Tags

, , , , , , , ,


ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΟΤΙΒΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

default.aspxΚάθε θεατρικό (και γενικά λογοτεχνικό έργο) κινείται στη βάση μιας σειράς από μεγαθέματα και άλλα μοτίβα, τα οποία στη θεατρική σκηνή αποτυπώνονται με όργανο τόσο τον λόγο όσο και την οπτική διάσταση της παράστασης.

Με τον όρο θέμα εννοούμε την κεντρική ιδέα (ή μια σειρά από τέτοιες ιδέες), που συνέχει και διέπει ένα ολόκληρο λογοτεχνικό έργο («έρωτας», «πόλεμος», «σύγκρουση των δύο φύλων» κλπ). Το θέμα είναι ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η προβληματική του έργου.

Με τον όρο μοτίβο εννοούμε μια σειρά από αφηγηματικά στοιχεία, που επανέρχονται συνεχώς στο κείμενο, όπως π.χ. ένας τύπος σκηνής ή γεγονότος, ένα αφηγηματικό τέχνασμα, μια λεκτική φόρμουλα κλπ (το μοτίβο της «επικίνδυνης γυναίκας» π.χ. είναι πολύ συχνό στην τραγωδία).

ΤΑ ΜΕΓΑΘΕΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΠΤΑ

Τα σημαντικότερα θέματα των Επτά επί Θήβας αρθρώνονται, όπως συμβαίνει συχνά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, γύρω από μια σειρά αντιθέσεων:

Άνθρωποι-Θεοί

Οίκος-Πόλις / Άτομο-Κοινότητα

Άνδρας-Γυναίκα

 Στην παρούσα ανάρτηση θα σχολιάσουμε το ζεύγος Θεοί-Ἀνθρωποι. Αναλύσεις των άλλων δύο ζευγών θα ακολουθήσουν.

Οι φωτογραφίες στο πιο πάνω κολλάζ είναι από την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1993).

Οι φωτογραφίες στο πιο πάνω κολλάζ είναι από την παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1993).

ΜΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΓΕΜΑΤΗ ΘΕΟΥΣ

Οι Επτά είναι τραγωδία γεμάτη θεούς – κι ας μην είναι κάποιος απ᾽ αυτούς ανάμεσα στα πρόσωπα του δράματος (όπως π.χ. στον Αίαντα του Σοφοκλή, τον Ιππόλυτο ή τις Βάκχες του Ευριπίδη κλπ). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα αγάλματα των θεών (του Διός, της Αθηνάς, του Ποσειδώνα, του Άρη, της Αφροδίτης, του Απόλλωνα και της Άρτεμης — επτά συνολικά θεοί, όσες οι πύλες της Θήβας και τα ζεύγη των αντιμαχομένων λοχαγετῶν!), στα πόδια των οποίων ο χορός πέφτει έντρομος κατά την Πάροδο, είναι συνεχώς παρόντα στη σκηνή επιτηρώντας τροποντινά τη δράση. Οι Ολύμπιες θεότητες είναι φυσικές, δεσπόζουσες παρουσίες από την αρχή του έργου μέχρι το τέλος. 

Εκτός από τους Ολύμπιους θεούς τόσο ο Ετεοκλής όσο και οι Επτά εισβολείς επικαλούνται και χθόνιες θεότητες, συγκεκριμένα την Ερινύα και τον προσωποποιημένο Φόβο.

Παρότι στη σκηνή δεσπόζουν επτά Ολύμπιοι θεοί, οι θεότητες που κυριαρχούν στον έργο είναι κυρίως ο Άρης, η Ερινύα και ο δαίμων.

Ο Άρης είναι ο άγριος, αυθαίρετος θεός του πολέμου, που παίζει τις τύχες των ανθρώπων στα ζάρια. Τον επικαλούνται ως προστάτη και οι εισβολείς και οι αμυνόμενοι, αλλά αυτός δεν είναι παρά μια άγρια πολεμική πνοή, ένας μολυσματικός άνεμος, που παρασύρει τους πάντες και τα πάντα. Για τον Άρη ο πόλεμος είναι αυτοσκοπός. Είναι θεός απρόβλεπτος και ασεβής, που τρέφεται σαν θηρίο με το αίμα των θνητών. Η κυρίαρχη παρουσία του δεν εγγυάται παρά μόνο τον θάνατο και την καταστροφή.

Η Ερινύα, αρχέγονη χθόνια θεότητα, είναι η προσωποποίηση της πατρικής Κατάρας και συνδέεται με το μίασμα, την τρέλα και την εκδίκηση. Η Ερινύα συνδέεται συνήθως με εγκλήματα κατὰ φίλων (ενάντια, δηλαδή, σε πρόσωπα με τα οποία σε συνδέει κυρίως δεσμός αίματος ή αγχιστείας). Σχετίζεται όλως ιδιαιτέρως όμως, όπως και στην Ορέστεια, με την κατάρα του προδομένου γονέα. Η Κατάρα είναι άφευκτη και συνεργάζεται με την Ἄτην, την τρέλα του μυαλού, ώστε να εκπληρωθεί.

Ο Δαίμων είναι αόριστη θεότητα, χωρίς συγκεκριμένη περιοχή ενεργείας ή λατρείας, που συγκρίνεται με τη δύναμη της τύχης ή της μοίρας. Ο δαίμων αναφέρεται πότε ως συνεργάτης της Αράς, πότε ως ξεχωριστή αιτία για την αδελφοσφαγή.

Το κοινό χαρακτηριστικό των τριών θεοτήτων που προαναφέρθηκαν είναι ότι ΔΕΝ ΕΞΙΛΕΩΝΟΝΤΑΙ: οι θνητοί δεν μπορεί να τις εξημερώσουν με προσευχές, προσφορές και θυσίες, δεν μπορούν να στρέψουν την προσοχή τους αλλού. Πρόκειται για θεότητες εμμονικώς προσηλωμένες στον σκοπό τους, που δεν κάνουν πίσω παρά μόνο αφού έχουν πετύχει τον σκοπό αυτό. Οι θνητοί δεν μπορούν να επικαλεστούν τη βοήθειά τους: είναι απλά στο έλεός τους.

Με άλλα λόγια οι θεότητες αυτές δεν μετέχουν στο σύστημα της αμοιβαιότητας («σου δίνω, για να μου δώσεις»), το οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις των θνητών με τους θεούς.

Ο Άρης θέλει μόνο να παίρνει. Ερινύα και Δαίμων είναι δυνάμεις που εκλύονται από τις ασεβείς ενέργειες των ανθρώπων, οι άνθρωποι δηλαδή είναι ουσιαστικά αυτοί που απελευθερώνουν την καταστροφική τους ενέργεια. Έστω και αν πρόκειται για χθόνιες θεότητες, λειτουργούν εν τέλει υπέρ του Διός-Κολαστού, αφού αποκαθιστούν τη Δίκην και την ηθική ισορροπία στο σύμπαν.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, στο οποίο συνυπάρχουν ισχυρές θεϊκές δυνάμεις και μεγάλα ανθρώπινα Εγώ, εκτυλίσσεται η τραγωδία – η τραγωδία ενός γένους που αγνοεί τη θεϊκή βούληση, όπως αυτή εκφράζεται από τους χρησμούς, που επιχειρεί επανειλημμένως να την παρακάμψει και να την αποφύγει, που αδυνατεί να ερμηνεύσει τις προρρήσεις των ονείρων (ή και τις ρητές προειδοποιήσεις των ανθρώπων που εκ του συμβατικού τους ρόλου επενδύονται με σοφία, όπως είναι ο χορός): με μια φράση, η τραγωδία ενός γένους, που όσο κι αν είναι θεοστυγές, ρέπει αυτοβούλως προς την αυτοκαταστροφή.

Η φωτογραφία είναι από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (1968)

Η φωτογραφία είναι από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (1968)

ΘΕΪΚΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ

Μπορούν οι θνητοί να ελέγξουν το πεπρωμένο τους; Ή μήπως οι θεοί προκαθορίζουν τα γεγονότα; Είναι οι θνητοί υπεύθυνοι για τις επιλογές τους; Ή μήπως είναι τελικά απλά αθύρματα ενός θεϊκού παιγνίου;

Τα ερωτήματα αυτά τίθενται στην αρχαιοελληνική λογοτεχνία ήδη από την εποχή του έπους. Αν όμως στα έπη του Κύκλου (ειδικά στα Κύπρια), αλλά και σε ένα μικρότερο βαθμό στην Ιλιάδα, οι άνθρωποι είναι εν πολλοίς πιόνια σε μια αμοραλιστική θεϊκή παρτίδα, στην τραγωδία του Αισχύλου επικρατεί περισσότερη ισορροπία ανάμεσα στους δύο παράγοντες της αιτιότητας.

Η πιο συνταρακτική στιγμή της τραγωδίας Επτά επί Θήβας είναι αναμφισβήτητα οι στ. 695-7. Πρόκειται για την κορύφωση της δεύτερης αντιπαράθεσης του Ετεοκλή με τον χορό, η οποία έπεται της αποκάλυψης ότι τυχαία (με κλήρωση) στην έβδομη πύλη, την οποία ο Ετεοκλής είχε προαποφασίσει να υπερασπιστεί ο ίδιος, έχει ταχθεί ο αδελφός του, ο Πολυνείκης. Τη στιγμή αυτή ο Ετεοκλής συνειδητοποιεί πλέον οριστικά πως:

φίλου γὰρ ἐχθρά μοι πατρὸςτελεῖ Ἀρὰ

ξηροῖς ἀκλαύτοις ὄμμασι προσιζάνει

λέγουσα κέρδος πρότερον ὑστέρου μόρου.

 

«Εχθρός μου η Αρά δικού μου ανθρώπου, του πατέρα,

στο πλάι μου κάθεται με τα ξερά, αδάκρυτά της μάτια

λέγοντας πως πρώτα είναι το κέρδος κι έπειτα ο θάνατος.»

(μτφρ. Αντώνης Κ. Πετρίδης)

 Λίγο πιο μετά, στους στ. 709-11, ο Ετεοκλής συνδέει ευθέως την Κατάρα με το Όνειρο, στο οποίο πρέπει να είχε γίνει αναφορά στον Οιδίποδα, το δεύτερο έργο της τριλογίας:

ἐξέζεσεν γὰρ Οἰδίπου κατεύγματα·

ἄγαν δ᾽ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων

ὄψεις, πατρῴων χρημάτων δατήριοι.

 

«Το κόχλασε (το φρόνημά μου) η κατάρα του Οιδίπου.

Απόλυτα αληθείς μας βγήκανε του ύπνου οι ονειροφαντασιές

που διαμοιράζανε το έχει του πατέρα».

(μτφρ. Α. Κ. Πετρίδης)

 Ποιο είναι το «κέρδος» στην περίπτωση του Ετεοκλή; Το προσδιόρισε ο ίδιος λίγο πιο πάνω (στ. 683-5):

εἴπερ κακὸν φέρει τις, αἰσχύνης ἄτερ

ἔστω· μόνον γὰρ κέρδος ἐν τεθνηκόσιν·

κακῶν δὲ κᾀσχρῶν οὔτιν᾽ εὐκλείαν ἐρεῖς.

 

Κι αν σου ᾽λαχε να ζήσεις συμφορές, χωρίς αισχύνη έστω

να τις ζήσεις· αυτό το κέρδος έχουνε μονάχα οι πεθαμένοι.

Καμία δόξα δεν θα βρεις σε συμφορά συνοδευμένη από ταπείνωση

(μτφρ. Α. Κ. Πετρίδης)

Ο Ετεοκλής αντιμετωπίζει εδώ αυτό που θα αποκαλούσαμε «ηρωικό δίλημμα», με το οποίο στην Ιλιάδα ήλθε αντιμέτωπος τόσο ο Έκτορας όσο και ο Αχιλλέας (βλ. και παρακάτω): τιμημένος θάνατος ή ντροπιασμένη ζωή; Επιλέγει τον ηρωικό δρόμο, που του επιβάλλει ο επικός ηθικός του κώδικας.

Λίγο παρακάτω, όμως, ο Ετεοκλής θέλει, λέει, να συμπεριφερθεί σαν ἀνὴρ ὁπλίτης (717). Η φράση, στον συνδυασμό της με τα προηγούμενα, ενέχει ξεκάθαρη ειρωνεία: η έννοια του ὁπλίτου παραπέμπει στο αρχαϊκό ιδεώδες της συλλογικής ενέργειας για την προάσπιση της κοινότητας. Η επιλογή του Ετεοκλή, όμως, ως εμφορούμενη από τον επικό-ηρωικό κώδικα αξιών, που είναι καθαρά ατομοκεντρικός, αντιφάσκει με αυτό.

Δεν καταλαβαίνει μήπως ο Ετεοκλής την αντίφαση; Δεν αντιλαμβάνεται μήπως αυτό που του λέει ο χορός (μια ομάδα παρθένων διερμηνεύει εδώ τον επικό κώδικα καλύτερα από έναν ἄνδρα τευχηστήν!), ότι δεν περιποιεί τιμή το να χύνεις αὐτάδελφον αἷμα ούτε ατιμία το να νικάς, έστω κι αν η νίκη είναι κακή; Ή μήπως δεν τον ενδιαφέρουν αυτές οι διακρίσεις; Μήπως είναι ακριβώς η Αρά που του θολώνει το μυαλό; Ποια είναι εν τέλει η δύναμη που υποκινεί τη μοιραία απόφαση του Ετεοκλή;

  • Είναι η πατρική Αρά, που τον παρασύρει στην καταστροφή, ώστε να εκπληρωθεί επιτέλους ο χρησμός του Απόλλωνα;
  • Ή είναι μήπως η ελεύθερή του βούληση, που υπακούει στον επικό-ηρωικό κώδικα αξιών, από τον οποίο ο βασιλιάς εμφορείται (και ο οποίος αντιφάσκει εν πολλοίς με τον δημόσιό του ρόλο ως υπερασπιστή της Πόλης);

Είναι τελικά Ή το ένα Ή το άλλο; Έχει νόημα να τίθεται διαζευκτικά αυτό το ερώτημα στον κόσμο του Αισχύλου;

Η Κατάρα και το Όνειρο είναι ομόλογες δυνάμεις, όργανα της ίδιας μεταφυσικής επενέργειας, που οδηγεί τον οίκο του Λαΐου στον αφανισμό, που επέταξε ο χρησμός του Απόλλωνα. Την ίδια στιγμή, όμως, αυτή η μεταφυσική επενέργεια εσωτερικεύεται, αφομοιώνεται από τα μέλη του οίκου του Λαΐου σαν ένα ορμέμφυτο αυτοκαταστροφής, που τους ωθεί σε ενέργειες που μιαίνουν και εν τέλει διαλύουν τον οίκο. Ο Ετεοκλής αποφασίζει στρεβλά, αλλά δεν αποφασίζει τυφλά· δεν τάσσεται στην Εβδόμη Πύλη χωρίς να έχει επίγνωση των μεταφυσικών δυνάμεων και των ηθικών επιταγών που τον σπρώχνουν προς τα εκεί.

Στον Αισχύλο γενικά και στους «Επτά» ειδικότερα η θεϊκή και η ανθρώπινη αιτιότητα είναι άρρηκτα, αξεδιάλυτα συνδεδεμένες:

  • Υπάρχουν θεϊκές δυνάμεις στο σύμπαν, που λειτουργούν ως εγγυητές της κοσμικής δικαιοσύνης, της οποίας απόλυτος φορέας είναι ο Δίας.
  • Υπάρχουν όμως και στις ψυχές των ανθρώπων ηθικές δυνάμεις, εξίσου ισχυρές, που υποκινούν τις πράξεις και τις επιλογές τους.

Είτε έχουν είτε δεν έχουν επίγνωση του θεϊκού σχεδίου, οι άνθρωποι επιλέγουν ελεύθερα. Εξαιτίας του εσωτερικού τους ορμεμφύτου, οι επιλογές τους είναι πάντα συγκεκριμένες. Εξαιτίας της ισχύος των θεών οι επιλογές τους δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανατρέψουν τη θεϊκή νομοτέλεια.

Η φωτογραφία είναι από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (1968)

Η φωτογραφία είναι από την παράσταση του Εθνικού Θεάτρου (1968)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: