Tags

, , , , , , , , , , , , , , , ,


 

Evagoras-PalikaridisΌπως και στην περίπτωση του Γρηγόρη Αυξεντίου, οι “Λωτοφάγοι” τιμούν τη μνήμη του Ευαγόρα Παλληκαρίδη ανθολογώντας γνωστά και λιγότερο γνωστά ποιήματα, που γράφτηκαν προς δοξαν της θυσίας του. Η ανθολογία διανθίζεται με μελοποιημένα ποιήματα του Ήρωα.

Η συλλογή αυτή εμπλουτίστηκε χάρη στην ανεκτίμητη βοήθεια της συναδέλφου Δήμητρας Δημητρίου, την οποία και ευχαριστώ θερμότατα.

Στη συλλογή περιλαμβάνονται τα κάτωθι ποιήματα:

  1. Φώτης Βαρέλης, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
  2. Τεύκρος Ανθίας, «Το παιδί με τα τετράδια»
  3. Τεύκρος Ανθίας, «Ω ξειν᾽ αγγέλλεις..»
  4. Ανδρέας Παστελλάς, «Άδεια θρανία»
  5. Ανδρέας Παστελλάς, «Ανάταση»
  6. Κώστας Μόντης, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
  7. Κώστας Μόντης, «Για τον εικοσάχρονο ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχόνισαν οι Εγγλέζοι»
  8. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, «Του Βαγορή»
  9. Ανδρέας Παράσχος, «Του Βαγορή»
  10. Πίτσα Γαλάζη, «Ο ωραίος Αρτούρος ή ο Αρτούρ Ρεμπώ στη νήσο Κύπρο»
  11. Πίτσα Γαλάζη, «Ευαγόρας»
  12. Πίτσα Γαλάζη, «Σηματωροί»
  13. Πίτσα Γαλάζη, «Τα έψιλον της Ελένης»
  14. Χλόη Αχαϊκού, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
  15. Χρήστος Μαυρής, «Ήλιος παρεπίδημος»
  16. Λεωνίδας Μαλένης, «Το τραγούδι του Ευαγόρα Παλληκαρίδη»
  17. Παντελής Τρωγάδης, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
  18. Κ. Ν. Κωνσταντινίδης, «Στον ανήλικο ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη»
  19. Γεώργιος Χατζηγεωργιάδης, «Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη»

 


ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΕΛΗΣ

«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι

κι ούλοι οι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, ετούτος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.

Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη ένας ένας.
Μπαίνει κι η Πρώτη, η άταχτη, κι η Τρίτη, που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. –
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος· και με φωνή που τρέμει:

Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Χωρίς μιλιά όλοι γύρισαν στο άδειο το θρανίο.

— Στάσου, Ευαγόρα, ορθός εκεί, στη θέση σου, όπως πρώτα!

Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.

— Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,

κλαμένος λέει ο δάσκαλος, ανάμεσα στο θρήνο.
— Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!

Τα ᾽πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.

Γράφτηκε, κατά τη μαρτυρία του ποιητή, την επαύριο της εκτέλεσης του Παλληκαρίδη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γ. Χατζηκωστή, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: ο Ήρωας και ο Ποιητής» (Λευκωσία 1984)

 


 

ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ

«Το παιδί με τα τετράδια…»

(Του Ευαγόρα Παλληκαρίδη)

… Και «πήρε μιαν ανηφοριά,
πήρ᾽ ένα μονοπάτι,
σ᾽ ένα χρυσό παλάτι
να βρει τη Λευτεριά».

Όπλο και πένα αγκαλιασμένα…
Σύμπλεγμα που ζωγράφισε
στα στήθια των αιώνων
Γκρέκο και Πικασσό η πολυκύμαντη Ιστορία.

«Ηρωική Συμφωνία» ενός Μπετόβεν
που δάμασε τη θύελλα
με την ορμή της αρμονίας.

Και προχωρεί ο λεβεντονιός
— παιδάκι αμούστακο —
στα ματωμένα Ηλύσια της θυσίας.

Ένα βιβλίο τ᾽ απόμεινε στο χέρι:
Του Σοφοκλέους «Η Αντιγόνη».

Κι όλο διαβάζει την ανθρώπινη κραυγή της,
κραυγή της νιότης που δεν έζησε,
κραυγή του ονείρου που έχει κλείσει
με τραγικά αποσιωπητικά…

Μα προχωρεί στο βωμό με θούριο βάδισμα
Με μάτια ονειροπόλα, φεγγοβόλα.

Ώριμος άντρας στην αντρειοσύνη του.
Και δάσκαλος — αυτός ο μαθητής
π᾽ άλλαξε το θρανίο με το εδώλιο της αγχόνης —
στην έδρα τη χτισμένη από την πίστη
σ᾽ ό,τι ομορφαίνει κι ανεβάζει τη ζωή:
στην ερωμένη όλου του κόσμου Λευτεριά.

Αντιλαλεί η φωνή του με τα τύμπανα
Και με τα φλάουτα μιας ορχήστρας
Που όλο τονίζει κι αναλύει το προανάκρουσμα:

«Και σαν πρώτ᾽ αντρειωμένη
χαίρε, ω χαίρ᾽ Ελευθεριά».

Μ᾽ αυτό τον ύμνο έφυγε
απ᾽ τον κόσμο
Σεμνός, ωραίος, μεγάλος — το παιδί
με τα τετράδια και την πένα του ποιητή.

Τον αποχαιρετούνε τα θρανία της Ιστορίας.
Τον αποχαιρετούνε οι λαγκαδιές, τα μονοπάτια…
Κι ένα φιλί του στέλνει η Λευτεριά
Με το χαρμόσυνο μήνυμα:

«Ξεκίνησα. Και φτάνω. Ναι, θα φτάσω
στους ώμους του λαού, που κι όταν πέφτει
στη μάχη ανασηκώνεται σα γίγαντας
κι όλο βαδίζει προς τη νίκη.

Είναι οι καιροί μας κύματα και γλάροι τα όνειρά μας.
Καράβι ο πόθος της ελεύθερης ζωής.
Κι όλα προς ένα λιμάνι ταξιδεύουν.

Στολίστε τα κατάρτια με στεφάνια και χαμόγελα.
Γλάρος σας συνοδεύει η Λευτεριά.

Δημοσιεύεται στα «Ποιητικά Άπαντα, 1928-1962» (Λονδίνο 1962)

 


 

 ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ

«Ω Ξειν Αγγελλεις»

Ξένε, μια μαύρη πόρτα όταν περάσεις,
στην έρμη πολιτεία τους μ᾽ ένα δέος αργό το βήμα
θα σύρεις σα μια πένθιμη γραμμή.

Θα ᾽χεις ολόρθο το κεφάλι σου ως τόσο.
Και πιο ψηλό θα ιδείς το ανάστημά σου
— πιο ψηλό κι απ᾽τους τοίχους με τα γυάλινα τ᾽ αγκάθια,
πιο ψηλό κι απ’ της βιας την αγχόνη
π᾽ αντίκρυ τα κοράκια μαγνητίζει.

Μικρή είν᾽ η πολιτεία τους…
Ούτε ένα στρέμμα γης. Μα είναι πλατιά
σαν την ακτίνα της θυσίας
και σαν το πέλαο των δακρύων
που μάνες μαυροφόρες και αδερφές
και κόσμοι ολάκεροι
έχουν απλώσει στο χώρο της οδύνης.

Τάφος είν᾽ η σκλαβιά. Διπλός ο τάφος
στων φυλακών τον Άδη που τους ζώνει.

Κι εδώ είν᾽ η πολιτεία τους,
Εδώ έχουν κοιμηθεί μ᾽ ένα στεφάνι στο λαιμό
— με του σκοινιού τον κύκλο σ᾽ ένα ηφαίστειο
π᾽ ανέβαζε σα λάβα την κραυγή της Λευτεριάς.

Προχώρα. Κοίτα μόνο μην πληγώσεις
τα χαμομήλια — την αιώνια συντροφιά τους.
Προχώρα. Κυπαρίσσια θ᾽ αντικρύσεις
μα δεν είναι από ξύλο κι από φύλλα.
Ανάερα — με την αύρα, με τον άνεμο —
Θωπεύουν ή κλονίζουν την ατμόσφαιρα.
Τα «κυπαρίσσια» είν᾽ η σκιά της Λεβεντιάς
— υπέρκαλλοι ίσκιοι των ηρώων.

Και θα διαβάσεις σε σταυρούς φυλακισμένους:
Καραολής, Δημητρίου, Παλληκαρίδης,
Μούσκος και Δράκος, Αυξεντίου,
Ζάκος… Πετράκης Γιάλλουρος…
και πόσους άλλους τίτλους της Τιμής.

Στάσου ν᾽ αφουγκραστείς. Και πλήθος άλλα ονόματα
φερμένα στα φτερά του αγέρα
από χωριά και πολιτεία
— από λησμονημένα κοιμητήρια —
στ᾽ ακουστικά σου τύμπανα θα ηχούνε.

Ίσκιοι κι αυτοί μπροστά σου θα υψωθούνε.
Και θ᾽ αντηχήσει στο θόλο της σιωπής σου:

— «Ὦ ξεῖν᾽ ἀγγέλλεις…» στα πέρατα της γης:

Εδώ και πέρα ως πέρα στο νησί μας
η Λαϊκή Θυσία ξυπνάει περήφανη
κι όλο προστάζει: ανυψωθείτε
στ᾽ ανάστημα του Αγώνα που τελειώνει
μόνο σα γίνει Αλήθεια και Παλμός η Λευτεριά.

Δημοσιεύεται στα «Ποιητικά Άπαντα, 1928-1962» (Λονδίνο 1962)

 


 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ

«Άδεια θρανία»

[Το ποίημα δεν αναφέρεται ειδικά στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, αλλά σε όλους τους ήρωες της ΕΟΚΑ, ειδικά τους ήρωες μαθητές. Κορυφαίος βέβαια ανάμεσά τους, αν υπάρχει ιεραρχία στους ήρωες, είναι ο Παλληκαρίδης.]

Διάβασα το κατάλογο και σεις λείπατε,
γράφατε την ορθογραφία σας στους τοίχους.
Διάβασα τον κατάλογο
Και σεις βρισκόσαστε στα οδοφράγματα
Διάβασα τον κατάλογο
και σεις γράφατε στις φυλακές
στα μικρά σας γόνατα
την Ιστορία του ανθρώπου.
Κι έγραψα στον κατάλογο: όλοι παρόντες!
Και πλάι το βαθμό του καθενός σας:  Άριστα.

Από τη συλλογή «Χώρος Διασποράς» (1970)

 


 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΣΤΕΛΛΑΣ

«Ανάταση»

Πατρίδα μου, είσαι μεγάλη,
διαμελισμένη σ᾽ άμετρους θαλάσσιους βράχους
όπου φωλιάζουν οι αετοί της Αρετής.
Είσαι μεγάλη,
γιατί αναπαύεσαι
στη σιωπηλή εγκαρτέρηση του Καραολή,
στ᾽ ατάραχα μάτια του Αντρέα Ζάκου,
που καθρέφτιζαν τις αψηλές αρμονίες του Μπαχ
— δυο βήματα από την αγχόνη —
στους νεανικούς στίχους του Ευαγόρα Παλληκαρίδη
π᾽ ανεβαίνουν δειλά τα σκαλοπάτια τ᾽ ουρανού
ζητώντας τ᾽ άπειρο φως της Λευτεριάς.
Είσαι μεγάλη,
γιατί ακουμπάς σταθερά
στις δυο ανυπόταχτες δωρικές κολώνες
του Μολών Λαβέ
του πρωτοπαιδιού σου Αυξεντίου.

 


ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Όταν διάβασα την ιστορία σου,
το βράδυ είχα πυρετό.

«Για τον εικοσάχρονο ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχόνισαν οι Εγγλέζοι»

Όταν εμείς εξακολουθούσαμε να γράφουμε στίχους
εκείνος διέκοπτε κι ανέβαινε στην αγχόνη.

Από τη συλλογή «Στιγμές» (Λευκωσία, 1958)


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

«Του Βαγορή»

Τα αθλητικά του παπούτσια κρεμασμένα
στου ποδηλάτου το τιμόνι επί το θάττον
έκαμναν την Παράδεισο να σειέται.

Λοιπόν ο νεαρός μας αθλητής
σαν βγήκε στο κλαρί να κελαδήσει
αμούστακος μπροστά στους αστακούς
Εγγλέζους που τον έψαχναν στα φαράγγια
με κάτι δολοφονικούς φακούς, με κάτι
δόκανα σιδερένια και σκεπέτους,
φώλιαζε στο ξωκλήσι τ᾽ Άι Ονούφριου
κρυμμένου στην ποδήρη του γενειάδα.

Μια μέρα μια γυναίκα του λαού
Παράπονα και κλάματα μπροστά
στον Άγιο της και τον ερωτούσε:
«Γιατί δεν μου κάνουμε στην χάρη που σου γύρεψα
κι εις τες παράκλησές μου τι κωφεύεις;»

Δεν άντεξε ο καλός μας Βαγορής
οπίσω από τη γενειάδα της εικόνας:
«Και πώς να κάνω κείνο που μου ζήτησες
αφού και συ δεν μου ᾽φερες λαμπάδα;»

Χύθηκε αυτή με μίας μες στο λιβάδι
Κράζοντας για το θαύμα της φανέρωσης!

Όσο να φτάσουν οι πιστοί ως εκεί,
επήρε την γενειάδα του κι εχάθη.

Συμπέρασμα δεν έχει· τούτο μόνο:
Αν τη ζωή κορώνα-γράμματα την παίζεις,
γλυκό να της παρέχεις ευφρόσυνη
με τη δικιά σου γρηγορούσα χάρη.

Μάρτης 1998

Από τη συλλογή «Δοκίμιν» (Αθήνα, 2000)


 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΡΑΣΧΟΣ

«Του Βαγορή»

Εννιά τζιαι δέκα τζι’ εκατόν τζιαί σίλιοι πεντακόσιοι
τ’ άρματα εζωστήκασιν στον πόλεμον τζιαι πάσιν.
Ο πκιό μιτσής τριών γρονών, χαζίριν τζιαι παρπάταν
τζι’ ο μιάλος ήτουν εκατόν τζι’ έδειγνεν τους τη στράταν.

Ήτουν ο γρόνος δίσεχτος, μήνας Δευτερογιούνης,
τη στράταν που πηαίννασιν λαμπρόν την πκιάννει μιάλον.
Ο πρώτος, ο μιτσόττερος, ελούθην του κλαμάτου,
πο ᾽ν είσιεν μάναν να το δδει, μήτε γονιόν κοντά του.

Τζι’ έτσι σαν ήτουν το λαμπρόν τζι’ ούλλα κατάπιννεν τα
τζι’ ο φόος ήτουν δακρυκόν τζιαι τ άρματα κρουσμένα.
Ομπρός τους συνομπλάστηκεν πέρκαλλος τζειν’ την ώραν
τζι’ ώρα καλή, εφώναξεν, λαλού μμε Ευαγόραν.

Τζι’ επολοήθην ο παππούς στα εκατόν του γρόνια
τζιαι άννοιξεν το στόμαν του τζιαι λέει τζιαι λαλεί του
ώρα καλή σου Βαγορή, που ᾽ρτες που την αγχόνην
είμαστεν αγνοούμενοι που πάππον ως αγγόνιν.

Πάππος, μωρόν τζιαι πέρκαλλος τα μμάθκια εσηκώσαν,
καρτζιλατούν τον Πλάστην μας, πκιάννουν ευτζιήν τζιαι στράταν
τζιαι εφκήκαν μιαν ανηφορκάν τζιαι στην Τζιερύνειαν πάσιν
τζι’ η νύχτα που ᾽ταν βαρετή έφεξεν στο Καρπάσιν.

Στίχοι, που μελοποιήθηκαν από τον Κούλη Θεοδώρου

 


ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«Ο ωραίος Αρτούρος ή ο Αρτούρ Ρεμπώ στη νήσο Κύπρο»

ΙΙ

Και τι νωρίς που ο ωραίος Αρτούρος
πλεύρισε ναυαγός τον τόπο μας
πριν καθαρίσουν τα κουνούπια τ’ άνομα
και πριν ο σπόρος δέσει να φουσκώσει το προζύμι.
Τι ήξερε απ’ τα παλιά και τι απ’ τα μελλούμενα
δεν έμαθε κανείς
μόνο π’ οσμίζονταν το θάνατο ν’ απλώνει εξατμίσεις
του ήλιου τη διαστροφή στα δέρματα
και τον τυφλό Ελύμα.

Αγουροξυπνημένο ο Αρτούρος
έβρισκε τον τόπο μας
απ’ το υπνόχορτο της νύχτας να ψευδίζει
κι έβαινε λαμπερός φωνάζοντας
να γεννηθούν οι ποιητές να πάρουν τα βουνά
και μπόλιαζε το φέγγος του καράβια που μεθούσαν.

Δρασκέλιζε και δεν τον πρόφταινε κανείς
και της αδημονίας άρρωστο τον πήρανε
να βλαστημάει τους βάλτους.

Όταν ο άλλος ήλιος μας ανάτελλε
κι ο άλλος έφηβος ποιητής
άστραφτε με την όψη και την κόψη ελευθερίας
ο ωραίος Αρτούρος έκλαψε πικρά
που ήρθε σ’ άλλη εποχή
κι ο πυρετός του επώασε
της ομορφιάς πουλιά
κι όλη την επανάσταση στο ποίημα.

Κι όταν τα ρίγη μας σεισμοί
ραγίζανε και ξαναχτίζανε τον τόπο μας
κι η μοσχοϊτιά χαμήλωνε
να δώσει τον ανθό της

ο ωραίος Αρτούρος σώπαινε
γνωρίζοντας καλά
πως απ’ του πόνου τα οστά
βγαίνει η ελευθερία.

 


 

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«Ευαγόρας»

Με πυξίδα την αίσθηση άστρο
Έκρουε άγρια μεσάνυχτα το ρόπτρο της μονής μου
Με την ψυχή του ήδη στο ράσο της
Δόκιμος

Μύριζε η ανάσα του αχνούδιαστη μαστό
Γαρύφαλλα της μέθης αρπαγμένα
Που στόλιζαν κιόλας το φέρετρο νιότης
Αυτόβουλης στον βωμό
Ιφιγένειας

Με εκατοντάδες τέσσερεις τα σήμαντρα στο αίμα του
Κι έξι και κάτι στις δεκάδες τις καμπάνες
Να σημαίνουν
Τόπος λησμονημένος ανασήκωνε τη ράχη του
Στα εν υψίστοις να ξανάβρει την μιλιά του
Να υπερυψούται στα πεντασύλλαβα
Εύξεινος

Κι έμπαινε μονοσάνταλος απ’ τ’ άβατα
Με τ’ αυτοπροαιρέτως και τα γόρδια κομμένα
Προποντίδα
Να δένει τ’ άλλο του σαντάλι στην φωνή
Για να πατά στα κραταιά
Άλτης συγκλητική, πυρπολητής
Των ναυαρχίδων

Μούσκεμα από τα χρόνια των χιλιετιών
Οιακιστής και οδοιπόρος
Μετρούσε κλήδονας τα βόλια μες στο σώμα του
Τόπος ωστόσο νέος
Με τ’ όνομά του για το εύφλεκτο αλάλητο
Και το δαμόκλειο καιρών νηπιοκτόνων

Και έγινε μαθητής κι έγινα δάσκαλος
Και έγινε δάσκαλος και ήμουν ο μαθητής του
Αγγίζοντας απ’ την αρχή τα πράματα
Στην φάτνη αυτού του κόσμου
Και στου άλλου την γιορτή του

Άγρυπνος στέγνωνα τα ρούχα του
Κι άκουγα την οργή
Μες στην οσμή τους να γαβγίζει
Απ’ τις ραφές την άμμο που έτριζε
Το αλάτι που το μέλλον μας θ’ αρτύζει

Απόγειρε στο στρώμα μου ο ερχόμενος
Γλυκαίνοντας τον ήχο της Φωνής μου
Για να κοιμάμαι από τότε με την ζέστα του
Και να δροσίζεται το πρόσωπο της γης μου.

Που εωθινή και μυστική μα κι ιδιόμελη
Μες στις παραλλαγές της συνωμότις
Στ’ ακονιστήρια λέξεων που άφησε
Τροχίζει και γυμνάζει την φωνή της

Στα εν υψίστοις να μελωδεί.

Από τη συλλογή «Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος» (Αθήνα 1997)


 

ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«Σηματωροί»

[Η ομότιτλη συλλογή φέρει το εξής μόττο: «Του πιο Μικρού κληρονόμου του Σολωμού / του ΕΥΑΓΟΡΑ / τ’ ανάδοχου των ποιητών του τόπου μου»

Ι

Πλατεία Σολωμού – Κύπρος 1980

Μέθυσε λοιπόν Σολωμέ
καθώς ξεχνιέσαι απόκληρος
μες στις πλατείες και στις συμβολές που σ’ έστησαν
για να ρυθμίζεις την τροχαία
και την ευημερία εποχούμενη να διέρχεται
κατά το ανάποδο της ερωμένης
που τα σημάδια και τους τύπους όρισες
και δεν την καλωσόρισε κανείς μας

Μέθυσε λοιπόν Σολωμέ
και μούντζωσε και μαύρισε και βρίσε
γιατί τα εκπορνευμένα αυτιά
δεν το ακούνε το τραγούδι πια
γιατί τα κόκαλα — δυο βήματα πιο πέρα —
των όμοιών σου τρίζουν

Κι ο πιο μικρός ο κληρονόμος σου ο Ευαγόρας
ο υμνητής, ο αμύντορας, το κρίνο του Μαρτιού
έσκυψε το κεφάλι κι έβαλαν
στους στίχους του στυπόχαρτο
και στ’ όνομά του οι γομολάστιχες τρίβονται
και καταλιούνται να το σβήσουν

Απρίλη κι η έκρηξη έσβησε
Πρωταπριλιά μας άφησε άναυδους
η επανόστηση χελιδονιού διαβάτη
Ο έρωτας με τον ξανθό Απρίλη αγκαλιά
κι ο φωτοφόρος να προοιωνίζει

Μέθυσε Σολωμέ
δεν έχει πύλη ο λόγος να διαβεί
Δεν έχει η ιστορία πέρασμα, λιμνάζει
στέλλοντας κουνούπια

Ρευματικά τα φώτα στα παράθυρα
βαθαίνουν οι πληγές και γλυκασμό δεν έχουν
Ο πόνος αλατόμητος
κι οι μαραμένοι ποιητές σε χαιρετούν
καθώς άλλη άνοιξη δεν καρτερούν
ραγιάδες πιά ραγιάδες
Κι είχε το ξέρεις προοιωνίσει
το πρώτο χελιδόνι ο Μόδεστος
παγιδευμένος σέ σύρματα ηλεκτροφόρα
Όψη που ξεχάστηκε
μαχαίρι που δεν κόβει πια
Και λάμψη μυστική που σβήστηκε και πάει
Μέθυσε Σολωμέ, γερνάμε πιά
γερνάνε κι οι ιδέες
κι οι λευτεριές πληρώνονται
κι οι αγάπες ξεψυχάνε.

ΙΙ

O Παλαμάς o Πενταδάχτυλος
με τα χέρια πλυμένα βροχή
με νύχια καθαρά κομμένα απ’ την συναλλαγή
ασβεστωμένα μ’ ωστόσο σκληρά απ’ τους ρόζους της ποίησης
ανάβει τις λέξεις φωτιές ακριτικές
για του Διγενή τ’ αποτύπωμα
με τον Ευαγόρα μικρό παραγιό
σποραδικά σηματοδοτεί

Κι απ’ το μελανί που η κούραση δίνει στις πλαγιές
γκρεμίζονται τα λερναία της απελπισίας
δένοντας κόμπο κι ασπρίζοντας
και το αντρίκειο στήθος ασπαίρει κι ακινητεί

Το πριν ιλαρό φως του Ιλαρίωνα
πέφτει οργή την άσφαλτο λιώνοντας
της αρτηριοσκληρωτικής πόλης του υπνόχορτου και της κυκλοθυμίας
Και το μωρό νερό δεν αφήνει να περάσει
η ασκητεία της ποίησης για την καθαρότητα Κυριακής βαγιοφόρας
Μόνο με καλάθια τα πηγάδια αδειάζουν
Φιλόσοφοι άσοφοι
και τεχνολόγοι ποιητές
και κυπαρίσσι κανένα δεν μνημονεύει
την ράτσα μου και την φυλακή των νεκρών μου

Με την ράχη στον Πενταδάχτυλο
η παράλυση των αγαλμάτων
Με το καύκαλο των ονείρων
η πρόποση του κρασιού
Μόνο του Ευαγόρα τα χορταριασμένα μονοπάτια
και τα σκαλοπάτια ξεδοντιασμένα
από το πλιάτσικο της αλητείας των καιρών
κι οι μικρές πυρκαγιές των λέξεων
ν᾽ ανάβουν στα πενταδάχτυλα των χεριών
τον χρόνο καθώς μουντζώνει ξηλώνοντας

Υπόγεια ρεύματα για τους ραβδοσκόπους
που υδροστάτες μυστικοί ανοίγουν τους κρουνούς τα μεσάνυχτα
και ποτίζουν το μικρό περιβόλι
π’ ανθίζει σαν ήβη του τόπου κι υπόσχεται
Και το αίμα θηλυκό δένει και καρποφέρνει ορθρίζοντας

Κλείνω λοιπόν την μύτη
και καταδύομαι στην καθημερινότητα
άφωνη, άλαλη και παρούσα, γίνομαι χέλι
και γλιστρώ του καιρού
και γυρίζω αντίστροφα κι επιστρέφω με την φωνοπηγή μου
υδραγωγώντας ξημέρωμα

ΧΙΙΙ (β)

Τα θερισμένα μαλλιά της Μαρίας και της Μάρθας
τα από πριν σημαδεμένα κόκκινα αυγά στο πανέρι
Η στερεμένη στάμνα κλεμμένη απ’ το χώμα,
ποώδεις χαρές ανθεστήρια θανάτου
Υπνόχορτο που καπνίζει σκονίζει μα δεν σβήνει
των Ελλήνων Χριστών τα σημάδια

Άπραγα βάγια στον τοίχο θυμίζουν,
η άμπελος η μυστική απειλείται
Και το ποίημα ξεκουκκίζοντας λέξεις
αγκομαχά και πασκίζει
να κυλήσει την πέτρα απ’ τα στήθη

Στον λαιμό κάθονται οι φωνές του καιρού μου και βήχω,
ανεβαίνουν τα λάβαρα όπως κι η πίκρα,
αλμυρό ανακάλημα τσούζει τα μάτια
κι ο Ιούδας ο Χρόνος αφαιρεί και γυμνώνει

Ο Κυριάκος να δένει πάντα τίς ρίζες,
ο Ευαγόρας να δίνει για πετάλωμα λέξεις,
θρύβονται των ποιητών τα σώματα αλάτι
που οι ρευματισμοί του καιρού απορρίπτουν
και δεν κυλά και δεν ξημερώνει
Στην Λάρισα βγαίνει ο Αυγερινός
εδώ νυχτώνει όλο νυχτώνει

XVII

Είδα τ’ όνειρό μου από την κλειδαρότρυπα κι ανατρίχιασα
το μάτι θάμπωσε κι έπεσε καταρράχτης
κράχτης του θολού τοπίου και των χρόνων αριθμητήριο
Κι η κόκκινη κλωστή της αρτηρίας μου
περασμένη μέσα από την τρύπα
συνέχιζε να στάζει και τυλιγμένη στην ανέμη
να συνεχίζει την ιστορία του τόπου μου

Θα βάλω μαύρα απ’ την αρχή
μαύρο θα καβαλήσω
να πάω να συναντήσω
όσα μου πήραν οι χαμοί

Θα πάρω γιατροσοφικά και τις παλιές χαρές μου
να δέσω τις πληγές μου
Θα πάω στον Καλόγερο με το τρεμάτο γένι
στην στέρνα να μου φέρει όλα τα πρόσωπα
που ο κλήδωνας τα κλείδωσε
και δεν μιλάει κανένας
μόνο οι παρθένες βλέπουνε του τόπου τους γαμπρούς

Ο καθρέφτης της Μικρασίας και των Αδάνων
μες στης αιχμαλωσίας την σκοτεινή σήραγγα
κρησφύγετα τ’ ονείρου και το τραγούδι τ’ αμίλητου

«Όσα άστρα έχει ο ουρανός
τόσα παιδιά να κάμεις
τόσες φορές να παντρευτείς
και χήρα ν’ αποθάνεις»

Κι άστρα παιδιά, άστρα παιδιά διάττοντες
και τα φεγγάρια και τα φανάρια
σπαθιά κομμένα, κονσερβοκούτια φώτα σβηστά
Κι αμέτρητοι γάμοι κι αμέτρητοι τάφοι
κι η χηρεία κι η λατρεία σε φωτογραφία εικόνισμα

Θα βάλω μαύρα απ’ την αρχή
κι απ’ την αρχή θα κλάψω
Για την προσφυγιά στο σπίτι μου
Για την προσφυγιά στο κρεβάτι μου
Για την προσφυγιά στο τραπέζι μου
Για το ραδίκι τ᾽ ατροφικό του τόπου μου

Χαράζει κι o ποιητής
παιδί της αστραπής και της βροντής αγγόνι
αστράφτει να κάψει, βροντά να καταλύσει
και γίνεται άνεμος να πάρει καπνό
την κατάρα μακριά

Η λυγερή σπαρταρά με τα μαλλιά χυμένα
Λέει να λαμνίσει την οδό της
λέει να μιλήσει στον καλό της
να χαμηλώσει τα βουνά
να βρει τ’ άλλο μισό της

Επειδή βαραίνουνε οι σπόροι της
Επειδή βαραίνουνε οι πόνοι της
και τα τραγούδια τ’ αλάλητα του γάμου
Κι επειδή κινδυνεύουν οι φωτογραφίες απ’ το συρματόπλεγμα
κάθεται και τις περνά μια μια από την αρτηρία του ποιητή να τις σώσει

Aντρέα, Κυριάκο, Γρηγόρη, Ευαγόρα
Μιχάλη, Πέτρο της αθωότητας

Τα βουνά χαμηλώνουν
και τ’ άστρα παίρνουνε τη θέση τους στον ουρανό
Κι ο Ποιητής λαμνίζει την οδό του
τραβώντας αλφάδι την αρτηρία του
και τα αποσιωπητικά της τα αιμάτινα
πάνω στον χρόνο

Με ρωτήσατε τι είναι το ποίημα
και σας απάντησα

XXIV

Μικρέ Σολωμέ σε λένε Ευαγόρα
και γράφεις τον ύμνο μας
Μικρέ Σολωμέ με τον στραγγαλισμένο ύμνο
και το συμπυκνωμένο δάκρυ στο σύνορο
Τα μονοπάτια και τα σκαλοπάτια σου
κατεδάφισαν οι εποχούμενοι

Αναβατόρια ανελκυστήρες ασανσέρ
ψηλά ανεβάζουν δεν ψηλαφίζουν
και απομακρύνουν από το χώμα σου

Εγώ που παράδωσα στην γη αγάπες κι όνειρα πολλά
για να γίνουν πατρίδα
Εγώ πού είχα πατρίδα και δεν έχω πια
ο μέτοικος ποιητής των ονείρων
ο πρόσφυγας ψάλλω την λειτουργία να τελειώσω
παλαιο-λόγος
σε χρόνο που τρώει τον λόγο
την αρχή διαγράφοντας

Λεμεσός
Οκτώβρης – Δεκέμβρης 1982

Από τη συλλογή «Σηματωροί» (Αθήνα)


ΠΙΤΣΑ ΓΑΛΑΖΗ

«Τα έψιλον της Ελένης»

12

Ύφαινα, ξήλωνα
Μέσα στο ποίημα τυφλή
Ύφαινα, ξήλωνα
Στο κατάρτι της μνήμης
Κι άλλα έψιλον σήκωναν την κεφαλή
Και φεύγανε κατεβασιά οι πόντοι
Απ’ το πανί μου,

Έλλη, κι όλα ξηλώνονται
Κι είμαι μες στον καιρό μου ποντισμένη
Οι έξω κυνηγούσανε δορές
Μέσα να σώζω το αρνί μου,

Η Ελισάβετ ημίπληκτη
Με το κεφάλι στο πιάτο
Γυρεύει το σώμα της προφητείας
Κι από ψηλά τα λάβαρα
Να καίνε δεντροστοιχίες
Και να υψώνεται
Εν τούτω Νίκα
Η παγοθραυστική φωνή
Του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς

Τις νύχτες ακούω τις αλυσίδες του
Οι επιληπτικές του κρίσεις
Αφρίζουν στον ύπνο μου,
Του πέραν του κόσμου
Και του κόσμου καταρράκτης
Αγαπημένος μου.

Που είσαι Αλέξανδρε;
Φωνάζω,
Το χέρι του μόνο επιπλέει στον καιρό
Και σταυροκοπιέται
Την ώρα που το άλλο, το κέρινο
Σαλεύει σ’ εικόνισμα

Και να ευδοκιμούν δόντια του δράκου
Και να θερίζω να σώσω
Παλιά βελάσματα νιότης κι αετώματα

Με το μαχαίρι να γελά
Ο Βυρσοδέψης χρόνος
Να αρπάζει και να λιανίζει
Της φωνής τα οστά
Να χυλώσει συνθήματα
Κι άλλα έψιλον θαυμαστικά
Πεντασύλλαβα του Ευαγόρα
Ε και έλα και εναέτια
Καθώς γρηγορούσε ο άλλος
Νυμφευμένος κι ανύμφευτος
Με την ελιά ακόμα στα μαλλιά
Κι η λησμονιά είχε κιόλας αρχίσει
Μες στα βασιλικά αμίλητη
Να ακροβολεί

Συνωμοτώ στην μνήμη
Μες στους συνωστισμούς συνωμοτώ
Έλλη, Ελένη, Ελισάβετ
Και Ε και Ε και Ε
Μικρή μου Ελένη,
Μεγάλη Ελένη,
Ελένη π’ ανάβεις την λάμπα θυέλλης
Υφαίνετε όλες τ’ ανέλπιστο.

Να βοσκήσει η φωνή μου στο χόρτο
Της γλώσσας της,
Να πετάξει τον γύψο σεντόνι,
Να κρατήσει τον όρκο το χώμα της,
καθαρά ν᾽ αρθρώνει

Να γαυγίσουμε Άργοι, το άνομο νόμιμο
Που μας χτίζει Ελένη
Με εφιάλτες να άρχουν
Με επιλήσμονες να προεξάρχουν
Με τους αυτιστικούς των μεγαφώνων
Με διχοτόμους των συμφώνων
Με εξοστρακιστές των φωνηέντων
Με τις κραυγές τις άηχες των σφαγέντων
Με το αχόρταγο βαμβάκι
Με τον καπνό και το λουλάκι

Μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες έλεγες
Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι
Κι αήττητη και άτρωτη
Αναρτούσες απ’ την αρχή τα έψιλον
Του αμίλητου στέφανα
Στις πόρτες Πρωτομαγιάς.

18

(παραλλαγή)

Φώναξε με, Ελένη
Στεγανός ο κόσμος
Να σε νοιώσω να σηκωθώ
Δυνατά φώναξέ με,
Να περάσει δάχτυλο η φωνή σου,
Ρίγος στην ραχοκοκκαλιά
Να βγάλω παραμιλητά
Στους πυρετούς παλιών ονείρων

Η αγρανάπαυση της φωνής μου κυαμώνει
Μελανιά στην οργή του χώματος
Φώναξε με να βγει ο θυμός μου,
Βενετσιάνος Μαρκαντώνιος
Στο κύτταρο του να χορέψει πεντοζάλης
Να ισάρει καλαματιανός

Και τσάμικος το πείσμα του,
Με την γοργόνα που αμμόχωνε την πόλη

Να ανοίξουν τα κανάλια της φωνής
Και πυροδοτική η Μαρία
Να στήνει σκάλες Ιακώβ
Απ’ τον πυθμένα πηγαδιών
Βεγγαλική να καμπανίζει Καρπασία

Κοιμάμαι μες στο δέρμα του,
Λειαίνοντας με δάκρυα
Γεμίζω κάθε κόχη του με λέξεις
Απ’ την Αμμόχωστο βαδίζει στάζοντας
Τα μέλη του σκορπά να φέξει.

Μας πήρανε το δέρμα μας
Μα την φωνή ακόμα δεν την πήραν
Φυσά απόψε στα ονόματα
Τεύκρος, Ελένη και Μαρία,
Ονήσιλος και Βενετσάνος Μαρκαντώνιος,
Ανδρέας, Ευαγόρας,
Μέλι, σχοινί, μαχαίρι.
Και του τόπου λεοντή

Η έρημος βοά
Κανένας
Ιωάννης
Οδυσσέας

20

Κι ερχόσουν
Ανάβοντας στα σκοτεινά
Κι όπου τον Ευαγόρα συναντούσες
Άστραφτες
Κι όπου Μαρία Συγκλητική
Αναφωνούσες

Αμίλητη τραβούσες προς τα οπίσω
Κι εκτινασσόσουν έτη φωτός μπροστά
Με μάτια αποσιωπητικά
Υγρά απ’ την γραφή της Ιστορίας
Να φλομώνουν στυπόχαρτα

Να πήγαινε το πίσω μπρος,
Το μπρος να πάει πίσω
Να σηκωθώ στ’ ακρόποδα
Να σέ δαφνοφιλήσω

Κι ερχόσουν
Με τα δάχτυλα ακόμα γεμάτα πηλούς
Από το πλάσιμο των πουλιών
Του δωδεκαετούς
Που άναβαν κελαηδισμούς πατρίδας

Φίλωνας και σηκώνονταν
Θέρισσος κι υψώνονταν
Ανδρόνικος κι έσχιζαν
Ανδρέας και μιλούσαν
Μαρίνα και νανούριζαν
Τριάδα και τραγούδησαν
Και Μιχαήλ φτερούγιζαν,
Αφέντρα και λαλούσαν,
Βαρνάβας και μουρμούριζαν
Συνέσιος στοχάζονταν,
Κι όλα μαζί καθόντουσαν
Στην ράχη της φωνής μου.

Πουλιά ελληνικά
Με το παπούτσι του Γρηγόρη για φωλιά
Και τ’ άλλα που ξαστόχησαν
Και πρόσφυγες καρτέραγαν
Στο ποίημα να μιλήσουν

Ελένη Μαργαριταρένη, βασιλική,
Αφουγκράζομαι τα πουλιά της σιωπής σου,
Κόκκο τον κόκκο να ραμφίζουν
Τα αιμοσφαίρια
Σκάβοντας μέσα στο ποίημα
Χτίζοντας και χαλώντας αθόρυβα

Στήνουν ενέδρες
Στους κυνηγούς.

30

Ποιος το αμίλητο σφράγισε ψυχοσάββατο
Και μυροφόρα σ’ έστεψε
Να σιδερώνεις του κάλου καιρού
Ρούχα μονάχα μαύρα;

Ποιος έχωνε στις λέξεις σου
Κυριακές με κάνιστρα
Φυσώντας υδρογόνο
Να υψώνονται
Φεγγάρια;

Γι᾽ άλλη ζωή περνούσες
Με τα στέφανα
Του πηγαδιού το στόμιο
Σου γίνηκε αρραβώνας

Και πιο βαθιά ο Υμέναιος
Κρατούσε την λαμπάδα του
Και ριπίζαν στο αμίλητο
Λορέντζος και Ευαγόρας

Και συ, Ελένη ακάθιστη
Με τους λεμονανθούς
Και με το φύλο που σου πήραν
Πενθούσες την παλιά ζωή
Δώδεκα γιους αγέννητους
Στο μάτι να σπιθίζουνε ακόμα

Τραβούν σε αυλές αθόρυβες
Απ᾽ τα σχοινιά τα σταχτερά
Να μπουν και να λευκάνουνε
Στο ποίημα οι πικραμένες

Και συ με τα λουλάκια σου
Ασπρίζεις μες’ στα μαύρα σου,
Και έκλαμψη και χαίρε

Σε ποιήματα αερόστατα
Σώζεται η μικρή Αρετή
Και συ βρεφοκρατούσα
Ραντίζεις με βασιλικά,
Τυφλώνοντας τους Κύκλωπες
Και μπαίνεις μέσα στον ύπνο μας
Γιαλούσα κι αερούσα

44

Και θα γυρίσουν οι παλιοί μου Έρωτες
Έφιπποι με τις εντολές τους
Τα δαχτυλίδια ολόχρυσα θα πάρουν
Την θέση τους, για το Ευλογητός
Τ’ άσπρο του μισεμού πουκάμισο
Θα ριπίσει επιστρέφοντας
Τους στεναγμούς πού έθρεψαν ιστία
Πάμφωτος ο Γρηγόρης με στεφάνι ελιάς
Σε λησμονιά νυφιάτικη πατώντας
Το δάκρυ του θ’ απαυγάσει
Αδάμας Αχειροποίητος
Τα πριν τα νυν και τα αεί του κόσμου

Γαρυφαλένιος, μ’ ευαγγελισμούς
Θα κόβει στίχους στις αυλές
Νομίσματα χρυσά ο Ευαγόρας
Με όλες τις μουσικές του ανοιχτές
Ηνίοχος επάρσεων ο Αντρέας
Με τα Βυζαντινά και με τα Κάλβεια
Την άμμο της φυσώντας και τη σκόνη
Τυφλώνει Κύκλωπα καιρό η Αμμόχωστος
Κυλάει το λεμόνι

Με το βασιλικό στ’ αυτάκι της
Χρυσόστομη η Κερύνεια με τα βάγια
Με καπνιστήρι εκεί κι η μάνα μου,
Στο πέτο ξεβαμμένες σημαιούλες ο πατέρας
Ολόρθος με το κράτημα ίσου καταγωγής
Και Κεφαλόβρυσα Λαπήθου και Κυθρέας

Πίσω είναι το μέλλον μας,
Μπροστά το παρελθόν
Για να τρομάζει ό Βουκεφάλας
Δίχως αναβάτη
Πίσω η καμαρούλα προβολής
Και το πανί μπροστά,
Το μέλλον μας κρατάει τα ευ
Και πηλαλάει άτι

Τους ριζωμένους τους ιστούς θα τους μεταφυτέψουμε
Να πλαταγίσουν διπλωμένα σε κρανία και σε στήθη
Με τα αρχαία τους δάκρυα
Θα ᾽ρχονται οι αιχμάλωτοι
Θα μαρτυρούν οι ώμοι φορτωμένοι
Τα έρματα που οι άνοες πετάξανε
Κι έγιναν και σωσίβια και χλαίνη

Θα επιστρέψουν οι παλιοί μας Έρωτες
Πάνδημοι, αυτοκράτορες, σωσμένοι
Στα γόνατα τους πέφτοντας
Θα πλένουνε τα πόδια της Ελένης

Το μέλλον είναι παρελθόν
Και παρελθόν το μέλλον μας
Δεκαετίες πριν, κεντώ και σχεδιάζω
Το τόξο μου τεντώνω
Καταργώ τις εποχές
Την Παλιγγενεσία μου πολύτροπος
Με την Ελένη τόπος
Ετοιμάζω

Λεμεσός 1989- 1994

Από τη συλλογή «Τα έψιλον της Ελένης» (Αθήνα 1998)


 

ΧΛΟΗ ΑΧΑΪΚΟΥ

«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

Έσφιξε τον Σταυρό ξανά
στην τρυφερή καρδιά του
«Ελευθερία ή Θάνατος!»
και πνίγηκε το σύνθημα
στο βρόχι του θανάτου.

Ποια ᾽ν η ψυχή π᾽ ο ουρανός
ανοίγει ν᾽ αγκαλιάσει
μες τη Μαρτιάτικη νυχτιά;
κι οσφράνθηκαν τα μύρα της
δάφνες, λεμονοδάση;

Σαν τον Ταρσίζιο καθαρό
το φως της πίστης έχει
και στην τρανή παλικαριά
στη γνώμη την αλύγιστη
είναι του Διάκου αδέρφι.

Μόνο μ᾽ ένα ψιθύρισμα
στο ρώτημα του εχθρού
πού κρύβονται οι αντάρτες
κι ανθοσπαρμένες θ᾽ άνοιγαν
μπροστά του χίλιες στράτες.

Μα την αγχόνη ακλόνητος
διάλεξ᾽ ο Ευαγόρας.
Προδότες του αγώνα της
η Κύπρος δεν γεννά.
«Καλύτερα μιας ώρας…».

Ώσπου να φέξει η χαραυγή
μη τ᾽ αριθμήσαν τ᾽ άστρα
όσα μαρτύρια βάσταξε;
Στήθια γεμάτα προσευχή
Γιγαντωμένα κάστρα!

«Στάσου, Χριστέ μου, ενισχυτής
ως το στερνό μου βήμα.
Κι ας γίνει, Κύριε τ᾽ ουρανού
ν᾽ ανθίσουνε στον τάφο μου
της Λευτεριάς τα κρίνα!»

Λευτερωμένε μας αητέ,
ψηλά στο φως τ᾽ ουράνιο
με τη ρομφαία της προσευχής
αρματωμένος πέταξες
στο Σταυροβούνι απάνω.

Και σάλπιξες με βροντερή
Σάλπιγγα Λευτεριά
Ν᾽ ακούνε και να τρέμουνε
Τα στίφη των τυράννων:
ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς!

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ζωή του Παιδιού»


ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

«Ήλιος Παρεπίδημος»

Σε μια από τις καταβάσεις του
ο παρεπίδημος ήλιος συνάντησε
το μαζεμένο πλήθος μέσα
στους δρόμους και τις πλατείες.
Είχαν τα χέρια τους υπερυψωμένα
σε στάση όρκου
και τραγουδούσαν τους στίχους
του Ευαγόρα Παλληκαρίδη
«Ποτέ δεν θα πεθάνουνε
όσοι πέθαναν σήμερα.
Και της σκλαβιάς τα σίδερα
θα σπάσουν κάποια μέρα.
Και θ’ ακουστούν ελεύθερα
τραγούδια πέρα ως πέρα».

Ύστερα, ο αμάραντος ήλιος
άρχισε ν’ ανεβαίνει
τις σκάλες τ’ ουρανού
και να σιγοτραγουδά
«Ποτέ δεν θα πεθάνουμε…».

Από τη συλλογή «Αποκαθήλωση» (Λευκωσία 1995)


ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΑΛΕΝΗΣ

«Το Τραγούδι του Ευαγόρα Παλληκαρίδη»

(Χαρισμένο στο παλικάρι που
κρεμάστηκε στις φυλακές της
Λευκωσίας στις δεκατρείς
του Μάρτη του 1957.)

Φίλε Ευαγόρα,
κάθε νύχτα στις δώδεκα
σου στέλλω μια χούφτα καρδιές,
περασμένες σέ χρυσή κλωστή αγάπη.

Στο πανηγύρι της μεγάλης άνοιξης
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλιους γιους,
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια,
οι νέοι του ατσάλινου νησιού
φέραν τραγουδώντας
το δυνατό πιοτό
για το μεγάλο το μεθύσι.
Και το ᾽πινες γουλιά-γουλιά
σκιρτούσε η γης
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια.
Στο πανηγύρι της μεγάλης άνοιξης
χορευτή πρώτο
απ’ τη γωνιά μου
σε τραγουδούσα σαν αδελφό,
και στο στερνό γύρο
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλιους γιους,
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια,
σε φίλησα στο μέτωπο
κι ήπια απ’ τον ίδρο άγιασμα.

Φίλε Ευαγόρα,
κάθε νύχτα στις δώδεκα
σου στέλλω μια χούφτα καρδιές
περασμένες σέ χρυσή κλωστή αγάπη.

Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής», επιμ. Γ. Χατζηκωστής (Λευκωσία 31984)

201503140925113813.jpg


ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΤΡΩΓΑΔΗΣ

«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»

19 χρονών, κρεμάστηκε στη Λευκωσία 14.3.57

Η ώρα μία και μισή· νύχτα κι ωραίο φεγγάρι.
Μία και μισή κι ούτε τραβάει πιο πέρα.

Παιδί από μεταξωτό πρωί της Λευκωσίας
δεκαεννιά σκοποί τ’ αστέρια σου φρουρούνε,
δεκαεννιά φιλιά στης φυλακής τους τοίχους
πασκίζουνε να φτάσουνε τα μάγουλα της Μάνας.

Παιδί από βελούδινη αυγή της Λευκωσίας
ποιος άνεμος σου μήνυσε του Αχιλλέα τον καημό
και πήρες σβάρνα τις νυχτιές και ψάχνεις καλοσύνη;
Μην παίζεις με τη Λευτεριά, παίξε με τα τετράδια·
στο Τσέλσυ αύριο και στο Μπλάκπουλ θα παίξουμε ποδόσφαιρο
ένα καράβι απ’ τη Χιο τριαντάφυλλα σου φέρνει.
Στάσου αντίδωρο να πάρεις απ’ τον ήλιο του Απρίλη,
στάσου να φτιάξουμε γιαλό γιαλό ένα κορδελάκι
να το κρεμάσεις στης μικρής μαθήτριας τις μπούκλες,
να το κρεμάσεις στης γριάς μάνας σου το μπαλκόνι,
μην κρέμεσαι απ’ το σχοινί σαν ώριμο κεράσι.

Η ώρα μία και μισή κι ούτε τραβάει πιο πέρα.

Στο Πικαντίλλυ και το Μπρούκλιν
στην Κόκκινη πλατεία και στην Αψίδα του Θριάμβου
ξενύχτηδες αλήτες μεθυσμένοι
σφυράνε ανέμελοι σκοπούς ώσπου να βγει ο ήλιος·
σφυράνε απόψε κι αύριο και πάντα θα σφυράνε.

Τα μάτια του ορθάνοιχτα κοιτάτε! μη σφυράτε!
Η ώρα μία και μισή τ’ αστέρια ανατριχιάζουν·
η ώρα μία και μισή οι μάνες συλλογιούνται·
στης Λευκωσίας τις φυλακές κρέμεται τ᾽ όνειρό μας.

Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής», επιμ. Γ. Χατζηκωστής (Λευκωσία 31984)


Κ. Ν. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ

«Στον Ανήλικο Ήρωα Ευαγόρα Παλληκαρίδη»

Τιμή για την πατρίδα ο θάνατος σου,
το αίμα των δεκαεφτά σου χρόνων
τεράστιος θα γίνει ωκεανός
να πνίξει τη γενιά των δολοφόνων.
Και στο ιερό ποτήρι σταλαγμένο
θα μείνει της φυλής δώρο αγιασμένο.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» 1959. Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής», επιμ. Γ. Χατζηκωστής (Λευκωσία 31984)


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

«Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη»

(Ποίημα σε αρχαία ελεγειακά δίστιχα)

Κεῖθι, παρ’ ἐγκωμὴν δούλην, ἐλαφηβολιώνος
ἐν λειμῶνι τέθηλ’ ἱμερόεντι ποτέ.

Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής», επιμ. Γ. Χατζηκωστής (Λευκωσία 31984)