτική υπόσχεση, που είναι αδύνατον να εκπληρωθεί λόγω της σκληρότητας του ναυτικού-πρωταγωνιστή (στ. 3-4):

«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη

–> η φυγή και η μοναξιά, συνέπειες της ερωτικής αποτυχίας (στ. 7-8):

ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι
που ᾽ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

–> η σύγκρουση (;) και η μοιραία απόφαση (flashback) (στ. 11-2):

μ᾽ απόψε — λέω — φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια
την ώρα που ᾽πες με θυμό: «θα βγω άλλη μέρα…»

–> ψυχική ταραχή και ετεροχρονισμένη μεταμέλεια, όταν όμως πλέον είναι αργά (στ. 15-6):

τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «φάλτσο η πορεία…»

–> ανούσιοι περισπασμοί της θαλασσινής ζωής, ανίκανοι να διασκεδάσουν τη θλίψη (στ. 19-20):

μ᾽ αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια

–> η τελική συνειδητοποίηση της απώλειας (στ. 23-24):

ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά ούτε μαντήλι.

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1. φουντάραμε καραμοσάλι: αγκυροβολήσαμε.

φουντάραμε: < φουντάρω: ρίχνω στον βυθό.

καραμοσάλι: ή καραμοσόλι, ο σύνδεσμος των αγκυρών, ο αμφιδέτης (Τράπαλης). Όπως μου διευκρινίζει ο καπετάνιος Ν. Κολτσάκης, «τα παλαιότερα πλοία είχαν και μια τρίτη, μικρή άγκυρα στην πρύμη, που την ονόμαζαν “πινέλο” και την χρησιμοποιούσαν σε αγκυροβολία μέσα σε ποτάμια, έτσι ώστε να παραμένει το πλοίο σταθερό προς μία κατευθυνση και να μην στρέφει ανάλογα με το ρεύμα το ποταμού, λόγω έλλειψης χώρου».

Το πλοίο αράζει σε ένα ποτάμιο λιμάνι στον κόλπο του Καμπέυ. Στο λιμάνι αυτό θα διαδραματιστεί η σύντομη, ατελέσφορη ερωτική ιστορία του ποιήματος.

2. ο πιλότος μας: Ο κυβερνήτης του ρυμουλκού, που σέρνει το μεγάλο ιστιοφόρο στο λιμάνι.

2. το κούτελο βαμμένο: ο πιλότος είναι ιθαγενής. Ο Καββαδίας αρέσκεται να προσθέτει στα ποιήματά του τέτοιες ρεαλιστικές πινελιές, που διαμορφώνουν το ευρύτερο πλαίσιο της ποιητικής αφήγησης και εντάσσουν το προσωπικό μέσα στο συλλογικό βίωμα του ναυτικού.

3. «κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»: Η ερωτική υπόσχεση της στεριανής κοπέλας προς τον φευγαλέο ναυτικό, η τραγική ματαιότητα της οποίας εμφαίνεται πολύ περισσότερο αν, όπως εδώ, δείχνει να είναι γνήσια. Ο ναυτικός δεν είναι ποτέ σε θέση ούτε να μείνει αλλά ούτε να γυρίσει πραγματικά. Και φυσικά ούτε η κοπέλα μπορεί να περιμένει αιώνια.

kavos_limani_demena_ploia4. οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη: . Οι παλάμες του ναυτικού σκλήρυναν από τις κακουχίες της καραβίσιας ζωής. Αναλόγως σκλήρυνε και η καρδιά του. Οι κάβοι είναι χοντρά καραβόσχοινα, σύμβολα της ναυτικής ζωής, που είναι αυστηρή και αλύγιστη, δεν επιτρέπει συναισθηματισμούς και αλλοιώνει την ίδια τη φύση του ανθρώπου.

Επανειλημμένως, ο καββαδιακός ναυτικός παρουσιάζεται σχεδόν σαν ένα μεταλλαγμένο υβρίδιο, δημιουργημένο από την πολύχρονη τριβή ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση και την επιγενετική του καραβιού (πρβλ. από το ποίημα «Μουσώνας»: «εμείς που κάναμε πετσί την καραβίσια βρώμα»· από το «Kuro Siwo»: χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει», «Η λαμαρίνα! Η λαμαρίνα όλα τα σβήνει»· και τέλος από το «Yara Yara»: «απάνωθέ μου σκούπισε τη θάλασσα που στάζω / και μάθε με να περπατώ πάνω στη γη σωστά». Το τελευταίο πρόσταγμα, να μάθει να περπατά σωστά στη γη, είναι βεβαίως ευσεβής πόθος. Στη γη ο ναυτικός δεν βιώνει παρά τη στεριανή ζάλη.

