Tags

, , , , , , , , , , , , , , , , , ,


ag7ba7Στις 3 Μαρτίου 1957, ο Αυξεντίου δίδαξε στους αγωνιστές της ΕΟΚΑ “και πώς να πεθαίνουν”. Οι ποιητές δόξασαν τη θυσία και την παρακαταθήκη του.

Στη συλλογή που δημοσιεύεται σήμερα εδώ περιλαμβάνονται ποιήματα τόσο από δόκιμους ποιητές, όσο και από τους δύο γονείς του Ήρωα, Πιερή και Αντωνού Αυξεντίου (δικαιωματικά τα ποιήματά τους προτάσσονται)· τόσο από κορυφαίες ποιητικές φωνές (Ρίτσος, Μόντης, Χαραλαμπίδης, Πασιαρδής, Ζαφειρίου) όσο και από ποιητές λιγότερο προβεβλημένους.

Η συλλογή είναι βεβαίως επιλεκτική και όχι εξαντλητική. Όποιος αναγνώστης εντοπίσει ποίημα που κατά τη γνώμη του θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί, μπορεί να το καταγράψει στα Σχόλια.

  1. Αντωνού Αυξεντίου, Σήμερον που σ᾽ αντίκρυσα
  2. Πιερής Αυξεντίου, Στον γιο μου
  3. Γιάννης Ρίτσος, Αποχαιρετισμός στον Γρηγόρη Αυξεντίου
  4. Κώστας Μόντης, Διάφορα ποιήματα
  5. Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Γρηγόρης Αυξεντίου
  6. Άγνωστος Άγγλος ποιητής, Η μπαλάντα του Γρηγόρη Αυξεντίου
  7. Λεύκιος Ζαφειρίου, Δήλωση της μάνας του Γρηγόρη Αυξεντίου λίγο πριν πεθάνει ή ωδικά πτηνά υπερίπτανται της Αθήνας
  8. Δημήτρης Κοσμόπουλος, Λεπτομέρεια
  9. Χρυσάνθη Ζιτσαία, Ο Ένας (Η σπηλιά του Μαχαιρά)
  10. Χρυσάνθη Ζιτσαία, Μάνα του Αυξεντίου
  11. Χρυσάνθη Ζιτσαία, Σπηλιά του Μαχαιρά
  12. Γεώργιος Α. Μαρκίδης, Γρηγόρης Αυξεντίου
  13. Άντης Περνάρης, Ωδή στον Γρηγόρη Αυξεντίου
  14. Νίκος Σπανός, Τ᾽ όραμα τ᾽ αντρείου
  15. Νίκος Κρανιδιώτης, Γρηγόρης Αυξεντίου
  16. Νίκος Παναγιώτου, Στο Γρηγόρη Αυξεντίου
  17. Μιχάλης Πασιαρδής, 3 του Μάρτη
  18. Σπύρος Παπαγεωργίου, Άτιτλο
  19. Χρήστος Μαυρής, Μνήμη Γρηγόρη Αυξεντίου
  20. Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Η σκήτη

 index


ΑΝΤΩΝΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

«ΣΗΜΕΡΟΝ ΠΟΥ Σ’ ΑΝΤΙΚΡΥΣΑ»

Ποίημα που η μητέρα του Ήρωα, Αντωνού Αυξεντίου, φέρεται να εμπνεύστηκε τη μέρα του θανάτου του απήγγειλε στο πρώτο του μνημόσυνο.

Σήμερον που σ’ αντίκρυσα τζι είδα την ζωγραφκιάν σου
Την τόλμην σου φαντάστηκα τζιαι την παλληκαρκάν σου.

Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν τζι ας ήταν όπως τύχει,
αφού για την Πατρίδα μας το γαίμα σου εχύθην.

Ξύπνα, Γληόρη μου, να δεις που κόντεψεν η Νίκη
τζι εσέναν βάλλουσιν μπροστά γιατί σ’ εσέν ανήκει.

Ξύπνα να δεις τους κόπους σου, να δεις τα βάσανα σου,
που νυχτοξημερώνεσουν μέσ’ στα κρησφύγετα σου.

Που νυχτοξημερώνεσουν μες στα βουνά, τους βράχους
τζιαι κέρτισες ό,τι έθελες τζιαι πήρες τα μιτά σου.

Ξύπνα να δεις την μάνα σου που στέκεται κοντά σου
τζι έκαμεν σίδερον καρκιάν όπως την λεβεντιά σου.

Θέλω δκυο λόγια να μου πεις, γιέ μου, που την καρκιάν σου
μεν κλαίεις, μάνα, μεν κλαίεις, που έχασες τον γιό σου
την ώραν του θανάτου σου θα είμαι στο πλευρό σου.

Την ώρα του θανάτου μου, πριχού τα μάθκια κλείσουν,
πέρκι σε δουν, λεβέντη μου, τζιαι σε ξαναφιλήσουν.

Μια μάνα τέτοιου ήρωα εν προσβολή να κλάψει,
προσβάλλει τον λεβέντη της, τζιείνον που θ’ απολάψει.

Χαλάλιν της Πατρίδας μου ο γιος μου, η ζωή μου,
τζι αφού εν επαραδόθηκεν
τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν
ας έσιει την ευτζιήν μου.

Γεια σου, Γληόρη Αθάνατε, ήρωα των ηρώων
τζιαι τ’ όνομα σου άφησες παντοτινά στον κόσμον.

Ζήτω, Γληόρη αθάνατε, ας έχομεν εγείαν,
που σιόνωσες το γαίμα σου για την Ελευθερίαν.

Τζι εγιώ έτσι μάνα εν να φανώ όπως τες Ελληνίδες,
που πιάσασιν τα όπλα τους τζιαι τζιείνες οι ιδίες.

Εχόγλασεν το γαίμα μου, όπλον θέλω να πάρω,
πα’ στα βουνά του Μασιαιρά τζιει πάνω να πεθάνω.

Τζιει πάνω που θυσίασεν ο γιος μου τη ζωή του,
τζει πάνω να θυσιαστώ νάμαι τζι εγιώ μαζί του.


