Tags

, , , , , , , , , , , , , , ,


Σήμερα, παραμονή της επετείου του μεγάλου ξεσηκωμού της ΕΟΚΑ εναντίον του Άγγλου κατακτητή (1η Απριλίου 1955), αναρτάται στους “Λωτοφάγους” το πρώτο από δύο επιπλέον μέρη της ποιητικής ανθολογίας προς τιμήν του Γρηγόρη Αυξεντίου (το πρώτο μέρος δημοσιεύθηκε ανήμερα της θυσίας του ήρωα, στις 3 Μαρτίου). Στο πρόσωπο του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ βεβαίως τιμώνται όλοι όσοι αγωνίστηκαν — είτε στα πεδία των μαχών είτε με άλλο τρόπο — για την Ελευθερία.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ:


  1. Τεύκρος Ανθίας, «Ολοκαύτωμα στον Όλυμπο»
  2. Νίκος Κρανιδιώτης, «Γρηγόρης Αυξεντίου»
  3. Παντελής Μηχανικός, «Πήραν την πόλη»
  4. Παύλος Λιασίδης, «Κάθε τρεις του Μάρτη»
  5. Πίτσα Γαλάζη, «Ο ωραίος Αρτούρος ή ο Αρτούρ Ρεμπώ στη νήσο Κύπρο: XII»
  6. Πίτσα Γαλάζη, «Σηματωροί: IV, XVI»
  7. Πίτσα Γαλάζη, «Τα έψιλον της Ελένης: 20, 41, 44, Χαιρετισμός Ε»
  8. Πίτσα Γαλάζη, «Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος: 18: Τ᾽ αγιάτρευτο, 19: Άτιτλο, 21: Βασίλης-Γρηγόρης»
  9. Πίτσα Γαλάζη, «Υπνοπαιδεία: VI σσ. 28-29, V σσ. 65-67, V σσ. 98-100»
  10. Νίκος Ορφανίδης, «Στο Γρηγόρη Αυξεντίου»
  11. Νίκος Ορφανίδης, «Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη Λευκωσία»
  12. Νίκος Ορφανίδης, «Γρηγορίου Αυξεντίου ανάληψις»
  13. Νίκος Ορφανίδης, «Μνήμη Γρηγορίου του Αγίου εν Κωνσταντινουπόλει και Γρηγορίου του εν Πελοποννήσω και Γρηγορίου του νεομάρτυρος του Κυπρίου»
  14. Λεύκιος Ζαφειρίου, «Στο Σιερκέτ»
  15. Γιώργος Μολέσκης, «Γράμμα στο Γρηγόρη Αυξεντίου»
  16. Τάσος Αριστοτέλους, «Ποιητικό αφιέρωμα στον Γρηγόρη Αυξεντίου: 40 χρόνια από τότε»
  17. Ανάλεκτα ανωνύμων ποιητών

image


 

ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ

«ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ»

(Του Γρηγόρη Αυξεντίου)

Λαμπάδα ανάβει το κορμί του
στην κατακόμβη του βουνού
μα πολεμά.

Φλόγες τυλίγουν την καρδιά του
μα αυτή χτυπά κι όλο χτυπά
με τον παλμό των αθανάτων.

Κι ήτανε κάποιο δειλινό
— ώριμο δειλινό, καρπός του Απείρου
που έπεφτε στα πόδια της Εσπέρας.

Κι ενώ ένας ήλιος έγερνε στη δύση του,
αυτός ο ήλιος του λαού, της λεβεντιάς και της ανδρείας,
έγερνε στην ανατολή αιώνιας δόξας.

Πάλεψε με το Χάρο όλη τη μέρα.
Απ’ την αυγή, που ξύπνησαν τα πρώτα χελιδόνια
πάν’ απ’ τα πρώτα μπουμπούκια των ανθών,
πάν’ από τα γαρούφαλα του ορίζοντα,
ολόρθος στου βουνού την κατακόμβη.

ΕΝΑΣ αϊτός κλεισμένος στο ελεύθερο κλουβί του,
πολέμαγε με αγέλες από όρνια.

ΕΝΑΣ, ενάντια σ’ όλα τα κοράκια
της βίας και της άγριας ζούγκλας.

ΕΝΑΣ, με μύρια χέρια,
που του χάρισε η ψυχή της λεβεντιάς.

Υπέροχος σαν τον πατέρα το λαό,
καθώς της Λευτεριάς τον άγιο πόθο.

Με φωτοστέφανο στα εβένινα μαλλιά του
πλεγμένο με χρυσές αχτίδες
από της Ιστορίας τον προβολέα.

Με μάτια που τρυπούσαν το σκοτάδι με τ’ ακόντια
του Λεωνίδα, σε νέες Θερμοπύλες.

Με μια καρδιά που χτυπώντας ανυπόταχτα
με το ρυθμό της Αιωνιότητας,
τράνταζε το βουνό συθέμελα,
δονούσε την ατμόσφαιρα
με την Ελληνική ιαχή:
«Ελευθερία ή θάνατος».

Κι άναβε σα λαμπάδα το κορμί του,
κι ο πόνος ήτανε γλυκός σαν τ’ όραμα
της Λευτεριάς και της Αλήθειας.

Και στάθηκε να λιώσει πολεμώντας
μέχρι την ύστατη πνοή,
για να περάσει πάλι ολόρθος
στης Ιστορίας τον Όλυμπο,
στη μνήμη των ελεύθερων ανθρώπων.

Και τώρα…
Της λαϊκής θυσίας σύμβολο
γροικάει των μυροφόρων την ωδή:

— Στον ύμνο σου, Γρηγόρη Αυξεντίου,
σμίγουν όλα τα χείλη σ’ ένα θούριο
σμίγουν όλα τα φύλλα της καρδιάς σε μια λεωφόρο
για να περάσει ολόφωτη η μορφή σου·
σμίγουν όλα τα χέρια και παλεύουν
για τη μεγάλη και πρώτη αξία της ζωής·
σμίγουν όλα τα ρόδα της αυγής
μ’ όλες τις φλόγες π’ ανάβουν τη Λαμπρή
και προμηνούν του λυτρωμού την ώρα,
του σταυρωμένου Λαού μας την Ανάσταση.

Λαμπάδα ανάβεις στην καρδιά μας,
και θα σε τραγουδάει κάθε γενιά,
κι αδάκρυτα τα μάτια θ’ αντικρύζουν
τ᾽ αχνάρια σου στο δρόμο της θυσίας
σα βήματα ανοιγμένα προς το φως.

Και θ’ αντηχεί ένα σάλπισμα ως τα πέρατα της γης:
«Νικά ή ζωή το θάνατο στης Λευτεριάς τη μάχη».

Δημοσιεύεται στον τόμο «Ποιητικά Άπαντα, 1928-1962» (Λονδίνο 1962)

image


ΝΙΚΟΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ

«ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

Κυλάει η λάβα της φωτιάς και γράφει,
γράφει με γράμματα καυτά στον ουρανό
της δόξας τ’ όνομά σου, Αυξεντίου!

Αρχάγγελος με τη ρομφαία σου,
στο πύρινο άρμα μπήκες του Προφήτη Ηλία.
Κι έσμιξες με τον Ήλιο,
έσμιξες με το φως,
κι έγινες φλόγα, κεραυνός,
συνείδηση της λευτεριάς
μες την καρδιά της Οικουμένης!

Εδώ,
μες το φθαρτό, το γήινο χώμα,
δεν είναι τάφος, στήλη καμμιά δεν είναι, Αυξεντίου,
να ᾽ρθούμε να σε κλάψουμε σ’ αυτήν
δικοί και φίλοι.