5. θολά νερά: Η πρώτη από πολλές περιπτώσεις στο ποίημα στις οποίες τα φυσικά και τα ψυχικά φαινόμενα παρουσιάζονται απολύτως συντονισμένα. Στη λαϊκή συνείδηση, το θολό νερό είναι ταυτισμένο με τη στεναχώρια, τα εμπόδια και τον κίνδυνο. Ο συνδυασμός του θολού νερού και των θαλασσίων ρευμάτων («μίλια τέσσερα το ρέμα») είναι άκρως επικίνδυνος για τα καράβια ακόμη και σήμερα.

Αμέσως μετά την ανακοίνωση της αιώνιας αγάπης («χίλια χρόνια θα σε περιμένω»), το ποίημα χωρίς καθυστέρηση προαναγγέλλει τους ερωτικούς κινδύνους (σκληρότητα, ασυμβατότητα της καραβίσιας ζωής και ψυχής με τον στεριανό έρωτα) και εν τέλει την ερωτική αποτυχία.

6. οι κούληδες: βλ. σχόλιο στον στ. 5 του ποιήματος «Σταυρός του Νότου». Για αυτού του είδους τις παρενθετικές ρεαλιστικές λεπτομέρειες, βλ. πιο πάνω (σχόλιο στον στ. 2).

7. ο καπετάνιος μας: Ο πρωταγωνιστής της ερωτικής αφήγησης. Σκεφτικός και αμίλητος στο ποίημα, αρθρώνει μόνο δυο φράσεις, από τις οποίες η δεύτερη είναι συνέπεια της πρώτης: «θα βγω άλλη μέρα» και «φάλτσο η πορεία…».

8. θολό…σαν αίμα: Το χρώμα του φεγγαριού (θολό, όπως τα νερά, και κατακόκκινο σαν το αίμα) αντικατοπτρίζει την αιμάσσουσα ψυχική πληγή του ποιητικού πρωταγωνιστή. «Κατακόκκινο» είναι το φεγγάρι όταν κορυφώνεται το φαινόμενο της ολικής έκλειψης. Δείτε εδώ το λεγόμενο «φαινόμενο του ματωμένου φεγγαριού» στα διάφορα στάδιά του: στο φαινόμενο αυτό η σελήνη αρχικά σκιάζεται (μέχρι που εκλείπει εντελώς) από την παρεμβολή της γης ανάμεσα στον ήλιο και τη σελήνη· κατόπιν, στην κορύφωση του φαινομένου, η αντανάκλαση του ηλιακού φωτός, που ξεκινά να διεισδύει, την κάνει να φαίνεται κατακόκκινη σαν αίμα· τέλος, με την απομάκρυνση της γήινης σκιάς, η σελήνη σταδιακά επανέρχεται.

18841536.limghandlerΌπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, το φαινόμενο του «ματωμένου φεγγαριού» στα διάφορά του στάδια αντανακλά το ψυχικό βίωμα του καπετάνιου, τη σκίαση της ψυχής του και την έκλειψη του σημείου προσανατολισμού, όταν η «γη», δηλαδή η στεριανή ζωή και οι πειρασμοί της, βιαίως παρεμβάλλεται ανάμεσα σ᾽ αυτόν και τη μοίρα του. Στην κορύφωση του φαινομένου, στο απόγειο της ψυχικής ταλαιπωρίας, η ψυχή του ναυτικού αιμάσσει. Καθώς η γη απομακρύνεται, καθώς, δηλαδή, το καράβι σαλπάρει, η μαυρίλα υποχωρεί σταδιακά. Σε αντίθεση όμως με τη σελήνη, η διαδικασία αφήνει σημάδια στην ψυχή του ναυτικού: το σώμα του έρωτος είναι μια μακρινή μεν, αλλά πάντοτε επώδυνη ανάμνηση· η μεταμέλεια και η αμφιβολία είναι μεν περιττή και ετεροχρονισμένη, αλλά υπάρχει και δεν διασκεδάζεται.

Η «γη» δεν μπορεί παρά να σκιάζει την ψυχή του ναυτικού, που είναι προορισμένος «να κυνηγά το φεγγάρι τη νύχτα» («Μαρέα»). Ο καββαδιακός ναυτικός σχεδόν ταυτίζεται με το φεγγάρι: είναι κι αυτός, όπως το φεγγάρι, ετερόφωτο σώμα (φως του ναυτικού είναι η θάλασσα), που δείχνει να ταξιδεύει αιώνια, μάταια και άσκοπα μες το σκοτάδι. Παρόλα αυτά, ετούτο το αδιάκοπο, κυκλοτερές, αδιέξοδο ταξίδι χωρίς προορισμό είναι η φυσική του κατάσταση. Οποιαδήποτε παρέμβαση σε αυτό τον κύκλο συνιστά διαταραχή και ανωμαλία, που δεν μπορεί στο τέλος παρά να διορθωθεί: η γη (η στεριά, ο έρωτας), μοιραία, πάντοτε θα απομακρύνεται — αλλά με κόστος.