 


 

ΠΙΕΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

«ΣΤΟΝ ΓΙΟ ΜΟΥ»

Ο Πιερής Αυξεντίου ήταν ο πατέρας του Ήρωα.

Εσύ που εθυσίασες το άνθος της ζωής σου,
ξύπνα να δεις τι γίνεται σ’ εσέ και στους γονείς σου.

Σε όλες τις βουνοπλαγιές έκτισες τη φωλιά σου
και πέταγες και σκέπαζες όλους με τα φτερά σου.

Τον βρήκαν με την προδοσιάν, με του τυράννου δώρα,
κι ελπίζω να τιμωρηθούν κι αυτοί σαν έλθει η ώρα.

Γιατί ο ππαράς της προδοσίας εν κοφτερόν μασιαίριν
τζι όποιος τον πιάσει αυτοκτονεί με το δικόν του σιέριν.

Πα’ στα βουνά του Μασιαιρά και εις τες τρεις του Μάρτη
ήτουν μια μέρα συμφοράς κοντά σε μέναν νάρτει.

Κάποιος βοσκός σκληρόκαρδος τζιει πάνω εξαγοράσθην
και οδηγίες έδωσεν εις τον στρατόν του Χάρντιγκ.

Στρατός με ελικόπτερα γυρόν συναντήθηκαν
πως θα τον πιάνναν ζωντανόν οι Άγγλοι φαντάστηκαν.

Εφέρασιν τζιαι ρεπόρτερ τζιαί δημοσιογράφους
για να τον σατιρίσουσιν στους κινηματογράφους.

Και όμως δεν δειλίασεν ποττέ στες απειλές τους,
ούτε στες παρακλήσεις τους, ούτε εις τες φωτιές τους.

Με τα φιλιά πολόγιασεν αυτούς πού ᾽σιε μιτά του
Γιατ’ εν έθελεν να τους ιδεί κι αυτούς νεκρούς κοντά του.

Ώρες δέκα ολόκληρες μιτά του πολεμούσαν
και να πλησιάσουσιν κοντά του δεν τολμούσαν.

Ώστι τζιαι βαλαν του φωθκιάν να κρούσει να τον πιάσουν,
γιατί ολόκληρον στρατόν είδαν πως εν να χάσουν.

Έτρεξα και εζήτησα κι εγώ το λείψανόν σου
για να σε φέρω για ταφήν στην Λύσην, στο χωρκόν σου.

Κι ο Χάρντιγκ ο αιμοχαρής, για να με τιμωρήσει,
αρνήθην εις την αίτησιν, την δίψαν του να σβήσει.

Μόνος θα πάω να τον δω τζιαι να πιστοποιήσω,
αν εν ο γιος μου ο νεκρός τζιαι πίσω να γυρίσω.

Παιδί μου, όταν σ’ αντίκρυσα, ήτουν απελπισία,
στάθηκα και σε κοίταζα όμως με ψυχραιμίαν.

Γύρισα και τους μίλησα, παιδί μου, όταν σε είδα.
— Άγγλοι, αυτό που κάνετε είναι θηριωδία

Ελπίζομεν εις τον Θεόν πως θαρτει τζιείν’ η μέρα
που σύντομα εν να γινεί η Κύπρος ελευθέρα.

Νάρτουμεν να σε φέρουμε στο μνήμα το δικό σου,
στον τόπο που γεννήθηκες πόν χώμα πατρικόν σου.

 


 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

«ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ”

Διαβάστε ολόκληρο το ποίημα εδώ.

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ

ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 Ο Μόντης αφιέρωσε στον Αυξεντίου σειρά ποιημάτων. Μια επιλογή από αυτά μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Screenshot at Feb 25 08-54-59.png


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

«ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

Ο φονευθείς τρομοκράτης, εις μίαν εκδήλωσιν απελπισίας και απογνώσεως, ηρνήθη να εξέλθη του κρησφυγέτου του και να παραδοθή, προετίμησε δε αντάξιον της δειλίας και της ανανδρίας του θάνατον.

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ, 3 Μαρτίου 1957

 

eoka00160.jpg

Η Αντωνού Αυξεντίου (κάτω)

Τα γένια φόρεσε καλά να μην του πέφτουν.

Αστέρι χαμηλώνει, βάνει
του φεγγαριού λαδάκι να μη στραβοπατά.

Ο ιατρός αγγίζει το ποδάρι.
«Γρηγόρη, να προσέχεις, η πληγή αγριεύει».
Αυτός χαμογελά: Και θα ξυπνήσω
το κάθε φοβισμένο κύτταρο αντρειοσύνης.

Ο ιατρός μετρούσε το σφυγμό του χρόνου
με τα παλιά χρειαζούμενα. Μα κείνος
με το μακρύ του τον ξεπροβοδάει
ποδάρι ώσμε την άκρη του κυπαρισσιού.
Σαν θα πεθάνω, είπε, μη με θάψετε.
Και του ᾽δειξε τις πλάκες των χεριών.
Σ᾽ αυτές είναι γραμμένες οι εντολές.
Και τις σηκώνει πέρα απ᾽ το βουνό.
Θα δείτε και θα μάθετε πολλά.
Και τις χορεύει σ᾽ ακατάφλεκτες πλεξούδες.

Ξεκάρφωσε το στήθος του απ᾽ τον τοίχο
του ταπεινού κελιού, μαντάρει την ψυχή
με μια μεγάλη σακοράφα — δύσκολοι καιροί.
Ξετείχιστες κραυγές, σαν αστακοί στρατιώτες
μαζί τους κουβαλούν φορεία και φέρετρα.

Κοπέλι του μοναστηριού στην ταραχή του σπάνει
την πιο μεγάλη γυάλα του γλυκού.

Δυο ταπεινά μερμήγκια συνεχίζουν
να σέρνουν στις δαγκάνες τους σπόρο του πεπονιού.

Ο ήρωάς μας τώρα ξημερώνει
με τέσσερις συντρόφους σε σπηλιά.

Ο πιο ζωγράφος λάφια κάνει και λαμπρούς
αργυροδόξαρους παλαιολιθικούς.

Σε τούτη ως είναι ξαπλωμένος την Καπέλα
Σιξτίνα νιώθει το πινέλο σαν αξίνα.

Ο δεύτερος μισοερειπωμένα
λόγια κι επιγραφές περί θανάτου.

Ο τρίτος έχει κιόλας μαραθεί·
θωρεί που τονε περιφέρουν
με λάβαρα, σημαίες οι πιο δικοί.

Ο τέταρτος «κι αν είναι να πεθάνουμε…»
Τον αντισκόβει: Βγείτε απ᾽ τη σπηλιά.

Το φως απέξω, τα ζουζούνια, οι πεταλούδες
τ᾽ αυριανό στεφάνι πλέκουν της πατρίδας
(ακέρια σώματα χρειάζονται γι᾽ αυτό).
Θ᾽ ανταμωθούμε καρποφόρα μέρα.

Τώρα δουλειά μοναχική. Και πρέπει να πεθάνω.
Τα λόγια σάρκα να γενούν και τα χλωρά κλωνάρια
να μπολιαστούν απ᾽ το λαιμό κι από το γόνατό μου.

Ο σπόρος βλάστησε, Ματρόζο, σ᾽ τα ᾽λεγα σαν ήρθες
νεκρόν απ᾽ τη σπηλιά για να με σύρεις.
Σε στείλαν οι δειλοί. Και συ διαλέγεις
να δοκιμάσεις άλλη μια φορά.
Κάποια στιγμή με δακρυγόνα μάτια
μου ζήτησες φωτιά. Θα ᾽χεις καιρό, σου κράζω,
ν᾽ ανάψεις το τσιγάρο σου στον άλλο κόσμο.

Κι ως τρέχουν αυλακιές ποτάμια της μπενζίνας
τα φιδωτά κορμιά, πυροδοτείται η κρύπτη
μ᾽ εμπρηστικά φτερά βομβών από ψηλά.

Παράξενο! Την ίδια μέρα η αδερφή μου
θωρώ που εκράταε από κείνα τα χαρτιά
τα τρομοκρατικά, που ρίξανε οι Εγγλέζοι
απ᾽ ελικόπτερο πάνω απ᾽ τη Λύση.

Το σχήμα παρουσίαζε δυο νεκροκεφαλές,
χωριάτικες καρέκλες αδειανές
και μιαν επιγραφή: ΜΠΑΡ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ.
— Ας το φυλάξουμε, σαν έρθει, να γελάσει.

Κείνη την ώρα μπαίνουν σαν φονιάδες,
Σαν αλειτούργητοι ο παπάς κι ο κύρης μου.
Η λύπη τους ασήκωτη: «Εσκοτώσαν τον».

«Αδύνατον», ψιθύρισε η γυναίκα μου,
«δεν το πιστεύω», είπε η αδερφή μου.
Από τα χέρια επέσαν τους οι νεκροκεφαλές
καθώς του Άδη το κατώφλι εδρασκελούσα.

Κι η μάνα μου: «Ας έσιει τες ευτζιές μου.
Καλλύττερα που δεν επαραδόθηκεν
τζιαι δεν τον πιάσαν ζωντανόν τζιαι δεν αξιωθήκαν
να δούσιν την μορφήν του· πάλε θα τον εσκοτώνναν.
Παρά φυλακισμένον τζιαι βασανισμένον, Δόξα Σοι».

Γρικώντας τούτα εχαμογέλασα
και τη μαντίλα εγώ της έδεσα
που είχα χαμαί γλιστρήσει
κι έφυγα αγνώριστος.

Έντεκα πετρωμένες ώρες καθυστέρησα.
Ο χρόνος έβγαζε καπνό· καμένο το ρολόι,
δεν περπατούν οι δείκτες, κάτι στάλωσε.

Σπρώχνω με γόνα. Οσμίζομαι σε τρίστρατο
χωσιά του κυρ-Θανάτου. Ήθελα πριν δώσω
στο χέρι μου εντολή «Θανάτου εκτέλεση»
να σιγουρέψω για την ενοχή του.

Έτσι τον γέλασα — μου φάνηκε είδα
την έμορφη γυναίκα του ασπροεντυμένη
και τα καλά της μοίρας της να κυματίζει,
τραγούδι γύρω γύρω από το σώμα της
και περασμένα στο μετάξι αισθήματα.

Πώς κελαδούσε το φεγγάρι! Κι η καρδιά μου
εφτά χιλιόμετρα… Η αυγή ροδίζει.
Σβήνω το φως, να ιδώ καλύτερα…

Στον ανυπόμονο η ελευθερία
λάμπει σαν άστρο που κρατεί ένα κόκαλο
που λάμπει σαν ακοίμητη λαμπάδα
που έχει τ᾽ όνομα γραμμένο στη φωτιά.

Ολόκληρος θωριέται κι αντηχεί
στη λάσπη τ᾽ ανθοστόλιστο διαμάντι
στην έξοδό του απ᾽ τον πνιγμό.

Χωρίς την όψη του το μήλο δε γουρμάζει,
ο άνεμος αδειάζει από ψωμί νερό,
πέφτουνε καταγής οι τελευταίες μας λέξεις.

Μάρτης 1987

Από τη συλλογή «Μεθιστορία» (1995)

 


ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΓΓΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

«H ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

Γράφτηκε από ανώνυμο Άγγλο ποιητή και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Tribune πέντε μέρες μετά τη θυσία του Ήρωα. Η μετάφραση ανήκει στον ποιητή Α. Κ. Ιντιάνο. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Πυρσός του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου.

 

THE BALLAD OF GREGORY AFXENTIOU

GREGORY AFXENTIOU, the 29 -year old second -in-command to Colonel Grivas, the Eoka terrorist leader, fought 60 British troops today from a cave in the Troodos mountains. When the battle was over his body lay among flames…

The Governor of Cyprus, Sir Join Harding, has sent a message to the men of Duke of Wellington’s Regiment congratulating them on their success.

 “The Times”, March 4, 1957.

Come out, come out, young Gregory,
There’s gun all around your cave.
The sun’s rising over the mountains
And you’ve only one life to save.

Your price is paid, young Gregory
While you sleep deep underground,
For the man that brings the soldiers
Shall have five thousand pound.

Can’t you hear their officer calling?
He speaks your language plain
So lift your hands and meet him.
And you’ll see the sun again.