Λαμπάδα τ’ αντρειωμένο σου κορμί
και φως που καίει,
ήλιος που περπατάει στον ουρανό
κι ανάβει, με το σπαθί τής λεβεντιάς,
τη νέαν ελπίδα.

Γρηγόρη,
Βάτο φλεγόμενη στη γη του Μαχαιρά!
Χάραξες, με τ’ αναμμένα δάχτυλα
των εικοσιεννιά σου χρόνων,
της λευτεριάς δεκάλογο
για τη Φυλή σου.

Γρηγόρη!
Σε πήρε η αυγή,
κι έγινες δρόσο και χαρά,
κι ελπίδα του καλοκαιριού,
κι ανθός
που βλάστησε σε νέο φεγγάρι…

Σε πήρε η μέρα,
κι έγινες φωτιά,
πυραχτωμένο σίδερο απόφασης,
που σταματάει το χρόνο.

Σε πήρε η νύχτα στα φτερά του ονείρου,
Αητέ μου κι Άη Γιώργη μου Τροπαιοφόρε
και σ’ έβαλε για πάντα στην καρδιά μας.

Δημοσιεύεται στη συλλογή «Επιστροφή» (Αθήνα 1974)

image


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ

«ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ»

Πήραν την πόλη πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν κι απ’ την Αγιά Σοφιά
τα δυο μου περιστέρια.

Ο αρχηγός τους
πρώτα-πρώτα
κατούρησε μέσα στο δισκοπότηρο.

Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
απ’ το κάτουρό του. Αυτοί
ήταν ο όχλος που γρύλλισε.

Κι οι ποιητές
μην έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό του χωριού τους.

Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στη σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή πού φωνάζει
στον ποιητή του κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή που μιλάει στα πλήθη.

—Πήραν την, πήραν, πήραν την.

Κι ένα πουλί
χλωμό πουλί μοιρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου».

Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες

κατάμονος
μέσα στην απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φορά:
«Εγώ θα πιστεύω».

Σήκωσα τα μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.

Από τη συλλογή «Τα δυο βουνά» (Λευκωσία 1963)

image


ΠΑΥΛΟΣ ΛΙΑΣΙΔΗΣ

«ΚΑΘΕ ΤΡΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ»

(Στον ήρωάν μας Γληόρην Αυξεντίου)

 Πα’ στα βουνά του Μασιαιρά, στον σπήλιον που σε κρούσαν,
τζειπάνω τζει να στήσουσιν, Γληόρη, τ’ άγαλμάν σου,
του Λεωνίδα την φωνήν στα δείλη σου π’ ακούσαν,
τζιαμαί που ποθανάτισες για πάντα τ’ όνομάν σου!

Τζι όσοι αντάρτες ζήσουσιν, οι Αγγλοι πόννα φύουν,
τζειπάνω τζει νέον χωρκόν πρέπει να πά’ να χτίσουν
τζαι τ’ όνομάν του να γραφτεί Γληόρης Αυξεντίου!
Σαν το γρουσάφιν πον μπορούν οι γρόνοι να μαυρίσουν.

Τζαι τρεις του Μάρτη ταχτικά νάν’ το μνημόσυνόν σου,
η σελλομάα του βουνού το ξυλοκρέβατόν του,
νάν’ η σημαία ουρανός, να σσιέπει παναδκιόν σου
τζι οι αθθισμένες αθασιές το νεκροσέντονόν του!

Δημοσιεύεται στον τόμο «Παύλου Λιασίδη Άπαντα, τόμος Α᾽» (Λευκωσία 2003)

image


 

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«Ο ΩΡΑΙΟΣ ΑΡΤΟΥΡΟΣ Ή Ο ΑΡΤΟΥΡ ΡΕΜΠΩ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΚΥΠΡΟ»

ΧΙΙ

Το ξύλινο πόδι σου ηχεί
στα κράσπεδα και στα καλντερίμια
κόσμου ανάπηρου
θρυμματίζοντας τους ύπνους των αστών
των καθιστών με τις κρεατοελιές
που η μοχθηρία κεντά το πετσί τους
και βουλιάζουν στις έδρες ναρκισσευόμενοι.

Με το ‘να πόδι σαν τον Γρηγόρη μας
π’ άναψε πυροτέχνημα ελευθερίας
κι η κολοβή ελευθερία όταν ήρθε
την είπαμε λευτεριά στεφανώνοντας.

Κι όταν τα στεφάνια αγανάκτηση σήπονταν
κι η ανάπηρη ψυχή σπρώχνονταν στο σώμα
λεπρή και μόνη φωνάζοντας
κρέμασαν τον άλλο ποιητή
να μην ηχήσει η φωνή του σάλπιγγες
κι οι δαυλοί του να μην ανάψουν
αποστειρώνοντας πληγές
και καίγοντας τα λερναία.

Κι είμαστε μόνοι, Αρτούρο,
μόνοι και μάγοι και άγγελοι
σε χώμα παραδομένοι
με τα σχοινιά των καμπάνων
να μας τρώνε τα δάχτυλα
επιμένοντας να χαιρετούμε και σήμερα
με τη τσακισμένη φωνή μας
την αληθινή ομορφιά με τ’ αμάραντα.

Πολύ πριν απ’ τους τόπους
τις εποχές και τα πράγματα
ακούγεσαι με τις φαντασμαγορίες σου
πίσω απ’ τα βλέφαρα μεταθανάτιος
κι εγώ σου δίνω το σώμα μου χώμα
να απλώσεις τη ρίζα σου
στην πατρίδα του λόγου
την πρώτη πατρίδα της ποίησης
αφού η δική μου πατρίδα
κουτσή και μ’ ένα πόδι βαδίζει στα σκοτεινά
να συναντήσει τη φωνή της προφητείας.

Σ’ ακούω, Αρτούρο,
βαθιά στη μαγιά της φωνής μου
αστραπή ή ξύλινο πόδι
τις νύχτες
βήμα μονό σαν του Γρηγόρη φωνάζοντας
και σας κρύβω βαθιά
στης φωνής μου το σώσπιτο
ανοίγοντας τις καταπακτές
και παραμερίζοντας θάμνους στις σπηλιές
για κρησφύγετα.

Καιροί δολοφόνων θα ‘ναι όλοι οι αιώνες
κι όποιος από χώμα δεν ξέρει
κι από εγκλείστρες βαθιές δεν κατέχει
πέφτει μαχόμενος, άγνωστος,
ανώνυμος, αγνοούμενος, αδήλωτος,
ξένος,
για ν’ ακουστεί σ’ άλλους αιώνες
που τα νερά τους θα πλύνουν
θα στολίσουν και θ’ αναρτήσουν τη φωνή τους
δολοφονώντας τους ποιητές του αιώνα τους
πού σ’ άλλο πάλι αιώνα
θα τους ξυπνήσει μετάνοια.

Δημοσιεύεται στη συλλογή «Ο ωραίος Αρτούρος ή ο Αρτούρος Ρεμπώ στη νήσο Κύπρο» (Λευκωσία 1991)

index


 

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ»

 

IV

Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
σ’ ένα Μάρτη κλωστή σε καρπό νήπιων ονείρων
με του Μινώταυρου βούλα στο μέτωπο
τον Άδη να άδει παραμονεύοντας
τις χαραμάδες της Άνοιξης
Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
ο άνεμος μόνο βιάζει παραθυρόφυλλα
κι ο παραλοϊσμός της γης μου
μεταφράζει το αίμα σε άνθη ροδακινιάς

Κι αγωνίζομαι να φέρω
το χελιδόνι με το ποίημα
σε τόπο που τα χελιδόνια πενθοφορώντας αποδημούν
καθώς αποδήμησαν της γενιάς μου οι ονειροφόροι
Ο Γρηγόρης κι ο Ευαγόρας του Μαρτιού
ο Μιχάλης κι ο Ανδρέας του Μαγιού
κι ύστερα οι τρεις Αυγουστιάτικοι
θερισμένοι μέσα στους παρακλητικούς
Κι ούτε Απόστολοι απ’ τα πέρατα
ούτε κανείς συναθροίζεται να τους ανασηκώσει
αποκαθηλώνοντας το σώμα της γης μου
Μόνο γύφτοι σφυροκοπούν
καρφώνοντας ατέλειωτα
κι οι καμπάνες που επιχειρούν
ανακαλώντας

Κι ο απελπισμένος πιάνει απ’ τα μαλλιά τις λέξεις
και το ποίημα φτιάχνοντας
αφήνει μέσα στα στρογγυλά των ψηφίων
τα αιχμηρά των κορυφών
και στα φυλλώματα της νοσταλγίας
χώρο για την παλιννόστηση χελιδονιών
με το Ελληνικό και το παράλογο
που λέγεται όνειρο και τύφλα της αγάπης

XVI

Ο Καλόγερος σιωπούσε με το συναξάρι το γιατροσοφικό
Τα σαγόνια που πριν έτρεμαν κροταλίζοντας την ομιλία
έβλεπαν τώρα τα σπίτια του Αίαντα πρόβατα
και το μαχαίρι έλαμπε από τον κάμπο του Ξερού
σε τόπο που ‘κοβε το κρύο σαν μαχαίρι

Εκεί στο σύνορο έκοψε ο Γρηγόρης στα δυο τον καιρό
και το «κατά τας γραφάς» συνετελέσθη

Πώς μας στρίμωξαν έτσι κι εγίνη το κακό
και τα μαχαιρωμένα σπίτια χάσκουν βιασμένα;
Στις κοιλιές του αρνιού τα σωσίβια ο Κανένας
κι η ψυχή στο στόμα πάει και έρχεται

Ο Λυθροδόντας έδειξε τα δόντια του
ο Μαχαιράς το μαχαίρι του
και μέσα στο αντήλιο του χαιρετισμού της πενταδάχτυλης οροσειράς
που χάραζε στο υπόστεγο του μουστακιού χαμόγελο
Εκείνος ερμήνευε το ύψωμα του χεριού
«Πέντε» είπε «σε πέντε χρόνια»
και πλησιάζοντας τ’ όνειρό του
έκαμε να χαλαρώσει σε κρεβάτι καλογερικό

Ο καλόγερος με το γιατροσόφι και το συναξάρι
έφερε πίσω τον Μοριά
και καβαλάρης μέσα στα χυμένα κιούπια
έπεσε πιωμένος στην φωτιά
μη η προσφυγιά και μη της πρόσφυγας τα μάτια
μοιάζουν με της παρθένας Παναγιάς

Η πίσω πόρτα ανοιχτή στον κίνδυνο
κι εκείνος βγήκε από την μπρος λαμπάδα αναμμένη

Τώρα ξεραμένο το Ξερό
και η υστερεκτομή της Μεσαριάς άφησε στην άλλη μισή τ’ αντανακλαστικά της
Κι η Παναγιά ούτε μιλιά
να πει ποιος πήρε το μαχαίρι της
ούτε μια δήλωση
ούτε μια διαδήλωση
σαν τότε που μολογούσαμε την ψυχή μας τους τοίχους
που παράδιναν σ’ όνειρο τα μεγεθυμένα ραβασάκια μας
«Την μάνα μας θέλουμε κι ας τρώμε πέτρες»

Πέτρες κατάπιαμε, πέτρες γεμίσαμε
πέτρες πετάξαμε, πέτρες δεχθήκαμε
πετρωμένοι αλάλητοι
πέτρα λιωμένη η μάνα μας
σε γουδί κοπανισμένη χώμα πατρίδας

Πέντε, δέκα, δεκαπέντε
στρέβλωσε ο χαιρετισμός σε μούντζα πενταδάχτυλη
Κι εκείνος με μικρούς στροβίλους
να σηκώνει χώμα στα στραβά μας μάτια
να ενοχλήσει υπενθυμίζοντας

O Καλόγερος σήκωσε το συναξάρι
και πρότεινε το γιατρικό
«Άι-Γιώργη Καβαλάρη
πάνω στο χρυσόν αππάρι
αν είναι πέτρα έβγαλ’ την
αν είναι ξύλον έβγαλ’ το
αν είναι χώμα λιώσε το»

Μέσα στα μάτια δεν είναι ξύλο είναι δοκός
δεν είναι χώμα,
είν’ η πατρίδα που διαμαρτύρεται
και δακρύζω

Δημοσιεύονται στη συλλογή «Σηματωροί»

image

Ο Αυξεντίου μεταμφιεσμένος σε καλόγερο στη μονή του Μαχαιρά


 

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«ΤΑ ΕΨΙΛΟΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ»

20

Κι ερχόσουν
Ανάβοντας στα σκοτεινά
Κι όπου τον Ευαγόρα συναντούσες
Άστραφτες
Κι όπου Μαρία Συγκλητική
Αναφωνούσες

Αμίλητη τραβούσες προς τα οπίσω
Κι εκτινασσόσουν έτη φωτός μπροστά
Με μάτια αποσιωπητικά
Υγρά απ’ την γραφή της Ιστορίας
Να φλομώνουν στυπόχαρτα

Να πήγαινε το πίσω μπρος,
Το μπρος να πάει πίσω
Να σηκωθώ στ’ ακρόποδα
Να σε δαφνοφιλήσω

Κι ερχόσουν
Με τα δάχτυλα ακόμα γεμάτα πηλούς
Από το πλάσιμο των πουλιών
Του δωδεκαετούς
Που άναβαν κελαηδισμούς πατρίδας

Φίλωνας και σηκώνονταν
Θέρισσος κι υψώνονταν
Ανδρόνικος κι έσχιζαν
Ανδρέας και μιλούσαν
Μαρίνα και νανούριζαν
Τριάδα και τραγούδησαν
Και Μιχαήλ φτερούγιζαν,
Αφέντρα και λαλούσαν,
Βαρνάβας και μουρμούριζαν
Συνέσιος στοχάζονταν,
Κι όλα μαζί καθόντουσαν
Στην ράχη της φωνής μου.

Πουλιά ελληνικά
Με το παπούτσι του Γρηγόρη για φωλιά
Και τ’ άλλα που ξαστόχησαν
Και πρόσφυγες καρτέραγαν
Στο ποίημα να μιλήσουν

Ελένη Μαργαριταρένη, βασιλική,
Αφουγκράζομαι τα πουλιά της σιωπής σου,
Κόκκο τον κόκκο να ραμφίζουν
Τα αιμοσφαίρια
Σκάβοντας μέσα στο ποίημα
Χτίζοντας και χαλώντας αθόρυβα
Στήνουν ενέδρες
Στους κυνηγούς.

41

Ανεβασμένη στο Ποίημα
Τον έβλεπα να περνά με τα βάγια του
Έφιππο για το μέλλον

Πιο χαμηλά ο τελώνης
Μου κλάδευε λέξεις
Ξέροντας πως είχε πληρώσει τον φόρο του
Και πώς το Ω της λευτεριάς
Έπρεπε να περάσει
Λαιμός από μαχαίρι

Τον έρωτα λέω με τα ελιόφυλλα
Τον άλτη σε καρβουνάκια
Που αναστημένος αθανατίζει
Στα μερσινόφυλλα

Και την Ελένη που σώμα ανάβει
Σαν τον Γρηγόρη την πεθυμιά
Σήματα δίνει με τον καπνό της
Η ριζιμιά

Στον ενικό μιλούσα πια
Σκόρπιζα αντίδωρο
Μυρτιές μύριζαν, παλιά δαφνόφυλλα
Απ’ όσα ήταν και όσα άγιασαν
Μα την αυγή
Πριν σώσει τρία πυροβόλησαν
Μίμοι των τσίρκων και πετεινοί

Ανοίγω κρύπτες μες στην φωνή μου
Ανοίγω σπήλαια
Και τον καρπό της τον θρύβω λάδι
Για τα ευχέλαια
Για την Ελένη που καλαμιά
Έρχεται πάντα για να τρομάζει
Του Μίδα αυτιά

Όταν μιλάει
Τρέμουν στους ώμους οι άδειες τήβεννοι
Όταν σωπαίνει
Όλοι οι ημίψηλοι μένουν ημίπληκτοι

Μυρίζω στην φωνή μου ρούχα παλιά
Παλιές φωτογραφίες θυμητικά
Να βρίσκει τα μισίδια
Και παίρνοντας οσμή
Τα χάσματα πηδώντας
Την φτέρνα να κρατεί

Στον άλλο ερωτά της η Ελένη
Τηλεμαχεί
Και χλωρασιά ταΐζει πουλάρι της φωνής

Στο ρημαγμένο στόμα λέξεις παλιννοστεί
Και την παραφορά της κάνει παραλλαγή

Η Ελένη, η σηροτρόφος του Έρωτα
Γυρίζει Ευρώτα μες στο κουκούλι
Από την Πύλο μέχρι την Πέλλα
Και το Σουφλί
Κλωστή τραβάει του Έρωτά της
Μεταξωτή

Νήμα της στάθμης άλλων καιρών
Με το κορμί της πάντα βαρίδι
Προικιό του τόπου ατίμητο.

44

Και θα γυρίσουν οι παλιοί μου Έρωτες
Έφιπποι με τις εντολές τους
Τα δαχτυλίδια ολόχρυσα θα πάρουν
Την θέση τους, για το Ευλογητός
Τ’ άσπρο του μισεμού πουκάμισο
Θα ριπίσει επιστρέφοντας
Τους στεναγμούς που έθρεψαν ιστία
Πάμφωτος ο Γρηγόρης με στεφάνι ελιάς
Σε λησμονιά νυφιάτικη πατώντας
Το δάκρυ του θ’ απαυγάσει
Αδάμας Αχειροποίητος
Τα πριν τα νυν και τα αεί του κόσμου

Γαρυφαλένιος, μ’ ευαγγελισμούς
Θα κόβει στίχους στις αυλές
Νομίσματα χρυσά ο Ευαγόρας
Με όλες τις μουσικές του ανοιχτές
Ηνίοχος επάρσεων ο Αντρέας
Με τα Βυζαντινά και με τα Κάλβεια
Την άμμο της φυσώντας και τη σκόνη
Τυφλώνει Κύκλωπα καιρό η Αμμόχωστος
Κυλάει το λεμόνι

Με το βασιλικό στ’ αυτάκι της
Χρυσόστομη η Κερύνεια με τα βάγια
Με καπνιστήρι εκεί κι η μάνα μου,
Στο πέτο ξεβαμμένες σημαιούλες ο πατέρας
Ολόρθος με το κράτημα ίσου καταγωγής
Και Κεφαλόβρυσα Λαπήθου και Κυθρέας

Πίσω είναι το μέλλον μας,
Μπροστά το παρελθόν
Για να τρομάζει ο Βουκεφάλας
Δίχως αναβάτη

Πίσω η καμαρούλα προβολής
Και το πανί μπροστά,
Το μέλλον μας κρατάει τα ευ
Και πηλαλάει άτι

Τους ριζωμένους τους ιστούς θα τους μεταφυτέψουμε
Να πλαταγίσουν διπλωμένα σε κρανία και σε στήθη
Με τα αρχαία τους δάκρυα
Θα ᾽ρχονται οι αιχμάλωτοι
Θα μαρτυρούν οι ώμοι φορτωμένοι
Τα έρματα που οι άνοες πετάξανε
Κι έγιναν και σωσίβια και χλαίνη

Θα επιστρέψουν οι παλιοί μας Έρωτες
Πάνδημοι, αυτοκράτορες, σωσμένοι
Στα γόνατα τους πέφτοντας
Θα πλένουνε τα πόδια της Ελένης

Το μέλλον είναι παρελθόν
Και παρελθόν το μέλλον μας
Δεκαετίες πριν, κεντώ και σχεδιάζω
Το τόξο μου τεντώνω
Καταργώ τις εποχές
Την Παλιγγενεσία μου πολύτροπος
Με την Ελένη τόπος
Ετοιμάζω

Λεμεσός 1989- 1994

 

«ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ, Ε’»

Σηκώνει τα χέρια η Ελένη
Κόβοντας τον καιρό
Ξηλώνει το κορμί της
Να κάμει τη ραφή της
Κι ο τόπος μες στο βόγκο
Μιλάει ελεύθερος

Η Ελένη η ζώνη η καρπερή
Με στεναγμό καπνίζει
Με την ελιά πικρίζει
Του γάμου φέρνει ζώνη
Πάντα Τροοδική

Η Ελένη που ξεσπαθώνει
Στις μαύρες ράχες
Φλεβαρική

Κλώθει τον Μάρτη παλουκοκάφτη
Μπαίνει μες στο όνειρο και λαλεί

Σηκώνει τα χέρια η Ελένη
Κι έρχεται
Σηκώνει τα μάτια η Ελένη
Και δέεται
Χαιρετισμών πικρών η μόνη
Των οικτιρμών το αηδόνι
Μες στο γυαλί της μυριστική

Των λογισμών η Ελένη
Ηχεί τα έψιλον της
Και βγαίνει ο Γρηγόρης
Κι ανθίζει ο καιρός
Βγαίνει ο Ευαγόρας
Σε ανηφοριές την παίρνει
Την ριζιμιά του τόπου
Νύμφη ανύμφευτη.

 

Από τη συλλογή «Τα έψιλον της Ελένης» (Αθήνα 1998)

image

Ο Αυγουστής Ευσταθίου παραδίδεται κατόπιν αυστηρής διαταγής του Αυξεντίου


ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΟΛΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ»

18. «Τ’ ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟ»

Άφριζε ο τόπος οργή και τ’ αγιάτρευτο
Χάνονταν και έλαμπαν τα πουλιά στην ομίχλη
Κομμάτια απ’ το δάπεδο ανέβαιναν
Κομμάτια απ’ τον ουρανό κατέβαιναν
Να αρπάζω ψηφίδες κελαηδισμών
Να αποδίδω ονόματα
Πέρδικα, Φασιανός, σπουργίτι
Αποδημητικά, ωδικά ή άλαλα
Απ’ τις ρωγμές του φόβου
Φαγωμένα από ειπωμένα ή ανείπωτα
Που έρπης σου ‘τρωγαν τα χείλη

Κάπου μακριά η γυναίκα ύφαινε
Αιχμαλωτίζοντας χελιδόνια
Την ώρα πού σπέρνοντας άλας
Την καρτερούσαν να βγει στο μπαλκόνι
Αμνήμονη
Εκείνην που ήξερε πως είχε σωθεί
Το αηδόνι στο στήθος σου
Μ’ όλες τις τρίλιες κι όλα τα ποιήματα
Με των εικόνων τα ρολά
Που η φωνή θεραπαινίδα αρχαία
Μες στα μάτια ξετυλίγει

Βγάζουν οι αμασχάλες σου καπνούς
Απ’ τα κρησφύγετα
Να κυματοβατεί και να ‘ρχεται ο Γρηγόρης
Ζητώντας το παλιό λεωφορείο και τ’ αμπέλι του
Κρασί χύνει το σώμα του αναμμένο
Και πάλι ασώματος έρχεται
Να καταθέσει ελιά το νυμφικό του τρόπαιο
Εκεί που Ευαγγελίστριες
Με διπλωμένα τα φτερά
Χτυπούσαν μες στους ποταμούς
Τα ματωμένα τους ν’ ασπρίσουν οι γυναίκες

Κασσάνδρα βγάζω τους χρησμούς Ευστόλιε
Κι όλα τα Ευ αφρίζουν μες στο αίμα
Τα εύοσμα σαπίζουνε
Στήθος δεν έχω για κανένα

Γερόντιο το νήπιο που είχες στην παλάμη σου
Κι εσύ κολλάς με σάλιο την φωνή μου
Να ανοίξει τους Οίκους της
Να μπει κιβωτός σώμα κατάφορτο
Ν’ αφήσει εικόνες, αγιάσματα
Στόλους πουλιών
Λυγμούς και τρόπαια
Το Ποίημα από μέσα να ευστολίσει

19. ΑΤΙΤΛΟ

Τον στεναγμό θειάφι χύνοντας
Άστραφτε μες στο μάτι σου η Μαρία
Με τον δαυλό και με τα κίτρα της
Στο εικονοστάσι της Φωνής σου
Παναγία

Και μου ‘παιζε παιγνίδια ξάφνου η μνήμη μου
Σου ‘δινε τα πυκνά μαλλιά της νιότης
Την κορυφή του αετού
Τις σημαιούλες στο τσεπάκι
Σπόρους στην κάτω τσέπη σου
Στην άλλη βόλια και μολύβια
Τρύπια για τα τραγούδια η μια
Η άλλη να επωάζει φτερικούδια

Φυρίκι μύριζε ο λαιμός
Στο στήθος σου το λάδι το καμένο
Και συ να βλέπεις την θηλειά
Να λες είμαι ταμένος

Θέλει φοβέρα ο άνεμος
Για να ‘ρθει με το μέρος σου
Αν δεν αστράψει και βροντήσει δεν ποτίζει
Έλεγες μες στα γιασεμιά
Κι ήσουν σαν λάδι μαλακός
Με τ’ άστρα όταν κουβέντιαζες
Με το Όνειρο οι μέρες σου
Αντήλιο

Άνοιγες τις κηπόθυρες
Άνοιγες τα παλιά κουτιά
Της Αμμοχώστου η πομπάρτα να βροντήσει
Τα χέρια σου φαγώθηκαν
Από μαχαίρια εμβολίου
Να πάμε με την γέρικη καμήλα στο Βαρώσι
Μαντήλι ολομέταξο
Πλουμίδια με το κρόσσι

Με προελάσεις ήχων να κυκλώσουν οι χοροί
Να ‘ρθει το κύμα την ντροπή μας να σηκώσει
Άνοιγες γέρος και παιδί πληγή
Για τον Γρηγόρη που καπνίζει
Και την Λύση

Δίνει η φωνή σου ρεύμα στους καρπούς
Έρχεται η Μαρία και η Ελένη
Κρανία ηχεία με ξυπνούν
Μες στα σεντόνια μου
Πικρά σαβανωμένη

21. «ΒΑΣΙΛΗΣ-ΓΡΗΓΟΡΗΣ»

Στέγνωνα το κάθιδρο ράσο του σε βράχους απάτητους
Κι άτμιζε ο νόστος του Άγιου Τροιζινίου
Θυμιατός σ’ εικονίσματα ένστολα
Να ταράζει την μόνωση αθλοφόρων

Απ’ την ρομφαία του στόματός του
Καπνίζει το σώμα πρωθύστερο Σμύρνη
Χρυσόστομα άσματα και ψαλμοί γρηγορούν
Με το σαντάλι πορφυρό τα υπνωμένα
Και μ’ ανοικτά τα σπάρουχνα
Βάφοντας ράσα φωνής κι ακονίζοντας

Καλά να πιάνουνε τα νύχια αετόπουλου στον ώμο της
Στου ξαφνικού την κόψη ν’ αγρυπνάει
Κυπριανός ξεσπαθωμένη ανάστημα
Σπόρους κι αλάτια να μετράει

Νιόγαμπρος και καλόγερος μα και τραγουδιστής
Ετοίμαζε τα βόλια
Κι εγώ στο τρύπιο ράσο μου
Ετοίμαζα φωνή
Ζυμώνοντας μπαρούτι για κανόνια

Ποιους αγιασμούς λοιπόν μου λες
Που αγιάσαμε στην στέρηση;
Ποια δάκρυα
Που άνομβρος ο τόπος μας στερεύει
Που χρείαν έχει απ’ την φωνήν
Ως και ρανίδα ύδατος
Τις κοίτες να ξανάβρει το ποτάμι
Και θάλασσα ανεξάντλητη του βασιλιά Βασίλη
Που υδραγωγός ονόμαζε το ερχόμενο Γρηγόρη
Ζάλες να ναυλοχεί

Πάτμιος και στον ώμο του το μέλλον μας
Συγκλητικός με τους πυρσούς του
Αιμοκαθάρτης κατοικεί
Στις κρύπτες της φωνής μας
Με Τίγρηδες κι Ευφράτες και Πηνειούς
Αχνίζοντας στο ράσο του Αλαμάνα
Βασίλειος Άγιος των Ελλήνων
Ασίγαστος

Από τη συλλογή «Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος» (Αθήνα 1997)

image

Το άγαλμα του Αυξεντίου στα βουνά του Μαχαιρά


 

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«ΥΠΝΟΠΑΙΔΕΙΑ»

VII (σσ. 28-29)

Καθώς ανηφορίζεις για το Μαχαιρά
κράτησε με τα δάχτυλα, αν αρκούν, το στήθος
και μη μιλάς για την πληγή σου.
Κάτι ο Οδυσσέας ήξερε
με τα κλαδιά και την ανωνυμία του.
Κάτι και τα νοσοκομεία
που κατακρατούν τις αχτινογραφίες.
Άσπροι τοίχοι, κρεβάτια άσπρα
κι άσπρα δάπεδα.
Άσπροι άνθρωποι π’ ασβεστώνουν τις αρρώστιες
μ’ ουδέτερη μονοχρωμία.
Αν πρέπει ωστόσο να μιλάς για την πληγή,
ψιθυριστά — λέει η παράκληση — οι εξομολογήσεις,
με συμπαθητική μελάνη ο λυγμός.
Κι ούτε μια ίνα δε μετάνιωσε
και λες: «Με συγχωρείτε»,
τη Μαγδαληνή ανακαλώντας την άγνωστη
με το μελιτζανί φουστάνι.

Φωνή μου, μνήμη της γενιάς μου,
μαχαίρι στην ποδιά της Παναγιάς,
δεν μπορείς πια υπάκουη να ‘σαι σα σκυλί,
το γύμνασμα ακολουθώντας.
Σε κούρασαν οι απαγορεύσεις,
η προσποίηση, ο στόμφος,
η προσταγή για λησμονιά,
η οικειοποίηση η αυθαίρετη,
που ‘καναν τους δικούς πια ξένους.
Δεν το μπορείς παιδί να ξαναγίνεις με το τραύμα σου.
Γρηγορούσε εκείνος κι ο καιρός
που επιστροφή δεν έχει.
Κι ούτε κοιμάμαι πια με το κενό
εκεί που άλλοτε τα όνειρα.
Φωνή της ράτσας μου,
των λογχισμών, του ανέφικτου.
Γενιά της νιότης, των αστερισμών της πίκρας.
Πέρασε από δω
γυμνοπόδαρη η Λευτεριά
και χάθηκε ο ίσκιος της ξυπόλητος.
Πρέπει να μη μιλάς γι’ αυτή
κλασματικά υπάρχεις.
Κι είδηση πια καμιά για την αφαίμαξη,
παρά ο Οδυσσέας μόνο εκπέμπει από την Ιθάκη λησμονιά
— εκείνος έφτασε και δεν τον κοφτεί —
Εγώ πατώ στους τάφους σας,
πάνω στο χόρτο που μαζεύω
οσμίζομαι τα τριχωτά σας στήθη.
Κι η φωνή
μέσα από δάση μνημικά περνά,
κορμό με κορμό,
από τους λύκους δαγκωμένη.
Κι από τη οργή κι από την πίκρα,
ουρλιάζει σκυλί έξω από τις πόρτες σας
και δεν ακούτε.

V (σσ. 65-67)

Τότε η άνοιξη τον Άδη πίκραινε,
και συ γρηγορούσες,
φωταγωγούσες, πυροδοτούσες κι έφευγες,
περνώντας απ’ Όνειρο σ’ όνειρο
εκεί που τα δέντρα τ’ ουρανού
καρποφορούσαν άστρα.
Μισός τώρα μες στ’ όνειρο,
μισός στο θρύλο,
κουτσά πηδώντας από κορυφή σε κορυφή,
δακρύζεις ποτίζοντας το αιώνιο.
Τώρα τα δυο μας πόδια
για να βαδίσουν δεν έχουν
συμφωνία και συνάρτηση.
Και τη ζωή μας δυναστεύει
η ασφυξία των δέντρων στην καταδίκη των νανισμών.
Πώς διάλεξες το Μαχαιρά να εκραγείς
και τ’ αρπαγμένο της Παναγιάς μαχαίρι
γίνηκε φόνος στο ψαχνό χτυπώντας
κατά κει που η μνήμη ευδοκιμούσε
κι ήλιος, ηλιοτρόπιο άνθιζε σ’ όνειρο γυρισμένος;
Αφρόζα αγάπη κι έσβησε,
το μίσχο μας τον χάσαμε,
νύχτα τυφλή την άνοιξη τώρα τρικλοποδιάζει.
Και συ αμετάθετα ακουμπισμένος
με το ‘να χέρι στον ώμο του Αλέξαντρου
και τ’ άλλο στου παππού του Μακρυγιάννη
κρεμιέσαι στον ορίζοντα ερωτηματικό κι Αρχάγγελος
με τα μουστάκια νοτισμένα πίκρα.
Ξενιτιά πατρίδας αλώνει τις μέρες μας,
μ’ όλα τα σύνεργα η μοναξιά μας σκάβει.
Μόνο το Μάρτη,
τ’ αγγελικά σαλπίσματα και το θειάφι,
σημαίνουν την επανάσταση
που λέγεται «ποίηση» κι αρνείται.
Κι οι αντάρτες οι υπέρνομοι,
οι προδότες της γαλήνης, οι ποιητές
οι εναπομείναντες,
ξέφτια από μια γενιά
πιτσιλισμένοι με χρυσόσκονη και στάχτη,
ξύνουν πίσω από τις λέξεις με το νύχι
ψάχνοντας την αντίστοιχη Ελληνική να βρουν,
τις μεταμφιέσεις και τις μετονομασίες εμποδίζοντας,
φεγγάρια στίχων φτιάχνουν
για να εμποδίσουν τ’ άγριο της λησμονιάς.

Τώρα τα πράγματα άλλαξαν,
πάμε όλο ανάποδα να βρούμε την αλήθεια.
Άλογο σώμα υπάκουο προχωρεί,
ψυχή αντάρτισσα επιστρέφει.
Λύνεται το κουβάρι της ζωής
κι ο μέγας ύπνος
ξύνει με το γυαλί πληγές,
ενώ μιλά για τη γαλήνη.
Τώρα οι σημαίες έλιωσαν
που τουρτουρίζοντας φορέσαμε
σημαία τώρα η γύμνια μας
κι έμβλημά μας η φτώχεια

Το ‘χεις ποτέ πιστέψει
πως θα επαιτούσαμε οράματα,
πως ένας λόγος τρυφερός αν πέσει,
θα γίνει κροτίδα του Πάσχα
να μας διαμελίσει κατά λάθος,
φωνάζοντας ανάσταση;

 V (σσ. 98-100)

Τρεις του Μάρτη.
Χιονίζουν οι αμυγδαλιές το πρώιμο
καθώς γρηγορεί και το τριαντατρία στολίζεται.
Δεν είπε «για δες καιρό».
Είπε μόνο «ωρίμασε ο καιρός να ξεδιψάσει»
και την περόνη των λέξεων αφαιρώντας
πήδησε
αφήνοντας του Εμπεδοκλή το παπούτσι
και τις λέξεις με τρία καρφιά
κληρονομιά και πολιορκία του μέσα άσπαστη.

Και ποια φωνή θα χωρέσει το αράγιστο
ποιο καλλωπιστικό τη ρωγμή θα καλύψει
του δακρύου μεταμόρφωση;
Ποιος έρωτας θα μας πάρει ολόκληρους
το μισό αναιρώντας;
Δρόμοι γεμάτοι αναιμικά παιδιά
εκφυλισμός,
γυναίκες ναυαγισμένες σε σπίτι
την υποταγή ξεστρατισμένες σηκώνουν αδάκρυτες
την αλλοφροσύνη των καιρών
με τα λόγια των ποιητών ισορροπώντας,
καθώς ασταμάτητα καλύπτουν
ανοίγματα ερημιάς.
Κι η γλάστρα του παπουτσιού του
με μνήμη ποτίζεται,
προσδοκία σε κάποια μελλούμενη γέννα ν’ ανθίσει.
Αρχή παιδική μ᾽ ένα πόδι κουτσό χοροπήδημα,
στα δυο η εφηβεία να σταθεί πρόλαβε μόλις
κι η αναπηρία κοφτή,
στο μονό του τρία ν’ ακρωτηριάζει την άνοιξη,
κομμένη θριάμβου φωνή από τότε.
Αμυγδαλιάς ανθοί
κάθε Μάρτη πληγή,
να ρέει στην αμμόχωση κόντρα,
καιρούς διψασμένους να ποτίζει αθόρυβα.
Της γενιάς μου σερνάμενη μοίρα από τότε,
εκεί που το πράσινο φλόμωσε
κι ο αναστεναγμός πικρός δεν ανασταίνει.

Οφθαλμοί αστραπής ν’ ακουμπήσουν
δεν έχουνε πού,
ένας-ένας του ταξιδιού οι συντρόφοι χαθήκαν.
Στο θαύμα πηδώντας οι πρώτοι
ανάβουν στο μέσα κεριά,
κρυφό σχολειό π’ απεγνωσμένα πασκίζει
λαμπρό ν’ αναστήσει φεγγάρι.
Κι άλλοι από το Μιχαήλ αρπαγμένοι
στης πίκρας το πήχτωμα
της απελπισμένης προσμονής την άκρη κρατώντας.
Στων Λωτοφάγων τη χώρα οι υπόλοιποι
με γυναίκες χοντρές το ριζικό τους πορνεύουν
με βαμμένα αγριόχορτα πρόσωπα,
εκεί που τα μελανά θηλυκά σημεία πλανούν
για ιστορία που δε γράφεται πλαγιασμένη στα χόρτα.
Με μέλι πασαλειμμένα τα πρόσωπα,
την τραχιά, την δασιά,
τη μινωταυρίσια τους μεταμόρφωση σκεπάζουν.
Έφιππα κύματα,
θάλασσα των φίλιππων ποιητών,
των ονειροβατών η δική του.
Κι απ’ το ωρολόγιο πρόγραμμα λείπει,
καθώς η Κυριακή, το κενό,
που ξεμπουκάρει του ματαιωμένου η πίκρα.
Πίσω από τους θάμνους οι ποιητές
οι άτρωτοι και οι πλέον τρωτοί,
μ’ αιθάλη καλύπτουν τα πρόσωπα,
τη ζωή στα δυο διαχωρίζοντας,
στη ρωγμή και στη λάμψη του πρώτου ποιητή
στη δική του,
τις παραλλαγές συμπληρώνουν,
οι επαναστάτες, οι εναπομείναντες, οι σιωπηλοί,
οι άκαιροι και οι καίριοι,
οι άχρονοι και στα ορόσημα αιωρούμενοι,
οι διχασμένοι και οι ολόκληροι,
οι σφικτοί, οι πυρήνες κι οι άξονες του κόσμου,
για τούτο οι αιώνια κινδυνεύοντες.
Τους ποιητές να φοβάστε,
τους σταυροφόρους της πυρογραφίας,
τους απαράδοτους, τους δερματοστίκτες,
εσείς του ύπνου του στεγανού
του χωρίς νόστο,
επιστροφή ή βλάστηση.
Τις περόνες των λέξεων αφαιρώντας
απειλούν να σας θρυμματίσουν τον ύπνο
μ’ υποψία και όνειρα.
Να φοβάστε τους ποιητές,
τους κυρίαρχους των χρωμάτων,
τους εξουσιαστές των ονείρων.
Ανάβουν τη λάμπα τους
με το φως του Γρηγόρη
οι ακούραστοι λεξιστές του Ελληνισμού.

Από τη συλλογή «Υπνοπαιδεία» (Αθήνα 1978)

Screenshot at Feb 25 08-54-59


 

ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

«ΣΤΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

Ο Γρηγόρης Αυξεντίου
κατεβαίνει ανάμεσα στις φλόγες
Η πόλη γυμνή τυλίγεται το σώμα του
πώς να τον βρούμε
μέσα στις έρημες πλατείες
και στους γλόμπους των ηλεκτρικών
που μας συσκοτίζουν;
Γυρίζει και κάθεται
στο σκοτωμένο φεγγάρι
που πυρπολείτε.

10-11 Φεβρουαρίου 1979

Από τη συλλογή «Τα τραγούδια  της Περσεφόνης» (Λευκωσία 1979). Αναδημοσιεύεται στον τόμο «Τα Ποιήματα (1970-2009)» (Αθήνα 2009)


ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

«Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ»

Εισέρχεται έφιππος στην πόλη ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
ντυμένος τη στολή εφέδρου αξιωματικού
μπαίνει κρυφά στο στενό δρομάκι
εισβάλλει έπειτα λαμπρός στη λεωφόρο
μεσάνυχτα ανεβαίνει καβαλάρης στον ουρανό
ταξιδεύει με τον άνεμο με τα πουλιά με τ’ άστρο στο πέτο.

Κι εμείς βαδίζαμε όλη μέρα
Έτσι
με τα λεωφορεία και τα ταξί
με τις γυναίκες μας που γρατσουνάγανε το τζάμι
με τα σκοτωμένα σπουργίτια
με το κόκκινο χρώμα στη μνήμη
με το αίμα που στράγγισε στο πουκάμισο
με τα μαλλιά της αγάπης μας
που χάνονταν στις ριπές του φεγγαριού
με την ανάμνηση που σπαρταρούσε ,
Έτσι βαδίζαμε όλη μέρα
μαζί κι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
που εισέρχεται έφιππος στην πόλη
κεραίες ασθενοφόρα πτηνά σύννεφα
καράβια μαρμαρωμένα πανιά
αστραπές λυγμοί πολυβολισμοί ριπές
ανεβαίνει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ντυμένος
την παράξενη στολή
έφιππος ανηφορίζει στα σύννεφα
καίγεται μαζί με το φεγγάρι με τα καράβια
με το σώμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
που εγκαταλείπει την πόλη
όρθιος με ένα τραγούδι
κι ένα χαμόγελο απέραντα λυπημένο
ως το θάνατο.

13 Ιουνίου 1995

Από τη συλλογή «Πάρθεν ή τα φτερά  των πουλιών» ( 1999). Αναδημοσιεύεται στον τόμο «Τα Ποιήματα (1970-2009)» (Αθήνα 2009)


ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

«ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΑΝΑΛΗΨΙΣ»

Έρχεται και με βρίσκει ίδια απαράλλαχτος
εξαίσιος μέσα στη λύπη του
ο Γρηγόρης Αυξεντίου
νύχτα είναι
το φως της σελήνης του πλένει το χαμένο του κορμί
κι η νύχτα δακρύζοντας ασημώνει τα ξέπλεκα μαλλιά του
δάσος στοιχειωμένο το σώμα του
ρίζες τα πόδια του
τα χέρια του κλαδιά
ο Γρηγόρης ταξιδεύει αμίλητος μέσα στο φως
μέσα στο στοιχειωμένο φως του δάσους λούζεται ο Γρηγόρης
εισέρχεται ολόλευκος
τα δέντρα σκύβουν κα τον προσκυνούν
τα ελάφια και οι λαγοί του χαϊδεύουν τα πόδια
κι αυτός εξαίσιος μέσα στη λύπη του
με τα μαλλιά του δοσμένα στο ασήμι της νυχτός
ανεμίζει τους φθόγγους της φωνής
τις φλόγες ανεμίζει που τον στοίχειωσαν
τον θάνατο ανεμίζει
ο Γρηγόρης εξαίσιος
μέσα στους στοιχειωμένους φθόγγους της νυχτός
συλλαβίζει τον ερωτά του
έφηβος είναι ο Γρηγόρης
λουσμένος ολόκληρος στο φως
το στοιχειωμένο δάσος τον προϋπαντά
τα δέντρα τον σκεπάζουν
σμήνος ελάφια τον ακολουθούν
το άλογο της νύχτας χλιμιντρίζει
καθώς ανεβαίνει μαζί του στο φως
στο φως της σελήνης ανεβαίνει ο Γρηγόρης
έφιππος τροπαιοφόρος
μαζί με τις φλόγες
μαζί με το ασήμι της νυχτός
μαζί με τα πουλιά
που μαρμάρωσαν στα κλαδιά του δάσους
μαζί με την πάχνη της αυγής
που σκέπασε τα άνυδρα τοπία μας.

10 Απριλίου 2008

Από τη συλλογή «Η Λυπημένη στο Μαγεμένο Δάσος» ( 1999). Αναδημοσιεύεται στον τόμο «Τα Ποιήματα (1970-2009)» (Αθήνα 2009)


ΝΙΚΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

«ΜΝΗΜΗ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΩ ΚΑΙ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΟΥ»

Και πάλι εισέρχεται μέσα από ιαχές φωνές αστραπές
λευκοπρεπής μέσα στα λαμπρά του άμφια
θριαμβευτής ο απαγχονισμένος άγιος Γρηγόριος
ο εν Κωνσταντινουπόλει αθλήσας
το σώμα του αιωρείται στην πύλη του ακοίμητου χρόνου
το πράο βλέμμα του ταξιδεύει μέσα στα τοπία της ψυχής
μ᾽ ένα απαλό τρυφερό αγέρι του πρωινού
όπως η θάλασσα
όπως ο λυγμός των πτηνών
όπως οι σημαίες που ανεμίζουν στα ιστιοφόρα που καταπλέουν
όπως η άνοιξη,
μαζί του, με τη λερή του φουστανέλα,
με τα λερά του ράσα,
εισέρχεται κι ο Γρηγόριος Δικαίος Παπαφλέσσας
ο εν Πελοποννήσω
τυλιγμένος στα αίματα είναι
κι ο άλλος Γρηγόριος ο οσιομάρτυς
ο πυρποληθείς υπό των βαρβάρων εν Κύπρω
κάθονται και οι τρεις τυλιγμένοι στο φως
στις φλόγες μέσα είναι
τα τοπία μας πυρπολούνται μαζί τους
τα τοπία μας ολοένα αποσύρονται
όπως το σχοινί της αγχόνης
όπως το δάκρυ που τύλιξε τον αθέατο χρόνο
όπως τον άνεμο που διασχίζει θυελλώδης τα φυλλώματα.

24 Απριλίου 2001

Από τη συλλογή «Η Λυπημένη στο Μαγεμένο Δάσος» ( 1999).Αναδημοσιεύεται στον τόμο «Τα Ποιήματα (1970-2009)» (Αθήνα 2009)

image

Το σεπτό σκήνωμα του Αυξεντίου ολοκαύτωμα στον βωμό της Ελευθερίας


 

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

«ΣΤΟ ΣΙΕΡΚΕΤ»

[Στο ποίημα αυτό ο Λεύκιος Ζαφειρίου παραλληλίζει τον βίαιο θάνατο ενός Τουρκοκύπριου, προφανώς στα χέρια Ελληνοκυπρίων, με τον φόνο του Αυξεντίου από τους Άγγλους]

Σε σκοτώσαν
σου βγάλαν τα μάτια
σου δέσαν τα χέρια,
ύστερα σε πετάξαν στο ποτάμι
στη θάλασσα, στη λάβα του ηφαιστείου
χωρίς να ενδώσεις
χωρίς να φοβηθείς.
Σε κατατεμάχισαν,
κομμάτι κομμάτι σε πέταξαν στα σκυλιά.
κι ακόμα αντιστέκεσαι
κι ακόμα επιμένεις
ολόιδιος Γρηγόρης Αυξεντίου
και Μιχάλης Καραολής.

Δημοσιεύεται στη συλλογή «Τα Ποιήματα» (Λευκωσία 1977)


 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΟΛΕΣΚΗΣ

«ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

Ξέρεις, τώρα πια το χωριό δεν υπάρχει, ή μάλλον
υπάρχει σκορπισμένο εδώ κι εκεί και συρρικνώνεται
ολοένα. Πήρε μαζί του όσα μπόρεσε και πολλά έκρυψε στη γη
και στα θεμέλια των σπιτιών για το γυρισμό.
Όμως ό,τι έκρυψε το ‘χασε, κι αυτά που πήρε
αποδείχτηκαν αδύναμα χωρίς τη γη κάτω απ’ τα πόδια του,
δίχως τα θεμέλιά του, πελεκημένα από γενιά σε γενιά.

Είναι δύσκολη η κατάσταση, Γρηγόρη, και το
βλέπεις πιο πολύ στα πρόσωπα των γονιών μας
που φεύγουν ένας ένας σ’ άλλη γη
αφήνοντας άδειους τους τάφους των πατέρων τους.
Εδώ που φτάσαμε θέλει δύναμη κι αγώνα να κρατάς το χωριό ζωντανό,
να μην το ξεχνάς, να μη σε ξεχνά,
να το μεταφέρεις στους νεότερους και να τους χάνεις να ελπίζουν
και να ελπίζουν πιστεύοντας κι όχι από συνήθεια.
Ό,τι απόμεινε χτυπιέται τώρα με τους καινούριους κατοίκους του.
Δεν τους αφήνει να αισθανθούν παρά σαν κλέφτες
κι αυτοί το βλέπουν σαν εχθρό τους και τα βάζουνε μαζί του.
Περιττό να σου το πω, δεν έχουνε κανένα σεβασμό
για ό,τι έζησε και για ό,τι πέθανε εκεί.
Τι να σου πω, ο κίνδυνος είναι μεγάλος
γιατί πατρίδα είναι η γη ανάμεσα στη θάλασσα
με τα βουνά, τα δάση και τα σπίτια των ανθρώπων.
Πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποι που κατοικούν,
που σπέρνουν και θερίζουν…

Όταν κάτι χαθεί η πατρίδα γίνεται λειψή
κι αρχίζει να χωλαίνει
κι άμα χαθούν οι άνθρωποι χάνονται όλα.
Την πατρίδα δεν τη βρίσκεις σε άλλη γη, ούτε σε άλλο αστέρι.
Είναι στο χώμα και στις πέτρες
που ποτίστηκαν με τα πρώτα σου δάκρυα,
που σου έδωσαν το πρώτο θαύμα του σπόρου
που βλαστά μεσ’ απ’ τη γη
που σκέπασαν τον πρώτο αγαπημένο σου νεκρό.

Πατρίδα είναι όλα τούτα που μένουν
καθώς τα άλλα φεύγουν και σ’ αφήνουνε γυμνό,
με τη ψυχή φτωχή να τρέμει
σαν φθινοπωρινό φύλλο την ανάσα του θανάτου.

Ο κόσμος μας έγινε στενός σαν μια σανίδα μισοπέλαγα
και τρέμουμε το ένα βήμα που θα μας φέρει στον καταποντισμό.
Πώς να ζήσεις, ωστόσο, μετρώντας τη ζωή
με χρόνια χωρίς προεκτάσεις,
χωρίς εξισώσεις με το αιώνιο και το άπειρο
μετρώντας τη ζωή στην επίπεδη κλίμακα της γης που πατούμε,
βλέποντάς την να σβήνει — μια σκιά περαστική
πάνω από τη θάλασσα των αιώνων
και τους ωκεανούς του σύμπαντος.

Ωστόσο παρασύρθηκα μακριά και θα τρομάξεις.
Είναι, λοιπόν, και τα παιδιά. Γεννιούνται σήμερα,
μπήγουν το πόδι τους στη γη, πιάνουν το νήμα του χρόνου
και το ξετυλίγουν για την άλλη μέρα που τους ανήκει.

Μ’ όλο τον κίνδυνο να μας επαναλάβουν
πολλά θ’ αρχίσουνε απ’ την αρχή
κι ίσως μια μέρα βρούνε κι ένα δρόμο πέρα απ’ το δικό μας.

Από τη συλλογή «Το Σπίτι και ο Χρόνος». Αναδημοσιεύεται στον τόμο «Ποιήματα 1980-1990» (Κύπρος 1993)


ΤΑΣΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

«ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ: ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΤΕ»

Στην επέτειο των σαράντα ετών από τη θυσία του Αυξεντίου, ο Τάσος Αριστοτέλους δημοσιεύει μια σειρά από στιχουργήματα προς τιμή του ποιητή. Μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ.


 

ΑΝΑΛΕΚΤΑ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Πέραν από τους δόκιμους ποιητές, πολλοί ήταν οι απλοί άνθρωποι που ένιωσαν την ανάγκη να εκφραστούν ποιητικά για τον αγώνα της ΕΟΚΑ. Τα άτεχνα, πλην συγκινητικά, στιχουργήματά τους συγκεντρώνονται στον τόμο Π. Μ. Ιωάννου (επιμ.), Το έπος της ΕΟΚΑ 1955-59: Η ποιητική έκφραση του Αγώνα, Λευκωσία 21987-88. Όσα αναφέρονται στη θυσία του Αυξεντίου μπορείτε να τα διαβάσετε εδώ.

image