10415564_734014049996964_4945292851473818902_n9. το ρυμουλκό…για πέρα: Το ρυμουλκό απομακρύνεται. Το καράβι πιάνει λιμάνι.

11-12. φαρμάκι…άλλη μέρα: Για τις αιτίες που προκαλούν αυτή την εκ πρώτης όψεως ακατανόητη στάση του ποιητικού πρωταγωνιστή, βλ. την Εισαγωγή.

13. καμπούνι: Καμπούνι ή πρόστεγο ονομαζόταν η λέσχη του ναυτικού πληρώματος ή ένα ειδικό υπόστεγο στην πλώρη, που προστάτευε τους ναύτες σε περίπτωση κακοκαιρίας.

Η αναφορά στο καμπούνι συνεχίζει το μοτίβο της διασύνδεσης ανάμεσα στα φαινόμενα της φύσης και τις κινήσεις της ψυχής. Είναι επίσης η πρώτη ένδειξη για το βασικό ατμοσφαιρικό φόντο του ποιήματος: την κακοκαιρία και τη θαλασσοταραχή, που βεβαίως αντανακλά την ψυχική ένταση του καπετάνιου.

13-4. μια ιστορία / την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε: Το ποιητικό Εγώ αποκαλύπτει στον καπετάνιο το βαθύτερο νόημα του βιώματός του. Πρόκειται πάντοτε για την ίδια ιστορία, την άφευκτη μοίρα κάθε ναυτικού, που βιώνει τη ζωή καθηλωμένος μεταξύ στεριάς και θάλασσας (βλ. και αμέσως πιο κάτω).

Πλοία στη ράδα του σύγχρονου Περάματος

Πλοία στη ράδα του σύγχρονου Περάματος

14. ράδα: ανοικτός προλιμένας, στον οποίο αγκυροβολούν τα μεγάλα ιστιοφόρα, που δεν μπορούν να εισέλθουν στα ενδότερα του λιμανιού.

Η εικόνα αυτή είναι συχνή στον Καββαδία, ιδιαίτερα στα ποιήματα της συλλογής «Πούσι»: τα μεγάλα καράβια, που τρόπον τινά παρακολουθούν τη στεριά από απόσταση· οι ναυτικοί που αιωνίως καθηλωμένοι στον προλιμένα κινούνται μεταιχμιακά ανάμεσα στη στεριά και τη θάλασσα, ανάμεσα στην κίνηση του ταξιδιού και την ακινησία της στεριάς (το αγκυροβολημένο πλοίο κινείται ελαφρώς από τα ρεύματα της θάλασσας, που λες και επιχειρούν να το εμποδίσουν να σταματήσει τελείως)· που επιχειρούν εφήμερες εξόδους στη στεριά, μόνο και μόνο για ν᾽ αρπάξουν από εκεί κάτι οδυνηρό (την ανάμνηση ενός χαμένου έρωτα, ένα αφροδίσιο νόσημα, ένα τατουάζ), που θα το κουβαλούν ως αγιάτρευτη πληγή στην καρδιά τους.

15. τα κυβερνούσε σοροκάδα: Σοροκάδα είναι το φύσημα του σορόκου ή σιρόκου, του δυνατού νοτιοανατολικού ανέμου, που προκαλεί στη θάλασσα, όπως λέει ο Νίκος Κάσδαγλης στο ομότιτλό του διήγημα, μια «δαιμονική ορμή… ένα κύμα μακρύ, αμάχητο», που τον αφηγητή του Κάσδαγλη τον «σφεντόναγε μονομιάς εκατό μέτρα πέρα, στ’ απάγκιο». Όλη αυτή η ψυχική ένταση αντικατοπτρίζεται στο βλέμμα του καββαδιακού καπετάνιου, που κοιτάζει σιωπηλός το ματωμένο φεγγάρι. «Η σοροκάδα», λέει πάλι ο Κάσδαγλης, «δε σήκωνε λεβεντιά». Ο καπετάνιος αναμετρήθηκε με δυνάμεις πάνω από τα δικά του μέτρα. Την πραγματική κακοκαιρία στη θάλασσα μπορεί να την αντιμετωπίσει με ναυτικούς ελιγμούς και όρντινα προς το πλήρωμα. Η σοροκάδα του έρωτα, όμως, τον πιάνει απροετοίμαστο — και εξ ορισμού μόνο.

16. «φάλτσο η πορεία…»: Το απόσταγμα του ποιήματος. Σαν τα πλοία που, όταν υπάρχει «φάλτσο στο χάρτη», χάνουν την ορθή πορεία τους και ενίοτε εξοκέλλουν στους υφάλους ή στα μπάγκα, τα αμμώδη υψώματα του βυθού, έτσι και ο ναυτικός «φαλτσάρισε», ξέφυγε από την αρμονία της θαλασσινής του ύπαρξης, και τώρα λαμβάνει τα επίχειρα της υπερβασίας του. Όπως κι ένας αντίστοιχος καπετάνιος στη Βάρδια που έριξε το καράβι του «σε ένα μπάγκο του Νότου», ο καπετάνιος του «Cambay’s Water» την παθαίνει επί της ουσίας από κάτι που δεν μπορούσε να ελέγξει. Αξίζει να διαβάσουμε το απόσπασμα από τη Βάρδια (σ. 151):

Ο άλλος ; . . . Εικοσιεννιά χρονώ καπετάνεψε σ’ ένα φορτηγό. Ανοιχτομάτης, γρήγορος, άξιος στη μανούβρα. Τη θεωρία στά δάχτυλα. Βρέθηκε μεσάνυχτα με δεξιά κλίση σαρανταπέντε μοίρες, σ᾽ ένα μπάγκoτου Νότου. Η πορεία σωστή. Τα νερά κρεμαστά. Μπήκε στο charter room σαν είδε πως δεν ξεκολλάει. Τα ‘βαλε κάτου, τα μέτρησε, τα ᾽φερε από δω κι από κει. Το λάθος κανενός. Φάλτσο στο χάρτη; Μπήκε στην καμπίνα του και σκοτώθηκε. Κείνη την ώρα του χτύπησε ο γραμματικός, να του πει πως το καράβι σηκώθηκε μοναχό του, πως δεν κάνει νερά πουθενά και ν᾽ ανεβεί για να δώσει πορεία. Ένας Κανάκα που πλεύρισε με τη βάρκα του — δεν ερχόταν ο μούλος μιαν ώρα νωρίτερα — ξήγησε στο γραμματικό το μυστικό. Κάθε έξι χρόνια, τα μεσάνυχτα, φεύγουνε σα σωρός τα νερά προς τα έξω. Γυρίζουνε σε τρεις ώρες. Πριν την αυγή. Γελούσε που τα ᾽λεγε κι έδειχνε τα λευκά δόντια του. Every six years. Κανένα βιβλίο δεν το ᾽χε γραμμένο. Κατόπι το σημειώσανε. Όπως πάντα.

Εργάτες δουλεύουν κατά τη διάρκεια της άμπωτης στην περιοχή Αλάγκ στον κόλπο του Καμπάτ.

Εργάτες δουλεύουν κατά τη διάρκεια της άμπωτης στην περιοχή Αλάγκ στον κόλπο του Καμπάτ.

Στη Βάρδια, το «φάλτσο στην πορεία» δεν προήλθε από ανθρώπινο λάθος, δεν ήταν ευθύνη του καπετάνιου, αλλά ήταν φυσικό φαινόμενο. Παραδόξως, τέτοιο μοιάζει να είναι και το περιστατικό στο «Cambay’s Water». Ο χαρακτήρας της Βάρδιας την παθαίνει από την ξαφνική άμπωτη, μια απρόοπτη παραξενιά της θάλασσας, που δεν ήταν γραμμένη στα βιβλία, άρα απέναντι στην οποία δεν μπορούσε να προστατευθεί. Αυτού του είδους η άμπωτη, στις μεταφορικές, φυσικά, διαστάσεις της, επανέρχεται, όπως είπαμε, και στην περίπτωση του «Cambay’s Water»: όπως η ξαφνική απόσυρση του νερού, έτσι και η απότομη έξοδος του ναυτικού από το φυσικό στοιχείο του, τη θάλασσα και το καράβι, προκαλεί καταστροφή. Ο καπετάνιος στο «Cambay’s Water», όπως και ο συνάδελφός του στη Βάρδια, αντιδρά βίαια και σπασμωδικά: δεν αυτοκτονεί μεν, αλλά σκοτώνει την ερωτική του ιστορία.

