Tags

, , , ,


Στο εισαγωγικό αυτό κείμενο θα ασχοληθούμε κατά σειράν: με τη χρονολόγηση των Φοινισσών, τη σχέση ανάμεσα στις Φοίνισσες και το ιστορικό, πολιτικό και πνευματικό πλαίσιο της εποχής τους και τέλος με το πρόβλημα της παρείσφρησης νόθων στίχων σε μικρούς ή μεγάλους αριθμούς στο πρωτότυπο κείμενο (interpolatio), το οποίο δεν είναι άσχετο με τη χρονολόγηση, αν όχι της πρώτης παράστασης του έργου μας, τουλάχιστον του κειμένου των Φοινισσών, όπως το έχουμε σήμερα στα χέρια μας.

Η ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΦΟΙΝΙΣΣΩΝ

Snip20151021_1Το αρχαίο σχόλιο στους Βατράχους του Αριστοφάνη που παρατίθεται δίπλα είναι η πιο αξιόπιστη πηγή για τη χρονολόγηση των Φοινισσών. Το σχόλιο τοποθετεί τις Φοίνισσες ανάμεσα στην Ανδρομέδα (412 π.Χ.) και τον θάνατο του Ευριπίδη (405 π.Χ.). Πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι το έργο γράφτηκε πριν το 408 π.Χ., χρονιά κατά την οποία ο Ευριπίδης δίδαξε τον Ορέστη και αναχώρησε για τη Μακεδονία. Ως πιθανότερη χρονολογία θεωρείται από τους πλείστους σήμερα το 409 π.Χ.

Η όψιμη χρονολόγηση ενισχύεται και από τα μετρικά χαρακτηριστικά του έργου. Οι μελετητές έχουν παρατηρήσει ότι προϊόντος του χρόνου ο Ευριπίδης επέτρεπε περισσότερες αναλύσεις στα ιαμβικά του τρίμετρα. Όντως, ο αριθμός των αναλύσεων στους τριμέτρους των Φοινισσών κατατάσσει το έργο στην τελευταία δεκαετία της ζωής του ποιητή. Το μέτρο πάντως προσομοιάζει περισσότερο στην Ελένη (412 π.Χ.) παρά στον Ορέστη (408 π.Χ.), τις Βάκχες και την Ιφιγένεια εν Αυλίδι (405 π.Χ.).

Άλλα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, πέρα από το μέτρο, επίσης τοποθετούν τις Φοίνισσες στην όψιμη φάση του Ευριπίδη (συνοψίζω από Mastronarde):

  • Η χρήση του τροχαϊκού τετραμέτρου
  • Το πολυπρόσωπον του έργου και η μεγάλη του έκταση
  • Το «διθυραμβικό» στυλ των χορικών και η συγκριτικά μικρή τους έκταση
  • Η εκτεταμένη χρήση πολυμετρικών αστροφικών μονωδιών (τεχνική που παρωδεί ο Αριστοφάνης στις Θεσμοφοριάζουσες, με αναφορά στην Ανδρομέδα).

Συνεπώς, συνδυάζοντας όλα τα πιο πάνω δεδομένα (την πλροφορία του αρχαίου Σχολιαστή, τα μετρικά δεδομένα και τα εν γένει τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά του έργου), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πιθανότερη ημερομηνία για τη διδασκαλία των Φοινισσών είναι τα έτη 411-409.

ΟΙ ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΣ

ΚΘΒΕ 1999

ΚΘΒΕ 1999

Τα χρόνια στα οποία ο Ευριπίδης γράφει τις Φοίνισσες είναι χρόνια σοβαρής πολιτικής αναταραχής για την Αθήνα, η οποία πλέον βαίνει προς την ήττα στον αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Το 411 π.Χ. ήταν η χρονιά κατά την οποία εκδηλώθηκε το ολιγαρχικό πραξικόπημα, το οποίο έφερε στο προσκήνιο ζητήματα όπως η πολιτική συμπεριφορά, οι διεθνείς συμμαχίες αλλά κυρίως η ενδεδειγμένη μορφή του πολιτεύματος, που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τις «Φοίνισσες». Στα χρόνια αυτά κυριαρχούν στο προσκήνιο πολιτικοί άνδρες αμφιβόλου ηθικής, όπως ο Αλκιβιάδης, οι οποίοι παρασύρουν σιγά-σιγά την πόλη στον χαμό.

Ο έπαινος της Ιοκάστης για την Ισότητα δεν είναι άσχετος με τις σύγχρονες συζητήσεις για τη σκοπιμότητα και τα όρια της δημοκρατίας. Παρομοίως, η επιμονή της στην ανάγκη της συνδιαλλαγής είναι πιεστικό αίτημα των καιρών, όπως προκύπτει και από έργα όπως η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, με το τέλος της οποίας ορισμένοι μελετητές έχουν συσχετίσει τις Φοίνισσες. Η αναφορά της στη φιλοτιμίαν ως πηγή πολιτικής εκτροπής είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια εποχή όπου τα προσωπικά προτάγματα αποσταθεροποιούν τα θεμέλια του κράτους και της κοινωνίας. Η γενικότερη διερεύνηση όχι απλώς των συνεπειών του πολέμου αλλά και της ίδιας της πολεμικής στρατηγικής, όπως διαφαίνεται κυρίως μέσα από τη συζήτηση του Κρέοντα με τον Ετεοκλή, επίσης απηχεί την πολεμική εποχή στην οποία το έργο γράφεται.

Πάνω από όλα, ίσως, η συμμαχία του Πολυνείκη με το Άργος ενάντια στην πατρίδα του, η οποία του αφαιρεί το όποιο ηθικό πλεονέκτημα είχε αφετηριακά, δεν μπορεί παρά να θύμιζε στους θεατές ανάλογες κινήσεις περιώνυμων Αθηναίων, όπως ο Αλκιβιάδης, προς ξένες δυνάμεις και ειδικά προς τους Πέρσες. Η δημηγορία του Αλκιβιάδη προς τους Λακεδαιμονίους, όπως την παρουσιάζει ο Θουκυδίδης στο 6.92.4, θυμίζει ανατριχιαστικά τη στάση τόσο του Πολυνείκη, που θεωρεί ότι δικαιούται να ανακαταλάβει αυτό που του ανήκει με κάθε τρόπο, όσο και του Ετεοκλή, που ανάγει την πολιτική εξουσία και δύναμησε αυταξία και απόλυτο αγαθό:

ΑλκιβιάδηςΌλα τα παραπάνω δεν μπορεί παρά να περνούσαν από το μυαλό του Αθηναίου θεατή, που πρωτοείδε τις Φοίνισσες στο Θέατρο του Διονύσου ανάμεσα στο 411-409 π.Χ. Όπως όμως σημειώνει και ο Peter Burian, οι Φοίνισσες δεν είναι καθ᾽ οιονδήποτε τρόπο αλληγορία για τον Αλκιβιάδη ή για τις έριδες ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές φατρίες της Αθήνας. Η τραγωδία διαλέγεται με την εποχή της με πιο πλάγιους, υπαινικτικούς τρόπους. Το σύγχρονο πλαίσιο αξιοποιείται, για να προσδώσει βάθος στους αρχαίους μύθους και οι αρχαίοι μύθοι για να προσδώσουν παραδειγματικές αρχετυπικές διαστάσεις σε σύγχρονα προβλήματα και αγωνίες. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το έργο του Ευριπίδη φαίνεται να εκφράζει την ίδια αντίληψη με τον Θουκυδίδη για τα πολιτικά πράγματα της εποχής, ότι δηλαδή στη ρίζα της πολιτικής κρίσης που μαστίζει την Αθήνα βρίσκεται η χαλάρωση των πολιτικών δεσμών, το γεγονός ότι οι πολίτες δεν γνοιάζονται πια για το δημόσιο παρά μόνο για το ιδιωτικό τους συμφέρον.

ΟΙ ΦΟΙΝΙΣΣΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΦΙΣΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Μία ακόμη εμφανής αλληλεπίδραση ανάμεσα στις Φοίνισσες και την εποχή τους είναι ο τρόπος με τον οποίο το έργο απηχεί τις ιδέες και τις πρακτικές του σοφιστικού κινήματος (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Ευριπίδης ο ίδιος συμμεριζόταν τις πρακτικές αυτές).

Πάνω από όλα, ο κυνισμός και ο αμοραλισμός του Ετεοκλή, που θεωρεί την εξουσία ως αυταξία και απόλυτη προτεραιότητα και πιστεύει στο δίκαιο του ισχυροτέρου, αντιστοιχεί σαφώς με τη λαϊκή αίσθηση για τους ανθρώπους και ειδικά τους πολιτικούς που τελούσαν υπό την επίδραση των σοφιστών (θυμηθείτε τον «ανανεωμένο» Φειδιππίδη στις Νεφέλες

Σοφιστικά χαρακτηριστικά έχει και η εκτεταμένη χρήση των λογοπαιγνίων στο έργο. Το πιο βαρυσήμαντο λογοπαίγνιο εμπλέκει την ίδια τη λέξη του τίτλου: η λέξη Φοίνισσες δεν παραπέμπει μόνο στην καταγωγή των γυναικών του χορού, αλλά και στο φοίνιον (κοκκινοπόρφυρο) χρώμα του αίματος, που ρέει άφθονο στο έργο μας, και βεβαίως στον φόνον, τόσο την πράξη του να σκοτώνεις όσο και το πηχτό αίμα από τις θανάσιμες πληγές.

Επίσης οικειότητα με τα ζητήματα που έθεσαν οι σοφιστές μαρτυρεί η αναφορά στα δίπολα φύσις-νόμος, σοφία-ἀμαθία κ.ά.

Εθνικό Θέατρο, 1978

Εθνικό Θέατρο, 1978

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ INTERPOLATIO

Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου 2002

Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου 2002

H χρονολόγηση των Φοινισσών δεν είναι άσχετη και με το πρόβλημα της νόθευσης του κειμένου. Είναι σαφές πως υπάρχουν τμήματα του έργου που δεν προέρχονται από το χέρι του Ευριπίδη, αλλά προστέθηκαν από μεταγενέστερους διασκευαστές σε κατοπινότερο στάδιο. Οι μελετητές ερίζουν ως προς την έκταση των παρεμβολών αλλά και ως προς τα συγκεκριμένα σημεία του έργου που πρέπει να θεωρούνται ύποπτα.

Όπως είδαμε και στην περίπτωση των Επτά επί Θήβας, το πρόβλημα της παρείσφρησης νόθων στίχων στα κείμενα των αρχαίων τραγικών ήταν ιδιαιτέρως οξύ, πολύ περισσότερο πριν από την πρωτοβουλία του ρήτορα Λυκούργου να παραγγείλει μια επίσημη κρατική έκδοση (και άρα την παγίωση, στο μέτρο του εφικτού) των θεατρικών έργων.

Στην περίπτωση των Φοινισσών δεν έχουμε ένα καταφανώς νόθο επίθημα στο τέλος του έργου, όπως στους Επτά, αλλά μια σειρά από μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης παρεμβάσεις σε διάφορα σημεία του κειμένου.

Το πιθανότερο είναι ότι οι παρεμβάσεις αυτές συνέβηκαν στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα, κατά το οποίο ο Ευριπίδης γνώρισε θαυμαστή δημοτικότητα και οι ηθοποιοί, οι οποίοι ήλεγχαν τις επανεκτελέσεις παλαιών έργων, δεν δεσμεύονταν από κανέναν περιορισμό.

Ποια τεκμήρια ενισχύουν τις υποψίες ότι μέρος των Φοινισσών είναι παρέμβλητο, δηλαδή ότι όντως στο έργο υπήρξε παρέμβαση από άλλο/α χέρι/α;

Πρόκειται για τα εξής:

  1. Η ίδια η ασυνήθιστη έκταση της τραγωδίας (1766 στίχοι, το εκτενέστερο έργο του Ευριπίδη)
  2. Το γεγονός ότι οι υποψίες σχετικά με την πιο πάνω πιθανότητα διατυπώθηκαν ήδη στην αρχαιότητα: συγκεκριμένα, ένας αρχαίος φιλόλογος θεωρούσε νόθες τη σκηνή της Τειχοσκοπίας, τη σκηνή της άφιξης του Πολυνείκη στη Θήβα (πίστευε ότι δεν εξυπηρετούσε την πλοκή), καθώς και το μέρος της Εξόδου που αναφέρεται στην εξορία του Οιδίποδα. Άλλοι αρχαίοι φιλόλογοι, των οποίων οι απόψεις διασώζονται στα Αρχαία Σχόλια, διατυπώνουν αρνητικές κρίσεις ή αμφιβολίες για συγκεκριμένους στίχους.
  3. Το γεγονός ότι ορισμένοι στίχοι παραλείπονται στα πιο αξιόπιστα χειρόγραφα (περγαμηνά ή παπυρικά) που διασώζουν το έργο ή/και σε άλλες σοβαρές αρχαίες πηγές που διασώζουν τμήματα του κειμένου (π.χ. σε παραθέματα άλλων συγγραφέων.
  4. Ο ταυτολογικός (520), επαναληπτικός (141-4, 1135-6),  ασυνεπής / αναχρονιστικός (549-67) ή γενικώς άτσαλος και διασπαστικός (369-70, 1075) χαρακτήρας ορισμένων στίχων. Στο έργο υπάρχουν επίσης στίχοι που αναπαράγουν στίχους άλλων τραγωδιών.
  5. Σε αρκετές περιπτώσεις οι στίχοι είναι γραμμένοι σε περίεργα, άκομψα ή και λανθασμένα ελληνικά. 

Ποιες σκηνές του έργου «αθετούν», δηλαδή διαγράφουν, οι σύγχρονοι φιλόλογοι;

Οι σύγχρονοι φιλόλογοι εν πολλοίς συμφωνούν με τις παρατηρήσεις του αρχαίου κριτικού. Δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία μεταξύ των φιλολόγων, αλλά οι σκηνές που συγκεντρώνουν τις περισσότερες υποψίες είναι οι εξής:

  1. Η «σκηνή των ασπίδων», που αποτελεί κομμάτι της ρήσης του Α᾽ Αγγέλου: Η σκηνή αυτή επαναλαμβάνει εν πολλοίς πληροφορίες από την Τειχοσκοπία στον Πρόλογο. Οι φιλόλογοι κατατάσσουν αυτές τις δύο σκηνές στην κατηγορία των λεγόμενων performance doublets, δηλαδή εναλλακτικών σκηνών, που χρησιμοποιήθηκαν σε διαφορετικές παραστάσεις.
  2. Η αναχώρηση της Αντιγόνης μαζί με την πατέρα της για την εξορία, η οποία δεν δένει άριστα με τη διακηρυγμένη της πρόθεση να θάψει τον Πολυνείκη.
Στιγμιότυπο από τις

Στιγμιότυπο από τις “Φοίνισσες” του Νίκου Χαραλάμπους (ΘΟΚ 2002)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ: