Tags

, , , , , , , , , , , ,


[ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ, ΤΕΥΧΟΣ 339, 2019]

Ο Αργός Σίδηρος, το δεύτερο μυθιστόρημα του Σωφρόνη Σωφρονίου μετά τους βραβευμένους Πρωτόπλαστους(2015), είναι ένα από τα πιο παράξενα μυθιστορήματα που θα διαβάσετε ποτέ. Το μυθιστόρημα δεν διαδραματίζεται στη Γη, αλλά σε έναν πλανήτη που αποκαλείται Μικρή Ζωή. Πλοκή στην ουσία δεν υπάρχει: η αφήγηση είναι μια αλυσίδα από περιπλανήσεις στον χώρο, στις οποίες επαναλαμβάνεται το μοτίβο της διέλευσης μέσα από στενά περάσματα (μικρές πόρτες, καταπακτές, σκάλες, διαδρόμους, σήραγγες, υποβρύχια περάσματα κ.τ.ό) και μιας πορείας μέσα από άγνωστους, λαβυρινθώδεις δρόμους γεμάτους στροφές, εμπόδια και κινδύνους. 

Ο Αργός Σίδηρος αποτελείται από τρία διακριτά μέρη· για την κατανόησή του, όμως, δεν αρκεί μια πρώτη, γραμμική ανάγνωση. Προσωπικά, για να μπορέσω να συνθέσω όσα γράφω εδώ, χρειάστηκε να διαβάσω το βιβλίο τρεις φορές: μία από την αρχή μέχρι το τέλος, μία από το τέλος στην αρχή και μία παλινδρομικά, ώστε να συνδέσω τα εκ πρώτης όψεως ασύνδετα μεταξύ τους σημεία. Γιατί η αφήγηση του Σωφρονίου είναι μωσαϊκό: οι αναφορές, τα σύμβολα, τα θέματα, οι φιλοσοφικοί προβληματισμοί έρχονται, παρέρχονται και επανέρχονται αιφνιδιαστικά και απρόοπτα, καθώς σχηματίζεται σιγά-σιγά η μεγάλη εικόνα. 

Ο Αργός Σίδηρος δεν έχει «ιστορία». Η ανάγνωσή του είναι εξαιρετικά αργή και απαιτεί σιδερένια υπομονή. Είναι, όμως, ταυτόχρονα μια από τις πιο ευφυείς και φιλόδοξες μυθιστορηματικές συλλήψεις που έχω διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Έργο βαθιά διακειμενικό, συνθέτει διαβάσματα, εικόνες, ιδέες και αισθήσεις κυριολεκτικά από εκατοντάδες μυθιστορήματα, ταινίες, ζωγραφικούς πίνακες και άλλα έργα τέχνης από όλο τον κόσμο και όλες τις εποχές, πολλά από τα οποία αναφέρονται ρητώς στην αφήγηση. Υπάρχει τεράστιος όγκος λογοτεχνικής μνήμης σε αυτό το έργο που έχει ως θέμα τη Μνήμη! 

Ο Αργός Σίδηρος είναι επίσης μυθιστόρημα βαθιά μεταλογοτεχνικό, ου μην και μετακινηματογραφικό: στη μόνη ουσιαστικά πράξη που δημιουργεί «πλοκή» στο έργο με την κοινή έννοια, οι διάφοροι χαρακτήρες του Σωφρονίου επιχειρούν να ανασυνθέσουν μια σειρά από χαμένα έργα ή γίνονται οι ίδιοι το μέσο αυτής της ανασύνθεσης· συγκεκριμένα, «ανασυντίθεται» ένα φανταστικό μυθιστόρημα-ποταμός, στο οποίο θα αναφερθώ πιο κάτω, μια αρχαία τραγωδία (ο αποσπασματικά σωζόμενος Μάντις ἢ Πολύιδοςτου Σοφοκλή, frr. 389–399 Radt) και μια σειρά από σχέδια σεναρίων του Χίτσκοκστα οποία ο πρωταγωνιστής ως κινηματογραφικός ήρωας κυριολεκτικά πρωταγωνιστεί, παίζει δηλαδή σινεμά, χωρίς να το γνωρίζει αρχικά, χωρίς να κατανοεί πλήρως τι συμβαίνει αργότερα και παλινδρομώντας ανάμεσα στην «πραγματικότητα» και τη «μυθοπλασία» συνεχώς. Αυτές οι απέλπιδες, ψυχωσικές απόπειρες επιτελούνμεταλογοτεχνικά τη θεματική του μυθιστορήματος: ο Αργός Σίδηρος θεματοποιεί την αγωνία της ανασύνθεσης ως απόπειρας νοηματοδότησης του κόσμου.