Συγκρίνεται όμως η ξαφνική άμπωτη με την κατ᾽ επιλογήν εμπλοκή σε μια αδιέξοδη ερωτική σχέση, η οποία διακόπτεται βιαίως με πρωτοβουλία του ιδίου του ναυτικού; Με άλλα λόγια, θα μπορούσε ο καπετάνιος του ποιήματος να αποφύγει τον κίνδυνο; Φέρει ευθύνη για τη μοίρα του; Στην πραγματικότητα, όχι: όπως και στην περίπτωση του καπετάνιου της Βάρδιας, τίποτε στα βιβλία του, τίποτε στη σφαίρα όπου με άνεση κινείται και όπου ανήκει, δεν θα μπορούσε να προετοιμάσει τον ήρωα του «Cambay’s Water» για τους στεριανούς πειρασμούς. Η στεριά ήταν για τον ίδιο τόσο αχαρτογράφητη και πλανερή όσο και η απροειδοποίητη άμπωτη της Βάρδιας.

217. ο φακίρης με τα φίδια: Η πέμπτη στροφή του ποιήματος, την οποία ο Μικρούτσικος παραλείπει στη μελοποιημένη εκδοχή του, εξυπηρετεί διπλή αποστολή: από τη μια είναι μια ακόμη από εκείνες τις ρεαλιστικές σκηνές-πλαίσιο, ένα φαιδρό επεισόδιο της ναυτικής ζωής, μια κωμική ανάπαυλα, που προσελκύει την προσοχή του ποιητικού Εγώ και άρα του καπετάνιου για λίγο, αλλά αδυνατεί να σκορπίσει τη θλίψη από την ψυχή του· από την άλλη, συνιστά ένα ακόμη σύμβολο της εμπειρίας του καπετάνιου (βλ. σχόλιο στον επόμενο στίχο).

18. η Μαχαράνα: η Ινδή πριγκίπισσα.         του Μαζόρ: περιοχή της νότιας Ινδίας. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο φακίρης υποσχόταν πως η μουσική του θα μεταμόρφωνε τα φίδια που είχε στο καλάθι του στην πανέμορφη πριγκίπισσα των ινδικών παραμυθιών. Ως φυσικό, το θαύμα δεν γίνεται και ο φακίρης εισπράττει τη χλεύη. Τι είναι άραγε αυτός ο φακίρης; Ένας απατεώνας; Ένας τρελός; Ή μήπως ένας άνθρωπος αυξημένης ενορατικότητας και οξυμμένης ευαισθησίας, που βλέπει ό,τι αδυνατεί να διακρίνει ο κοινός νους; Στα κοινά μάτια των ναυτικών, η μυθική Μαχαράνα δεν εμφανίζεται, το όραμα δεν παίρνει την υπερούσια μορφή του και τα φίδια στεφανώνονται με σκουπίδια.

21. Μπραζίλι: Η Βραζιλία.

22. θα το μούσκεψε τ᾽ αγιάζι: Αβρή προσπάθεια του ποιητικού Εγώ να εξηγήσει ως κάτι άλλο, ως υγρασία από τ᾽ αγιάζι, τα δάκρυα που κυλούν στα μάγουλα του καπετάνιου, καθώς το πλοίο σαλπάρει, απομακρύνεται οριστικά, από το αντικείμενο του πόθου.

23. μπουγάζι: Στενή λωρίδα θάλασσας, κανάλι, δίαυλος.

Ζεστός αέρας και αγιάζι που κατεβάζει υγρασία: η τελευταία ατμοσφαιρική μεταφορά του ποιήματος για την ψυχική κατάσταση του καπετάνιου την ώρα που το πλοίο αναχωρεί.

24. ούτε φουστάνι…μαντίλι: Πληγωμένη από τη σκληρότητά του, η κοπέλα δεν κατέβηκε στο λιμάνι να αποχαιρετήσει τον καπετάνιο.

Η επιγραφή στο άγαλμα του Καββαδία στην περιοχή "Μέτελα" του Αργοστολίου Κεφαλληνίας (φωτογραφία: Μαίρη Βαλτινού)

Η επιγραφή στο άγαλμα του Καββαδία στην περιοχή “Μέτελα” του Αργοστολίου Κεφαλληνίας (φωτογραφία: Μαίρη Βαλτινού)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

  1. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καφάρ” του Νίκου Καββαδία
  2. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Καραντί” του Νίκου Καββαδία
  3. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Μαρέα” του Νίκου Καββαδία
  4. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Σταυρός του Νότου” του Νίκου Καββαδία
  5. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Kuro Siwo” του Νίκου Καββαδία
  6. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Πικρία” του Νίκου Καββαδία
  7. Σύντομο υπόμνημα στο ποίημα “Στεριανή Ζάλη” του Νίκου Καββαδία