Tags

, , , , , , , , , ,


2275.Όπως διαπιστώνει ο αριστοφανικός Αισχύλος, οι Επτά είναι «δράμα γεμάτο Άρη» (δρᾶμα Ἄρεως μεστόν), δηλαδή έργο που πλημμυρίζει από το πνεύμα του πολέμου. Ο «Αισχύλος» περηφανεύεται ότι με τον τρόπο αυτό ενέπνευσε στους Αθηναίους θεατές πολεμική αρετή και θάρρος, για να εισπράξει όμως από τον στρεψόδικο «Ευριπίδη» την απάντηση: «Το αντίθετο ισχύει· τους Θηβαίους, δηλαδή τους εχθρούς της Αθήνας έκανες ανδρειότερους στον πόλεμο. Τύψεις πρέπει να νιώθεις»! Ο Ευριπίδης στρέφει τα λόγια του Αισχύλου εναντίον του, όπως ακριβώς ο αισχύλειος Ετεοκλής στους Επτά στρέφει ενάντια στους Αργείους εισβολείς τον συμβολισμό των ασπίδων τους!

Η παρατήρηση βεβαίως, αν και χιουμοριστική, είναι ορθή: όντως οι Επτά είναι τραγωδία στην οποία κυριαρχεί ο πόλεμος. Όλο το έργο απ᾽ αρχής μέχρι τέλους, αφηγείται την τελική επίθεση των εισβολέων ενάντια στη Θήβα.

Έξω απ᾽ τα τείχη της Θήβας τάσσονται οι Αργείοι του Πολυνείκη: άγριοι, κτηνώδεις, «βαρβαρόφωνοι» (θα το σχολιάσουμε παρακάτω αυτό), υπέρκομποι, υβριστές, θεομάχοι, ταυτισμένοι δυσοίωνα με τις χθόνιες δυνάμεις που κατανίκησαν οι Ολύμπιοι θεοί. Τα θηβαϊκά τείχη τα υπερασπίζονται τα παιδιά της θηβαϊκής γης με επικεφαλής τον Ετεοκλή. Σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους οι Θηβαίοι πολεμούν με αυταπάρνηση για τη Μάνα Γη και ξεπληρώνουν με το αίμα τους το χρέος προς την πατρίδα που τους ανέθρεψε.

Κι όμως τα παιδιά αυτά είναι ό,τι απέμεινε από τους παλιούς Σπαρτούς, που αλληλοεξοντώθηκαν όλοι εκτός από πέντε, οι οποίοι κατέστησαν γενάρχες των Καδμείων: η αδελφοκτόνος σφαγή ενέχεται στα έγκατα της Θήβας.

Πάνω από όλα, οι ευγενείς αυτοί και ευσεβείς νέοι γίνονται εργαλείο στα χέρια του Ετεοκλή, που οικειοποιείται και καταχράται τον πατριωτισμό τους και τους εμπλέκει σε έναν πόλεμο που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Παρομοίως οι Αργείοι γίνονται όργανο του αλλόφρονος Πολυνείκη, που ακυρώνει το όποιο δίκαιο της υπόθεσής του προβαίνοντας στο πλέον αδιανόητο και απονενοημένο διάβημα: παραβιάζει το «σώμα» της ίδιας του της Μάνας, της θηβαϊκής γης, όπως ο πατέρας του, αυτός όμως χωρίς να το γνωρίζει, είχε παραβιάσει το σώμα της δικής του μάνας, της Ιοκάστης.

Γιατί σε τελική ανάλυση ο πόλεμος των Επτά δεν είναι πόλεμος ανάμεσα σε Καδμείους και Αργείους, είναι πόλεμος ανάμεσα σε Ετεοκλή και Πολυνείκη. Ενώ είναι τύποις πόλεμος ανάμεσα σε ηρωικούς αμυνομένους και κτηνώδεις, υβριστές εισβολείς, δεν είναι σύγκρουση ανάμεσα στο Δίκιο και το Άδικο, αλλά ανάμεσα σε δύο αδελφούς, που εξίσου υπόλογοι άγονται από την Κατάρα του πατέρα τους και φέρονται από τη δική τους αχόρταγη δίψα για τιμήν.