Five men lay down together,
Five men last night were brave,
But four went to the daylight,
And one stayed in the cave.

You’re all alone, young Gregory,
Your friends have gone from you,
They chose a life in prison
And you may choose it too.

Come in, come in, he shouted,
For I am but one man,
One man and his gun are waiting,
Come fetch me if you can.

They are sixty in the daylight
And on the dark within,
But the one will not surrender
And the sixty daren’t go in.

So the guns begin to crackle
And fast the bullets fly
And the sun young Gregory cannot see,
Is noon — high in the sky.

You bleed, you bleed, young Gregory,
Now come out without shame,
A wounded man may save his life
And there’ll none to blame.

But still young Gregory’s shooting
And the soldiers have no rest
And the hours pass in darkness
And the sun goes to the west.

Machine-guns go to fetch him
Grenades are next to try,
Tear-gas is sent to blind him.
The man who will not die.

Then the petrol barrels lumber
Out of the soldiers’ sight
And the bullets set them burning
And the cave is blazing bright.

But still the gun is speaking
And the sixty hear the one
And the light is grey with evening
And the battle is not done.

Now the engineers are busy
They lay their charge and train,
And the sixty men stand silent
Who need not shoot again.

And dynamite and petrol
Are piled among the rocks,
For when the hounds are wearied
All’s fair to kill a fox.

And the village on the hilltop
Is shaken with the din,
And when the cave is silent
The sixty men go in.

Then the governor came to tell them
How bravely they had done,
For the regiment gained new honour
When sixty men killed one.

But when brother speaks to brother
And father to his son
In the memory of his people
Young Gregory lives on.

 (Tribune, 8 March 1957)


ballad-of-gregory.jpg


 

ΛΕΥΚΙΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ

«ΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙ Ή ΩΔΙΚΑ ΠΤΗΝΑ ΥΠΕΡΙΠΤΑΝΤΑΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ»

Στη μνήμη του Γιώργου Τσικουρή

Δηλώνω υπεύθυνα
πως για το δικό μου χάλι
ευθύνομαι μόνη εγώ
η μαραζωμένη Αντωνού Πιερή Αυξεντίου.
Σε λιβάδια άνυδρα
η απόγνωσή μου σε αόμματης
εποχής εικοσιτετράωρα λάμπει.

Παλιότερα
ο χρόνος σε μυρωμένα γιασεμιά
εκάθετουν και τώρα εννόησα
τι φρίκη ανάγλυφη κουρνιάζει
μέσα μου
καθότι φθόγγοι ξεκολλάνε
από τη γλώσσα μου
Αμμόχωστος
Κερύνεια
Πενταδάκτυλος

Περιστερώνα
Μια Μηλιά
Κυθρέα.

Τι κοτσύφια παρδαλά
μου λέτε πως περνάνε πάνω
απ’ την Αθήνα;

Βουλιάζει ο τόπος.

22.6.1983

από τη συλλογή Η θλίψη του απογεύματος (2007)


 

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΠΑΡΙΔΗΣ

«ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

Ο Μιχαλάκης Παρίδης θυσίασε και ο ίδιος τη ζωή του στον αγώνα για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.

Ζωντανός να γυρίσεις κοντά τους προσμένουν,
τρεις καρδιές πονεμένες
Η Μάνα κι ο Κύρης κι η ακριβή Βασιλού σου
Ταξίματα η μάνα στους Αγίους να σε σκέπουνε, χίλια είχε κάνει.
Κι η καλή σου, κεριά στη γλυκειά την παρθένα και καντήλια όλο άναφτε.
Ο γέρος σου κύρης στο Χριστό κάποιο δάκρυ κρυφόδειχνε.
Τι άνδρας ήταν και δεν το ᾽χε πρεπούμενο να τον δούνε κλαμένο.
Και ποθούσε η γερόντισσα μάνα να σε δει στο ξωπόρτι,
στο σπίτι να μπαίνεις που μικρό σε θωρούσε σα δεντρί να τρανεύης.
Να σε ντύσει γαμπρό και του γάμου στεφάνι να φιλήσει στο μέτωπό σου.
Και με χέρια σταυρωτά στες εικόνες μπροστά, την ευχή της να σου δώσει.
Και σ’ ήθελε ο κύρης, μαζί του στα χωράφια να πάρετε βόλτα,
να μάθεις τον καρπό της σκληρής του δουλειάς
και της τέχνης μυστικά να σου μάθει, που τόσο αγαπούσες.
Δουλευτή να σ’ αφήσει καλό για τη γη του, σαν θε νάπαυε εντός του το γιαίμα να βράζει.
Λαχταρούσε η καλή Βασιλού σου να φτάσεις στη στιά της.
Τη θερμή της αγκάλη να σού ᾽χει γι’ ανάπαυση.
Τα χέρια κι ο νους της για πάντα να συντρέχουν την φλόγα της άσβεστης αγάπης.
Μεγάλη για να φτιάσουν δικιά σου ευτυχία.
Και λαχταρούσε η ψυχή της παιδιά ν’ αναστήσει απ’ τα σπλάχνα της
Άφταστης να ᾽ναι για σένα χαρά.
Μα συ δεν ήσουν για τέτοια. Πετούσε το πνεύμα σου πάνω απ’ τ’ ανθρώπινα.
Σ’ ύψη αξεδιάλυτα, που φωτιστήκανε μόνο απ’ τη λάμψη,
που απλόχερα σκόρπισε η δόξα στη Μονή Μαχαιρά.
Μα δεν κλαίνε οι δικοί σου ζωντανός που δε θα ᾽ρθεις πια τώρα κοντά τους.
Για παράδειγμα κι όχι για θρήνο οι μεγάλοι.

 


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΑ»

 

Την ώρα που ο Γρηγόρης Αυξεντίου έβγαινε φλεγόμενος από το σπήλαιο του Μαχαιρά, μεθυσμένος από τα αρώματα της Άνοιξης, κι ενώ τα φίδια οι Εγγλέζοι πνίγονταν στη σκόνη των εκρήξεων, στο πατρικό του στη Λύση της Αμμοχώστου, ράγισε στα θεμέλια μια πέτρα και βγήκε θαλασσινό νερό. Αλμυρό σαν δάκρυ, κατά τη μαρτυρία της Γραίας Αντωνούς, της Μάνας του, που το άγγιξε και το δοκίμασε.

Η νεροσυρμή μούσκευε το χώμα του δαπέδου στο υπόγειο και λάβαινε, πριν τη χωνέψει η γη, το σχήμα Σταυρού. Η Μάνα του Γρηγόρη ισχυριζόταν ότι την ώρα που ξεψύχαγε ο αητός του Μαχαιρά, το Νερό κοκκίνισε. Από τότε ρέει διαρκώς.

Και μια Φωνή
Σα σκιά αλλοτινή
Μεταφέρει στα αμπάρια της φιαλίδια
του αγιάσματος
Με την επιγραφή: «Και Αητὸς και Αμνός».

Από τη συλλογή «Του Νεκρού Αδελφού» (2003)


 ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ

«Ο ΕΝΑΣ (Η ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ»

 

Εδώ κι ο ήλιος στέκεται με δέος.
Τ’ αστέρια κι η σελήνη προσκυνούν.
Τα βράχια κι η σπηλιά βροντοφωνούν.
Κι αντιλαλούν οι αιώνες: «ο Γενναίος!»

Γρηγόρη τον έλέγανε. Με χίλιους…
Ένας αυτός, του τόπου του η ψυχή.
Φωτιά κι αστροπελέκι κι ιαχή.
Κι υψώθηκε μια δόξα ώς με τους ήλιους.

Ω Γη τυραννισμένη, Κύπρο αντρειωμένη.
Σε τούτη τη γιγάντια τη στιγμή.
Ολόρθη μ’ ατσαλένιο το κορμί.
Τι ο Διγενής Ακρίτας δεν πεθαίνει.

Θρύλος δεν τον χωράει κι ύμνος κανένας.
Εδώ είν’ οι Θερμοπύλες των καιρών.
Σημάδι των αθάνατων ωρών.
Εδώ είναι μόνο ο ΕΝΑΣ!

Από τη συλλογή «Προσκύνημα στην Κύπρο» (1960)

 


 

ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ

«ΜΑΝΑ ΤΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

 

«Χαλάλι της Πατρίδας μου»
Τούτος o Μέγας Λόγος
ο Eλληνικός
από τ’ αρχαίο ξεκινάει φέγγος.
Περνάει από τά Ζάλογγα
από τήν Αραπίτσα
από τήν Πίνδο…

Στέκεται στο νησί της Κύπρου…
Αναδύεται πάλι και πάλι
πύρινος ιερός αιώνιος
από τη σπαραγμένη σου καρδιά
Ελληνίδα Μάνα.

 Από τον τόμο «Αφιέρωμα στην Κύπρο» (Θεσσαλονίκη 1993)


ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΖΙΤΣΑΙΑ

«ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ (ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ)»

 

Εδώ το Κούγκι ανιστορεί κι εδώ μιλεί τ’ Αρκάδι.
Σμίγουν στην κόψη των καιρών, καινούργια και παλιά.
Φλόγες τινάζονται ψηλά και σχίζουν το σκοτάδι.
Εδώ της Λευθεριάς Βωμός. Του Μαχαιρά η Σπηλιά.

Από τη συλλογή «Ψηφίδες της γλυκείας χώρας Κύπρου» (1974)


 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α. ΜΑΡΚΙΔΗΣ

«ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

 

Για τη σκλαβιά της δύστυχης πατρίδας του πονώντας
την εθνικήν εξέγερση της Κύπρου ακαρτερούσε,
που μες στη δουλοσύνη της καρτερικά πονούσε,
μι᾽ ασκλάβωτη, λεβέντισσα κι ολόρθη ψυχή κλειώντας.

Πήρ’ απ’ τις φλόγες της τρανής ψυχής του Διγενή,
τη θρυλική του προσφορά χαρούμενος να δώσει,
που ᾽χει πολύχυμης ορμής ανάβρα μας γενεί
και τις ψυχές μας πιότερο τις έχει χαλυβδώσει.

Διδάχθη κάτω απ’ τα πλατιά του Διγενή φτερά
μόνο να δρά, κωφεύοντας στους λόγους τους κενούς,
και μέσ’ απ’ την ολόχυτη φωτιά του Μαχαιρά
στης δόξας γοργοπέταξε τους μπλάβους ουρανούς.

Οι φλόγες για τη δόξα του σαν αμβροσία γίναν,
π’ άφθαρτο το ‘χε το κορμί του Πάτροκλου το κάνει,
και γίναν φλόγες Δήμητρας π’ αθανασία δίναν,
κι έτσι ποτές δεν πέθανε, μα κι ούτε θα πεθάνει.

Στέκ’ η θυσία του σταθμός, προμήνυμα χαρμόσυνο,
κι είν᾽ εγερσίνουν σύμβολο, πυρσός και διδαχή,
κι όσοι του μοιάζουν, πάντα θα ᾽ν στου ήρωα την ψυχή
κάθε φορά σεμνή χαρά κι ευλαβικό μνημόσυνο.

Κλειούσ’ όλο των Θερμοπυλών το πνεύμα που ᾽χει πάντα
μες στους αιώνες τις ψυχές οργώσει σαν αλέτρι
ως το Κοσένα, Δώδεκα και πάλι στο Σαράντα,
κι έως προχτές στο Μαχαιρά, στο Δίκωμο, Λιοπέτρι.

Σαν έπεσεν ο Κίμωνας, της Μάνας μας δώ φέρνοντας
το στοργικό τον πόθο της, γεμάτον τρυφεράδα,
έτσι και τούτος, στ’ άϋλα φτερά της ψυχής παίρνοντας
τόν ίδιο πάντα πόθο μας στη Μάνα μας Ελλάδα.

Τούτου, και τόσων της τρανής ΕΟΚΑ η προσφορά
π’ ως καταξίωση ζωής φλογόψυχης θα μένει,
άνοιξε δρόμ’ ολόφωτο, κι ως άγρυπνη πυρά
την Κυπριώτισσα ψυχή συχνά θ’ αναθερμαίνει.

Ανοίγουν δρόμον οι εκλεκτοί, και γιγαντούνται οι πόθοι
κι ορμή του σκλάβου ακούραστα με την τρανή θυσία τους,
και στη σκληρή πορεία της η δούλη χώρα νιώθει,
σαν οδηγήτρια, ολόθερμη, στο πλάι την παρουσία τους.

Η βία βέβαια τα κορμιά μπορεί να τα θερίζει,
μα ᾽ν των λαών αδύναμη το πνεύμα να σκοτώσει,
κι όντας στο τέλος η ψυχή την αδικία σαρώσει
και πληρωθεί πια τ’ όνειρο, τότ’ η ζωή θ’ αξίζει.

Σε χώρα σκλάβα, όσο μικρή, σαν ξέρουν τα παιδιά της
να πέφτουν για τη λύτρωση, η νίκη θ’ ανατείλει,
και θα κυλάει πια στις ψυχές, στους κάμπους, στα βουνά της,
το γλυκοροδοφίλημα της χρυσαυγής τ’ Απρίλη.

Νίκη δέ δίνει πάντα η δύναμη. Συχνά τη δίνουν
τό δίκαιο, τόλμη, θέληση, καρδιά, κι αξίες άλλες·
κι αν ρωμαλέο πνεύμα, ψυχή, μικρές πατρίδες κλείνουν,
αξίζουν συχνά πιότερο κι από τις πιο μεγάλες.

Στώμεν καλώς. Αμόλυντη, στον όρκο του πιστός,
παράδωκε του εθνικού του χρέους τη σκυτάλη
σ’ αυτούς που ζουν, και πάει να βρει, σε πλήμυρα φωτός
κι ως ίσος τους, το Σαμουήλ, το Διάκο, τον Καψάλη.

Στώμεν καλώς. Μ’ ευλάβεια, κάμποι, χωριά και λόγγοι,
παίρνουνε στάση προσοχής στο φωτοπέρασμά του,
κι από του Σέκου τη μονή, κι Αρκάδι, Μεσολόγγι,
το χαιρετάν οι αθάνατοι το διάβα τ’ αθανάτου.

Από τη συλλογή «Ωδές και Μπαλάντες στον Γρηγόρη Αυξεντίου» (1963)

 

 


ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΟΣ

«Τ’ ΟΡΑΜΑ Τ’ ΑΝΤΡΕΙΟΥ»

Στη μεγάλη ψυχή του Γρηγόρη Αυξεντίου

Γέλασ᾽ η Άνοιξη! Χαίρει ο Θεός.
Σμάρια μελίσσια γυρνούν
στ᾽ άπειρου κόσμου τα μέρη.
Νύφες χαρούμενες
γύρω στην πλάση γελούν!
Μυγδαλιές στολισμένες
κι άδολοι κρίνοι γιορτάζουν!

Γύρω και μέσα Σου φως ουρανού.
Σ᾽ άρπαξ᾽ η μάγισσα φλόγα
σ᾽ άπιστης γλύκας μεθύσι·
σε γνώριμη στάθηκες κόχη
σ᾽ακρούρανου βράχου κορφή.

Η πίστη μπροστά μετερίζι.
Ήλιος έλαμπε στ᾽ άπειρο μάτι
σκορπούσε στον κόσμο φωτιά.
Πού ᾽σαστε, αδέλφια, γονιοί;

Πέταγμα μαύρου αετού στον αγέρα,
φωνή γερακιού στα κρημνά!

Χαίρε, ψυχή θυγατέρα,
που τ᾽άπειρα βάθη του κόσμου ποθείς και νογάς
κι ένα πέταγμα κρύβεις λαμπρό, στον αιθέρα.

Γύρω, στα βουνά, στα φαράγγια,
δε σε μέλει που βλέπεις εχθρό
Χάρου ρομφαία και θανάτου φωτιά.

Καμπάνες γιορτής θα κτυπήσουν
των αγγέλων ψαλμοί θ᾽ ακουστούν,
τα πελώρια βουνά θα δακρύσουν.
Κόκκινο χρώμα θα πάρουν τα κρίνα,
μαύρα πέπλα θα βάλουν τα δέντρα,
αίμα θα βρέξει τους βράχους
κι άλικα πέπλα θα ντύσουν τη φύση.

Σε μάγεψαν δρόμοι χαράς κι ουρανού.
Άπειρη κάλλη κοιτάζεις,
δόξα φλογίζει το νου.
Έχεις πάρει ψυχή Αετού!

Ανοίγουν τα ουράνια
σειέται συθέμελα η γη
φλόγες φλογίζουν την πλάση
χάθηκ᾽ ο ήλιος σαν αστραπή.
Αγκάλιασες τ᾽ όραμα πέρα
στ᾽ άπειρου κάποια κορφή
και χάθηκες μες τον αιθέρα
αθάνατη πρώτη ψυχή.

Δημοσιεύτηκε στον τόμο “Ωδές και Μπαλάντες στον Γρηγόρη Αυξεντίου” (1963)


 

ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

«ΣΤΟ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

 

Τα μάγουλα των βουνών ψαύουν την καμένη σάρκα του.
Ο ανασασμός των δέντρων, το θρόισμα των φύλλων
δροσίζουν τη λάβρα της κόλασης·
ο ουράνιος Θόλος χαμηλώνει να υποβαστάσει τον Άνθρωπο.

Ο ήλιος θαμπώθηκε από το θαύμα
και το φεγγάρι να πάρει σειρά καραδοκεί.
Η Μαχαιριώτισσα αποδεσμεύει το ‘να χέρι
να δεχτεί τον Άνθρωπο.

Κόκκινα τριαντάφυλλα και μυροφόρες
τανύουν τα πέταλα τους ποτήρια
να δεχτούν τον ιχώρα του ήρωα.

Φίλε Γρηγόρη!
Σκέφτομαι πολύ το Μεσολόγγι και σένα σήμερα.
Ίσως το σήμαντρο του εσπερινού,
ίσως τα λούλουδα της Άνοιξης — κόκκινα τριαντάφυλλα
και μυροφόρες —
(που μου θυμίζουν επιτάφιο)
ίσως ακόμα των αιώνων η ανακύκλωση εντός μου.

(Κρατητήρια Ιερής Μονής Μαχαιρά, 6 Ιουνίου 1957)

Συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο του Σπύρου Παπαγεωργίου «Ζήδρος», Λευκωσία



ΑΝΤΗΣ ΠΕΡΝΑΡΗΣ

«ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ»

 

Χαίρε Εκλεχτέ! Καινούργιε Ακρίτη,
που με το φως σου, φως αποσπερίτη,
μες στης σκλαβιάς τ’ απαίσιο ξεροβόρι
περίχυσες τους κάμπους μας και τα όρη.

Στης ιστορίας το πέρασμα η μορφή σου
ανάλυωσε το ατσάλι της αλύσου
που ᾽δενε το λαό που αγκομαχούσε
γενιές γενιών κι αβάσταγα βογγούσε.

Με την καρδιά την άπλερη, που εχώρει
τον πόνο ένας νησιού βγήκες, Γρηγόρη,
για να πύρωσης θαρρετά τ’ άγουρα νιάτα
σε μιας περίτρανης θυσίας παράτα.

Κοίτα! Περνούν μπροστά σου Μαραθώνες,
Μπιζάνια, Πίνδοι κι όσες οι αιώνες
της Λευτεριάς σελίδες χρυσές κλειούνε
και τη δικιά σου θυσία προσκυνούνε!

Ένας εσύ, και τράνταξες τους χίλιους,
κι όσες φωτιές, γέννησες τόσους ήλιους
να λάμπουν πάνωθέ μας, να φωτίζουν
εκειούς που την Ανάσταση θα χτίζουν

Στου Μαχαιρά τ’ απάτητα ρουμάνια
φτεροκοπά η δικιά σου περηφάνεια.
Τη μάχη σου θα διαλαλούν οι αιώνες
με της Φυλής τους πιο αψηλούς αγώνες.

Για τους δειλούς δεν φύτρωσεν η δάφνη.
Τιμή σ’ εκείνον μόνον όπου αδράχνει
απ’ τά μαλλιά τη Νίκη όντας ορμάει
στη μάχη και μαζί του την τραβάει.

Μόνο η φωτιά τον ήρωα δροσίζει,
και τη χαράν ετούτη μόνο τού χαρίζει.
Κ’ είν’ απ’ αυτή που αντιλαλούν τα όρη,
Γρηγόρη απέθαντε, Γρηγόρη, Γρηγόρη!

Κούγκι καινούργιο γίνηκε η σπηλιά σου
και τραγουδά τη θεία παλληκαριά σου.
Νέος Σαμουήλ εσύ, σε Σούλι νέο,
το θάνατο έχεις βρει τον πιο ωραίο.

Μα βρυσομάνα οργής που δεν θα λείψει
στέριωσες στου βουνού σου εκεί τα υψη
να πίνουν οι γενναίοι και να χυμάνε
την άδικη σκλαβιά να πολεμάνε.

Χαίρε αϊτέ! Του Διγενή εσύ πρώτο
και πιο καλό και άξιο παλληκάρι,
το χτύπο της καρδιάς σου ως αγροικώ το
νοιώθω περίσσια να με εύφραίνη χάρη.

Κι όλοι της Κύπρου οι νιοί κι οι νιές αντάμα
μόν’ ένα ορκίζονται μεγάλο τάμα:
Ή την πατρίδα ελεύθερη να δούνε
ή μες στη γη της όλοι νά θαφτούνε.

Συμπεριλήφθηκε στον τόμο «Ωδές και μπαλάντες στον Γρηγόρη Αυξεντίου» (1963)

 

 


 

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

«ΑΤΙΤΛΟ»

 

Από αυτή την σίγουρη αρχή
σίγουρο είν’ το τέλος: Θάνατος!

Σκληρές που είν’ οι πέτρες εδώ στο Μαχαιρά,
ασφυκτική που είν’ η κρυψώνα μου…
– Θανάση Διάκο, αδελφέ, έλα ταχιά,
έλα με τ’ ανεμισμένο ράσο σου,
έλα με την συντριμένη χαντζάρα σου,
έλα να παρασταθείς.

Η φλεγομένη βάτος, οι παίδες εν τη καμίνω,
οι αναστενάρηδες, περίεργα που έρχονται
και μου γεμίζουν την σκέψη.
Θάνατος δίχως φόβο δεν γίνεται,
θάνατος δίχως πόνο δεν λογιέται.
Κι εγώ θα πεθάνω… Πονάω και φοβάμαι…

Έτσι κουλουριασμένος κι ολοπόρφυρος, έτσι
όπως βγήκα από τα σπλάχνα της μάνας μου
εκεί στο ασβεστωμένο σώσπιτο της Λύσης,
έτσι και θα κατέβω σήμερα στον κάτω κόσμο.
Δεν θα παραδώσω την πνοή μου
σε δυο βίαιους σπασμούς.

Η διαδικασία του δικού μου τέλους
είναι ν’ ακολουθήσω τα αιωνόβια πεύκα
καθώς τα καψαλίζει η φωτιά,
καθώς τ’ αφήνει κούτσουρα στις άδεις ράχες.

Περίεργο: θυμάμαι σήμερα το γάμο μου,
θυμάμαι πως δεν πρόλαβα να σπείρω
ένα μελαχροινό παιδί μ’ ολόσγουρο κεφάλι,
δεν πρόλαβα ν’ αγκαλιάσω ένα μου παιδί
και με συντρίβει ο Χάρος.
Δεν πειράζει…
Ίσως με την αγάπη σας
θα γίνω κάποια οδός.
Άγαλμα ίσως θα με κάνετε
για να με καίει ο ήλιος
και να με σκάβει η βροχή.
Άγαλμα που θάρχονται να με μελετούν
με τα μεγάλα μαύρα μάτια τους
τα δικά σας παιδιά…
Δεν πειράζει…

Δεν μπορώ να σας ανεμίσω ένα μαντήλι,
να σας στείλω ένα σημείωμα μυστικό,
διπλωμένο και ξαναδιπλωμένο τόσο
που να χωράει σ’ ένα μύγδαλο.
Βιάζονται όλοι αυτοί που με κυκλώνουν.
Δεν προλαβαίνω να κάνω σχεδόν τίποτε,
μόλις που προλαβαίνω να πεθάνω,
να καρβουνιάσω το κορμί μου στη φωτιά,
να τσακίσω τα κόκκαλά μου.

ν’ αφήσω να στραγγίση το αίμα μου,
στις μαύρες πέτρες του Μαχαιρά…

Πέρα από τον καπνό που μου φράζει
και που μου κρύβει την κρυψώνα
ξέρω είν’ οι μυγδαλιές του Μαχαιρά,
στην ώρα της πιο δυνατής ανθοφορίας.
Αντίκρυ στην πλαγιά τ’ αμπέλια
άφησαν τις πρώτες τρυφερές παλάμες τους
να δοξολογούν τον ήλιο.
Με πνίγει ο καπνός… Βιάζομαι… φεύγω…

Δημοσιεύθηκε στον Πρόλογο του ιστορικού συγγράμματος «Ζήδρος», χ.χ.

 

 


 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΣΙΑΡΔΗΣ

«3 ΤΟΥ ΜΑΡΤΗ»

 

Κάτι θυμούνται σήμερα οι μυγδαλιές
κι ανοίγουν τ’ άνθη τους πλαγίως
και πιάνονται χέρι το χέρι
και ανέρχονται
και φτάνουν ως τον ουρανό
και σκύβουν ύστερα μαζί και βλέπουν
εκεί
που αποχαιρέτησες,
Γρηγόρη.

Από τη συλλογή «Δια-Στάσεις» (1972)

images 


 

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ

ΜΝΗΜΗ ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Ξύπνα, Γληόρη μου, να δεις που κόντεψεν η νίκη

τζι εσέναν βάλλουσιν μπροστά, γιατί σε σεν ανήκει

ΑΝΤΩΝΟΥ ΠΙΕΡΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Όχι, ο Γρηγόρης Αυξεντίου
δεν έγινε ολοκαύτωμα στο Μαχαιρά.
Είναι, βέβαια, ιστορική αλήθεια
πως οι Άγγλοι πολιόρκησαν
το σπήλαιο που κρυβόταν,
εμποδίζοντας τη διαφυγή του.
Είναι ακόμη εξακριβωμένο
πως περιέλουσαν
το σπήλαιο με βενζίνη
και του έδωσαν φωτιά
παρουσιάζοντας κατόπιν
στους δημοσιογράφους
το μισοκαμένο πτώμα του
που κείτονταν γαληνεμένο
στο νεκροτομείο
του νοσοκομείου Λευκωσίας.

Όλα αυτά είναι πραγματικότητα
μα εγώ, αθεράπευτα ρομαντικός,
θέλω να πιστεύω
πως η ψυχή του Γρηγόρη
δεν παραδόθηκε στο μαύρο θάνατο.
Ένας ψηλόλιγνος αντάρτης άγγελος
τον σπλαχνίσθηκε και
αψηφώντας τον μεγάλο κίνδυνο
κατέβηκε στην πυρακτωμένη σπηλιά
και του δάνεισε τα μεγάλα φτερά του.
Και ο Αυξεντίου φωτοστεφανωμένος
ουρανοδρόμησε.

Από τη συλλογή “Αντίδικος” (1993)


 

ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ

«Η ΣΚΗΤΗ»

α’

Στο βάθος τα βουνά του Μαχαιρά
Μέσα σε σύννεφα πυκνά
Κρύβουν τον  ήλιο∙ καταχνιά!

Μα οι αχτίδες
Βρίσκουν διέξοδο σε δέσμες
Και στη δροσιά του δειλινού
Το πράσινο χορτάρι αναπνέει.

Εμείς, οι γραφικοί περιπατητές
Σχολιάζουμε την επιφάνεια του τοπίου
Χωρίς ν’ ακούμε του χειμάρρου τη βοή
Που ρέει κάτω απ’ τον φλοιό
Χωρίς να αισθανόμαστε τον ρυθμό του
Που σε λίγο θα ξεσπάσει σε μαβί.

Είναι οι μυροφόρες, βέβαια
Οι μυροφόρες που ενδύουν το σώμα τους
Βιαστικά που ενδύουν το γυμνό τους σώμα
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησιάζει.

β’

στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού * μια σκήτη μυστική στη γη έχω σκάψει * είναι από πέτρα σκληρή * και μέσα σ’ αυτή του βουνού τη σπηλιά * κλαίω, γελώ, τραγουδώ, σιωπώ * για τον τόπο μου ονειρεύομαι κι ακούω τ’ αηδόνι.

της ανοιξιάτικης μέρας το φως καταυγάζει τον σπήλιο * μου φωνάζουν, βγες έξω απ’ το ψέμα και το μαύρο σκοτάδι * βγες έξω στο φως, στην αλήθεια * μα δεν ξέρουν πως το φως είναι  εδώ * κι έξω είναι το πηχτό, το αιώνιο δικό τους σκοτάδι * μέσα μου φουντώνει για λευτεριά ένας πόθος * ο εχθρός δεν με σκιάζει, παρά μόνο οι προδότες * μα, νά τους έφτασαν κιόλας τριγύρω στη σκήτη κουρδισμένοι οπλισμένοι στρατιώτες * γνωρίζουν ποιος είμαι * και τα πάντα θα κάνουν να κερδίσουν τη μάχη που σε λίγο θ’ αρχίσει.

ο αρχηγός στους εξήντα ουρλιάζει * κι έναν λεβέντη όπως είπε διαλέγει * με σαφείς εντολές τη ζωή να μου πάρει * μα πριν προλάβει μια σκέψη να κάνει * η ζωή η δική του τελειώνει * λίγα μέτρα μακριά από του φούρνου τη λάβρα.

και τότε των άνανδρων φτάνει η ώρα * οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη * καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά * καίνε μονάχα το σώμα * κι έναν μικρό τρυπομάζη – δίπλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά * όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν * την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι.

με την παλάμη το σημάδι μου αφήνω * στην πέτρα μου αφήνω ένα κόκκινο σημάδι από αίμα.

Από τη συλλογή “Πικρόλιθος” (Λευκωσία 2014)