Σε ένα δεύτερο μετα-επίπεδο, ο Αργός Σίδηρος κινείται χονδρικά στις ράγες ενός λογοτεχνικού προγόνου, του μυθιστορήματος Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ (γράφεται μεταξύ του 1915-42). Την ίδια στιγμή το μυθιστόρημα αναπαριστά λεκτικά επίσης εικόνες και αισθήσεις από τον Ίλιγγο και άλλες ταινίες του Χίτσκοκ, κυρίως όμως από δύο έργα του σχετικά άγνωστου αλλά σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη Chris Marker (1921-2012), το La Jetée (H αποβάθρα, 1962)και το Sans Soleil (Δίχως Ήλιο, 1983)Το La Jetée όλως ιδιαιτέρως, με τη θεματική της ταλάντωσης του χρόνου, της εμμονικής ανάμνησης, του ήρωα που εν αγνοία του καθίσταται πειραματόζωο επιστημόνων, αλλά και με την εντελώς ιδιάζουσα φωτογραφία του (η ταινία αποτελεί σχεδόν εξ ολοκλήρου μοντάζ ακίνητων εικόνων), είναι εκ των ων ουκ άνευ για την κατανόηση του Αργού Σιδήρου. 

Τα βιβλία του Σωφρονίου δεν γράφονται απλά σε στιγμές θείας έκλαμψης στη βουκολική ευτοπία του Παλαιχωρίου όπου ζει τα τελευταία χρόνια. Γράφονται (και) σε μεγάλες βιβλιοθήκες του εξωτερικού με ατελείωτες ώρες έρευνας και μελέτης, γράφονται μετά από ταξίδια ή και κατά τη διάρκεια ταξιδιών σε μακρινούς προορισμούς. Αυτό, βεβαίως, επ᾽ουδενί δεν τα καθιστά εγκεφαλικά. Η δύναμη των επιμέρους εικόνων, η φωτογραφική ακρίβεια και η τόλμη ορισμένων σκηνών είναι σε πολλές περιπτώσεις εκπληκτική· το πύκνωμα των συνειρμών και η εν γένει ισχύς του οράματος —κι ας μην είναι ευχερής η παρακολούθησή του—ξεφεύγουν μακράν από την πεπατημένη του ελληνόφωνου μυθιστορήματος. Και ας λάβουμε υπόψη ότι, κατά την κρίση μου, ο Σωφρονίου βρίσκεται ακόμη στην απογείωσή του. 

***

Ας δούμε, όμως, τον Αργό Σίδηρο από πιο κοντά. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο: 

«Ένας σκακιστής σκοτώνεται σε μια πλατεία της Νέας Υόρκης και μεταφέρεται στη Μικρή Ζωή». 

Πώς είπατε; Τι είναι η Μικρή Ζωή; Η Μικρή Ζωή είναι πλανήτης κάπου στον γαλαξία, στον οποίο εμφανίζονται μυστηριωδώς οι άνθρωποι (ή μερικοί από αυτούς, δεν ξέρουμε γιατί όχι όλοι) αμέσως μόλις πεθάνουν στη Γη. Όσων χρονών και αν ήταν τη στιγμή του γήινου θανάτου τους, στη Μικρή Ζωή όλοι (ξανα)γίνονται είκοσι. Η δεύτερη ζωή τους είναι κυριολεκτικά «μικρή» σε διάρκεια. Στον παράξενο νέο κόσμο τους, οι άνθρωποι ξαναζούν για δέκα ακριβώς χρόνια, μετρημένα με ακρίβεια δευτερολέπτου, και θα εξαϋλωθούν χωρίς πόνο ή φόβο αμέσως μόλις λήξει αυτό το διάστημα. 

Η Μικρή Ζωή θυμίζει σε πολλά τη Γη — στην επιφάνεια. Το ημερολόγιο κινείται παράλληλα με το γήινο. Ο πλανήτης έχει ηπείρους, πόλεις, δρόμους, σπίτια, τρένα, τούνελ, γέφυρες, αποβάθρες, πανεπιστήμια. Δείχνει να βελτιώνει μάλιστα τη Γη σε ουκ ολίγα: δεν έχει ορατές πολιτικές δομές κι όμως η ζωή εδώ είναι εύτακτη, το κλίμα είναι εύκρατο παντού, η τροφή άφθονη, η τεχνολογία αιώνες μπροστά, ενώ δείχνουν να απουσιάζουν οι έξωθεν απειλές, η βία και οι θρησκευτικές προκαταλήψεις. 

Όλα αυτά μοιάζουν με όνειρο· όχι απλώς μια ανέλπιστη επιμήκυνση του θνητού χρόνου, αλλά μια δεύτερη ευκαιρία. Ο πρωταγωνιστής, Αμερικανός γερμανικής καταγωγής, χήρος και άκληρος, εξήντα έξι ετών όταν σκοτώθηκε ξαφνικά από αδέσποτη σφαίρα στην πλατεία Γιούνιον το 1948, ξαναγίνεται παλικάρι. Μικρή έστω η παράταση που λαμβάνει, αλλά στη φάση της πρώτης νιότης και με προίκα όλη την εμπειρία και τη γνώση που απέκτησε στη γήινη ζωή του! Την πρώτη του μέρα στη Μικρή Ζωή ο πρωταγωνιστής κοιμήθηκε ήρεμα, λέει, όπως κοιμούνται όλοι την πρώτη τους μέρα εκεί.  

Σύντομα, φυσικά, η ψευδαίσθηση καταρρέει και η Μικρή Ζωή αποκαλύπτεται ως μια σκληρή, ακατανόητη, παραληρηματική, ιλιγγιώδης δυστοπία. Όσα βλέπουμε στις πρώτες σελίδες δεν είναι τελικά παρά μια μικρή γωνιά του πλανήτη, η ήπειρος του Μπρασκένο. Η Μικρή Ζωή είναι οκτώ φορές μεγαλύτερη από τη Γη κι όμως οι άνθρωποι ζουν μαζεμένοι σε μικρές γωνιές της. Έχουν συγκοινωνίες μακράν υπέρτερες της Γης κι όμως δεν ταξιδεύουν παρά σπάνια και υπηρεσιακά. Οι άνδρες εκεί δεν έχουν στύση· κάνουν έρωτα για να εκσπερματίζουν (κυριολεκτικά) οι γυναίκες, που παιδιά δεν μπορούν να συλλάβουν. Στη Μικρή Ζωή υπάρχει τελικά και θάνατος· μόνο που το σώμα δεν αποσυντίθεται, αλλά υφίσταται χειρότερο εξευτελισμό: συνεχίζει να γερνά, μέχρι να φτάσει η ώρα της εξαΰλωσής του. 

Όταν πια ο πρωταγωνιστής μεταφέρεται από την ήπειρο Μπρασκένο στην ήπειρο Χερπ, συναντά εκεί τους αντίποδες της γήινης εμπειρίας και μαζί τον απόλυτο εφιάλτη. Δέκα μήνες αφότου φτάνει στην ήπειρο Χερπ, ξυπνά σαν από κώμα και δεν θυμάται τίποτα από όσα προηγήθηκαν. Ξέρει μόνο ότι είναι στα χέρια μιας ομάδας ανδρών και γυναικών, που αποκαλούν ο ένας τον άλλον με το όνομα Χανς. Σε αντίθεση με το Μπρασκένο, όπου δεν υπάρχουν δομές εξουσίας, οι Χανς στην ήπειρο Χερπ φαίνεται να ελέγχουν τα πάντα και κυρίως τους πάντες που δεν λέγονται Χανς. Όταν οι μη-Χανς δεν τους είναι πια χρήσιμοι ή όταν πάνε να σηκώσουν κεφάλι, τους υποβάλλουν στον τρυπανισμό: το κρανίο τους ανοίγει και οι άλλοι μη-Χανς αναγκάζονται να ρουφήξουν τον εγκέφαλό τους και να φάνε τις σάρκες τους. Κι όμως αυτό δεν είναι ακριβώς τιμωρία: έχει σκοπό την επιστημονική έρευνα. Θα πούμε παρακάτω ποια κατεύθυνση έχει η έρευνα αυτή. 

Αλλιώς είναι, λοιπόν, η Μικρή Ζωή στην ήπειρο Μπρασκένο, όπου πρωτοεμφανίζεται μετά θάνατον ο πρωταγωνιστής, κι αλλιώς στην ήπειρο Χερπ, όπου καταλήγει. Στο Μπρασκένο, ολόκληρο το σύστημα είναι εμμονικά προσηλωμένο σε έναν και μοναδικό στόχο: την όσο το δυνατόν λεπτομερέστερη αποκατάσταση κάθε μικροπτυχής της ζωής στη Γη (από τα κουβανέζικα πούρα μέχρι φωτογραφίες και τα σπουδαιότερα έργα τέχνης), μέσα από μια αδιάκοπη συλλογή δεδομένων, την αναδίφηση της μνήμης αλλά και τη μελέτη της ίδιας της μνημονικής και της αισθητηριακής διαδικασίας. Άλλωστε κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει αν:

κατά τη μεταφορά μας [στη Μικρή Ζωή] οι μνήμες, όλων ή ορισμένων από εμάς, υφίστανται κάποια αλλοίωση; Μήπως η κατάστασή μας όταν φτάνουμε εδώ δεν είναι αυτό που πιστεύουμε πως είναι; Μήπως οι μικρότερες ή οι μεγαλύτερες ηλικίες που θυμόμαστε πως έχουμε ζήσει στη Γη είναι ένα παιχνίδι του μυαλού μας, αναμνήσεις που μας έχουν επιβληθεί; Μήπως, αν κοιτάξουμε κατάματα μια φαινομενικά ακραία εκδοχή, οι αναμνήσεις μας από τη Γη αποτελούν μια ολική ψευδαίσθηση· μήπως η Γη είναι ένα κατασκεύασμα της φαντασίας όσων είμαστε [στη Μικρή Ζωή];

Όποια κι αν είναι η απάντηση, το Μπρασκένο είναι ένα τεράστιο εργαστήριο· ζει για να αποκαθιστά όσα οι άνθρωποί του έζησαν στη Γη και κυρίως όσα έφτιαξαν εκεί ως μνημείο της ύπαρξής τους. Ο πρωταγωνιστής διερωτάται σε μια στιγμή: 

Γιατί λοιπόν επιμένουμε ακόμα με όλες αυτές τις πληροφορίες απ’ τη Γη, δεν μαζέψαμε ήδη αρκετές; Δεν μπορούμε μόνοι να στήσουμε έναν πραγματικά δικό μας κόσμο από δω και πέρα; Σ’ αυτή τη δεκάχρονη ζωή μοιάζουμε περισσότερο σαν μίζεροι ελεγκτές πληροφοριών και λαθών. Στο κάτω κάτω, γιατί αυτό το μέρος ονομάστηκε Μικρή Ζωή; Για να μας τρομάζει υπενθυμίζοντάς μας πόσο λίγος χρόνος μας απομένει ή για να ζήσουμε ελεύθεροι αυτό το χρόνο; Θα πρέπει να αποφασίσουμε, αλλιώς θα είμαστε κι εδώ, όπως οι περισσότεροι ήμασταν και στη Γη, εκ γενετής απελπισμένοι.

Στο Μπρασκένο επικρατεί πράγματι μια διαρκής αίσθηση απελπισίας, φρενήρους κυνηγίου της φευγαλέας ανάμνησης, πριν τη φάει ο χρόνος· κυνηγίου του ίδιου του χρόνου, πριν τον αλλοιώσουν οι δαιδαλώδεις διακλαδώσεις, οι περιπλοκές και οι νοθεύσεις της μνήμης· μια αίσθηση περιστροφής των ανθρώπων γύρω από τον εαυτό τους, που είναι ταυτόχρονα παρών και παρελθών και εσόμενος. 

Με την εμφάνισή τους στο Μπρασκένο οι νέοι άποικοι περνούν τον Μήνα Μνήμης, μια ανακριτική κατ᾽ ουσίαν διαδικασία με σκοπό την καταγραφή των γήινων αναμνήσεών τους. Διαφορετικά συνεργεία καταπιάνονται με την αποκατάσταση έργων τέχνης· πινάκων, φωτογραφιών, κινηματογραφικών ταινιών, αλλά ως επί το πλείστον κειμένων: σεναρίων, όπως κάποια σχέδια που άφησε ημιτελή ο Χίτσκοκ (ο σκηνοθέτης είναι ακόμη εν ζωή στον χρόνο του βιβλίου· για τα ημιτελή πλάνα μαθαίνουμε από τη βοηθό του, που πέθανε και είναι, ίσως, στη Μικρή Ζωή), και μυθιστορημάτων, όπως η Μεταμόρφωση του Κάφκα, ο Οδυσσέαςτου Τζόυς ή ένα περίεργο μυθιστόρημα-ποταμός με τίτλο 4001, διπλάσιο από την Άννα Καρένινα ή τους Αδελφούς Καραμαζόφ, του Αυστριακού συγγραφέα Ρόμπερτ Κράους. Ως πρώην καθηγητής αγγλικής φιλολογίας και γερμανομαθής, ο πρωταγωνιστής στρατολογείται στην ανασύνθεση του 4001, αλλά επωμίζεται ταυτόχρονα την ευθύνη να εντοπίσει και τον ίδιο τον συγγραφέα, αφού ο Κράους, όπως εν τέλει και ο πρωταγωνιστής, έχει εξαφανιστεί από τη Μικρή Ζωή και τα ίχνη του αγνοούνται. Το μυθιστόρημα του Κράους, όπως και ο Οδυσσέαςτου Τζόυς, είναι τόσο μεγάλο και δύστροπο, που είναι πολύ δύσκολο να το συγκεντρώσει κάποιος στη Μικρή Ζωή: μαζεύουν από δω κι από κει, για να το ανακατασκευάσουν μα δεν μπορούν. Spoiler: τον Κράους ο πρωταγωνιστής δεν τον βρίσκει ποτέ. Δεύτερο, σοβαρότερο spoiler: ο πρωταγωνιστής και ο Κράους μπορεί να είναι τελικά το ίδιο πρόσωπο. 

O Ρόμπερτ Κράους του Αργού Σιδήρουείναι πρόσωπο φανταστικό, που στηρίζεται, αδρομερώς, στον επίσης Αυστριακό συγγραφέα Ρόμπερτ Μούζιλ. Το πλασματικό 4001 αντιστοιχεί (περίπου) με το μυθιστόρημα του Μούζιλ Ο Άνθρωπος χωρίς Ιδιότητες, ένα από τα αριστουργήματα του μοντερνισμούΣε μεταλογοτεχνικό επίπεδο, ο ίδιος ο Αργός Σίδηρος μοιράζεται πολλά με τον Άνθρωπο χωρίς Ιδιότητες: τη διάταξη σε τρία βιβλία, το όνομα της κεντρικής ηρωίδας και ερωμένης του πρωταγωνιστή (Μποναντέα) και πρωτίστως το γεγονός ότι οι κεντρικοί ήρωες των δύο μυθιστορημάτων (με εντελώς διαφορετικούς τρόπους και για άλλους λόγους ο καθένας, αφού δεν μοιάζουν άλλωστε καθόλου μεταξύ τους) καταλήγουν «άνθρωποι χωρίς ιδιότητες», ετεροπροσδιοριζόμενοι και ρευστοί. 

Ο Μούζιλ γράφει μια σπουδή της αυστροουγγρικής κοινωνίας πριν από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία περιστρέφεται, μεταξύ πολλών άλλων, γύρω από το θέμα που απασχόλησε την ίδια πάνω-κάτω εποχή και τον Πιραντέλλο στο Ένας, Κανένας και Εκατό Χιλιάδες. Υπάρχουμε; «Είμαστε»; Ή «γινόμαστε»; Κι αν «γινόμαστε», ποιος μας «κάνει»; Ο Σωφρονίου από την πλευρά του εξερευνά τον κατακερματισμό της μνήμης από τις δυνάμεις που την ορίζουν και ταυτόχρονα την εξαϋλώνουν: τον χρόνο, την τεχνολογία και πάνω από όλα τις συνάψεις του ανθρώπινου εγκεφάλου, που τελικά κατασκευάζουν και την τεχνολογία και τη μνήμη και τον χρόνο τον ίδιο.

Υπάρχουμε; ρωτά και ο Σωφρονίου. Ή ακριβέστερα: υπήρξαμε; Σε ποιο βαθμό η ίδια η ύπαρξή μας ορίζεται από την ανάμνηση αυτής της ύπαρξης; Κι αν η ανάμνηση της ύπαρξης είναι ατελής ή αντιφατική, αυτό σημαίνει πως υπάρχουμε ή υπήρξαμε πολλαπλώς; Ποιος εγγυάται την ποιότητα (δηλαδή την ακρίβεια) της μνήμης; Τι καταγράφεται μνημονικά; Ή άλλως: ποιος ορίζει το περιεχόμενο της μνήμης; Θυμόμαστε πρόσωπα, γεγονότα και εμπειρίες «αντικειμενικά», όπως καταγράφει ο φακός μιας κάμερας (αν υποθέσουμε ότι αυτός είναι αντικειμενικός); Ή μήπως η μνήμη δεν είναι καταγραφή (και ανάκληση καταγραφών), αλλά διάθλαση της αισθητηριακής εμπειρίας μέσα από λογής ιδεολογικά, πολιτικά και κοινωνικά φίλτρα; Με άλλα λόγια, υπάρχει η μνήμη; Ορίζουμε οι ίδιοι τη μνήμη μας; Θυμόμαστε ή νομίζουμε ότι θυμόμαστε; Ζήσαμε ή νομίζουμε ότι ζήσαμε; Είμαστε ένας ή μήπως τόσοι, ώστε τελικά να μην είμαστε κανένας; Είμαστε «εμείς» ή ταυτιζόμαστε αποκλειστικά με το απείκασμά μας όπως προβάλλεται σε μια οθόνη (κοινωνική στον Μούζιλ, συνειδησιακή και μετα-κινηματογραφική στον Σωφρονίου), άνθρωποι, τελικά «χωρίς ιδιότητες»; Μπορούμε να υπάρξουμε αυτόνομο ή έχουμε ανάγκη την απελπισμένη αγκύρωση σε ένα κατά το μάλλον ή ήττον επίπλαστο παρελθόν;

Τα ερωτήματα αυτά βασανίζουν και το Μπρασκένο και την ήπειρο Χερπ —μόνο που στη δεύτερη η προσέγγιση είναι δραματικά διαφορετική. Οι άνθρωποι της ηπείρου Χέρμπ δεν επιχειρούν να αποκαταστήσουν τη ζωή στη Γη, αλλά να την υπερβούν· δεν θέλουν να ανασύρουν τις μνήμες, αλλά να τις μελετήσουν, στο πλαίσιο της λειτουργίας του εγκεφάλου και της ευρύτερης έμβιας λειτουργίας, για να δημιουργήσουν ένα νέο είδος ανθρώπου, ανώτερο από τον γήινο εαυτό του, που θα κατορθώσει να υπερβεί το ασφυκτικό όριο της δεκαετίας στη Μικρή Ζωή, ίσως και να αποκαταστήσει στη ζωή όσους δεν πρόλαβαν:

«Οφείλω να σας κάνω γνωστό ότι πολλοί από εμάς εδώ δεν έχουμε σε μεγάλη εκτίμηση το Μπρασκένο. Μας ενοχλεί ή, για να το θέσω πιο ήπια, δεν συμμεριζόμαστε όλοι την αγωνία για ό,τι σχετίζεται με τις συνήθειες των ανθρώπων στη Γη. Εδώ, περισσότερο μας απασχολεί, θα μπορούσα να πω, η εξάλειψη και όχι η επαναφορά όσων θυμόμαστε από εκεί».

(σ. 36)

Η ήπειρος Χερπ λειτουργεί σε δύο επίπεδα: το υπέργειο και το υπόγειο. Στο υπέργειο δεσπόζουν τα Αγάλματα: τριάντα εκατομμύρια ακριβέστατα εκμαγεία όλων των ανθρώπων που έζησαν ποτέ στην ήπειρο (4300 χρόνια ιστορίας), πλασμένα από το σιδηρομετάλλευμα που αφθονεί στην περιοχή και παραταγμένα σε ζύγιση-στοίχιση στη λεγόμενη Κοιλάδα των Προγόνων (σ. 127). Για ποιο λόγο διατηρείται αυτό το αλλόκοτο αρχείο; Γιατί 

«με την κατασκευή ενός συμπαγούς ειδώλου του κάθε ανθρώπου που εμφανίζεται εδώ από τη Γη, επιτυγχάνεται μια σταθερή μορφή ύπαρξης, άφθαρτη στο χρόνο, σαν ένα πλατωνικό αρχέτυπο ικανό να εκπέμψει τις ιδιότητές του σε πιθανές μετέπειτα ζωές».

σ. 128

Όπως είπαμε, αν το Μπρασκένο ζει ψυχωσικά προσηλωμένο στο παρελθόν, η Χερπ, στον αντίποδα, υπάρχει μονομανώς προσηλωμένη στην εξασφάλιση ενός τρομακτικά παραμορφωμένου, μηχανικού και άψυχου μέλλοντος. Και στο Μπρασκένο και στη Χερπ το παρόν είναι κυριολεκτικά το μέσον. 

Τα πιο παράδοξα πράγματα, όμως, συμβαίνουν κάτω από την επιφάνεια της ηπείρου Χερπ. Εκεί έχει φτιαχτεί—και πάλι από χυτοσίδηρο—ένα άλλο ακριβές εκμαγείο: ένας τεράστιος Μηχανισμός που αναπαριστά κάθε περιοχή, κάθε νευρώνα του ανθρώπινου εγκεφάλου, 

«τους λοβούς, την παρεγκεφαλίδα, τις οδούς του νωτιαίου και του προμήκους μυελού, τη γέφυρα, την αμυγδαλή, το θάλαμο και τον υποθάλαμο», κυρίως όμως τον ιππόκαμπο, «που εμπλέκεται στον σχηματισμό της μνήμης». 

σ. 131

Ακόμη πιο παράδοξο είναι που αυτή η αναπαράσταση του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι τοποθετημένη ανάποδα, 

«δηλαδή με έναν προσανατολισμό που προκαλεί το αίσθημα του ιλίγγου: η βάση του κρανίου είναι στραμμένη προς την επιφάνεια του εδάφους, ενώ η κορυφή του είναι χωμένη στα έγκατα». 

σ. 131

Τα πειράματα με ανθρώπινα πειραματόζωα στον Μηχανισμό πέτυχαν γιγαντιαίες προόδους· η εισβολή όμως των ανθρώπων από την ήπειρο Εμ (τελικά υπάρχει πόλεμος και στη Μικρή Ζωή!) οδήγησε στην εγκατάλειψη του μεγαλύτερου μέρους των εργασιών του Μηχανισμού το 1623. Κάποιοι όμως—οι απρόσωποι Χανς, που προαναφέραμε—επιμένουν να δώσουν στο τεχνολογικό αυτό τέρας μια τελευταία ευκαιρία, έστω και αν η εγκατάλειψη του μηχανισμού σήμανε τότε την άμεση καλυτέρευση των συνθηκών ζωής στη Χερπ. 

Ο πρωταγωνιστής και οι σύντροφοί του πιάνονται σε αυτή τη φάκα. Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου μετακινούνται συνεχώς από διάδρομο σε διάδρομο και νιώθουν ακατάπαυστη την αίσθηση του εγκλεισμού και της καταδίωξης. Εδώ ο Σωφρονίου δείχνει να ανακαλεί ένα ακόμη κινηματογραφικό διακείμενο. Στην περίφημη ταινία In the Mood for Loveο Κορεάτης σκηνοθέτης Wong Kar-Wai πετυχαίνει αυτή την αίσθηση αποφεύγοντας να δείξει ουρανό.[1]

Μέσα στον Μηχανισμό, στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, ο πρωταγωνιστής θα ζήσει κάτι που μοιάζει με ψυχεδελική εμπειρία, στη διάρκεια της οποίας θα μεταφερθεί προσωρινά πίσω στη Γη. Βιώνει μια σειρά από περιπέτειες, που διαδέχονται η μια την άλλη ασυνάρτητα και αστραπιαία. Λίγα καταλαβαίνουμε. Δεν ξέρουμε τι από όλα αυτά είναι μνήμη, τι σενάριο, τι ψευδαίσθηση, παραίσθηση ή εμφυτευμένη εικόνα. Εν τέλει από όλα αυτά μπορεί να προκύψει κάποια σύνθεση (κάτι που θα αποκαλούσαμε ίσως συνείδηση); Ή μήπως τα ερεθίσματα είναι καταδικασμένα να παραμένουν κατακερματισμένα, όπως τα μυθιστορήματα και τα σενάρια παραμένουν ημιτελή στο Μπρασκένο, ανασυντεθειμένα κατά τόσα ή τόσα τοις εκατόν; Κάποια στιγμή ο ήρωας θα πληροφορηθεί ότι «ζώντας» όλα αυτά υπήρξε όντως «πρωταγωνιστής», όργανο μιας ομάδας ανθρώπων που συνεργάστηκαν με τους Χανς και επιχειρούν τώρα να υπερβούν και αυτοί τη ζωή με έναν τρόπο που συναιρεί τις φαντασιώσεις των ανθρώπων του Μπρασκένο και της Χερπ. Η ομάδα επιχειρεί να αναπλάσει ημιτελή ή χαμένα σενάρια του Χίτσκοκ, αλλά και να τα ξαναπεράσει συμπληρώνοντας τις ωμές, ανεπεξέργαστες ιδέες του σκηνοθέτη. 

Το μυθιστόρημα τιτλοφορείται Αργός Σίδηρος. «Αργός» ονομάζεται ο σίδηρος στην ακατέργαστη μορφή του. Αυτό το μετάλλευμα, από το οποίο στο μυθιστόρημα φτιάχτηκε ο Μηχανισμός και τα Αγάλματα, είναι εύθραυστο και ασταθές· αν δεν υποστεί κράση με άλλες ουσίες, ελάχιστα αξιοποιήσιμο είναι. Ο «αργός σίδηρος» είναι ιδεώδης λογοτεχνική μεταφορά για την πρώτη ύλη αυτού που μάθαμε να αποκαλούμε μνήμη (αυτό δηλαδή που μένει, που αποθησαυρίζεται), το οποίο όμως, μακράν του να είναι «αντικειμενικό», είναι (ενδεχομένως) επικίνδυνα υποβολιμαίο και (σίγουρα) εξόχως ευεπίφορο προς την αλλοίωση, τη φθορά και εν τέλει την εξαΰλωση. 

Δεν υπάρχει λοιπόν «πραγματικότητα»; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα, φυσικά, δεν είναι απλή. Η ζωή, τα βιώματα, η εμπειρία δεν παραβάλλονται με το σινεμά, είναι σινεμά στον Αργό Σίδηρο: στο τρίτο μέρος ο πρωταγωνιστής βλέπει ρητά τη ζωή του να προβάλλεται σε κάτι που μοιάζει με κινηματογραφική οθόνη. Η ζωή είναι κάτι σαν το πλατωνικό σπήλαιο (ένα ακόμη ορατό διακείμενο στο μυθιστόρημα), όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι να μένουν μονίμως δέσμιοι ενός ρυθμιστικού πλαισίου—του πλαισίου της πεπερασμένης εμβέλειας του εγκεφάλου τους. Οι κάθε λογής προβολές ή παρεμβολές δεν «αλλοιώνουν», πλάθουν την εμπειρία. Οι Ιδέες, το «Πραγματικό», είναι κι αυτό μια ρυθμιστική κατασκευή ή μια ψευδαίσθηση (όπως τα Αγάλματα είναι αρχέτυπα κενά αντιτύπων: υπάρχει άραγε το «αρχέτυπο», αν δεν υπάρχουν τα αντίτυπά του;). 

Κι αν δεν υπάρχει πραγματικότητα, τότε τι; Δεν υπάρχει ούτε Σκοπός; Αλήθεια; Νόημα; Εδώ η νευροεπιστήμη, η φιλοσοφία και η μεταφυσική του Αργού Σιδήρου συγκλίνουνΚαμιά φορά η Απουσία είναι Λύτρωση. Αν υπάρχει Θεός, είπε περίπου ο Μπακούνιν, ο άνθρωπος είναι σκλάβος. Μία από τις επικεφαλής της «κινηματογραφικής ομάδας» στον Αργό Σίδηρο δηλώνει σε παρόμοιο πνεύμα: 

Είμαστε δέσμιοι, επαναλαμβάνω, είμαστε πλήρως ντετερμινιστικά όντα. Περιβαλλόμαστε από ύλη και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις ιδιότητές της. Αυτό όμως ίσως να οδηγεί σε μια ακόμα παραδοχή, από τις αισιόδοξες του είδους μας: ότι η ζωή δεν έχει κατ’ ανάγκη νόημα. Αν υπήρχε σκοπός, θα ήμασταν υποχρεωμένοι να γίνουμε σκλάβοι του.

σ. 240

Το πιο πάνω απόσπασμα οριστικοποιεί και τον τόνο του μυθιστορήματος, που τελειώνει με μια αλλόκοτη αλλά αισιόδοξη εικόνα. Ο πρωταγωνιστής σκέφτεται τον Μηχανισμό και φαντάζεται αυτό το κεφάλι/εγκέφαλο να εξελίσσεται σε άνθρωπο, να ξεφεύγει από την υπόγεια φυλακή του και να υψώνεται ανάποδα, δηλαδή με τα πόδια πάνω, ελεύθερο πια, προς το σύμπαν.


[1]Τον εγκλεισμό τον «κινηματογραφοποιεί» κυριολεκτικά ο Σωφρονίου προς το τέλος του μυθιστορήματος, όταν ο πρωταγωνιστής αρχίζει να βλέπει συνειδητά πια τη ζωή του σαν σινεμά: 

Όσα είδα δεν μπορούν να περιγραφούν με ακρίβεια. Σε ύψος σαράντα περίπου μέτρων από εμάς, εμφανίστηκε μια ευθεία φωτεινή γραμμή. Πολύ γρήγορα, άρχισε να επεκτείνεται δημιουργώντας κάτι σαν οροφή και να κατεβαίνει προς όλες τις πλευρές του γκρεμού, ώσπου κάλυψε την περίμετρο του πλατώματος. Βρεθήκαμε κάτω από ένα τεράστιο λευκό διάφανο περίβλημα που άλλοτε το έβλεπα ορθογώνιο και άλλοτε σαν κυρτό θόλο. Ήταν σαν η αρχηγός να μας είχε κλείσει σε ένα μεγάλο γυάλινο σπίτι. Μπορούσα να διακρίνω τον ουρανό από πάνω μας, το λόφο με τα σπίτια, το Γκρόβεν, αλλά πια δεν μας φυσούσε ο αέρας. Η Γιαπωνέζα κατέβασε το κοντάρι με την μπίλια και χτύπησε τη βάση του δυνατά τρεις φορές στο τραπέζι. Δεν ακούστηκε απολύτως τίποτα. Μου φάνηκε ότι ολόκληρος ο φωτεινός θόλος περιστρεφόταν αργά γύρω μας. Τότε άρχισαν να εμφανίζονται οι εικόνες.           

Από την παρουσίαση του “Αργού Σιδήρου” στο Σκαλί Αγλαντζιάς (6 Δεκεμβρίου 2018)