Πάνω από όλα στους Επτά δεσπόζει Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΣΗ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ, που χαρακτηρίζει τον Οίκο του Λαΐου και που εκδηλώνεται πότε ως θεομαχία (η ἀπιστία του Λαΐου προς τον χρησμό), πότε ως αιμομιξία και πότε ως αδελφοσφαγή. Η τάση αυτή καταλήγει σε ένα ποτάμι αίματος, που απειλεί να παρασύρει στο ορμητικό διάβα του ολόκληρη τη Θήβα – εκτός αν ο οίκος του Λαΐου, δηλαδή οι δύο τελευταίοι αρσενικοί του απόγονοι, επιτέλους αλληλοκαταστραφούν.

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (1993)

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (1993)

ΜΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ «ΓΕΜΑΤΗ ΑΡΗ» ΣΕ ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΗΣΕΙ ΤΗ ΒΙΑ;

Πέρα από την περιγραφή του ιδιαίτερου «Άρη» από τον οποίο είναι «μεστοί» οι Επτά, ενδιαφέρον είναι επίσης να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο ο Αισχύλος αποδίδει θεατρικά τον πόλεμο.

Το ερώτημα αυτό είναι σημαντικό, διότι, για να πετύχει τον σκοπό του, ο Αισχύλος χρειαζόταν να υπερβεί μία από τις βασικότερες συμβάσεις της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: στην τραγική σκηνή δεν απεικονίζεται η βία παρά μόνο οι συνέπειές της· δεν αναπαρίσταται ο σκοτωμός παρά μόνο ο συντελεσμένος θάνατος, όχι οι θνήσκοντες παρά μόνο οι νεκροί.

Πώς κατασκευάζει κανείς άραγε ένα δρᾶμα Ἄρεως μεστόν, όταν του απαγορεύεται να αναπαραστήσει επί σκηνής τον «Ἄρην»;

Η απάντηση βρίσκεται στην αξιοποίηση των πιο κάτω τεχνικών, τις οποίες θα αναλύσουμε κατά σειράν:

  • Της πλαστικής δύναμης του λόγου και ειδικά της συναισθητικής λεκτικής εικόνας·
  • Την υποβολή των πολεμικών γεγονότων μέσα από τις αντιδράσεις που προκαλούν στον άμαχο πληθυσμό, κυρίως στις γυναίκες·
  • Την εκμετάλλευση της πρόσφατης ιστορικής εμπειρίας των θεατών

default.aspxΞεκινάμε από το τελευταίο, την πρόσφατη ιστορική εμπειρία των θεατών, που δεν είναι άλλη, φυσικά, από την καταστροφική εισβολή των Περσών στην Αθήνα το 480 π.Χ. Κατά την εισβολή αυτή οι Πέρσες κατέκαψαν τα ιερά και ισοπέδωσαν την πόλη, την οποία οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, για να γλυτώσουν.

Παρότι οι Αργείοι εισβολείς είναι Έλληνες, ο Αισχύλος επίτηδες επενδύει τη συμπεριφορά τους, ακόμη και τη γλώσσα και την εμφάνισή τους, με τα «βαρβαρικά» χαρακτηριστικά του ξένου εισβολέα, που είχε τρομοκρατήσει τους Αθηναίους δεκατρία χρόνια πριν την παράστασή μας τόσο, όσο οι Επτά τρομοκρατούν τις γυναίκες του χορού:

  • Οι Αργείοι εισβολείς, παρά το γεγονός ότι μιλούν απλά μια άλλη ελληνική διάλεκτο, όχι μια ξένη γλώσσα, χαρακτηρίζονται ἑτερόφωνοι (169-170): πόλιν δορίπονον μὴ προδῶθ’ / ἑτεροφώνῳ στρατῷ.
  • Οι ασπίδες και γενικά η σκευή τους φέρει συχνά πλούσια διακόσμηση από χρυσό, κάτι που στο αρχαιοελληνικό φαντασιακό ήταν επίσης συνδεδεμένο με τους βαρβάρους.
  • Πάνω από όλα απειλούν να καταστρέψουν τα ιερά των Θηβών, όπως ακριβώς είχαν κάνει οι Πέρσες στην Αθήνα.

Πέραν αυτού η αίσθηση του πολέμου που εξελίσσεται μεταδίδεται στους θεατές μέσα από τις αλλόφρονες, πανικόβλητες κραυγές των γυναικών του χορού:

  • Οι γυναίκες τρέχουν πάνω-κάτω εκτός εαυτού, κλαίνε, φωνάζουν, τραγουδούν σε δοχμίους (το κατεξοχήν μέτρο της ψυχικής αναστάτωσης στην τραγωδία).
  • Προστρέχουν ικέτιδες στα αγάλματα των θεών και πέφτουν στα πόδια τους αγκαλιάζοντάς τα.
  • Περιγράψουν σκηνές πανωλεθρίας και μαζικού εξανδρα-ποδισμού.
  • Δεν πτοούνται ούτε καν από τις ισχυρές επιπλήξεις του Ετεοκλή, αλλά φαντάζονται ότι το τέλος της πόλης είναι πολύ κοντά.

Πάνω από όλα, η αίσθηση ενός πολέμου εν εξελίξει παράγεται χάρη στον επιδέξιο χειρισμό της γλώσσας εκ μέρους του Αισχύλου τόσο στα χορικά όσο και στη μεγάλη κεντρική «Σκηνή των Ασπίδων».

Ο Αισχύλος, εκτός από θεατρική μεγαλοφυία, είναι πραγματικά και μέγας ποιητής. Στα χέρια του η γλώσσα αποκτά μια ΠΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ, μια ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, μια ΖΩΝΤΑΝΙΑ και μια ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ που όμοιά της σπάνια συναντά κανείς στην παγκόσμια λογοτεχνία. Στον Αισχύλο οι λέξεις γίνονται εικόνες και μάλιστα – μια τεχνική της οποίας η χρήση είναι ιδιαιτέρως επιτυχής στους Επτάεικόνες ΣΥΝΑΙΣΘΗΤΙΚΕΣ, δηλαδή που συνδυάζουν τα αισθητηριακά αποτελέσματα δύο ή και περισσοτέρων αισθήσεων, κυρίως της ακοής και της όρασης.

Όπως σημειώνει ο Α. Μαρίνης, η προτεραιότητα που δίνεται στα οπτικά ερεθίσματα στην Πάροδο (φανεῖσα, στ. 81) δείχνει πως η αίσθηση της όρασης έχει πρωτεύουσα σημασία στον τρόπο αντίληψης των γυναικών, τουλάχιστον ως τον στ. 149. Οι γυναίκες δεν αρκούνται στο να ‘περιγράψουν’ αυτό που βιώνουν, αλλά το ‘μεταβιβάζουν’ δυναμικά στους θεατές, κυρίως μέσω οπτικών εικόνων.

Μετά τον στ. 149, κυριαρχούν οι ακουστικές εντυπώσεις, πράγμα λογικό, εφόσον όσο πλησιάζει ο στρατός στα τείχη της Θήβας τόσο πιο δύσκολο είναι για τις γυναίκες να έχουν οπτική επαφή μαζί του κι άλλο τόσο αυξάνεται η ένταση του τρομακτικού ήχου που οι επιτιθέμενοι βγάζουν.

Στους Επτά χρησιμοποιούνται πολλές διαφορετικές λέξεις που αποδίδουν τον πάταγο της μάχης, τις κλαγγές των σιδερένιων όπλων που συγκρούονται μεταξύ τους, τις κραυγές των πολεμιστών που πέφτουν χτυπημένοι ή ορμούν βίαιοι, τα φρυάγματα των πολεμικών αλόγων.

Αυτές οι λέξεις δεν παράγουν μόνο ακουστικές εικόνες ή μάλλον οι ακουστικές εικόνες δεν προσλαμβάνονται μόνο με την ακοή: κτύπον ΔΕΔΟΡΚΑ, λέει ο χορός, ΒΛΕΠΩ τον χτύπο των σπαθιών! Η συναισθησία πολλαπλασιάζει την ψυχολογική επίδραση του λόγου και τον καθιστά αντιληπτό όχι ως νοερό αλλά ως αισθητηριακό βίωμα.

Με αυτές τις τρεις τεχνικές, λοιπόν, ο Αισχύλος υπερβαίνει τις συμβάσεις του είδους του και υπερβαίνοντάς τις πλαταίνει τους ορίζοντες της τραγωδίας.

Παρότι στους «Επτά» και γενικά στην τραγωδία κατά σύμβαση δεν αναπαρίσταται επί σκηνής καμία σκηνή βίας – πόσο μάλλον μια πολυάνθρωπη, πολύβουη και πολυτάραχη μάχης – εντούτοις αυτή ακριβώς η εντύπωση του πολυάνθρωπου, του πολύβοου και του πολυτάραχου χαράσσεται στο μυαλό του αισχύλειου θεατή, που τη βιώνει με όλη τη δύναμη των αισθήσεών του σαν πραγματικό οπτικοακουστικό ερέθισμα. Οι «Επτά» είναι κυριολεκτικά δρᾶμα Ἄρεως μεστόν!

Snip20150808_14

Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (1993)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: